*
ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΟΝΑΞΙΕΣ
Όταν τρύπωσα στο σκοτεινό κουτί με τις μοναξιές, ο χώρος μού φάνηκε στενός. Παράξενο, σκέφτηκα. Ποιος άλλος είναι εδώ και πιάνει χώρο; Δε βλέπω μήτε ακούω κανέναν. Αυτό είναι το δικό μου κουτί. Κι αν πάλι είναι κάποιος άλλος δίπλα μου, τότε δεν μπορεί αυτό να είναι το κουτί της μοναξιάς.
Η σκέψη δε μ’ άφηνε να ησυχάσω. Το πήρα απόφαση να βγω έξω από το κουτί να λύσω τον γρίφο. Με δυσκολία μπορούσα να κινηθώ, καθώς σκόνταφτα πάνω στις τέσσερις πλευρές μες στο σκοτάδι. Όσο κι αν έψαξα, άνοιγμα δεν κατάφερα να βρω. Δεν έμενε άλλη λύση παρά να σκάψω με τα νύχια μου κι αν χρειαστεί να τρυπήσω με τα δόντια μου μια πλευρά. Διάλεξα μια στα σκοτεινά. Μες στο κουτί της μοναξιάς όλες οι πλευρές είναι ίδιες.
Έσκαβα και δάγκωνα όλη μέρα. Τα νύχια μου γέμισαν κονίαμα της σιωπής, το στόμα μου κατάπινε το ξύλο της απουσίας. Ώσπου κατάφερα και άνοιξα μια τρύπα τόση όση χωρούσε το κεφάλι μου. Σκοτάδι υπήρχε κι απ’ την άλλη πλευρά.
Προχώρησα ψηλαφιστά και βρήκα κι άλλο κουτί. Απελπισία με κατέλαβε στην αρχή. Όμως, σε λίγο άρχισα να σκάβω κι άλλο. Να βγω απ’ το δεύτερο κουτί. Κι ύστερα βρήκα κι άλλο κι άλλο.
Ώσπου μια μέρα, δεν είχα νύχια. Είχαν γίνει σιωπή. Δεν είχα στόμα. Το είχε καταπιεί η απουσία. Και τότε, ολωσδιόλου ξαφνικά, σαν κάτι να άλλαξε. Για πρώτη φορά, βρήκα φως. Ανέλπιστο. Άρχισα να σκάβω με τα πόδια και τον νου αφού δεν είχα χέρια και στόμα. Και τότε είδα ότι ήμουν έξω από το κουτί και μέσα του είδα πολλές μικρές μοναξιές στριμωγμένες σε ξύλινα κελιά με νύχια κομματιασμένα απ’ τη σιωπή και στόματα φαγωμένα από την απουσία.
~.~
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΙΞΗΣ
Σήμερα, καθώς άνοιξα το ντουλάπι με τις ζάχαρες έπεσε ένα χαρτί που έγραφε Μ’ αγαπάς δίχως κανένα σημείο στίξης. Να του έλειπε άραγε το ερωτηματικό ή τα αποσιωπητικά, η τελεία ή τα εισαγωγικά; Κι ακόμη του έλειπαν ο αποστολέας και ο παραλήπτης. Φοβάμαι να ρωτήσω για το σημείο στίξης μα πιο πολύ φοβάμαι μήπως ο αποστολέας και ο παραλήπτης είναι δυο άγνωστοι που έχουν πέσει μέσα στο κενό ανάμεσα στο Μ’ και το αγαπάς και τόσο πολύ μπερδεύτηκαν ώστε δεν ξέρουν πια τη θέση τους. Είναι αυτή του αποστολέα ή του παραλήπτη; Κι έτσι και οι δυο πασχίζουν να βρουν το σημείο στίξης για να κατανοήσουν το αγαπάς. Αλλά πώς να καταλάβεις το αγαπάς αν δεν ξέρεις το Με;
~.~
ΜΙΚΡΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ
Τα δράματα που παίζουνε είναι κωμικές τραγωδίες, ένα χαμόγελο αμήχανο κρυμμένο πίσω από το μεγαλοπρεπές προσωπείο. Σκηνές μεγαλεπήβολες ενός έργου για τα μικρά της ζωής.
