Samuel Beckett, Γουάτ (Προλεγόμενα-Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς)

*

Μερικά προλεγόμενα στον Γουάτ  του Σάμιουελ Μπέκετ*

Ο Γουάτ, κεντρικός ήρωας του ομώνυμου βιβλίου του Μπέκετ, εμφανίζεται ως συντριβή στα εσωτερικά τοιχώματα ενός κέντρου το οποίο αναπτύσσει βαρύτητα προς το εξωτερικό του, ως απώθηση της πραγματικότητας. Ο Γουάτ, δηλαδή, υπήρξε προσήκων στον πυρήνα μίας έρευνας η οποία όσο διείσδυσε στην πλάνη της λογοτεχνικής ορθότητας τόσο μετήλθε τα μέσα της ασάφειας και της δυνητικότητας ώστε να παραστεί ως Γουάτ: ευαίσθητη αυθαιρεσία, αδιάφορη υπερβολή, χιούμορ, πόνος, θρήνος, αισθαντικότητα, μα ως επί το πλείστον παρωδία, στο διευρυνόμενο μα και διερευνώμενο μεταίχμιο που αποδίπλωσε ο συγγραφέας από το εφικτό προς το απρόσβατο.

Ο Γουάτ είναι ανικανοποίητα ανικανοποίητος και ικανοποιητικά ανίκανος. Τανύζεται από εμπειρικά αινίγματα και βδελύσσεται τους  εφησυχασμούς του αυτονόητου. Η αδυναμία του να κατανοήσει τον κόσμο και τις αναλογίες του, ομόκεντρη με την άρνησή του, τον έχει φέρει στο σημείο μίας αντιληπτικής σύμπηξης με τα απορριμένα και τα αποδεκτά στοιχεία που προσφέρει μία οριακή συνειδητότητα. Ο Γουάτ παράγει και αναπαράγει παραπληροφορίες και σχετικιστικά, λεκτικά κι εκφραστικά, σχήματα, τα οποία συχνά δεν είναι ολοκληρωμένα, ή ορισμένες φορές είναι συσχετισμένα με μία γκάμα μορφωτικών στοιχείων, από την εξελικτική ψυχολογία ως τη μαθηματική Ακολουθία Φιμπονάτσι. Η διάρθρωση και η προοπτική του κειμένου, συνεπώς, είναι πολυεπίπεδες.

Κάθε πρόταση έχει τη δική της περιορισμένη πλοκή η οποία σχεδόν επικαθορίζει τα λεκτικά της στοιχεία και την συνθετική της ισχύ. Πρόκειται λοιπόν για ένα κείμενο του οποίου η ανάγνωση, συνεπώς και η μετάφραση, συντίθεται ως αλυσιδωτή αντίδραση, τόσο από σημαίνον προς το σημαινόμενο όσο και από το σημαινόμενο προς το σημαίνον.

Οι χαρακτήρες στον Γουάτ συχνά αναφέρονται σε καρτεσιανές θέσεις και συχνότερα διέπονται από τη λεγόμενη καρτεσιανή κατάσταση. Οι διάλογοι ή ορθότερα οι διαπλεκόμενοι μονόλογοι ανήκουν σε καρτεσιανά ή οριακά καρτεσιανά υποκείμενα.

Είναι υποχρεωτικό να σημειώσω, επίσης, πως οι παραπομπές σε θρησκευτικά και φιλοσοφικά κείμενα, στον Γουάτ, δίχως προσθήκη σημειώσεων, είναι δεκάδες, στη μετάφραση λοιπόν αυτές δεν ανασυντίθενται ούτε αναπροσαρμόζονται ερμηνευτικά, διότι κάτι τέτοιο θα καταργούσε τη συνεκτικότητα του κειμένου και θα επιβαλλόταν στην αισθητική του, τα στοιχεία αυτά εξάλλου δεν αξιοποιήθηκαν ειδικότερα από τον συγγραφέα. Στη μετάφραση αυτές λειτουργούν και πάλι με τους πρωτοτυπικούς κειμενικούς τους ρόλους, ως φορείς συγκεκριμένων σημασιών και σηματοδοτήσεων στο ακριβές μέτρο της χρήσης τους: υπήρξαν επιλεγμένες μα όχι εγκυροποιητικές, αποτέλεσαν προσωπική εγκυκλοπαίδεια, όχι διαφωτιστική πρόσδοση. Επιμένω στο πως εδώ οι παραπομπές αυτές δεν προσδίδουν συγκριτική ή αποσαφηνιστική σημασία στο έργο μα συμβαίνει το αντίθετο, αξιολογούνται εκ νέου, μέσω της σχέσης τους με το λογοτεχνικό κείμενο. Αναφέρομαι εμφατικά σε αυτό γιατί μία τέτοιου είδους ανάδρομη, ή έστω αντίστροφη, ερμηνευτική αποτίμηση  περιεχομένου κι αισθητικής περιέχεται ποικιλότροπα σε όλη την έκταση του κειμένου.

Για μία μελέτη πάνω στη σημειολογία και το περιεχόμενο του Γουάτ  θα χρειαζόταν αναλυτική επανατοποθέτηση. Είναι γνωστόν τοις πάσι, εξάλλου, πως σχεδόν όλα τα έργα του Μπέκετ βρίθουν σημασιολογικών και συμβολιστικών παραπομπών. Στην περίπτωση του Γουάτ, τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία παραπέμπουν στον τόμο Hymns Ancient and Modern και στη Βίβλο. Επ’ αυτών μπορεί κανείς να συμβουλευθεί την αντίστοιχη βιβλιογραφία, ώστε να αποκτήσει συμπληρωματική προς το κείμενο γνώση, μα αυτή είμαι της γνώμης πως δεν πρέπει να ενσωματωθούν στο πεδίο της ανάγνωσης.

~.~

Ο Μπέκετ ξεκίνησε να γράφει τον Γουάτ στις 11 Φεβρουαρίου του 1941 στο Παρίσι, για να μη χάσει τα λογικά του, όπως είχε δήλωσε ο ίδιος, στη διάρκεια εκείνης της ιδιαίτερα δύσκολης περιόδου. Έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου στη Ρουσιγιόν όπου κατέφυγε από το 1942 για να αποφύγει τη σύλληψη από τους Γερμανούς ναζί και τέλος στη Βοκλούζ, και το ολοκλήρωσε τον Δεκέμβριο του 1944 επιστρέφοντας στο Παρίσι.

