Οι περιπέτειες του Πέτερσεν στη θάλασσα

*

του ΓΚΕΡΡΙΤ ΜΠΕΚΕΡ

Μετάφραση Έλενα Σταγκουράκη

Σαν χρειαστείς τη γνώμη ειδικού στις ξύλινες λέμβους, ο Μπέργκερ είναι ο άνθρωπός σου. Αρκεί ένα τηλεφώνημα, και ο Μπέργκερ –ειδήμων στα των σκαφών, από τη σωστή ίσαλο ώς την ουριοδρομία– σαλτάρει στο κατάστρωμα και, αφού τραβήξει την κέστρα απ’ τη ζώνη και χτυπήσει δοκιμαστικά εδώ κι εκεί στο εσωτρόπιο, είτε νεύει καταφατικά είτε αποφαίνεται ένα «εδώ είμαστε λοιπόν», πράγμα που λίγο ώς πολύ σημαίνει “το μαραφέτι επιπλέει ακόμη, αλλά σκάφος δε λογίζεται﮲ το πολύ-πολύ να το έχεις αντί για καλύβα για να μένεις στη στεριά, αλίμονο όμως και μανίσει η θάλασσα”…

Κοινώς, ό,τι πει ο Μπέργκερ είναι νόμος.

Ο Στρούβε, αντιθέτως, είναι από εκείνους που θα πηδήξουν σε ένα ψωροκάικο, ένα σωρό σαπιόξυλα απ’ τον πάτο ώς την κορφή, και θα χτυπήσουν φιλικά στον ώμο τον ξεδιάντροπο ιδιοκτήτη που επιδιώκει κακήν-κακώς να ξεφορτωθεί το συντρίμμι, ζητώντας ταπεινά συγγνώμη για την καθυστερημένη άφιξη κι ευχαριστώντας θερμά για την αναμονή. Βλέπεις, ασχέτως κατάστασης –βαθμού σήψης– του πλεούμενου, ακόμη και σε μισοβυθισμένο ιστιοφόρο είκοσι εφτά μέτρων με μόνη τη μπούμα να στέκει από τα κατάρτια (μιλάω εκ πείρας), εκείνος ένα μόνο ξέρει να βροντοφωνάζει: «Βίρα και αμόλα!». Και ας τον έκανα εγώ χρυσό να μην ανταλλάξει το εννιάμετρο σκάφος μας με ένα Γκλομάρ, με ξεφτισμένη μπούμα και κατακαμένο από τον ήλιο και την αλμύρα παραπέτο, που κατέληξε στο βυθό.

Σε αυτόν τον Στρούβε βρήκε και μαθήτευσε ο Μπρόντερ Πέτερσεν, απ’ αυτόν έμαθε τη συμπεριφορά στη θάλασσα. Ο δικός μου ο Μπρόντερ, ο δίμετρος εκπρόσωπος του γεροθρεμμένου γένους των γεωργών, μεγαλωμένος στο Νήμπουλ, τυραννισμένος στο γυμνάσιο, μετεγκατεστημένος στην πρωτεύουσα το Κίελο, άξιος να τιμήσει το επώνυμο Πέτερσεν στους κύκλους της Ευαγγελικής Εκκλησίας ως πάστορας και αργότερα να αφυπνίσει στην ενορία τού Τέλινγκστεντ το νωθρό κι απολωλός ποίμνιό του.

Αυτός ο ίδιος Πέτερσεν, ο μαθημένος από το φριζικό πατρικό του να υπηρετεί ανιδιοτελώς τους άλλους, ο ίδιος που βρήκε μετά χιλίων κόπων και βασάνων ένα κομμάτι γης, όπου να μπορεί να διαβαίνει ένα δώμα τρία επί τέσσερα με το κεφάλι ψηλά, απογοητεύτηκε στην πορεία από τη θεολογία και που –αφού γράφτηκε ξανά-μανά στο πρώτο εξάμηνο του Τμήματος Μαθηματικών– αφουγκράστηκε εν τέλει το κάλεσμα των σανσκριτικών και κατέφυγε στην Ινδολογία.

