του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα εφικτό για έναν επαγγελματία αθλητή να βγει δημοσίως και να διακηρύξει μεγαλοφώνως και με παρρησία, ως ένα σύγχρονο «έρκος Αχαιών», ότι «δεν είμαι το πρότυπο κανενός». Τέτοιες μεγαληγορίες μπορεί βέβαια να εκφέρονταν στα πλαίσια κάποιας διαφημιστικής καμπάνιας, αμβλύνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αιχμές περιείχαν για την αδηφάγα βιομηχανία του θεάματος που δεν γνωρίζει φραγμούς. Έστω κι έτσι όμως, παρά τις απόπειρες απονεύρωσης και δημιουργικής ενσωμάτωσης τους σε πιο αποδεκτά πλαίσια, υποδείκνυαν κάτι βαρύνουσας σημασίας: τη δυνατότητα ύπαρξης της ετεροδοξίας και την ανάγκη αναμέτρησης με αυτή, ακόμα κι αν αυτή η αναμέτρηση γινόταν υπό τους όρους της ενσωμάτωσης.
Η εποχή που επέτρεπε τέτοιου είδους διανοητικές λεπτότητες και που είχε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση ώστε να παρέχει χώρο σε αποκλίνουσες αντιλήψεις και ρητορικές λοξοδρομίες φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αρκεί πλέον μια απειροστή υπόνοια ότι ένας αθλητής τόλμησε να αγνοήσει τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας για να ξεσηκωθούν εναντίον του οι διαδικτυακές και μιντιακές ορδές των σύγχρονων Καθαρών και Βογομίλων (ακόμα και από την άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί η υπεύθυνη λίγκα να τους έχει πετάξει μερικά ψίχουλα στο παρελθόν), απαιτώντας τον κοινωνικό εξοστρακισμό του, τη συμβολική θυσία του πάνω σε μια πυρά που τρίζει από τα κλικ των like και των share. Μέχρι και ο εργοδότης του πεπτωκότος αθλητή εγκαλείται αν τυχόν δεν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προς «συμμόρφωση» του εργαζομένου του. Στη βάση ποιας λογικής όμως έχει φτάσει να θεωρείται αυτονόητο ότι ένας εργοδότης (και μάλιστα ιδιώτης) έχει το δικαίωμα να εγείρει αξιώσεις και απαιτήσεις περί του ορθώς εκφράζεσθαι των εργαζομένων του εκτός των ορίων του εργασιακού χώρου; Ο εύκολος ερμηνευτικός δρόμος για την εξήγηση αυτής της αλλαγής παραδείγματος των εργασιακών ηθών είναι αυτός που εκκινεί από μια υποτιθέμενη αυξημένη ευαισθησία των δυτικών κοινωνιών απέναντι σε φαινόμενα κακοποίησης και προσβλητικών συμπεριφορών για να καταλήξει λίγο – πολύ αβρόχοις ποσί σε ψευδαισθήσεις μεγαλείου περί κάποιας ηθικής προόδου των φιλελεύθερων «δημοκρατικών» καθεστώτων. Το ιστορικό βλέμμα, ωστόσο, έχει μάθει να είναι καχύποπτο απέναντι στις εύκολες ηθικολογικές ρητορείες που συχνά δεν είναι τίποτα άλλο παρά εφήμερος αφρός που ξεβράζουν στην επιφάνεια τα βαθιά ρεύματα μακράς διάρκειας της κοινωνικής αλλαγής.