Ο Γουάτ, ένα στριφνό ερωτηματικό που είναι φτιαγμένο για να υποσκάπτει τις απαντήσεις του, επινοήθηκε από τον Μπέκετ εν μέσω ενός ισχυρότατου κλονισμού, με συναισθηματική όσο και αμιγώς διανοητική βάση, αφορμή για τον οποίο στάθηκε ο παραλογισμός του β´ παγκοσμίου πολέμου και οι επιπτώσεις του, ευρύτερα μα και πολύ συγκεκριμένα στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του συγγραφέα.

Αποτύπωση ενός κειμενικού τίποτα σε κοινή εκπλήρωση με το φιλοσοφικό τίποτα, όπου το κείμενο αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης δίχως να το καθορίζει κάποια δομική ή νοηματοδοτική λογοτεχνική απτότητα, αντιθέτως, αυτές εμπίπτουν σε αυτό. Ο Γουάτ είναι κάτι το οποίο μολονότι δεν λειτουργεί κατ’ ανάγκη, η λειτουργία του εντοπίζεται στην ανάγκη κατανάλωσής του από το άλλο, το οποίο άλλο μολονότι δεν λειτουργεί παρά για να λειτουργήσει, καταναλώνεται από την επιτακτική φύση αυτού του συσχετισμού.

Δεν χωρά αμφιβολία πως η μετάφραση που καταφέρνει μια ολική προσέγγιση νοήματος/περιεχομένου του πρωτοτύπου είναι προτιμότερη από μία μετάφραση με απώλειες η οποία παρουσιάζει εντούτοις μια πρόσφορη βατότητα, μια αναλογική μα όχι αντιστοιχική γλώσσα, σε σχέση με το πρωτότυπο, όπου το νόημα και το περιεχόμενο παρουσιάζονται με διαφωτισμούς κι εντατικότητα. Εν ολίγοις το ζήτημα της γλωσσικής/λογοτεχνικής αντιστοίχισης είναι ο γνώμονας ο οποίος ακολουθήθηκε στην εν λόγω εργασία. Για τη μετάφραση λήφθηκε σοβαρά υπόψη η μπεκετική προοπτική με βάση την οποία για μια ουσιαστική γλωσσική ανατροπή, υπονόμευση, πολλές φορές είναι επιτακτική η διατήρηση σε μεγάλο γλωσσικό βάθος, στο μέγιστο δυνατό γλωσσικό βάθος: η γλώσσα όφειλε να διατηρήσει πάση θυσία τη ψυχοφυσική διαμόρφωση, τη  διαφορική έμφαση, δηλαδή, στην οποία επέμενε ο συγγραφέας∙ μεταξύ εκφωνητικής, δηλωτικής, δυναμικής, και λογοτεχνικής πρόθεσης∙ ακριβώς γι’ αυτό επέμεινα στη χρήση άλλοτε δημοτικής κι άλλοτε μιας πιο κλασσικής ελληνικής.

Οι ομοιότητες μεταξύ όλων των υπολοίπων έργων του Μπέκετ και του Γουάτ δεν είναι ειδικά είτε ποσοτικά τόσες όσες είναι μεταξύ των υπολοίπων έργων του. Για τη συγγραφή του Γουάτ ο Μπέκετ έκανε τόσο εκτεταμένη χρήση ειδικών λεξικών όσο για κανένα άλλο από τα βιβλία του. Σε επίπεδο γλώσσας, γλωσσικού χαρακτήρα δηλαδή, οι επιδράσεις του Mauthner και του Wittgenstein ήταν καταλυτικές και είναι σαφές πως ο μοντερνισμός του κειμένου δεν επιτεύχθηκε πάντοτε με τη χρήση λιτής, συρμικής γλώσσας, αλλά και στιβαρότερης, ήτοι παλαιότερης – τα λογοτεχνικά αναπτύγματα, εξάλλου, που εκφωνούν άρνηση επιτελεστικότητας της λεγόμενης κοινής, καθημερινής, γλώσσας μπορούν να αποδοθούν εξαιρετικά μέσω τέτοιων επιλογών και ο Γουάτ αποτελεί τέτοια απόδειξη.

Η εμμονή του Μπέκετ στη λεγόμενη ελαττωματική γλώσσα και τη λανθασμένη νόηση ή παρα-νόηση, νεωτέρισε, βασικά, την ευρύτερη έγνοια του συγγραφέα σχετικά με τη διερεύνηση των ορίων και των περιθωρίων της λογοτεχνικής γλώσσας καθώς και της εκφραστικής επάρκειας.

Ο σχεδόν αφασικός, θα έλεγα, υπο-γλωσσικός και όχι υπερ-γλωσσικός -όπως συνήθως χαρακτηρίζεται- μοντερνισμός του Μπέκετ, δεν σηματοδότησε απλώς έναν υπερβατικό, κειμενικό ανθρωπισμό, και, σε περιπτώσεις όπως αυτή του Γουάτ, έναν ευφορικό αντι-ανθρωπισμό∙  παρέμεινε προσκολλημένος στην άποψη πως η γλώσσα διαθέτει ιστορική, ακολουθητική, υλικότητα η οποία εγγράφεται ως εισαγόμενη γλώσσα εντός μιας προϋπάρχουσας επιδεκτικής συντιθέμενης γλώσσας.

Στον Γουάτ αυτή η πρωτοβουλία στηρίχθηκε εξίσου στην ακαδημαϊκή και εγκυκλοπαιδική παιδεία του Μπέκετ όσο και στη συγγραφική του δημιουργικότητα. Στον Γουάτ, ο Μπέκετ προκειμένου να εμφανίσει νέες συνθήκες, δεν βασίστηκε λιγότερο στην  πολυμάθειά του απ’ όσο στις μοντερνιστικές του ορμές. Αυτό είναι πρόδηλο μα και καταδεικτικό.