Εκείνον τον καιρό εγώ έμενα μαζί με κάμποσους ακόμα σε μια παρηκμασμένη βίλα στο Ντήτριχσντορφ, στα περίχωρα του Κιέλου, κοντά στην κοιλάδα όπου εκπηγάζει ο ποταμός Σβεντίνε. Τους περασμένους μήνες, ο Μπρόντερ κι εγώ είχαμε κάπως ξεκόψει. Είχα μπροστά μου το μπλοκ σχεδίου και το κοιτούσα μπλοκαρισμένος όσο ποτέ άλλοτε, μιας και κάποια γεγονότα με είχαν αφήσει εμβρόντητο. Ετοιμαζόμουν να αναμείξω και να απλώσω.

Ο ουρανός είχε ξανοίξει, στον ουράνιο θόλο πάνω από το ποτάμι κρέμονταν γκριζογάλαζα φρούρια με σκούρα περιγράμματα –τίνος, άραγε, ιππότη το κάστρο;– και πέρα στο βάθος μια πύλη, θαρρείς εν πτήσει, ηλιόλουστη ένα γύρο, τοπίο θαρρείς γενημένο απ’ την ανάσα, και μέσα σε αυτό ένας σοφός σε στάση κατανυκτική, σαν βγαλμένος από κινεζική ζωγραφιά. Το χρώμα να ρέει παίρνοντας τους δρόμους της σκέψης, στάζοντας από τις τρίχες του πινέλου, οι κόκκοι του λευκού σε σκόνη φερμένοι πάνω στο μετάξι, και το μείγμα να παίρνει να νοτίζει.

Καθόμουν στη βεράντα και, την ώρα που μοχθούσα, σκυμμένος πάνω από την ιπτάμενη πύλη, χτυπώντας τα συννεφένια φρούρια στα ανοίγματα με τόση μανία που στο τέλος η κιμωλία έσπασε και σκόρπισε πάνω στο χαρτί, ο Μπρόντερ ξεφύτρωσε μέσα από τους θάμνους του σαμπούκου, παραμερίζοντάς τους με τα χέρια, και πήρε να ανεβαίνει τα σκαλιά.

Καιρό είχαμε να ανταλλάξουμε κουβέντα και εκείνη τη μέρα ήρθε απλά και στάθηκε πλάι μου, κοίταξε το κοράκι στην καμινάδα και τον ουρανό που απλωνόταν πίσω του, λες και προσδοκούσε να ανακαλύψει κάτι, και τέλος ξεστόμισε: «Γκύντερ, αγόρασα σκάφος.»

Σαν είδε ότι δεν απαντώ, επανέλαβε: «Άκουσες, Γκύντερ, αγόρασα σκάφος, στο Χάιντε.»

«Τον Μπέργκερ, τον ρώτησες;»

«Όχι.»

«Κρατάς την κάτοψη;»

Αρνήθηκε, κουνώντας το κεφάλι: «Δεν υπάρχει κάτοψη.»

«Και οι διαστάσεις; Έστω, δώσε τους τίτλους ιδιοκτησίας.»

«Ούτε τίτλοι ιδιοκτησίας» αποτόλμησε εκείνος.

Ένευσα με το κεφάλι και μείναμε για κάμποσο σιωπηλοί. Είχα ωστόσο την αίσθηση ότι κάτι περίμενε να πω και είπα να μην τον απογοητεύσω:

«Τύπος, εξαρτία, μέγεθος;»

Με κοίταξε σαν να υπολόγιζε κάτι.

«Οχτώμισι επί ένα εβδομήντα πέντε και βύθισμα περίπου τόσο» κι έδειξε μια παλάμη πάνω από το γόνατο.

«Με ή χωρίς καρίνα;»

«Χωρίς», διευκρίνισε, «αλλά σίγουρα αρμενίζει μια χαρά».

Δεν είπα πια τίποτε άλλο, γνωστή η ιστορία: “μια καρίνα στο ‘πιτς φιτίλι’, ένα-δυο μερεμέτια στο κατάστρωμα, ο Στρούβε ξέρει άλλωστε από σκάφη και λέει πως όλα τους μπορούν να αρμενίσουν”.

«Ναι, ναι, Μπρόντερ, ξέρω» είπα έπειτα από κάμποση ώρα.

