Ἡ φυγὴ

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Επιλογή και επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

*

Θυμᾶστε τὸν Οὐῶλτερ Μίττυ, τὸν ἥρωα τοῦ γνωστοῦ διηγήματος τοῦ Τζαίημς Θόρμπερ;[1] Εἶν’ ἕνας ἥσυχος Ἀμερικανὸς μικροαστὸς μὲ τὴ δουλίτσα του, τὴ γυναίκα του, τ’ αὐτοκίνητό του καὶ τὴ μετρημένη ζωή του. Ἕνας ἀπὸ τὶς χιλιάδες, τὰ ἑκατομμύρια τῶν ὅμοιων ἀνθρωπάκων ὅλου τοῦ κόσμου, τῶν ἀσήμαντων κι ἄγνωστων. Μὲ μιὰ διαφορά: Πὼς ὁ Μίττυ ζεῖ διπλὴ ζωή: Τὴν ἤρεμη ρουτινιέρικη ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς τάξης του, αὐτὴ ποὺ ξέρουν ἡ γυναίκα του, οἱ φίλοι κι οἱ γνωστοί του, καὶ μιὰν ἄλλη ἀτομική, κρυφὴ ζωή, ποὺ κανένας δὲν τὴν ὑποψιάζεται. Μιὰ ζωὴ γεμάτη κίντυνο, ἡρωισμό, αὐτοθυσία, περηφάνια, δόξα. Μόνο ποὺ τούτη τὴ δεύτερη τὴ ζεῖ μὲ τὴ φαντασία του.

Ὅταν ὁ πόνος τῆς ἄλλης, τῆς καθημερινῆς ζωῆς φτάσει στὸ ἀπροχώρητο, ὅταν ἡ πεζότητα κι ἡ σχολαστικὴ μικρολογία τῆς συμβίας (ποὺ ἴσως νὰ τήνε πῆρε ἀπὸ ἔρωτα) καταντήσουν ἀφόρητες, ὅταν ἡ ταπεινότητα κι ἡ ἀνοησία τῶν συνανθρώπων κάνουνε νὰ ξεχειλίσει ἡ ἀηδία μέσα του, τότε ὁ Οὐῶλτερ Μίττυ ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ φανταστικοῦ κόσμου του. Ὅλα ἐκεῖ εἶν’ ὡραῖα, γεμάτα νόημα κι ὁ ἴδιος γίνεται ἐκεῖνο ποὺ ὀνειρεύτηκε κάποτε: Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔχουν ἀνάγκη καὶ τὸν ὑπολογίζουν οἱ ἄλλοι, ἡ δυνατὴ προσωπικότητα, ἀγγελικὴ ἢ διαβολικὴ ἀδιάφορο, ποὺ κυριαρχεῖ πάνω σ’ ἐχθροὺς καὶ φίλους.

Ἔγραψα παραπάνω πὼς ἡ μυστικὴ ζωὴ τοῦ ἥρωα (πόσο εἰρωνικὲς γίνονται κάποτε οἱ λέξεις!) τοῦ Τζαίημς Θόρμπερ εἶναι ἡ μοναδικὴ διαφορά του ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ὅμοιών του. Ὅμως ὑπάρχει ἄραγε καὶ τούτη ἡ διαφορά; Πολὺ φοβοῦμαι πὼς κι ὁ πιὸ ἀδικημένος στὴ φαντασία ἔχει μιὰ πτυχὴ κρυφῆς ζωῆς, συχνὰ ἀνομολόγητη καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Εἶναι τὸ καταφύγιό του. Ἐκεῖ ἀποσύρεται κουρασμένος, ἀπογοητευμένος, πληγωμένος, ἀπαράλλαχτα ὅπως κάνει τὸ ἀγρίμι τοῦ δάσους, γιὰ νὰ πάρει καινούργιες δυνάμεις καὶ ν’ ἀποκαταστήσει στὰ ἴδια του τὰ μάτια τὴν ἀξία του ποὺ τόσο συχνὰ καὶ τόσο εὔκολα τήνε κουρελιάζει ὁ «ἄλλος», αὐτὸς ὁ ἄσπονδος ἐχθρός.[2]