Στον Γουάτ, επίσης, αξίζει να επισημανθεί και η συμβατικότητα του λεξιλογίου, η χρήση παραδοσιακών λέξεων κατά τρόπο παραδοσιακό (εννοώντας εδώ μια αντιστοιχία με τη λεγόμενη κλασσική ελληνική και όχι το γλωσσικό εύρος της λεγόμενης δημοτικής), σε μεγάλο μέρος της έκτασης του βιβλίου, όπου δεν συναντώνται έντονοι πειραματισμοί είτε τα γνώριμα ίχνη του γλωσσικού χαρακτήρα του συγγραφέα. Εδώ παίζουν μεγαλύτερο ρόλο τα πεδία σχέσεων, οι οριοθετήσεις των ερμηνειών, παρά οι λεκτικές, εκφραστικές εκδοχές. Στον Γουάτ παρατηρείται, σε πάρα πολλά σημεία, μία σαφής απόκλιση από το λεξιλόγιο και τον τρόπο κειμενικής σύνθεσης που ακολούθησε στη συγγραφή των κατοπινών του έργων, στα οποία ο Μπέκετ επιδόθηκε σε πληθωρική συνθετότητα καθημερινής γλώσσας, αφαιρετικών και μοντέρνων σχημάτων.

Τα τεχνικά κι εννοιολογικά μέσα που ενοποίησαν, προσδίδοντάς τους διακριτότητα, όλα τα γνωστότερα έργα του Μπέκετ, είχαν δοκιμαστεί, ή ορθότερα, είχαν κατά τρόπο εντυπωσιακό αποδώσει, όπως θα διαπιστώσει κανείς, στον Γουάτ∙ ένα έργο το οποίο όλο και περισσότερο διακρίνεται, κατά τις διανοίξεις του εικοστού πρώτου αιώνα, ως κοιτίδα της ιδιοτυπίας του συγγραφέα μα και ως μείζον κείμενο που θα απασχολήσει εκ νέου τον τομέα της λογοτεχνίας.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ
Παρίσι 2013

__________

* Επ’ αφορμή μιας μεταφραστικής εργασίας που εδώ και χρόνια παραμένει εκδοτικά αναξιοποίητη.

*

~.~

 

Τον χειμώνα λεπτοί ίσκιοι σπαρταρούσαν, κάτω απ’ τα πόδια μας, μέσα στα θεριεμένα ξερά χορτάρια.

Λουλούδια δεν υπήρχαν, αν αφαιρούσες τα λουλούδια που από μόνα τους φύτρωναν, ή δεν μαραίνονταν ποτέ, ή μαραίνονταν μόνο μετά από κάμποσες εποχές, πνιγμένα απ’ τ’ απαίσια χορτάρια. Εκ των οποίων σημαντικότερο ήταν η πικραλίδα.

Λαχανικά ούτε για δείγμα.

Υπήρχε ένα μικρό ρυάκι, ένα ρέμα, που ποτέ δεν στέρευε ποτέ, που κυλούσε, μια αργά, μια με σφοδρή ταχύτητα, για πάντα μες στο στενή του κοίτη. Ετοιμόρροπή μια ξύλινη γέφυρα περνούσε πάνω από τα σκοτεινά του νερά, μια αψιδωτή γέφυρα, που ήταν έτοιμη ανά πάσα στιγμή να σωριαστεί.

Στην κορυφή αυτής της κατασκευής μια μέρα ο Γουάτ, περπατώντας με βήματα πιο βαριά απ’ όσο συνήθως, ή προχωρώντας προσέχοντας λιγότερο απ’ όσο συνήθως, σκόνταψε, και έπεσε. Και θα είχε γκρεμιστεί από εκεί πάνω, και ίσως να είχε από το δυνατό ρέμα παρασυρθεί, εάν εγώ δεν είχα τρέξει να τον βοηθήσω. Για εκείνη την ασήμαντη βοήθεια, θυμάμαι, πως δεν μου είπε ούτε ευχαριστώ. Ευθύς αμέσως όμως στρωθήκαμε στη δουλειά, ο Γουάτ από τη μία όχθη, εγώ από την άλλη, με μεγάλα κλαδιά και με βέργες από ιτιά, για να επισκευάσουμε τη ζημιά. Ξαπλώσαμε μπρούμυτα, εγώ όσο και ο Γουάτ, εν μέρει  (για ασφάλεια) σε κάθε όχθη, εν μέρει στα πλάγια, και κάναμε τη δουλειά με συνέπεια με τα χέρια μας τεντωμένα, και το σημείο εκείνο επισκευάστηκε, και ξανάγινε όπως ήταν, αν όχι ακόμη καλύτερο. Τότε, καθώς κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε, κι αυτό ήταν που σπανίως κάναμε, όταν ήμασταν μαζί. Και σαν μείναμε έτσι για λίγη ώρα, μ’ εκείνο το σπάνιο χαμόγελο, στα πρόσωπά μας, τότε αρχίσαμε να πλησιάζουμε ό ένας τον άλλον, και σηκωθήκαμε, και συνεχίσαμε μέχρι που τα κεφάλια μας, τα παχιά μας αριστοκρατικά φρύδια, συναντήθηκαν, και έσμιξαν, του Γουάτ τα αριστοκρατικά φρύδια, και τα δικά μου αριστοκρατικά φρύδια. Και τότε κάναμε κάτι που σπανίως κάναμε, αγκαλιαστήκαμε. Ο Γουάτ άπλωσε τα χέρια του στους ώμους μου, κι εγώ τα άπλωσα πάνω στους δικούς του (δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς), και τότε άγγιξα το αριστερό μάγουλο του Γουάτ με τα χείλια μου, και τότε ο Γουάτ άγγιξε το αριστερό μου μάγουλο με τα χείλια του (δεν γινόταν να μην το κάνει), εν πλήρη ηρεμία, και από πάνω μας υψώνονταν τα αψιδωτά κλαδιά.

Ήμασταν προσκολλημένοι, βλέπεις, στη μικρή γέφυρα. Γιατί δίχως εκείνη πώς θα μπορούσαμε να περνάμε από τη μία πλευρά του κήπου στην άλλη, δίχως τα πόδια μας να βρέχουμε, και πιθανώς να πουντιάζουμε, και να πάθουμε καμιά πνευμονία, με την πιθανότητα να πεθάνουμε.

Από καθίσματα, για να καθίσουμε, και να ξεκουραστούμε, δεν υπήρχε ούτε ίχνος.

Θάμνοι και πρασιές, της προκοπής, δεν υπήρχαν σ’ εκείνο το μέρος. Σύδεντρα όμως υψώνονταν σε κάθε στροφή, λόχμες πυκνές αδιαπέραστες, και πανύψηλες μάζες από βατομουριές, που έμοιαζαν με σφηκοφωλιές.