«Στην ψαραγορά είναι ένας που θέλει να μετατρέψει μια τορπιλάκατο σε τρικάταρτο με τριγωνικά πανιά κι έχει και άλλα τέτοια σχέδια.»

Έμεινε σιωπηλός, και εγώ, με τη σπασμένη κιμωλία στο χέρι, κοίταζα το σούρουπο να εισχωρεί στον κήπο και φανταζόμουν δικές μου περιπέτειες, να κάνω μια φορά κι εγώ κουμάντο σε ένα σωρό δικά μου μαδέρια και να βλέπω τον άνεμο να φουσκώνει τα πανιά. Και δεύτερο κοράκι ήρθε να καθίσει στην καμινάδα και πέταξαν ύστερα μαζί, νόμισα πως κατευθύνονταν στις οξιές, τελικά όμως πήραν να κατεβαίνουν στο ποτάμι και οι φτερούγες τους έμοιαζαν με μαυρισμένα ακροδάχτυλα.

«Πρέπει νά ‘ρθεις μαζί μας, Γκύντερ. Θα ’ρθείς;»

«Ξέρεις, Μπρόντερ, αυτή τη στιγμή παραέχω πολλά στο κεφάλι μου.»

«Έλα, ρε Γκύντερ!» επέμεινε εκείνος πιάνοντας το γιακά του. Αφού μείναμε για κάμποσο σιωπηλοί, τελικά του υποσχέθηκα ότι θα ήμουν εκεί.

Συναντηθήκαμε μια Παρασκευή πρωί. Η φτέρνα μου τραβούσε σε κάθε βήμα και το τρίξιμο στο γόνατο δεν έλεγε να σταματήσει.

Είδα μπροστά στα μάτια μου την κάτασπρη σφαίρα της άρθρωσης με φόντο έναν ορίζοντα λουλακί, και μια υποδοχή, εξίσου λευκή, όπου μέσα της κινούνταν η άρθρωση. Φαντάστηκα μαύρη άμμο να την δέρνει πού και πού, κάτι σαν ηφαιστειακή σκόνη, το κόκαλο να τρίβεται στην ελαφρόπετρα και να μένω στο τέλος ανάπηρος, αφού το τρίξιμο θα είχε μετατραπεί σε θρυμματισμό. Με στεναχώρησε η σκέψη. Με φαντάστηκα ένοικο του οίκου στο Χάιλιγκενγκάιστ, μαζί με τις γριούλες, τις αρθρώσεις πασπαλισμένες με ηφαιστειακή σκόνη, ανίκανο να κρατήσω παλέτα και γλυφίδα, παραδομένο στις παροχές της Πρόνοιας και απ’ όλους παρατημένο.

«Ε, ξύπνα», με σκούντησε ο Μπρόντερ, «βάλε ένα χεράκι!»

Έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να συμμετέχω στα οργανωτικά.

[ … ]

«Τι κάνεις εκεί, ζωγραφίζεις; Κι εγώ ασχολούμαι με το σχέδιο, μπορώ να δω;» ζήτησε την άδειά μου ο Έγκον και, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν είχα αντίρρηση, με άκουσα να λέω «Μπα, άσε καλύτερα», λες και με είχε καβαλήσει ο διάβολος. Ο Μαρκ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Δεν είχα κακές προθέσεις, αλλά δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και το ξεφούρνισα. Αφού ένιωθα που ένιωθα άβολα, σηκώθηκα και κατέβηκα απ’ τη βάρκα. Πήγα στο γνωστό σημείο του ναυάγιου, πεινούσα βέβαια, αλλά ησυχία δεν είχα. Το καίκι είχε ανέβει τώρα και ίσα που βρισκόταν κάτω απ’ την επιφάνεια του νερού. Σκουντώντας το ελαφρά με το πόδι, η πρύμνη βυθιζόταν λιγάκι και ο κυματισμός που προκαλούνταν έσπρωχνε να βγει προς τα έξω. Θα έπαιρνε τουλάχιστον μία μέρα ακόμη, ίσως και δύο. Τόσα πολλά με καλούσαν πέρα, μακριά από δω, αλλά δεν το τολμούσα, δεν το μπορούσα.