Η διαπίστωση ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός αποτελεί οργανικό κομμάτι της βιομηχανίας της διασκέδασης και του θεάματος θεωρείται περίπου τετριμμένη. Παρά την προφάνειά της, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι συνέπειές της γίνονται πλήρως κατανοητές σε όλη τους την έκταση και τις διακλαδώσεις. Γιατί με τον όρο «βιομηχανία του θεάματος» δεν είναι καθόλου απαραίτητο να εννοείται απλώς και μόνο η εμπορευματοποίηση διαφόρων μορφών μαζικής διασκέδασης δια της επιβολής αντιτίμου. Πέρα και πάνω από τον όποιο εκχρηματισμό της διασκέδασης (εξέλιξη καθόλου ασήμαντη από μόνη της), ο βαθύτερος πυρήνας της πολιτιστικής βιομηχανίας έγκειται στο ότι έχει βρεθεί σε θέση να παράγει, να διακινεί και να ανταλλάσσει ο,τιδήποτε κινείται και αναπνέει στην τάξη του συμβολικού: λέξεις, εικόνες, έργα τέχνης, νοήματα, ακόμα και οι ίδιες οι εμπειρίες μπορούν να σχεδιάζονται, να πακετάρονται και να προσφέρονται προς κατανάλωση σ’ ένα πρόθυμο κοινό. Ένα κοινό για το οποίο η ίδια του η ταυτότητα γίνεται αντικείμενο κατανάλωσης· ενίοτε και (αυτο-)κανιβαλισμού. Δεν είναι μόνο οι πατάτες, οι οδοντόβουρτσες και τα «έξυπνα» κινητά που παράγονται μαζικά σε συνθήκες υψηλής εκμηχάνισης, αλλά και το νέο συναρπαστικό μυθιστόρημα γεμάτο φόνους και μυστήρια που ετοιμάζεται να ρίξει στην αγορά ο τάδε ή δείνα αστέρας της πένας (ή μάλλον του πληκτρολογίου), το νέο ηλεκτρονικό τραγούδι του αγαπημένου σου συγκροτήματος με τη low-fi παραγωγή που του δίνει μια εσάνς ρετρό νοσταλγίας, εκείνο το ταξίδι που περίμενες τόσο καιρό να κάνεις στη λατινική Αμερική, τα χρώματα της ομάδας που υποστηρίζεις. Όσο διευρύνονται οι κύκλοι της υπαγωγής κάθε πλευράς του κοινωνικού στη λογική της οικονομικής ανταλλαγής, συσσώρευσης και μεγέθυνσης, τόσο υποτάσσεται και η τάξη του συμβολικού στη δεσποτεία του οικονομικού. Κι έτσι, κατά έναν διαστροφικό τρόπο, επιβεβαιώνονται οι διακηρύξεις (για την ακρίβεια, προφητείες) της καθεστωτικής γλωσσολογίας: τι άλλο μπορεί να είναι η γλώσσα πέρα από ανταλλαγή κωδικοποιημένων μηνυμάτων μέσα σε σολιψιστικά δίκτυα από πομποδέκτες που λειτουργούν ως κόμβοι ενός συστήματος το οποίο λειτουργεί σε ένα επίπεδο πέρα από τις δυνατότητες κατανόησής τους; Οι ίδιες οι έννοιες, οι τροπισμοί της σκέψης, οι αποχρώσεις του λόγου, μέχρι και αυτή η αίσθηση της ταυτότητας και του εαυτού γίνονται παρακολούθημα κι εξάρτημα της βιομηχανίας του συμβολικού· εν τέλει απλά της βιομηχανίας.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που αυτή η απεδαφικοποίηση και ευπλαστότητα του εαυτού, καθώς αυτός κολυμπάει μέσα στα δίκτυα των ασαφών σημαινόντων, χαιρετίστηκαν ως εργαλεία απελευθέρωσης από τα βαρίδια του παρελθόντος που επιχειρούσαν να προσδώσουν κάτι το πάγιο στα νοήματα. Τίποτα δεν (οφείλει να) διαθέτει ανώτερη κανονιστική, αν όχι και οντολογική, αρχή πέρα από τον εαυτό, όπως ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται, και τα δικαιώματά του. Μόνο που αυτή η απελευθέρωση μοιάζει τελικά περισσότερο με εξάχνωση. Όσο ο εαυτός εντάσσεται πιο οργανικά και προσδένεται πιο σφιχτά στη λογική του κεφαλαίου, τόσο απολλύει τα όποια σημεία αγκυροβόλησης στον βυθό του πραγματικού που μπορούν να του προσδώσουν ένα