Πουλιά κάθε είδους υπήρχαν, κι αυτά ευχαριστιόμασταν να κυνηγάμε, με πέτρες και σβώλους από χώμα. Τους κοκκινολαίμηδες, ειδικά, επειδή τους ανθρώπους εμπιστεύονταν, τους ξεκληρίζαμε κανονικά. Και τις φωλιές των κορυδαλλών, που ήταν γεμάτες με αυγά που ήταν ζεστά ακόμη από το κλώσισμα, τις ρίχναμε στο χώμα κάνοντάς τες χίλια κομμάτια, ποδοπατώντας τες, με ιδιαίτερη ικανοποίηση, την κατάλληλη εποχή, του έτους.

Οι πιο ξεχωριστοί μας φίλοι όμως ήταν οι αρουραίοι, που ζούσαν πλάι στο ρέμα. Ήταν μεγάλοι και μαύροι. Τους πηγαίναμε αποφάγια από το καθημερινό μας φαγητό όπως κομμάτια από τυρί, και χόνδρους από κρέας, και τους πηγαίναμε επίσης και αυγά πουλιών, και βατράχους, και νεοσσούς. Με ενδιαφέρον για τις κινήσεις μας, μαζεύονταν δεκάδες γύρω μας, δείχνοντας εμπιστοσύνη και συμπάθεια, και σκαρφάλωναν στα μπατζάκια μας, και γαντζώνονταν στο στήθος μας. Τότε καθόμασταν ανάμεσά τους, και τους ταΐζαμε, με το χέρι μας, προσφέροντάς τους έναν παχουλό  βάτραχο, ένα νεογέννητο πουλί. Ή αρπάζαμε ξαφνικά έναν μικρό τροφαντό αρουραίο, που μισοκοιμόταν μετά από το πλούσιο γεύμα του πάνω στο στήθος μας, και τον δίναμε να τον φάει η μητέρα του, ή ο πατέρας του, ή ο αδελφός του, ή η αδελφή του, ή κάποιος άλλος λιγότερο τυχερός συγγενής του.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συμφωνούσαμε, αφότου ανταλλάσσαμε απόψεις, πως πλησιάζαμε τον Θεό.

Όταν μιλούσε ο Γουάτ, μιλούσε γοργά με μπάσα φωνή. Φωνές πιο μπάσες, φωνές πιο γρήγορες, από του Γουάτ, είχαν ακουστεί, θα ακουστούν, αμφιβολία δεν υπάρχει. Μα το πως ακούστηκε ποτέ από το στόμα ενός ανθρώπου, ή πως θα ακουστεί και πάλι, εκτός από στιγμές παραληρήματος, ή στη διάρκεια μιας λειτουργίας, φωνή αυτοστιγμεί τόσο γρήγορη και τόσο μπάσα, μοιάζει απίθανο. Ο Γουάτ μιλούσε επίσης δίνοντας ελάχιστη σημασία στη γραμματική, στο συντακτικό, στην προφορά, στην έκφραση, και ενδεχομένως, οφείλω να το πω, στον συλλαβισμό επίσης, με βάση τα όσα για όλα αυτά αναγνωρίζουμε. Τα κύρια ονόματα, εντούτοις, τόσο τα τοπωνύμια όσο και τα ονόματα ανθρώπων, όπως Νοττ, Χριστός, Γόμορρα, Κορκ, τα πρόφερε με ιδιαίτερη προσοχή, και απ’ τις κουβέντες του δημιουργούνταν, φοινικόδεντρα, κοραλλιογενή νησιά, στη διάρκεια μεγάλων παύσεων, γιατί σπανίως διευκρίνιζε τι εννοούσε, κατά τρόπο ικανοποιητικό. Η προσπάθειά του να συντάξει, η αβεβαιότητά του σχετικά με το πως να συνεχίσει, ή με το αν καθόλου θα συνέχιζε, που δεν έλειπαν ούτε από τους πιο χαρούμενους αυτοσχεδιασμούς μας, και από τους οποίους ούτε τα τραγούδια των πουλιών, ούτε καν οι κραυγές των τετράποδων, εξαιρούνταν, δεν έχω καμία θέση εδώ, προφανώς. Ο Γουάτ όμως μιλούσε όπως μιλά κανείς όταν υπαγορεύει, ή απαγγέλει, σαν παπαγάλος, ένα κείμενο, και συνηθίζει τις εκτενείς επαναλήψεις. Απ’ αυτό το παρορμητικό παραμιλητό πολλά δεν άκουσα λόγω της προβληματικής μου ακοής και κατανόησης, και πολλά παρασύρθηκαν από τον σαρωτικό άνεμο, και χάθηκαν για πάντα.

Ο κήπος αυτός ήταν περιφραγμένος από έναν χαμηλό τοίχο με ψηλό συρματόπλεγμα, ο οποίο χρειαζόταν επειγόντως επισκευή, καινούργιο συρματόπλεγμα. Πίσω απ’ αυτή την περίφραξη, όπου δεν υπήρχαν πανύψηλα βάτα και πελώριες τσουκνίδες, παρόμοιοι κήποι, με παρόμοιο τρόπο περιφραγμένοι, καθένας με τη δική του έπαυλη, διακρίνονταν καθαρά προς πάσα κατεύθυνση. Πότε συγκλίνοντας, πότε αποκλίνοντας,  εκείνες οι περιφράξεις είχαν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές ύψους. Καμία περίφραξη δεν ήταν ταιριαστή με άλλη, ούτε τα μέρη κάθε περίφραξης ήταν μεταξύ τους ταιριαστά. Αντιθέτως η γειτνίασή τους ήταν τέτοια, σε κάποια σημεία, που ένας άντρας με μεγάλους ώμους, ή ένας άντρας με φαρδιά λεκάνη, θα μπορούσε από εκείνα τα στενά περάσματα, να περάσει με αρκετή ευκολία, και δίχως να κινδυνέψει το σακάκι του, ή πιθανώς και το παντελόνι του, πλαγίως και όχι τόσο ευθέως. Γιατί για έναν άντρα χοντροκώλη, αντιθέτως, ή έναν άντρα κοιλαρά, η κίνηση ευθέως θα ήταν απολύτως αναγκαία, εάν δεν θα ήθελε το στομάχι του να τρυπηθεί, ή ο κώλος του, ή πιθανώς και τα δυο, από το σκουριασμένο συρματόπλεγμα. Η μια γυναίκα μεγάλο κώλο με μεγάλα στήθη, μια παχύσαρκη τροφός, λόγου χάρη, θα χρειαζόταν ακριβώς το ίδιο να κάνει. Ενώ άτομα εμφανώς με μεγάλους ώμους και μεγάλη κοιλιά, ή με φαρδιά λεκάνη και μεγάλο κώλο, ή με φαρδιά λεκάνη και μεγάλη κοιλιά, ή μα μεγάλους ώμους και μικρό κώλο, ή με μεγάλα στήθη και μεγάλους ώμους, ή με μεγάλα στήθη και φαρδιά λεκάνη, σε καμία περίπτωση, εάν ήταν στα συγκαλά τους, να αποπειραθούν να περάσουν από ένα τέτοιο επισφαλές πέρασμα, αλλά όφειλαν να κάνουν επί τόπου στροφή, και να πάνε από αλλού παρεκτός κι αν ήθελαν να τρυπηθούν, σε διάφορα σημεία μονομιάς, και ίσως να αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου, ή να φαγωθούν ζωντανοί από τους αρουραίους, ή ν’ αφανιστούν εκεί για πάντα εκτεθειμένοι, πολύ πριν οι κραυγές τους ν’ ακουστούν, ακόμη πιο νωρίς κι απ’ όταν οι διασώστες θα κατέφθαναν, τρέχοντας, με τους κόφτες, το μπράντυ και το ιώδιο. Διότι εάν οι κραυγές τους δεν ακούγονταν, τότε οι πιθανότητες να διασωθούν θα ήταν μικρές, τόσο αχανείς ήταν εκείνοι οι κήποι, και τόσο έρημοι, κατά το σύνηθες.