Κάθησα πάνω στο διπλωμένο μουσαμά. Κοιτάζοντάς το από χαμηλά, το νερό δεν είναι παρά μία γραμμή. Το ίδιο και το δέντρο στην ακτή, μία γραμμή κι αυτό, κατακόρυφη, και ο στύλος του τηλέγραφου άλλη μία. Έψαξα στο πλαστικό σακούλι μου κι έβγαλα ένα κομμάτι κάρβουνο για να αποτυπώσω αυτές τις γραμμές στο χαρτί. Το είχα τυλιγμένο σε γάζα και το συγκρατούσα με ένα λάστιχο, κληροδότημα του Ότο Μούλσοου που έφυγε πλήρης δημιουργικότητας και καμβάδων με νεκρές φύσεις.

Πήρα το κάρβουνο σε μέγεθος σπιρτόκουτου, προπολεμικό προϊόν εξ Αγγλίας ορμώμενο, κοίταξα τη λάμψη του, τον ιριδισμό του στο φως σαν στεγνό λίπος ή μαύρο γράσο, και το πίεσα ελαφρά στο χαρτί διαγράφοντας ένα τόξο. Μέσα του είδα μια μακρινή θίνα ή τη φίνα καμπύλη ενός γοφού να κατεβαίνει ή το τόξο ενός περήφανου ζυγωματικού. Πίεσα τη μύτη στη μια μεριά. Μία πέτρα. Άλλη μία τελεία, άλλη μία πέτρα. Και στο λόφο, το νερό μελανό, μία γραμμή. Χτυπάω με την άκρη του κάρβουνου και ξάφνου η πέτρα αποκτά ίσκιο. Περνάω με τη βάση της παλάμης, και όλα αποκτούν αέρα. Τόσο, που μπορώ να τον ανασάνω. Τα χέρια μου κατάμαυρα από την επαφή με το κάρβουνο και την πίεση που απαιτούσε η λάξευση. ‘Εφερα στο νου μου τον Μούλσοου με το κόκκινο μεταξένιο σκουφί και την αγάπη του για το κεραμιδί: «Ένα πρόσωπο χωρίς κεραμιδί δεν αποκτά ποτέ του σάρκα».

Με ισόποση πίεση, το κάρβουνο δίνει ίδιες γραμμές. Αν αυξήσω την πίεση στη μία μεριά, κάτι προσθέτω εκεί, στερώντας το από την άλλη. Έτσι, ώς το απόλυτο ασπρόμαυρο. Κι έπιασα να καταγίνομαι με τα σύννεφα πάνω από το τοπίο, επιτρέποντας στο φεγγάρι να φωτίζει μες στη μέρα, φωτάκι μες στο μαύρο.

Άφησα το κάρβουνο να πέσει στο σακούλι και παρατήρησα το παιχνίδι του ανέμου με τη γάζα πλάι στο μουσαμά, που την απομάκρυνε, φυσώντας την πέρα μακριά. Πήγα και την αναμάζεψα, τύλιξα πάλι το κάρβουνο και στερέωσα τη γάζα με το λάστιχο. Έβγαλα ύστερα το μαύρο πενάκι που κάνει τους ίσκιους να ξεγλιστρούν. Πόσο βιαστική η γραμμή και πόσο αισθητή δια μιας η ηλικία. Τίποτε δεν αποτυπώνει καλύτερα το τρέμουλο από το πενάκι. Περνάω τον ουρανό, η γραμμή επιμένει. Τα φτηνιάρικα προϊόντα σχεδίου μουντζουρώνουν, τα ανεξίτηλα αντιθέτως –συνήθως αναγράφεται– είναι καλά, καλύτερα ακόμη εκείνα που διατηρούν σταθερή την πίεση, ώστε η μελάνη να μην κάνει διακοπές, και να μπορείς να γράψεις ακόμη και ανάποδα, στο ταβάνι όπως για παράδειγμα τα πενάκια Φίσερ, με τρία μεγέθη μύτης, λεπτό, μέτριο και παχύ. Λένε πως με αυτά γράφεις ώς και στο διάστημα ακόμη ή κάτω από το νερό, πράγμα που προσπάθησα με επιτυχία σε ένα πιατάκι φλυτζανιού με αποτέλεσμα μια χορταστική γραμμή. Χορταστική, αν και βιαστική. Απέσπασα ένα κομμάτι από το φλοιό μιας σημύδας εκεί παραδίπλα και το χρησιμοποίησα για ζωντανό χαρτί, γράφοντας με κεφαλαία «ΧΑ». Έκανα εικόνα το νερό, έτσι όπως ψάχνει όλο παιχνίδι τα τοιχώματα της βάρκας, αλλά και τους ήπιους ομόκεντρους κύκλους που προκαλούν τα βότσαλα σαν βυθιστούν.

