*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
Παραλλάξεις του Θουκυδίδη
Υπάρχει μια τάση, αρκετά διαδεδομένη, να διαβάζεται ο Θουκυδίδης σαν να ήταν ένας μακιαβελιστής (με την έννοια του Μπέρναμ) πριν τον καιρό του, περίπου σαν ένας προφήτης του νεωτερικού συντηρητισμού, ένας πρόδρομος του Μόσκα, του Παρέτο, του Μίχελς. Αφορμές για μια τέτοια ανάγνωση σίγουρα δεν λείπουν. Η ερμηνευτική του Θουκυδίδη όμως μπορεί να βγάλει σε άλλες ατραπούς, αν πάρει κανείς το αρνητικό του αποτύπωμα κι επιχειρήσει να διαβάσει τις σιωπές του, να νοηματοδοτήσει τα διάκενα της πυκνής, περιγραφικής και συνθετικής γραφής του. Ο λοιμός στην Αθήνα και η ηθική-κοινωνική κατάρρευση που αυτός επέφερε ερμηνεύονται συχνά ως απόδειξη της νεωτερικής χομπσιανής αντίληψης περί των σχέσεων μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Ο πολιτισμός, λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αδιόρατη κρούστα, τα λεπτά νήματα ενός ιστού που μετά βίας παρέχουν μια ελάχιστη συνοχή στην κοινωνική ζωή. Αρκεί μία απειροστή διαταραχή για να επαναφέρει τα ανθρώπινα πλάσματα στην πρωταρχική, ζωώδη τους κατάσταση, να βγάλει στην επιφάνεια την αρχή του homo homini lupus.
Όμως ο Θουκυδίδης δεν γεννήθηκε τον 16ο αιώνα. Δεν κουβαλούσε στις πλάτες του μερικούς αιώνες χριστιανοτραφούς απέχθειας προς τη φύση. Αν μη τι άλλο, οι σοφιστές ήταν αυτοί που τον προετοίμασαν. Και για τους σοφιστές, το δίπολο φύση – νόμος (δηλαδή πολιτισμός, με σημερινή ορολογία) ήταν κατά κανόνα ανάστροφα χρωματισμένο. «Ο νόμος ως πηγή δυστυχίας» θα ήταν μια φράση μάλλον πιο κοντά στο πνεύμα τους. Από αυτή την οπτική γωνία επομένως, ο λοιμός στην Αθήνα δεν σηματοδοτεί κάποια επιστροφή στην κτηνώδη φυσική κατάσταση, αλλά το έσχατο σημείο διαστροφής της φύσης στον οποίο μπορεί να φτάσει ο πολιτισμός. Δεν είναι η φύση που παράγει τον αλληλοσπαραγμό, αλλά ο οργανωμένος πόλεμος, αυτό το «απόγειο» του πολιτισμού. Το να διαβάζει κανείς τα σχετικά χωρία του Θουκυδίδη και να διαβλέπει πίσω τους την Αγγλία του 17ου αιώνα είναι σαν να κάνει περίπατο σ’ ένα παρθένο δάσος γεμάτο τρεχούμενα νερά και να ανασηκώνει τους ώμους ψιθυρίζοντας: «πίσω από αυτά τα δέντρα δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά ατέλειωτες σειρές από καρβουνιασμένους κορμούς να βγάζουν καπνούς».