Πέρασε καιρός, μετά τη μετάθεση του Γουάτ, προτού ξανά ιδωθούμε. Περπατούσα στον κήπο μου ως συνήθως, δηλαδή επειδή είχα δεχθεί το κάλεσμα του καιρού που μου άρεσε, και παρομοίως ο Γουάτ περπατούσε στον δικό του. Μα καθώς δεν ήμασταν πια στον ίδιο κήπο, δεν συναντηθήκαμε. Όταν τελικά συναντηθήκαμε, ξανά, με τον τρόπο που περιγράφεται πιο κάτω, ήταν και για τους δυο μας ξεκάθαρο, σ’ εμένα, στον Γουάτ, πως θα μπορούσαμε πιο σύντομα να ξανασυναντηθούμε, εάν το θέλαμε. Εκεί όμως, η επιθυμία για συνάντηση έλειπε. Ο Γουάτ δεν ήθελε να με συναντήσει, εγώ δεν ήθελα να συναντήσω τον Γουάτ. Αυτό δεν σημαίνει πως ήμασταν εναντίον μιας συνάντησης, για να συνεχίσουμε τους περιπάτους μας, τις συζητήσεις μας, όπως πρώτα, γιατί δεν ήμασταν, μα σήμαινε μόνο πως την επιθυμία να το κάνουμε αυτό δεν τη νιώθαμε, ο Γουάτ, κι εγώ.

Τότε μια ωραία μέρα, με απαράμιλλη φωτεινότητα και δυνατό αέρα, τα βήματά μου με οδήγησαν, και κάποια δύναμη εξωτερική με είχε ωθήσει, στην περίφραξη∙ κι εκείνη η παρόρμηση διατηρήθηκε, μέχρι που πιο πέρα δεν μπορούσα να προχωρήσω, προς εκείνη την κατεύθυνση, δίχως πολύ σοβαρά, ή θανατηφόρα, να τραυματιστώ∙ κατόπιν έπαψα να τη νιώθω και έριξα μία ματιά τριγύρω, αυτό είναι κάτι που δεν έκανα ποτέ, σε καμία περίπτωση, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Πόσο απαίσια είναι η άνω τελεία. Λέω δύναμη εξωτερική∙ γιατί σύμφωνα με τη δική μου βούληση, η οποία, εάν δεν ήταν σθεναρή, διέθετε τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, ένα είδος παιχνιδιάρικης επιμονής, δεν θα πλησίαζα ποτέ κοντά στην περίφραξη, υπό οιεσδήποτε συνθήκες∙ γιατί οι περιφράξεις μου άρεσαν πολύ, οι περιφράξεις με συρματόπλεγμα, μου άρεσαν πράγματι πάρα πολύ∙ δεν μου άρεσαν οι τοίχοι, ούτε οι ξύλινοι φράχτες, ούτε οι πυκνοί θάμνοι, όχι∙ μα εκείνη η ελάχιστη κίνηση, δίχως περιορισμένη θέα, το χαντάκι, το ανάχωμα, το παράθυρο με τα κάγκελα, ο σκύλος, η κινούμενη άμμος, οι πάσσαλοι, με έλκυαν τόσο, την περίοδο εκείνη, με έλκυαν τόσο μα τόσο πολύ. Το ίδιο (το οποίο καθιστά, εάν είναι δυνατό, αυτό που ακολουθεί ακόμη πιο μοναδικό απ’ όσο θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση) λοιπόν, πιστεύω, ότι συνέβη και στον Γουάτ. Γιατί όταν, πριν από τη μετάθεσή του, περπατούσαμε παρέα στον κήπο μας, σε καμία των περιπτώσεων δεν πλησιάζαμε την περίφραξη ενώ άνετα θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει, όλως τυχαίως, τουλάχιστον μία ή δύο φορές. Ο Γουάτ δεν με καθοδηγούσε, ούτε εγώ τον καθοδηγούσα, μα από κοινού, λες και είχαμε κάνει οι δυο μας μια σιωπηρή συμφωνία, ποτέ δεν πλησιάζαμε παραπάνω από εκατό μέτρα την περίφραξη, ή περισσότερο από τετρακόσια μέτρα. Καμιά φορά βλέπαμε πέρα μακριά, τα παλαιά κρεμασμένα συρμάτινα πλέγματα, τους γερμένους πασσάλους, να σείονται στον άνεμο, στο τέρμα κάποιου ξέφωτου. Ή βλέπαμε ένα μεγάλο μαύρο πουλί στο κενό να κουρνιάζει, ίσως κράζοντας, ή σουλουπώνοντας τα φτερά του.