Κρατούσα το μπλοκ με το αριστερό και εντόπισα ένα σκουφοβουτηχτάρι, έτοιμο να απομακρυνθεί στο άγνωστο. Άκουσα το χαρακτηριστικό ‘κλικ’ που ποτέ δε φτάνει στην ένταση κρότου, κάθε που τα ελάσματα χτυπούν στον ιστό από αλουμίνιο. Ο Μπρόντερ ήρθε με το Μαρκ. Έκανε διάλεξη σαν από καθέδρας και ο δεύτερος κουνούσε το κεφάλι καταφατικά, ξανά και ξανά, ώσπου έγνεψε κι έδειξε με το χέρι τη βάρκα πιάνοντας τον Μπρόντερ απ’ τον αγκώνα. Εκείνος έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι έμεινε να την κοιτάζει σιώπηλος.

«Γκύντερ, θα έρθεις;» με κάλεσε ο Μαρκ κι άφησα το σακούλι μου στο έδαφος.

«Πρέπει πρώτα να καταφέρουμε το λιμενάρχη να μας δώσει κάποιες μέρες προθεσμία, ώστε να πάμε από θάλασσας στο Κίελο και ύστερα βλέπουμε, όλο και κάτι θα μπορέσουμε να κανονίσουμε από εκεί. Δεν γνωρίζουμε κανέναν με ρυμούλκα; Θυμάστε εκείνον τον τύπο που ήθελε να φτάσει με τρακτέρ και ρυμουλκούμενη καμπίνα στην Αλγκάρβε; Μια χαρά τύπος ήταν, Μίχαελ τον έλεγαν θαρρώ. Μπρόντερ, θύμισέ μου όταν φτάσουμε στο Κίελο να τον αναζητήσω, πρέπει να έχω ακόμη το τηλέφωνό του» κι έκανε μικρή παύση για να συνεχίσει:

«Πάντως ο λιμενάρχης είναι έξαλλος. Είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι, να το δηλώσει ή κάτι παρόμοιο. Το θέμα είναι να μη δείξει υπερβάλοντα ζήλο. Αν το κάνει αμέσως, κινδυνεύουμε να κατασχέσουν τη βάρκα και να ανελκύσουν το τρέιλερ, πράγμα που θα στοίχιζε τα μαλλιά της κεφαλής μας. Άμα αναλάβουν δε οι λιμενεργάτες, θα το τραβήξουν στη στεριά όπως-όπως. Αυτό ξέρουν να κάνουν, έξω, κι όποιον πάρει ο χάρος.»

[ … ]

«Τώρα!» πρόσταξε με το που πιάσαμε στα χέρια μας το λουρί, κι εμείς τραβήξαμε με όση δύναμη είχαμε. Μην μπορώντας να πάρουμε το βλέμμα μας από τα γενόμενα, είδαμε τη βάρκα να ορθώνεται αργά και ύστερα να πέφτει προς το μέρος μας, αδειάζοντας μπόλικο νερό. «Στοπ!» φώναξε τώρα ο Μαρκ και η βάρκα πήρε να επιστρέφει στο σημείο που βρισκόταν προηγουμένως, σαν για να βυθιστεί και πάλι. Πάνω στη στιγμή, ο Μπρόντερ πάτησε τις φωνές: «Επιπλέει! Επιπλέει!» ζητωκραύγαζε.

«Καλά, καλά, ήρεμα τώρα» απάντησε εκνευρισμένος ο Μαρκ και προχώρησε στα ρηχά, με το παντελόνι τού γαλλικού πολεμικού ναυτικού σηκωμένο όπως-όπως στα μπατζάκια και τον κουβά ανά χείρας. Η βάρκα βρισκόταν τρία με τέσσερα εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του νερού. Ο Μπρόντερ άρπαξε τον κουβά απ’ τα χέρια του Μαρκ κι άρχισε να αδειάζει νερό από το εσωτερικό αλαφιασμένος. Κουβάδιαζε, λες και το σκεύος ήταν προέκταση του χεριού του, καταφέρνοντας να βγάζει κάθε φορά μπόλικο νερό.

