*
του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΑ
Ποιος είχε δίκιο; ο Μποτβίνικ που υποστήριζε ότι το σκάκι είναι “τέχνη έκφρασης της επιστήμης της λογικής” ή ο Μπρονστάιν που διετείνετο πως “το σκάκι είναι φαντασία”;
Πώς μπορεί να προκύψει τόσον μεγάλη η διαφορά εκτίμησης ανάμεσα σε δύο πολύ ισχυρούς παίκτες του σκακιού (σίγουρα διαφορετικής “σχολής” και νοοτροπίας), ώστε ο ένας να υποστηρίζει εν προκειμένω το «αντίθετο” του άλλου;
Κατ’ αρχάς, θα μπορούσε να πει κάποιος πως το σκάκι είναι και τα δύο. Και ακόμα, πως σπάνια κατά την τέλεση μιας παρτίδας ξεχωρίζεται η Λογική από την Φαντασία. Όμως, κάτεστη έθος πλέον στην ανθρωπότητα, αυτές οι δυο να διαχωρίζονται “απόλυτα” και να μην ιδώνονται σε μια δυναμική σχέση μεταξύ τους.
“Είτε-είτε” για άλλη μια φορά με αποτέλεσμα πολλές φορές το ένα να “καταχράται” ερμηνευτικώς την θέση του άλλου, προκαλώντας μεγάλες διαφορές εκτίμησης επί των σχετικώς και μόνον διακριτών ρόλων τους.
Επειδή στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να εντοπίσει κανείς “καθαρή” Λογική χωρίς ήδη μια μεγάλη δράση της Φαντασίας παραπλεύρως αυτής, καθώς και το αντίστροφο: Φαντασία χωρίς Λογική σε όποιο βαθμό και ποσοστό “συμμετοχής” της δεύτερης στην πρώτη, είναι αδύνατον να υπάρξει.
Εξ αυτής της αδυναμίας κατανόησης της δυναμικής σχέσης ανάμεσα σε Λογική και Φαντασία, ευδοκιμεί στις ρηχές εκφάνσεις του καθημερινού λόγου και της πρόχειρης διαγνωστικής η πλήρως φάλτσα ψευδανθρωπολογική εκτίμηση ενός ακόμα είτε-είτε γι’ αυτή την περίπτωση, τουτέστιν: “κάποιος μπορεί να είναι είτε άνθρωπος της λογικής είτε άνθρωπος της φαντασίας”.
Άλλωστε, πάνω σε αυτή τη βάση κρατάει εν πολλοίς ή «διαμάχη» ποίησης και φιλοσοφίας από τον καιρό του Πλάτωνα τουλάχιστον, μιας και ένα «θραυσματικό» προμήνυμα αυτής βρίσκουμε ακόμα παλαιότερα, στον Ηράκλειτο όταν είχε την άποψη (εν είδει μάλιστα έμμεσης «προτροπής» ή «παραίνεσης” για το μέλλον σε ανάλογες περιπτώσεις) πως ο Όμηρος και ο Αρχίλοχος θα έπρεπε να «αποβάλλονται» από τους αγώνες (D.K.42)
Κατά μία έννοια λοιπόν, είθισται η Ποίηση να εκλαμβάνεται ως ανήκουσα ή μετέχουσα στο πλέον «εξωλογικό» ή μη ορθολογικό μέρος του ανθρώπου (και αυτό γενικά δεν είναι λάθος, όμως έχουν σημασία εδώ οι «όροι», είτε φιλοσοφικοί και ερμηνευτικοί είτε σκωπτικοί ή χλευαστικοί μέσα από τους οποίους διαπιστώνεται μια τέτοια «συσχέτιση»), ενώ η Φιλοσοφία σε κάθε περίπτωση πλην μεμονωμένων περιπτώσεων να απολαμβάνει το «κύρος» της Λογικής.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, για την μέση αντίληψη (ιδιαίτερα χωρών καθυστερημένων) ο ποιητής συχνά διαπιστώνεται ή θεωρείται ως ένας άνθρωπος «αιθεροβάμων», συχνά εθισμένος και παραδιδόμενος στην έξαψη του φαντασιακού οίστρου, αλλά και ο φιλόσοφος δεν έχει καλύτερη τύχη στα πλαίσια μιας τέτοιας «εκτίμησης» (εκτός ίσως από τον πολιτικό φιλόσοφο): καίτοι πιο «προσγειωμένος» από τον ποιητή, εν τούτοις ανήκει και αυτός στην χορεία των εξωτικών πλασμάτων που ασχολούνται με ζητήματα πολύ «έξω» από τις άμεσες, πρακτικές ανάγκες της ανθρωπότητας, παρ’όλο βέβαια που η Ιστορία της Φιλοσοφίας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με μια τέτοια ερμηνευτική χοντροκοπιά.
Όπως και να έχει όμως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον άνθρωπο της Λογικής και τον άνθρωπο της Φαντασίας εμμένει και εδώ, είτε είναι απόλυτη είτε «με όρους», με λίγα λόγια , κάποιος θα είναι είτε το ένα είτε το άλλο.
Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερη πλάνη, και ποτέ βιαστική προκατάληψη δεν αστόχησε τόσον πολύ όσον αυτή η τελευταία. Στην πραγματικότητα, όποιος στερείται λογικών αναλυτικών και συνθετικών ικανοτήτων, τότε η φαντασία του δεν μπορεί παρά να φαίνεται πλήρως πρωτόγονη ή παιδαριώδης. Και εκείνος που στερείται ικανής φαντασίας, τείνει συχνά προς τον ανορθολογισμό ή τις χοντροκομμένες αιτιολογήσεις, όταν αποπειράται μια λογική εκτίμηση των πραγμάτων.