Όντας τώρα τόσο κοντά στην περίφραξη, που θα μπορούσα να την ακουμπήσω μ’ ένα κλαδί, αν το ήθελα, και κοιτάζοντας γύρω μου, σαν ένα πλάσμα παρανοϊκό, συνειδητοποίησα, δίχως την ελάχιστη πιθανότητα να κάνω λάθος, πως βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα από εκείνα τα περάσματα ή τα μονοπάτια που προηγουμένως περιέγραψα, όπου τα όρια του κήπου μου, και τα όρια ενός άλλου, εκτείνονταν παράλληλα, σε τόσο κοντινή απόσταση μεταξύ τους, και σε τόσο μακρινή, που ήταν αδύνατον αμφιβολίες να μην εγείρονταν, σ’ έναν άνθρωπο λογικό, σχετικά με το αν ήταν στα καλά του ο άνθρωπος που εκείνη τη διάταξη είχε σχεδιάσει. Συνεχίζοντας την επιθεώρησή μου, σαν κάποιος που έχει χάσει τις αισθήσεις του, διέκρινα, κατά τρόπο τόσο ξεχωριστό που αμφιβολία δεν χωρούσε, στο διπλανό κήπο ποιον άλλον φυσικά μα τον Γουάτ, να έρχεται περπατώντας ανάποδα προς το μέρος μου. Προχωρούσε αργά και κάπως λοξά, λόγω του ότι δίχως αμφιβολία δεν είχε μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, και πόσο επώδυνα επίσης, φαντάζομαι, γιατί συχνά χτυπούσε πάνω στους κορμούς των δέντρων, ή τα πόδια του μπερδεύονταν στα πεσμένα κλαδιά, και έπεφτε κατάχαμα, ανάσκελα, ή ανάμεσα στα βάτα, ή στ’ αγκάθια, ή στις τσουκνίδες, ή στα γαϊδουράγκαθα. Εντούτοις δίχως να βγάλει μιλιά συνέχισε, μέχρι που έγειρε πάνω στην περίφραξη, με τα χέρια του τεντωμένα να πιάνουν το συρματόπλεγμα. Τότε γύρισε, προφανώς επειδή ήθελε να απομακρυνθεί με τον τρόπο που είχε έρθει, και είδα το πρόσωπό του, και το υπόλοιπο σώμα του από μπροστά. Το πρόσωπό του ήταν ματωμένο, και τα χέρια του επίσης, και αγκάθια είχαν στο κρανίο του καρφωθεί. (Η ομοιότητά του, εκείνη τη στιγμή, με τον Χριστό που είχε ζωγραφίσει ο Μπος, και τότε κρεμόταν στην Πλατεία Τραφάλγκαρ, ήταν τόσο έντονη, που την παρατήρησα.) Και την ίδια στιγμή ένιωσα ξάφνου σαν να στεκόμουν μπροστά σ’ έναν μεγάλο καθρέφτη, στον οποίο ο κήπος μου αντικατοπτριζόταν, και η περίφραξή μου, κι εγώ, και τα πουλιά που φτερούγιζαν στον άνεμο, συνεπώς κοίταξα τα χέρια μου, και άγγιξα το πρόσωπό μου, και το λείο μου κρανίο, με μια ανησυχία τόσο αληθινή όσο και αβάσιμη. (Γιατί εάν κάποιος, εκείνη την ώρα, μπορούσε πράγματι να αμφισβητήσει την ομοιότητά του με τον Χριστό που υποτίθεται πως τον είχε ζωγραφίσει ο Μπος, και τότε κρεμόταν στην Πλατεία Τραφάλγκαρ, αυτός το δίχως άλλο ήμουν εγώ.) Λοιπόν, Γουάτ, φώναξα, δεν υπάρχει αμφιβολία, έχεις μπλεχτεί άσχημα. Μπα όχι, ναι, απάντησε ο Γουάτ. Αυτή η σύντομη φράση, μου προκάλεσε, πιστεύω, περισσότερη ανησυχία, περισσότερο πόνο, απ’ όσο θα μπορούσα να νιώσω, απρόσμενα, σε πάρα πολύ μικρή απόσταση, από την απρόσμενη εμφάνιση ενός ασήμαντου ανθρώπου στη ρεματιά. Αυτή η εντύπωση ενισχύθηκε απ’ τα όσα ακολούθησαν. Μήπως, είπε ο Γουάτ, μπορείς στα μουλωχτά εμένα να μου δώσεις, το αίμα για να σκουπίσω ένα μαντήλι. Περίμενε, περίμενε, έρχομαι, του φώναξα. Και πιστεύω, πως μες στη φούρια μου να φτάσω τότε κοντά στον Γουάτ, θα μπορούσα να ριχτώ, με όλο μου το κορμί, πάνω στο συρματόπλεγμα, αν χρειαζόταν. Πράγματι έφτασα στο σημείο, με στόχο να κάνω κάτι τέτοιο, να απομακρυνθώ ευθύς αμέσως σε μια απόσταση δέκα ή δεκαπέντε βημάτων, και να αρχίσω να ψάχνω γύρω μου για κανένα μικρό δέντρο, ή για κανένα κλαδί, που θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει, γρήγορα, και δίχως τη βοήθεια κάποιου εργαλείου κοπής, σαν μεγάλο ραβδί ή κοντάρι. Ενώ με μισή καρδιά έκανα αυτό το πράγμα, μου φάνηκε πως είδα, στην περίφραξη, στα δεξιά μου, μία τρύπα, μεγάλη και ακανόνιστη. Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν, αφότου πλησίασα, ανακάλυψα πως δεν είχα κάνει λάθος. Υπήρχε μια τρύπα, στην περίφραξη, μία μεγάλη ακανόνιστη τρύπα, δημιουργημένη από αμέτρητους ανέμους, αμέτρητες βροχές, ή από κάποιον κάπρο, ή από κάποιον ταύρο, με ορμή με ταχύτητα, από έναν κάπρο, από έναν οργισμένο ταύρο, ολότελα φοβισμένο, ολότελα μανιασμένο, ή ποιος ξέρει μπορεί και λόγω σαρκικής επιθυμίας, να πέρασε καταστρέφοντας εκείνο το σημείο, στην περίφραξη, που είχε χαλαρώσει από αμέτρητους ανέμους, από αμέτρητες βροχές. Μέσα από εκείνη την τρύπα πέρασα, δίχως να πληγωθώ, ή να καταστρέψω την ωραία μου στολή, και βρέθηκα να κοιτάζω γύρω μου, γιατί δεν είχα ακόμη και πάλι την αυτοπεποίθησή μου βρει, βγαίνοντας μέσ’ από εκείνο το στενό πέρασμα. Καθώς οι αισθήσεις μου ήταν πια οξυμένες δέκα ή δεκαπέντε φορές περισσότερο απ’ ήταν συνήθως, δεν άργησα να παρατηρήσω, στον άλλο φράχτη, μια άλλη τρύπα, ακριβώς στην αντίθετη θέση, και με το ίδιο σχήμα, μέσα από την οποία, περίπου δέκα ή δεκαπέντε λεπτά πριν, είχαν περάσει. Έτσι λοιπόν είπα ότι κανένας κάπρος δεν είχε ανοίξει αυτές τις τρύπες, ούτε κανένας ταύρος, αλλά ο άγριος καιρός τις είχε δημιουργήσει, που ήταν ιδιαίτερα σφοδρός ακριβώς σ’ εκείνο το μέρος. Γιατί πού ήταν ο κάπρος, πού ήταν ο ταύρος, που ήταν ικανοί, αφότου είχαν ανοίξει με δύναμη την πρώτη τρύπα στην περίφραξη, να ανοίξουν και τη δεύτερη, που ήταν ακριβώς ίδια, στη