Κοιτάξετε τὸν ἁπλοϊκὸ ἀνθρωπάκο ποὺ προχωρεῖ στὸ δρόμο, κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα μοναχός του, κάποτε συνοδεύοντας καὶ μὲ μικρὲς χειρονομίες τὸν ἀκατανόητο γιὰ μᾶς μονόλογό του. Τούτη τὴν ὥρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος κατατροπώνει κάποιον ἀντίπαλο μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ λόγου του. Προετοιμάζει ὄχι μόνο τὰ ἐπιχειρήματά του μὰ καὶ τὸν τόνο τῆς φωνῆς ποὺ θὰ μεταχειριστεῖ καὶ τὴν ἔκφραση ποὺ θὰ δώσει στὸ πρόσωπό του στὴ μονομαχία ποὺ μέλλει νὰ ἀρχίσει σὲ λίγο. Ἢ μπορεῖ νὰ ξαναπλάθει μὲ τὸ νοῦ του μιὰ σκηνὴ ποὺ ἔγινε κιόλας, τὴ δική του ἐκδοχὴ μιᾶς συζήτησης ἢ ἑνὸς ἐπεισόδιου, ὅπου βέβαια ὁ ἴδιος εἶν’ ὁ ἥρωας. Εἶν’ ἡ πιὸ πρόχειρη μορφὴ φυγῆς ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, στιγμιαῖο στήσιμο καὶ χάλασμα ἑνὸς ἰδεατοῦ σκηνικοῦ χωρὶς πολλὲς ἀξιώσεις, στὸ φῶς τῆς μέρας καὶ σὲ κάποιο διάλειμμα τοῦ καθημερινοῦ ἀγώνα.

Ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ τελειότερη καὶ διαρκέστερη φυγὴ περιμένουνε τὸν ἐρχομὸ τῆς νύχτας. Ὅταν ἡ κουρτίνα τοῦ σκοταδιοῦ κρύψει τὴ γεμάτη αἰχμὲς πραγματικότητα, στὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ μεσολαβεῖ ἀπὸ τὸ γύρισμα τοῦ διακόπτη ὣς τὸ μαλακὸ βύθισμα στὴ χώρα τοῦ ὕπνου, ἀποτολμοῦνε τοὺς πιὸ μεγαλοφάνταστους ἡρωισμοὺς καὶ τὶς πιὸ δονκιχωτικὲς περιπέτειες. Καταστρώνουν αἰσιόδοξα σχέδια ἐπιτυχίας ποὺ θὰ διαλυθοῦνε μὲ τὸ φῶς τῆς καινούργιας μέρας.

Ὑπάρχει κι ἡ φυγὴ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ βιβλίου ἢ τοῦ κινηματογράφου.[3] Ἡ λησμοσύνη τῶν δικῶν μας προβλημάτων ποὺ γυρεύουν ἐπιταχτικὰ λύση, μπροστὰ στὰ προβλήματα, τοὺς πόνους καὶ τὶς χαρὲς τῶν πλασμάτων τῆς φαντασίας τοῦ συγγραφέα ποὺ δὲν ἀπαιτοῦν ὅμως ἀπὸ μᾶς παρὰ μόνο τὴ συμπάθειά μας. Ἡ ταύτισή μας μὲ τὸν ἥρωα τῆς ταινίας, τοῦ μυθιστορήματος ἢ τοῦ θεατρικοῦ ἔργου κι ἡ ψευδαίσθηση πὼς ζοῦμε κι ἐμεῖς κάποιες πτυχὲς ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ ζωή του. Ἐμεῖς ποὺ ἡ δική μας ζωὴ εἶναι τόσο φτωχὴ κι ἄχαρη.