«Κανόνισε να τη βυθίσεις πάλι» του φώναξε ο Μαρκ. Ο Μπίτνερ κουβάδιαζε κι αυτός παραδίπλα, βυθίζοντας τον κουβά με ένα υπόκωφο ‘μπλομ’ χωρίς να πιτσιλάει και αδειάζοντάς τον ύστερα επιδέξια, πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση. Ο Μπρόντερ, αντιθέτως, έδινε στο νερό να καταλάβει, το έβγαζε απ’ τη βάρκα με τις κλωτσιές.

Τώρα επέπλεε μια παλάμη, με υπαρκτό όμως ακόμη τον κίνδυνο να μπατάρει και να βυθιστεί. Ο Μπίτνερ σταμάτησε, καταϊδρωμένος: «Μια στιγμή, να πεταχτώ να δω αν όλα είναι εντάξει.»

«Νά ’ρθω εγώ, Μπρόντερ;», πρότεινα. Απάντηση καμία. Απεγνωσμένη μόνο κίνηση στο νερό, κουβάδιασμα, τέντωμα, άδειασμα. Δεν είπα τίποτε άλλο, δίπλα μου ο Μαρκ σιωπούσε κι εκείνος και παρατηρούσε μόνο τον αγώνα τού φίλου. Έβγαλα το μπλοκ σχεδίου, γύρισα σε νέα σελίδα κι έγραψα την ημερομηνία.

[ … ]

«Έλα τώρα, Γκύντερ», είπε τρίβοντας κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης, «αναθάρρησε λίγο, καλά δεν περνάμε;» και μου ’ψαλε όσα μου είχε μαζεμένα, όπως για παράδειγμα ότι είμαι από εκείνους που πάντα βιάζονται να βγάλουν την ουρά τους απ’ έξω, και με άκουσα να του ζητώ να σταματήσει. Καθήσαμε πλάτη με πλάτη κι εγώ πήρα να ζωγραφίζω με το αριστερό στο φως των κεριών το πρόσωπο ενός ευτραφούς άντρα. Το χέρι μου κινούνταν αδέξια γιατί το αριστερό δεν είναι για πολλά-πολλά, αλλά η μορφή ολοένα αναδυόταν και ξεκαθάριζε, ξάφνου φορούσε γυαλιά και με κοιτούσε σαν να γνώριζε πως ήμουν χαμένος. Την μουντζούρωσα κατάμαυρη και άφησα την καλλιτεχνία γι’ άλλη φορά.

[ … ]

Αράξαμε, ο Ρόλαντ ήρθε με μπύρες και ο ψαράς σχολίασε πως ήταν γέρος για να πατήσει το πόδι του σε τέτοιο καΐκι, κάνοντας το Μπρόντερ να σκάσει στα γέλια.

«Αποφάσισα να το μετονομάσω», δήλωσε. «Μπορεί εδώ στη Φριζία να μη θεωρείται καλός οιωνός, αλλά το είχαν ονομάσει ‘Φώκια’ κι εγώ θέλω να το βγάλω ‘Νάσκε Ποκ’, όπως λέμε εμείς στα φριζικά τον Νις Πουκ, τη γνωστή φιγούρα από το παραμύθι.»

Στράφηκε να με κοιτάξει: «Εσένα, Γκύντερ, θα σε παρακαλούσα να ζωγραφίσεις το όνομα» –με ύφος τόσο επίσημο και σοβαρό, λες και προέβαινε στην ανάθεση ολόκληρης τοιχογραφίας–, συνεχίζοντας ύστερα με τις λεπτομέρειες για την επιλογή γραμματοσειράς και χρώματος.