Οι επανειλημμένες περιπτώσεις λιποταξίας των επιστρατευμένων σκλάβων πριν από διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις προσφέρουν μια ακόμα ευκαιρία ερμηνείας της σιωπής – μια σιωπή που παρεμπιπτόντως αφορά πλέον και στους ερμηνευτές του Θουκυδίδη που εδώ δεν έχουν συνήθως πολλά να πουν. Το ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο δεν έγκειται μόνο στην αξιολογική σιωπή του Θουκυδίδη, σε μια χουσερλιανού τύπου ηθική «εποχή» εκ μέρους του· στάση την οποία ούτως ή άλλως συνήθιζε. Ακόμα πιο σημαίνουσα είναι η απουσία κάποιας αναφοράς για διαμαρτυρίες εκ μέρους των αντιμαχόμενων στρατών για αυτή τη στάση των σκλάβων· σαν να τη θεωρούσαν την πιο φυσική αντίδραση. Μοιάζει να θέτει ένα ερώτημα αυτή η σιωπή. Γιατί θα έπρεπε οι σκλάβοι να ταυτίσουν τα συμφέροντά τους με αυτά των κυρίων τους και να διακινδυνεύσουν σ’ έναν πόλεμο από τον οποία ελάχιστα είχαν να περιμένουν; Αν κανείς θέλει, λοιπόν, να ερμηνεύσει αναδρομικά τον Θουκυδίδη οφείλει να αποδεχτεί ότι ο μπακουνικός ντεφαιτισμός έχει και αυτός δικαιώματα πάνω του. Δεν υπάρχει μόνο ο Θουκυδίδης της σφαγής της Μήλου. Υπάρχει κι αυτός των λιποτακτών σκλάβων που αποσύρονται στις χαραμάδες ανάμεσα στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, ενάντια σε κάθε αιεί που υπογράφει τη μοίρα τους. Είναι οι σκλάβοι που υπενθυμίζουν ότι το «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η» οφείλει να μεταφράζεται όχι ως βεβαιωτική πρόταση, αλλά ως υποθετική-χρονική, με την προσθήκη εκείνου του μικρού συνδέσμου «όσο» («όσο θα παραμένει ίδια η φύση των ανθρώπων»).
~.~
Der Historikerstreit
(Tu n’ a rien vu à Hiroshima. Reste à Hiroshima avec moi.)
Η όλη συζήτηση (που αναβιώνει κατά καιρούς) σχετικά με τη μαύρη τρύπα που αντιπροσωπεύει το Άουσβιτς μέσα στην ιστορία του δυτικού κόσμου (ή και στην παγκόσμια ιστορία) κινείται κατά κανόνα πάνω σε δύο άξονες: αυτόν της μοναδικότητας και αυτόν της βαρβαρότητας. Ο πρώτος άξονας, ο «ιστορικός», περιστρέφεται γύρω από δύο άκρα. Το ένα από αυτά (Α) βεβαιώνει ότι το Άουσβιτς συνιστά ένα απολύτως ιδιαίτερο ιστορικό συμβάν χωρίς προηγούμενο ενώ το άλλο (Β) το τοποθετεί εντός μιας πορείας που διέπεται από μια ενιαία λογική, εντάσσοντας σε αυτή τα γκούλαγκ και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Βρετανών στην Αφρική. Ο «ηθικός» τώρα άξονας διαθέτει και αυτός δύο πόλους. 1) Είτε το Άουσβιτς είναι το άκρον άωτον της βαρβαρότητας, ο βαθμός μηδέν της ηθικής, 2) είτε το βλέπει κανείς σχεδόν και ως business as usual: δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία σφαγή στην ιστορία και μόνο οι αφελείς έχουν την πολυτέλεια να το βλέπουν ως το προπατορικό αμάρτημα της ανθρώπινης ιστορίας – κι εδώ ο Καρλ Σμιτ σίγουρα θα είχε πολλά να πει για την υποκρισία των φιλελευθέρων κατηγόρων του.
Με απόλυτη φυσικότητα συνταιριάζονται κατόπιν η θέση περί ιστορικής μοναδικότητας με αυτή περί απόλυτης βαρβαρότητας (Α-1): το Άουσβιτς είναι μια ανεπανάληπτη έκρηξη κτηνωδίας, χωρίς όμως ποτέ να είναι κανείς βέβαιος για το ποια είναι στη θέση αιτίου και ποια στη θέση αιτιατού: η μοναδικότητα συνεπάγεται τη βαρβαρότητα ή το ανάποδο; Στον αντίποδα τώρα, συνδυάζεται η θέση περί ιστορικής συνέχειας με αυτή της ηθικής ακηδίας (Β-2): η ιστορία ανέκαθεν ήταν βουτηγμένη στο αίμα, όπου εδώ το αδιάφορο κούνημα των ώμων θέλει να παραστήσει ότι είναι το τίναγμα της σκλαβωμένης πλάτης μετά την καμτσικιά.