δεύτερη περίφραξη; Αλλά εκείνη η εφόρμηση που θα είχε ανοίξει την πρώτη τρύπα δεν θα είχε μειωθεί ώστε να μην επιτρέψει στη μανιασμένη εκείνη σωματική μάζα, με την ορμή που είχε, να ανοίξει και μία δεύτερη τρύπα; Επιπλέον ένα ελάχιστο άνοιγμα χώριζε τις δύο περιφράξεις, στο σημείο εκείνο, έτσι η μουσούδα θα έφτανε, αναγκαστικά, στη δεύτερη περίφραξη πριν ακόμη τα πίσω πόδια του ζώου είχαν βγει από την πρώτη περίφραξη, συνεπώς το χώρος που υπήρχε ανάμεσα δεν ήταν αρκετός ώστε, μετά από τη διάνοιξη της πρώτης τρύπας, το ζώο να αποκτήσει ξανά την απαιτούμενη φόρα ώστε να διανοίξει και τη δεύτερη. Όχι πως θα μπορούσε ο ταύρος, ή ο κάπρος, μετά τη διάνοιξη της πρώτης τρύπας, να είχε σταθεί σε κάποιο σημείο από το οποίο, συνεχίζοντας την πορεία του, θα μπορούσε να είχε πάρει την απαιτούμενη φόρα για να διανοίξει τη δεύτερη τρύπα, ερχόμενος μέσα από την πρώτη. Διότι είτε, μετά τη διάνοιξη της πρώτης τρύπας, το ζώο ήταν ακόμη τυφλωμένο από μανία, είτε πλέον δεν ήταν. Εάν ωστόσο ήταν, τότε οι πιθανότητες θα ήταν πράγματι λίγες να είχε υπολογίσει με την απαιτούμενη ακρίβεια κατά το πέρασμά του από την πρώτη τρύπα την απαιτούμενη ταχύτητα που θα χρειαζόταν για να διανοίξει την τρύπα τη δεύτερη. Και αν πλέον δεν ήταν, αλλά μετά τη διάνοιξη της πρώτης τρύπας είχε ηρεμήσει, και είχε τα μάτια του ανοίξει, θα ήταν λοιπόν πράγματι απίθανο να επιθυμούσε να διανοίξει και μία δεύτερη. Όχι δηλαδή πως η δεύτερη τρύπα ή καλύτερα η τρύπα του Γουάτ (γιατί τίποτα δεν υπήρχε που να έδειχνε πως η λεγόμενη δεύτερη τρύπα δεν είχα ανοιχτεί πριν από τη λεγόμενη πρώτη τρύπα, και πως η λεγόμενη πρώτη τρύπα δεν είχε ανοιχτεί μετά από τη λεγόμενη δεύτερη τρύπα), είχε διανοιχτεί, ανεξάρτητα, κάποια άλλη χρονική στιγμή, από την πλευρά της περίφραξης του Γουάτ. Γιατί εάν και οι δύο τρύπες είχαν ανεξάρτητα διανοιχτεί, η μία από την πλευρά του Γουάτ στου Γουάτ την περίφραξη, και η άλλη η δική μου στη δική μου,  από δύο εντελώς διαφορετικούς μανιασμένους κάπρους, ή ταύρους (γιατί το να είχε ανοιχτεί η μία από ένας μανιασμένο κάπρο, και η άλλη από έναν μανιασμένο ταύρο, ήταν απίθανο), και σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, η μία από την πλευρά του Γουάτ στην περίφραξη του Γουάτ, και η άλλη η δική μου στη δική μου, τότε το να είχαν ανοιχτεί ταυτοχρόνως, σ’ εκείνο το σημείο, θα ήταν, τουλάχιστον, αδιανόητο. Όχι πως θα μπορούσαν οι δύο τρύπες, η τρύπα στην περίφραξη του Γουάτ και η τρύπα στη δική μου, να είχαν διανοιχτεί, την ίδια στιγμή, από δύο μανιασμένους ταύρους, ή δύο μανιασμένους κάπρους, ή από ένα μανιασμένο ταύρο και μία μανιασμένη αγελάδα, ή από έναν μανιασμένο κάπρο και μία μανιασμένη γουρούνα (γιατί το να είχαν διανοιχτεί, ταυτόχρονα, η μία από έναν μανιασμένο ταύρο και η άλλη από μία μανιασμένη γουρούνα, ή η μία από έναν μανιασμένο κάπρο και η άλλη από μία μανιασμένη αγελάδα, δύσκολα θα το πίστευε κανείς), ορμώντας, λόγω εχθρικών διαθέσεων ή λόγω λιβιδινικής ορμής, το ένα ζώο από την πλευρά της περίφραξης του Γουάτ, το άλλο από πλευρά της δικής μου, και καθώς θα συγκρούστηκαν, οι τρύπες αμέσως να άνοιξαν, στο σημείο ακριβώς όπου εκείνη την ώρα στεκόμουν, προσπαθώντας να καταλάβω. Γιατί κάτι τέτοιο προϋπέθετε την ξαφνική διάνοιξη των τρυπών,  από τους ταύρους, ή από τους κάπρους, ή από τον ταύρο και την αγελάδα, ή από τον κάπρο και τη γουρούνα, ακριβώς την ίδια στιγμή, και όχι πρώτα από τη μία πλευρά και κατόπιν μια στιγμή αργότερα από την άλλη. Γιατί εάν πρώτα συνέβαινε από τη μία, και μετά από μία στιγμή συνέβαινε από την άλλη, τότε ο ταύρος, η αγελάδα, ο κάπρος, η γουρούνα, περνώντας πρώτα από τη δική τους περίφραξη, και κατόπιν εφορμώντας με τα κεφάλια τους προς την άλλη, θα εμπόδιζαν, ασύστολα, μέσα από την άλλη, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, να περάσει ο ταύρος, η αγελάδα, ο ταύρος, ο κάπρος, η γουρούνα, ο κάπρος, σπεύδοντας προς τα ‘κει, με όλη μανία του μίσους, με όλη τη μανία του έρωτα. Ούτε και κατάφερα να εντοπίσω, μολονότι έπεσα στα γόνατα, και έψαξα στα αγριόχορτα, κάποιο σημάδι, είτε σύγκρουσης είτε συνουσίας. Κανένας ταύρος λοιπόν δεν είχε διανοίξει εκείνες τις τρύπες, ούτε κανένας κάπρος, ούτε δύο ταύροι, ούτε δύο κάπροι, ούτε δύο αγελάδες, ούτε δύο γουρούνες, ούτε κάποιος ταύρος και μία αγελάδα, ούτε κάποιος κάπρος και μία γουρούνα, όχι, αλλά από την ένταση του καιρού είχαν ανοίξει, από τις αμέτρητες βροχές και τους αμέτρητους ανέμους, και τους ήλιους, και τα χιόνια, και τους πάγους, και των πάγων το λιώσιμο, που ειδικά σ’ ετούτο το μέρος εμφανίζονται με σφοδρότητα. Ή μήπως εντέλει ήταν πιθανό, μέσα από τις δύο περιφράξεις που είχαν χαλάσει απ’ την πολυκαιρία, κάποιος τρομερά δυνατός και μανιασμένος ή τρομαγμένος ταύρος, ή κάποια αγελάδα, ή κάποιος κάπρος, ή κάποια γουρούνα, ή πιθανώς κάποιο άλλο αγριεμένο ζώο, να είχε περάσει, είτε από την πλευρά του Γουάτ της περίφραξης του Γουάτ, ή από τη δική μου πλευρά της δικής μου περίφραξης, λες και οι δύο περιφράξεις ήταν μια;

