*
ΦΙΛΟΙ
Τι θα έλεγες να μέναμε το βράδυ τούτο ξύπνιοι
να χαλιναγωγήσουμε τη νύχτα σαν παλιά
και να είναι το φεγγάρι λύχνος μέσα στα σκοτάδια;
Στην κάμαρα ξεθάβοντας το σκονισμένο μπάσο
θα παίζουμε τους έφηβους με τις ζεστές καρδιές
κι όταν ο δίσκος θα σκοντάφτει στη βελόνα
με μια ματιά θα αναπολούμε περασμένους ρόλους.
Στο δώμα επάνω θα κοιτάζουμε τα αστέρια·
δεν θα μετράμε εμείς αυτά – θα μας μετρούν εκείνα.
Και θα μας βγάζουν μια ψυχή, δυο μάτια φλογισμένα
και μόνο εμείς θα ξέρουμε πως άλλαξε ο αέρας.
*
ΜΑΧΣΑ
Θα μείνεις όμορφη, Μαχσά,
σαν μεγαλώσεις. Τι γελάς;
Με τέτοια μάτια καστανά,
μαλλιά της νύκτας φορεσιά
και σκέψεις που βοούν κρυφά,
στη Δύση θα ήσουν στο μυαλό
τόσων ανθρώπων ζωηρών.
Θα γίνεις όμορφη, Μαχσά,
ανάμνηση στον ύπνο μου·
τις νύχτες, ξέρεις, που ξυπνώ
με ιδρώτα και ξερό λαιμό.
Φεύγεις κι απλώνεται η φωτιά.
Τουλάχιστον στον ουρανό
θα πιεις, ελπίζω, δροσερό
στον κήπο του Χριστού νερό.
*
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΦΥΛΛΟ
Αιχμάλωτοι στο Ατέρμονο Βουνό
και τρέχαμε και τρέχαμε χωρίς σκοπό
κι ακούστηκε στο πέλμα μου ένα σπάσιμο κοφτό
και μου είπε ο σύντροφος· έτσι κι αλλιώς είναι νεκρό·
και θα ήταν κάποτε η σειρά μας
Εκείνος δηλαδή κι Εγώ
κι ολόγυρα μας σκέπαζε σκοτάδι
σε λίγο σαν χοντρό παλτό, γιατί σιγά σιγά
γινόμασταν δικοί του
και μου είπε ο σύντροφος· πιστεύω να το βλέπεις,
δεν έχει σωτηρία τούτο το κακό·
και τίποτα δεν ήταν πια δικό μας
εκτός απ’ τη αφή στους βράχους και το χώμα
κι η προσευχή στα στήθια μου
όχι για να τελειώσει η νύχτα
αλλά για να κρατήσει λίγο ακόμα.
Δεν πρόκειται να μας αφήσουν να σωθούμε.
Και τότε μου είπε ο σύντροφος· κουράγιο,
θα τρέχουμε, θα τρέχουμε· θα προσπαθούμε.
*
ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
Και στα μισά του δρόμου ξεκουράστηκα
κι ήταν λοιπόν μπροστά μου, πρόσωπο
με πρόσωπο, τα μονοπάτια·
κι ο σκούρος θηρευτής μου γέλασε:
«Ανόητε, για πόσο ακόμα το κυνήγι;»
Στ’ αλήθεια, ποιο το νόημα; – για εκείνον,
για το όνειρο που ζούμε και για εμένα.
Και τότε πήρα την απόφαση, γεμάτος φόβο
κι αβέβαιος σαν καντήλι…
Τώρα που σου γράφω
το αφήγημα κινεί το χέρι και τα μονοπάτια
απάτητα σκεπάζονται με αφράτα φύλλα.
Κι αυτά που λέω ότι πήρα· διόλου δεν διαφέρουν.
*
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΑΡΚΟΣ
Μην πεις πως είμαι ο μεσσίας
δεν ήρθε ακόμα η ώρα για να δοξαστώ.
Το πορτοφόλι που άνοιξε σαν κάλυκας
και πέταξε από μέσα του πολύχρωμο
σπουργίτι – μη το πεις. Το φως που απλώθηκε
μέσα στο μαύρο σπίτι κι έγινε χαρούμενη
η Κυριακή γιορτή σας – μη το πεις.
Ακούς, μικρέ μου Μάρκο, τον παλιό θεό
ριγμένο εκεί στον ρημαγμένο του ναό
και λέει και λέει: «Μαρίνα μου,
αλατισμένο μου οξυγόνο και πνοή μου,
ποια θάλασσα, κορίτσι μου, και ποιος καπνός;»
κι εκείνη κρύβει με τα χέρια την ντροπή.
Έχω κατέβει από το θεϊκό βουνό
σαν αετός στη γη σας χίμηξα
ανέβηκα καβάλα στον νοτιά
και πέταξα ως εδώ – μα μη το πεις ακόμα.
Πόσα ψωμιά πριν είχατε και πόσα πια;
Θέλω να δω πως ξέρεις να μετράς.
Κι αφού τα βγάλεις –πρόσεξε:
εφτά φορές κι ακόμα τρεις και δώδεκα ξανά–
θα πάω κι εγώ στον θάλαμο να βρω το ρόδο·
«Μαρίνα μου, θα ταξιδέψεις τώρα», θα του πω,
«σε νέα θάλασσα, γυναίκα μου, σε νέο καπνό».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ
Για το ποίημα Ο μικρός Μάρκος, βλέπε και την περίφημη Μαρίνα του Τ. Σ. Έλιοτ.
*