Τη βίλα στο Ντήτριχσντορφ την αγόρασε μια κατασκευαστική που ήθελε να φυτέψει διαμερίσματα με μπαλκόνι στη θέση των μονοκατοικιών με κήπο. Ένας φίλος κατάφερε να μου βρει εργαστήριο στην οδό Γκράφεν στο Ρέντσμπουργκ, πλάι στο μπαρ ‘Αρμονία’, στο νούμερο 11 του δρόμου. Θυμάμαι που είχα δέσει καλά τα σκοινιά με διπλό κόμπο και δύο ημιθηλιές, αφού το καΐκι του Μπρόντερ δεν μπορούσε πια να πάει πουθενά, παρά μόνο στον πάτο. Και μεμιάς είδα μπροστά μου τη μορφή της Νύμφης του ανέμου που, –καθ’ οδόν προς Κίελο για να προμηθευτώ σανίδες για την καρίνας– με έκανε να ξεστρατίσω στο Στίκενχορν, χαζεύοντας τα σχέδια των σύννεφων στον ουρανό. Στην επιστροφή, είδα τα σκοινιά τεντωμένα προς το βυθό και τη ‘Φώκια’, θέλω να πω το ‘Νάσκε Ποκ’, να με χαιρετά από τον πάτο, απ’ όπου τον ανέσυρε αργότερα το λιμεναρχείο για πέντε χιλιάδες οχτακόσια τριάντα δύο ευρώ και σαράντα εφτά λεπτά, γεγονός που κατέστησε τον Μπρόντερ φυγά για κάμποσους μήνες. Και είδα τα σύννεφα να πυκνώνουν, επίπεδα στο κάτω μέρος και με κενά στις άκρες, αποζητώντας μέσα τους διακαώς το πρόσωπο της Νύμφης, και τη φαντάστηκα εκεί στις καμπύλες, να γελά.

[ … ]

Ένα πετραδάκι χτυπά στο τζάμι, αλλά δεν το ακούω, ακούω αντιθέτως μια φωνή να καλεί το όνομά μου στην είσοδο, παίρνω το πινέλο και το βουτώ στο νερό. Και άλλο πετραδάκι χτυπά στο τζάμι, ακούω ξανά τη φωνή και στεγνώνω το πινέλο, χτενίζω πίσω τα μαλλιά, πίνω λίγο χυμό μήλου, βάζω ένα τσιγάρο στο στόμα και βλέπω τις πύλες του λούνα παρκ να αργοκλείνουν, το σοβαρό άντρα να με κοιτάζει τώρα μέσα από την κοσμοπλημμύρα σοβαρότερος από ποτέ. Ανοίγω το πορτάκι της σόμπας, αντιλαμβάνομαι τις φλόγες να πετάγονται μέσα από το λευκό καπνό, σβήνω τη σόμπα, ακουμπώ το πινέλο στο τραπέζι και στεγνώνω λαιμό κι αυχένα με ένα πανί. Πάλι το όνομά μου από την είσοδο, ο σοβαρός άντρας μοιάζει απορροφημένος για τα καλά, τριγυρισμένος από τα πολύχρωμα περίπτερα τού λούνα πάρκ και τον παιχνιδοπώλη με τις σφυρίχτρες που μιμούνται το κελάηδημα πουλιών. Οι πύλες κλείνουν οριστικά κι εύχομαι ο πίνακας να μην απομείνει για χρόνια σε κάποια γωνιά επειδή ο άντρας, πέρα από σοβαρός, θα γίνει και αναποφάσιστος. Με φωνάζουν και δε βρίσκω ίχνος πια της Νύμφης στα σύννεφα. Πλησιάζω τον πίνακα, κοιτάζω με προσοχή κι αναλογίζομαι αυτήν τη μία και μόνο ώρα δουλειάς που απομένει για να ολοκληρωθεί. Αργά-αργά κατεβαίνω τα σκαλιά, κοντοστέκομαι έτοιμος για την επιτόπια, ύστερα όμως ακούω δυνατούς βρόντους στην παλιά ξύλινη πόρτα και, αντ’ αυτής, συνεχίζω την κατάβαση. Ανοίγω. «Επιτέλους, εδέησες!», με χαιρετά ο Μπρόντερ στο κατώφλι.

GERRIT BEKKER

Αποσπάσματα από την νουβέλα Petersens Meerfahrt που σε μετάφραση Έλενας Σταγκουράκη θα κυκλοφορήσει προσεχώς στα ελληνικά.

*

Advertisement