Είναι αδύνατον να έχεις ισχυρή φαντασία, αν δεν έχεις ισχυρή λογική. Και το αντίστροφο. Από εκεί και πέρα, οι “τυποποιήσεις” της καθημερινότητας δεν θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες ούτε για το επίπεδό της.
H Λογική κατατέμνει σε “στάδια”, “φάσεις” δημιουργώντας από αυτά κάτι “νέο” για τις χρηστικές ανάγκες είτε μιας ολόκληρης εποχής είτε, ακόμα, μίας μόνον στιγμής. Η Φαντασία, από την άλλη, “παρακάμπτει” και “ανασυνθέτει” επιλεκτικά για τις βαθύτερες υπαρκτικές ανάγκες ανεύρεσης ενός τουλάχιστον πράγματος που παραμένει σε κάθε εποχή και σε κάθε στιγμή “νέο”. Όμως αυτή η διάκριση δεν είναι απόλυτη. Είναι και αυτή “σχετική” και εύκολα “αντιστρέφεται”, όταν η Φιλοσοφία, λόγου χάριν, προσπαθεί με λογικά μέσα να κάνει το δεύτερο (ανεύρεση “διαχρονικών” αληθειών), ενώ η Φαντασία αποπειράται το πρώτο (“πρωτοπορία” σε μιαν ορισμένη εποχή).
Η αντιπαράθεση ανάμεσα Λογική και Φαντασία πολλές φορές εκπίπτει σε επίπεδο άμεσης αντιπαράθεσης της Ποίησης με την Ζωή όταν η δεύτερη θεωρείται πως πρέπει να συμβαδίζει αποκλειστικά και μόνον με μια λογική αντιμετώπιση των πραγμάτων και με την σειρά της να ταυτίζει με ισοπεδωτικό τρόπο την απλή, τυπική λογική της καθημερινότητας με μια πιο ανεπτυγμένη φιλοσοφική λογική.
Ίσως αξίζει σε αυτό το σημείο να αναλογιστούμε, -μιας και το σύνολο κείμενο παίρνει ως αφετηρία του το σκάκι-, το «blindfold» σκάκι.
Τι είναι μια «blindfold» παρτίδα;
Παίζεις χωρίς να βλέπεις την σκακιέρα, τα κομμάτια και τις κινήσεις τους, είτε μόνον εσύ είτε και οι δύο συμπαίκτες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παίζεις “στα τυφλά”.
Κατακρατείς συνεχώς στην μνήμη και την φαντασία σου όλα τα παραπάνω, και στο άκουσμα της κίνησης του συμπαίκτη “παίζεις” και την δική σου. “Visualization”-οραματικοποίηση κατά την διάρκεια της παρτίδας• τα εξηντατέσσερα τετράγωνα με τις ακριβείς θέσεις των κομματιών καθώς αυτά αλλάζουν με τις κινήσεις των παικτών, “οπτικοποιούνται” στην και από την φαντασία, η οποία και καλείται να παρέχει την μεγίστη πιστότητα αναπαραγωγής.
Αν, λοιπόν, το ορατό σκάκι είναι η Ζωή (αλλά και η Λογική), τότε το blindfold σκάκι είναι η Ποίηση.
Και αν στο πρώτο παίζεις με αντίπαλο την μοίρα, τα γεγονότα, τον κόσμο, τον “θεό”, ας το ορίσει όπως θέλει κανείς, τότε στο δεύτερο αναπόφευκτα παίζεις με κάτι πολύ σκοτεινό: το ίδιο το μυαλό σου. Δεν το βλέπεις το μυαλό σου, αλλά ξέρεις φυσικά ότι “υπάρχει”.
Το μυαλό σου λοιπόν είναι ο συμπαίκτης σου κατά την διάρκεια του παιγνιδιού της ποιητικής γραφής.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τόσον η Λογική όσον και η Φαντασία είναι “επιθετικές” κινήσεις προς τον κόσμο.
Η Λογική είναι μια καθαρά ανθρώπινη ικανοποίηση, ο άνθρωπος κατά μία έννοια επιβεβαιώνει ή και ξεπερνάει τον εαυτό του μέσα στην Ιστορία.
Η Φαντασία όμως, συχνά επιτελείται ως μια αναπάντεχη “ρεβάνς” που παίρνει ή επιθυμεί να παίρνει ο άνθρωπος από την Ιστορία. Το σύνθημα άλλωστε «η φαντασία στην εξουσία» του Μάη του ’68 δεν είναι μια “επαναστατική” εκκεντρικότητα όπως μπορεί να φαντάζει σε πρώτη πρόσληψη, αλλά, κυρίως , μια επιθυμία και βαθειά αναγκαιότητα για την ανθρώπινη φύση.
“Ανθρώπινο” (ως ατομικό) και “ιστορικό” συνιστούν μια διαρκή ενότητα και πάλη μεταξύ τους και θα συμφιλιωθούν πραγματικά μόνον στην Αλήθεια.
Ως τότε το σκάκι, ως ένα πεδίο συναρπαστικής συνύπαρξης της Λογικής και της Φαντασίας μπορεί να μην είναι από μόνο του η Αλήθεια, αλλά, σίγουρα, καθιστά με τον τρόπο του – και θα καθιστά πάντοτε – περιττή οποιαδήποτε σφετεριστική “εκπροσώπησή” της από την πλευρά του “ανθρώπινου”, είτε αυτή προέρχεται από την λογική είτε από την φαντασία, ή -το πλέον σύνηθες- από κάθε βλακώδη φανατισμό.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ
Πρώτη δημοσίευση στο ΝΠ: 01/15
*