ελάχιστο συνοχής, τόσο αφαιρούνται μπροστά από τα μάτια του τα σταθερά σημεία στα οποία μπορεί να πατήσει για να προβάλει αντίσταση. Για να μπορεί να υπάρχει και να συντηρείται, ο εαυτός οφείλει να συμμορφώνεται προς τις επιταγές της συμβολικής οικονομίας· σε διαφορετική περίπτωση απειλείται με αφανισμό (δηλαδή, τόσο οικονομική όσο και ψυχοδιανοητική κατάρρευση), ακριβώς όπως αφανίζεται μια μη βιώσιμη επιχείρηση που δεν άντεξε τον ανταγωνισμό. Μικρή σημασία έχει το αν αυτές οι επιταγές αποδεικνύονται ενίοτε κραυγαλέα αντιφατικές: τη μία μπορεί να θεωρείται επιβεβλημένο για έναν αθλητή να γονατίσει κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου πριν την έναρξή ενός αγώνα σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του ρατσισμού· την επομένη θα πρέπει να το σκεφτεί δυο και τρεις φορές αν τολμήσει να διανοηθεί ότι μπορεί να εκφέρει άποψη για τα δικαιώματα μειονοτήτων σε χώρα που κατά τ’ άλλα χρηματοδοτεί αδρά τη λίγκα στην οποία αγωνίζεται. Έτερα παραδείγματα, εκτός αθλητισμού: α) αν οι πρόσφυγες είναι σκουρόχρωμοι, ο πνιγμός τους στον βυθό του Αιγαίου είναι μια ακόμα είδηση· αν όμως είναι ξανθοί και γαλανομάτες, διάφορες «ευαίσθητες» καρδιές αίφνης ανασκιρτούν, ανακαλύπτοντας «πολιτιστικές» συγγένειες· β) οι διαδηλωτές κατά της καραντίνας και των υποχρεωτικών μέτρων για την «αντιμετώπιση» του κορωνοϊού είναι όλοι τους ρατσιστές, ξενοφοβικοί υπάνθρωποι αν τυχόν διαδηλώνουν σε κάποια δυτική χώρα· γίνονται όμως μαχητές της ελευθερίας αν πράττουν το ίδιο στην Κίνα. Δεν είναι δυνατό φυσικά να αναμένει κανείς λογική συνοχή και συνάφεια από υποκείμενα που το ανερμάτιστο είναι εγγεγραμμένο στην ίδια τους τη σύστασή. Το μόνο που αναμένεται από αυτά είναι να υποστηρίζουν με απόλυτη καθαρότητα, άνευ επιφυλάξεων και δολιχοδρομιών, την εκάστοτε «ορθή πλευρά της ιστορίας». Για αυτά, δεν υπάρχει καν άλλη πλευρά της ιστορίας. Τίποτα το έξω δεν υφίσταται, παρά μόνο η μηρυκαστική αντανάκλαση της επισφαλούς αλαζονείας του νικητή.
Μια παρηγορητική σκέψη θα ήταν να θεωρήσει κανείς ότι τα παραπάνω αφορούν στον επαγγελματικό αθλητισμό, που συνιστά ούτως ή άλλως μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ωστόσο, η ρητορική της καθαρότητας (και της επερχόμενης καταστροφής αν δεν τηρηθεί σχολαστικά αυτή η καθαρότητα) μπορεί να ανευρεθεί πλέον σε τομείς πολύ πέραν των ορίων της μαζικής κουλτούρας, διασκέδασης κι «ενημέρωσης» (δηλαδή προπαγάνδας). Κάθε ντομάτα που πρασινίζει ελαφρά ή παρουσιάζει μια κάποια δυσμορφία εξορίζεται χωρίς δισταγμό από τους πάγκους των σούπερ-μάρκετ, κάθε καιρικό φαινόμενο που χαλάει τα σχέδια για καφέ σε ανοιχτό χώρο αποτελεί αφορμή για να σταλούν μαζικά προειδοποιητικά μηνύματα, μια μεταδοτική ασθένεια δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται με εγκλεισμούς, αποκλεισμούς και απομόνωση όσων έχουν προσβληθεί, είτε ιατρικά είτε και (υπονοείται ή και εννοείται) «ηθικά».