Συχνὰ ἀκοῦμε ἀνθρώπους ἡλικιωμένους νὰ μιλοῦνε μὲ νοσταλγία γιὰ τὰ ξέγνοιαστα παιδικά τους χρόνια ἢ γιὰ τὰ νιᾶτα τους καὶ ν’ ἀραδιάζουν ἐντυπωσιακὲς ἐπιτυχίες τους στὸν πόλεμο, στὸν ἀθλητισμὸ ἢ στὸν ἔρωτα. Ἀκοῦμε γυναῖκες παντρεμένες, πού ’χουνε περάσει πιὰ τὴν πρώτη νιότη, ν’ ἀναστενάζουνε καθὼς θυμοῦνται τὴν ἰδανικὴ ζωὴ στὸ πατρικό τους σπίτι, τὶς κοσμικὲς ἐπιτυχίες τοῦ καιροῦ ἐκείνου, τὶς θερμὲς ἐκδηλώσεις ἑνὸς πλήθους θαυμαστῶν. Εἶναι ἡ φυγὴ στὸ παρελθόν. Ἡ παιδικὴ ἢ ἡ νεανικὴ ἡλικία ἀποχτοῦνε στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων τούτων τῶν ἀπογοητευμένων ἀπὸ τὸ παρόν, τὴν ἀξία ἑνὸς χαμένου παράδεισου. Σιγὰ σιγὰ σβήνει στὴ θύμησή τους κάθε δυσάρεστο χαραχτηριστικὸ τῆς περασμένης ἐποχῆς κι ἀπομένουνε μόνο τὰ εὐχάριστα ποὺ τὰ μεγεθύνει ἡ φαντασία γιὰ νὰ κατασκευάσει τὸ καταφύγιο ὅπου θὰ βρίσκουνε μιὰ τεχνητὴ καὶ πρόσκαιρη λύτρωση.

Σπάνιοι πρέπει νά ’ναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲ νιώθουνε ποτὲ τὴν ἀνάγκη τῆς φυγῆς: Ὅσοι εἶν’ ἀπόλυτα ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὴ ζωή τους εἴτε γιατὶ μιὰ γενναιόδωρη μοίρα τοὺς γέμισε ἐπιτυχίες ὑλικὲς καὶ ἠθικές, εἴτε γιατὶ τοποθετήσανε τόσο χαμηλὰ τὰ ὄνειρα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τους ποὺ δὲ χρειαστήκανε πολὺ κόπο γιὰ νὰ τὰ πραγματοποιήσουνε. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, σ’ ἀραιὰ ἢ συχνότερα διαστήματα, νὰ ξεγλιστροῦμε ἀπὸ τὸν κόσμο ὅπου ἀναγκαστικὰ βρισκόμαστε, τὸν κόσμο ποὺ ἀποτελεῖ μιὰ ἔκπτωση, κάποτε καὶ μιὰ τραγικὴ γελοιοποίηση τῶν ἰδανικῶν μας, νὰ φεύγομε

πέρα ἀπ’ τὸ μαῦρο τῆς φρικτῆς πόλης ὠκεανὸ
πρὸς κάποιον ἄλλον ὠκεανό,ποὺ λάμπει μακριά μας
καθὼς τὴν παρθενιὰ βαθύ, καθάριο, γαλανό [4]

γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τοὺς στίχους ἑνὸς μεγάλου κυνηγοῦ τοῦ ὀνείρου καὶ τῆς χίμαιρας, τοῦ Σὰρλ Μπωντλαίρ. Μπορεῖ ὅταν διακόπτομε τὴ φυγή μας καὶ ξαναγυρίζομε στὴν πραγματικότητα ἡ ἐπαφὴ μαζί της νὰ μᾶς πονεῖ πιὸ πολὺ ἀπὸ πρίν. Μὰ εἶναι ἡ μόνη διέξοδος ποὺ μᾶς μένει γιὰ νὰ μὴν πεθάνομε ἀπὸ ἀσφυξία στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