Τι θα προέκυπτε όμως αν η διασταύρωση γινόταν κατά διαγώνιο τρόπο; Πρώτον, είτε ότι το Άουσβιτς είναι ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός, αλλά αδιάφορο από ηθική άποψη (Α-2)· θέση που εν τέλει δεν έχει και πολλά να πει. Είτε ότι εντάσσεται οργανικά ως συμβάν μέσα στη δυτική ιστορία όντας ταυτόχρονα το αποκορύφωμα της βαρβαρότητας (Β-1). Με άλλα λόγια, η (σύγχρονη τουλάχιστον) ιστορία είναι ένας τοξικομανής εθισμένος στη βαρβαρότητα. Τι είναι αυτό που κάνει την ανθρώπινη σκέψη να κουλουριάζεται ανατριχιασμένη μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο; Γιατί δεν τολμάει να ταιριάξει τα κομμάτια του παζλ σε αυτόν τον συνδυασμό, ακόμα κι όταν γνωρίζει ότι αν τοποθετήσει το Άουσβιτς σε μια απολύτως μοναδική θέση τότε ανοίγει και ο δρόμος για την κανονικοποίηση της Χιροσίμα;
Νταχάου, Άουσβιτς, Κολιμά, Χιροσίμα, Ναγκασάκι. Μπροστά στην παρέλαση της φρίκης, η ανθρώπινη σκέψη επιλέγει να μείνει πιστή στο γράμμα της εγελιανής ορθότητας: πασχίζει να διασώσει τη λογική της ολότητας (της ιστορίας) παραδίδοντας στο παράλογο, εν είδει θυσιαστικού σφαγίου, το μερικό, τη μοναδικότητα του Άουσβιτς. Φωνάζει ότι η ιστορία εξακολουθεί να έχει νόημα και ότι το ολοκαύτωμα ήταν μια εξαίρεση. Για να διασωθεί όμως το πνεύμα της εγελιανής σκέψης, ίσως εδώ χρειάζεται ένα ακόμα αναποδογύρισμά της. Οφείλει η ίδια να θυσιάσει κομμάτι του εαυτού της. Παραφράζοντας τον Αντόρνο («Αναληθές το Όλο»), η ολότητα οφείλει να νοηθεί ως παράλογη. Αυτός είναι ο δρόμος για να διασωθεί η λογική της, εφόσον καμμία παράνοια δεν είναι ποτέ τελείως ανερμάτιστη. Για να βγει στην επιφάνεια η εσώτερη, μυστική λογική της, για να δικαιωθεί το «wo Es war, soll Ich werden» της ιστορίας, για να πετάξει πάλι μπουμπούκια το κλαράκι της λάρικας στα χέρια του Σαλάμωφ, πρέπει κατ’ αρχήν να μην απωθηθεί βολικά το φορτίο του παραλόγου σε μια γωνιά κατάλληλη μόνο για μνημόσυνα.
Ναι, η Χιροσίμα ήταν η λογική κατάληξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η εξαφάνιση με απολύτως βιομηχανικό τρόπο· αυτό δηλαδή που προσπάθησαν αλλά δεν κατάφεραν οι ναζί. Η μαζική εξόντωση που διεκπεραιώνεται από ένα τεχνούργημα (τη βόμβα) με την υψηλότερη δυνατή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, έχοντας σχεδόν απαλλαγεί από την ανάγκη ανθρώπινης παρέμβασης. Σε πείσμα της εγελιανής μπότας, ο κιρκεγκωριανός ψίθυρος επιμένει να υπενθυμίζει ότι η στάχτη από τα απανθρακωμένα σώματα των θυμάτων του Άουσβιτς και της Χιροσίμα κυκλοφορεί ακόμα ως πυρίτιο μέσα στα τρανζίστορ των υπερσύγχρονων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που φέρνουν στην οθόνη σου αυτό το κείμενο.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
~.~
*