Η διάκριση όμως ανάμεσα στο καθαρό και το βρώμικο (διάκριση που προϋποτίθεται φυσικά από κάθε αντίληψη περί καθαρότητας) δεν έχει ως αποκλειστική αιτία της λόγους ιατρικούς, υγειονομικούς διατροφικούς ή εν γένει επιστημονικούς. Πριν απ’ ο,τιδήποτε άλλο, το βρώμικο είναι αυτό που δεν δύναται να ενταχθεί μέσα στο πλέγμα των παραδεδομένων κατηγοριών σκέψης μιας κοινωνίας. Ένας σωρός από σκουπίδια δεν προκαλεί αποστροφή μόνο επειδή αποτελεί μια πιθανή εστία μόλυνσης (κάτι που μπορεί και να μην ισχύει καν), αλλά κι επειδή διαταράσσει το βλέμμα, αντιστεκόμενος σε κάθε απόπειρα ταξινόμησης. Ο διανοητικός ίλιγγος μπροστά στην αταξία απέχει μια ανάσα από την αναγούλα λόγω δυσωδίας. Η εξάπλωση της ρητορικής περί καθαρότητας υποβάλλει, επομένως, μια υποψία: ότι μια θεμελιώδης γενεσιουργός αιτία της είναι ένα αίσθημα απειλής και πολιορκίας από το οποίο διακατέχονται εσχάτως οι δυτικές κοινωνίες. Στον βαθμό που αναδιπλώνονται εσωτερικά, έχοντας χάσει τις όποιες δυνατότητες είχαν να αναδέχονται το διαφορετικό – ίσως γιατί χάνουν και την ισχύ που τους επέτρεπε τέτοιες μεγαθυμίες – καταφεύγουν σ’ έναν νεοπουριτανισμό που θεωρούν ότι μπορεί να τις προστατεύσει από το «βρώμικο» άλλο – δηλαδή από το κοινωνικά μη αφομοιώσιμο. Και όλα αυτά στο όνομα της διαφορετικότητας!
Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο όπου η τάξη του συμβολικού παίρνει κατά κάποιον τρόπο την εκδίκησή της. Όμοια με μια χελώνα ή μ’ έναν σκαντζόχοιρο οι οποίοι, ακριβώς επειδή έχουν πολύ μαλακιά και ευαίσθητη σάρκα, είναι υποχρεωμένοι να αντιδρούν σε απειλές με την τακτική της εν ακινησία σκλήρυνσης, έτσι και οι δυτικές κοινωνίες βιώνουν την παρακμή τους στρεφόμενες προς έναν ουροβόρο, σολιψιστικό και για αυτό αδιάλλακτο πουριτανισμό. Αποδύονται σε μια απόπειρα συγκρότησης του αισθήματος της ολότητας (η ολότητα που κάποτε υπήρξε το ανάθεμά τους) με την λεπταισθησία και τη χάρη ενός κοπαδιού βραχιοσαύρων σε πανικό, ποδοπατώντας κάθε διάκριση που ο θεωρητικός στοχασμός και η πολιτική πράξη είχαν μοχθήσει να φέρουν επιμελώς στην επιφάνεια: τη διάκριση μεταξύ ατομικού και συλλογικού, μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, μεταξύ συμβολικού και πραγματικού. Δεν θα πρέπει να απορήσει κανείς επομένως αν στο τέλος του δρόμου, αντί για την ολότητα, ανακαλύψουν ότι τις περιμένει ο ολοκληρωτισμός.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
*