[1] Ὁ Γιώργης Μανουσάκης εἶχε διαβάσει τὸ σύντομο διήγημα «Ἡ ἀπόκρυφη ζωὴ τοῦ Οὐῶλτερ Μίττυ» του James Thurber σὲ μετάφραση Π. Ἀκρίβου στὸ βιβλίο Ἀνθολογία ξένων διηγημάτων, ἔκδοσις «Ἐκλογῆς», σειρὰ δευτέρα, χ.χ., ποὺ ὐπάρχει στη βιβλιοθήκη του.  (Στὸ παρατιθέμενο στὴν Ἀνθολογία βιογραφικό σημείωμα ο Thurber αναφέρεται ως «Θῶρμπερ», όχι  ως «Θέρμπερ», όπως έχει πια καθιερωθεί στὰ ἑλληνικά).
[2] Στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἐπιφυλλιδογράφου, ὑπόκειται, νομίζω, ἡ φιλοσοφικὴ θέση τοῦ Σάρτρ, ὄπως ἐκφράζεται στὸ θεατρικὸ μονόπρακτό του Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν λίγο πρὶν πέσει ἡ αὐλαία:  «Ἡ κόλαση εἶναι οἱ ἄλλοι». Ἐδώ ὅμως ὁ «κουρελιασμένος» ἄνθρωπος βρίσκει λυτρωτικὴ διέξοδο.
[3] Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ συμπίπτει μὲ προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Μανουσάκη, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ δύο ποιήματα τοῦ  1960,  «Φυγὴ» (φυγὴ μέσῳ τῶν βιβλίων) καὶ «Στὸν φθινοπωρινὸ κινηματογράφο», τὰ οποῖα θὰ συμπεριλάβει στὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογή του Μονόλογοι (τώρα στὸν Α΄ τόμο Τὰ Ποιήματα 1967‒2007,  ἐκδ. Κίχλη 2021).
[4] Οἱ στίχοι ἀπὸ τὴν πρώτη στροφὴ τοῦ ποιήματος τοῦ Μπωντλαίρ «Moesta et errabunda» τῆς συλλογῆς Fleurs du mal (Ἄνθη τοῦ κακοῦ), ἑνότητα “Spleen et idéal”: «Loin du noir océan de l’immonde cité, / vers un autre océan où la splendeur éclate, / bleu, clair, profond, ainsi que la virginité». Δὲν ἔχω ἀκόμη ἐντοπίσει ποῦ εἶχε διαβάσει τὸ μεταφρασμένο ποίημα ὁ Μανουσάκης· πάντως στὸ βιβλίο Ἀπαγορευμένα Ποιήμαta, σε μετάφραση Γ. Σημηριώτη, ἔκδοσις τρίτη, Λουκιανὸς 1955 καὶ στὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά, πρὸ τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1962, ποὺ υπάρχουν στὴ βιβλιοθήκη του, δὲν τὸ βρῆκα.
* * *

Τὸ παραπάνω δυσεύρετο κείμενο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη εἶναι μία ἐπιφυλλίδα ἀπὸ τὶς πενήντα τρεῖς, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸν ὑπέρτιτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ», δημοσίευε στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων, ἀπὸ τὶς 21 Μαΐου τοῦ 1961 μέχρι τὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1965, ὁπότε, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, διέκοψε  τὴ συνεργασία του μὲ τὴν ἐν λόγῳ ἐφημερίδα, λόγῳ τῶν «Ἰουλιανῶν», τῆς «Ἀποστασίας» δηλαδὴ τοῦ ἰδιοκτήτη  της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ἡ επιφυλλίδα τῆς σημερινῆς ἀνάρτησης δημοσιεύτηκε τὴν Κυριακὴ 11 Φεβρουαρίου 1962, ἴσως μὲ ἀφορμὴ τὸν πρόσφατο τότε θάνατο τοῦ Thurber (2 Νοεμβρίου 1961).

*

Advertisement