*
Το ένιωσες πολύ αργά. (Εξάλλου
πότε εισάκουσες λόγο δασκάλου,
ποιον θ’ ανεχόσουν να σ’ το πει;)
Πως έχεις ζήσει τη ζωή ενός Άλλου.
* * *
Ο Δον Ζουάν, ο Φέλιξ Κρουλ, ο Ισκαριώτης,
ο Κυανοπώγων –τι αγενής πυργοδεσπότης–,
ο Μπελ Αμί, ο Λαερτιάδης, ο Καλιόστρο.
Κάθε αθωότητα έχει το αρπακτικό της.
* * *
Να ’χει στις πλάτες του τ’ απέραντο γαλάζιο
θα τον πετύχεις τον Πανάγαθο βαστάζο.
Αγκομαχά, κοίτα, το βλέπεις καθαρά,
κι ιδρώνει ο δόλιος κάτω απ’ τ’ Ουρανού το βάζο.
* * *
Με χιούμορ συστηνόταν: Μ. η αρσενοκοίτις.
Όμως δεν πρόδωσε ποτέ σύζυγο ή εραστή της,
στους άντρες της παρέμενε πιστή.
Για πάντα στα σκοτάδια της τους τράβαγε. Μαζί της.
* * *
Για ποιήματα δεν έδινε δεκάρα. Πάντως
μετέφρασε, σε δεκαπεντασύλλαβο, τα Κάντος.
Όταν τα εξέδωσε ρωτούσε: Για να δούμε,
θα επισημάνουν το γελοίο του συμβάντος;
* * *
Αντισυστηματίας συστηματικός. Και οργίλος.
Κάθε είδους σύμβαση τον έφερνε στο χείλος
της έκρηξης. Περιφρονούσε τους προσκυνημένους.
Και τους στηλίτευε τακτώς και καταλλήλως.
* * *
Νους κριτικός. Πίστευε σταθερά
στα Φώτα και στην Πρόοδο, στ’ αυστηρά
όρια του Λόγου, προ παντός
στην αυτορρυθμιζόμενη Αγορά.
* * *
Φρύνοι ευφραδείς, σπεκουλαδόροι,
γλωσσοκοπάνες, σιελοφόροι,
χίλιοι κοκκόροι τη ζητήσαν.
Μα εκείνη πού. Γεροντοκόρη.
* * *
Το γνώριζες έτσι κι αλλιώς,
δεν χαλαρώνει πια ο κλοιός.
Μες στη λαβή του ξεγεννιέσαι,
γδύνεσαι, γίνεσαι παλιός.
* * *
Δίχτυα μπλεγμένα, όστρακα, καΐκια, γλάροι,
όλης της θάλασσας η δύναμη κι η χάρη.
Συννεφιασμένη Κυριακή. Άκου, φυσάει
βαριά η ανάσα του Καιρού του αποβροχάρη.
* * *
Δύο εφιάλτες. Κατεβαίνεις τα σκαλιά,
γλιστράς και πέφτεις. Και πρωί στην αγορά
μέσα στο πλήθος τριγυρνάς γυμνός.
Δύο εφιάλτες, που επιμένουν, χρόνια πια.
* * *
Άγγελος είναι, κι όμως δεν κρατάει κηρύκειο·
έχει τον τρόπο της, είτε απαλό είτε ανοίκειο·
γρήγορα θα σ’ εκδικηθεί, δεν σε λυπάται.
Είναι η θάλασσα και η θάλασσα έχει δίκιο.
* * *
Μέσα στον ύπνο μου χορεύαν αγκαλιά,
σνίφαρε κόκα αυτός κι εκείνη Αθανασία.
Στενάζει ο Μπεν: “O was in unsrem Fleisch geschah!„
“A Plank in Reason broke„ του κάνει η Αιμιλία.
* * *
Άλλο ένα όνειρο. Ο Γέητς στο Innisfree
(ή μήπως ήτανε στο Coole, στο Ballylee;)
να μουρμουρίζει στιχουργώντας νοερά.
Εκείνος που είχε αμουσία συγγενή.
* * *
Νύχτα τετράφυλλη. Έξω, επί γης Μαδιάμ,
πάντα σκυφτός πορεύεται ο αρχαίος Αδάμ.
Ξεθυμασμένο στο ποτήρι το αλκοόλ,
ενθύμιο άδοξο της μέθης του Χαγιάμ.
* * *
Κακή φωτιά. Μάτια θολά μα ευθυτενή.
Μες στο κελλί σου πια θροΐζει ποια φωνή,
η πρώτη, η εκατοστή; – Καμιά απ’ αυτές.
Μόνο του απόβροχου η πνοή η σιγανή.
* * *
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
*