Γυρνώντας τώρα προς το σημείο όπου είχα τη χαρά να δω πριν από λίγο τον Γουάτ, είδα πως εκεί πλέον δεν βρισκόταν, ούτε και σε κανένα άλλο σημείο, και τα σημεία που μπορούσα να δω, ήταν αμέτρητα. Σαν φώναξα όμως, Γουάτ! Γουάτ!, εμφανίστηκε, προσπαθώντας άγαρμπα να κουμπώσει το παντελόνι του, το οποίο φορούσε με το πίσω μέρος μπροστά, πίσω από ένα δέντρο, και κατόπιν άρχισε ανάποδα να περπατά, προς το μέρος μου, αργά, επίπονα, συχνά πέφτοντας, μα καταφέρνοντας να σηκώνεται ξανά, και δίχως να λέει κουβέντα, προς το σημείο όπου στεκόμουν, μέχρι που τελικά, μετά από τόσον καιρό, κατάφερα και πάλι να τον αγγίξω, με το χέρι μου. Κατόπιν έβαλα το χέρι μου μέσα στην τρύπα, και τον τράβηξα, μέσα από την τρύπα, προς τη δική μου πλευρά, και μ’ ένα πανί που είχα μέσα στην τσέπη μου τού σκούπισα το πρόσωπο, και τα χέρια του, και ύστερα βγάζοντας μέσα από την τσέπη μου το μικρό κουτί που είχε μέσα στην τσέπη μου και περιείχε αλοιφή και άλειψα το πρόσωπό του, και τα χέρια του, και ύστερα αφού έβγαλα μία μικρή χτένα από την τσέπη μου του έστρωσα τα μαλλιά, και το μουστάκι του, και ύστερα έβγαλα μια μικρή βούρτσα από την τσέπη μου και του βούρτσισα το σακάκι, και το παντελόνι του. Μετά τον γύρισα, μέχρι να είναι στραφεί προς το μέρος μου. Τότε ακούμπησα τα χέρια του, πάνω στους ώμους μου, το αριστερό του χέρι πάνω στον δεξί μου ώμο, και το δεξί του χέρι πάνω στον αριστερό μου ώμο. Ύστερα ακούμπησα τα δικά μου χέρια, πάνω στους δικούς του ώμους, πάνω στον αριστερό του ώμο το δεξί μου χέρι, και πάνω στον δεξιό του ώμο το αριστερό μου χέρι. Μετά έκανα μισό βήμα προς τα εμπρός, με το αριστερό μου πόδι, κι εκείνος έκανε μισό βήμα προς τα πίσω, με το δεξί του πόδι (αλλιώς εξάλλου δεν θα μπορούσε να κάνει). Μετά έκανα ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός με το δεξί μου πόδι, κι εκείνος φυσικά έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω με το αριστερό του πόδι. Έτσι λοιπόν βαδίσαμε παρέα ανάμεσα στις περιφράξεις, εγώ προς τα εμπρός, εκείνος προς τα πίσω, μέχρι που φτάσαμε εκεί όπου οι περιφράξεις και πάλι απέκλιναν. Και τότε γυρνώντας, εγώ γυρνώντας, κι εκείνος γυρνώντας, επιστρέψαμε όπως είχαμε έρθει, εγώ προς τα εμπρός, κι εκείνος φυσικά προς τα πίσω, με τα χέρια μας πάνω στους ώμους μας, όπως πριν. Κι έτσι βαδίζοντας ανάποδα προς το μέρος όπου είχαμε ξεκινήσει, περάσαμε τις τρύπες και συνεχίσαμε, μέχρι που φτάσαμε εκεί όπου και πάλι απέκλιναν οι περιφράξεις. Και τότε γυρνώντας, σαν ένας άνθρωπος, βαδίσαμε προς τα πίσω όπως ακριβώς είχαμε βαδίσει προς τα εμπρός, εγώ κοιτάζοντας προς πού πηγαίναμε, κι εκείνος κοιτάζοντας από πού φεύγαμε. Έτσι λοιπόν, πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, περπατήσαμε ανάμεσα στις περιφράξεις, παρέα ξανά μετά από πολύν καιρό, και ο ήλιος έλαμπε έντονα πάνω μας, και ο άνεμος φυσούσε έντονα πάνω μας.

SAMUEL BECKETT, Watt (απόσπασμα)

*

 

 

 

Advertisement