Με τα φανταχτερά κουστούμια τους οι μικροί θεατρίνοι καμώνονται πως είναι μέτοχοι του ωραίου και του τραγικού μα είναι κουφάρια από παράφωνες κιθάρες.
Αφού για τα μεγάλα δράματα είναι ανάξιοι μύστες γίνονται αφηγητές μιας λαϊκής επιφυλλίδας.
~.~
ΕΝΑ ΚΟΥΤΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑΚΙΑ
Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τη ρουτίνα.
Κάθε βράδυ καταβροχθίζει τους φίλους που είχε, τους άγνωστους συνεπιβάτες στο μετρό, τις γυναίκες που αγάπησε, τον ταμία στην Τράπεζα που πάει για το δάνειο, τη μάνα του που του μαγείρευε τις Πέμπτες ψάρια από τη λαϊκή, για να έχει ο οργανισμός του φώσφορο, τον πατέρα, με την εφημερίδα, καθιστό στο σαλόνι, τις Κυριακές. Ύστερα, μασουλάει αργά τους χωρισμούς του, τις στιγμές που βγήκε λειψός για μια δουλειά ή μιαν αγάπη, τότε που νόμισε ότι κατάλαβε γιατί είναι άσκοπα όλα τα «γιατί» του κόσμου και τελευταίο ένα μικρό στρατιωτάκι, το αγαπημένο του, παραμορφωμένο από τον καιρό και τις παιδικές δαγκωματιές του. Κι όμως, κανένα βράδυ δε χόρτασε. Πάντα πεινάει και για άλλες ενοχές και για άλλους φόβους και για άλλες πικρές ματαιώσεις. Ηδονικά τα καταπίνει όλα. Ένα κουτί σοκολατάκια που ποτέ δεν αδειάζει.
~.~
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
Είχε στείλει το μήνυμα πριν από εννέα ημέρες. Στις 00.37 έγραφε στην οθόνη. Είχε αφήσει τα λόγια να ξεχειλίσουν από μέσα της. Σχεδόν έβλεπε τα γράμματα να πέφτουν πάνω στην οθόνη και να σκάβουν τούνελ και από μέσα να περνούν τρένα φορτωμένα με σταγόνες θαλασσινού νερού πάνω στα κλειστά του βλέφαρα ένα μεσημέρι του Αυγούστου, ένα χάδι πάνω στο χέρι που άφηνε το πιάτο με τη σαλάτα πάνω στο τραπέζι, ένα αριστερό παπούτσι ναυαγισμένο πάνω στο πάτωμα και γύρω τα κύματα από λευκά σεντόνια.
Έφτιαξε τα δρομολόγια και τις διαδρομές και περίμενε με καρδιοχτύπι να φτάσουν τα τρένα της στην αποβάθρα. Αλλά κανένα δεν έφτασε. Δε διαβάστηκε. Εννέα ημέρες.
Τώρα στέκεται στη στάση και περιμένει το τρένο. Δίπλα της ένας πενηντάρης κοιτάζει το κινητό του. Πάει κοντά του και του δείχνει την άδεια αποβάθρα του μηνύματος: «Για πείτε μου, σας παρακαλώ», του λέει, «δε θα θέλατε να έρθει αυτό το μήνυμα σ’ εσάς;»
Δεν προλαβαίνει να απαντήσει. Έρχεται το τρένο. «Προσοχή στο κενό ανάμεσα στον συρμό και στην αποβάθρα» ακούγεται στο μεγάφωνο.
Κοιτάζει την ώρα στο ρολόι του σταθμού. 12.37. Και μετά το κενό κάτω από το μήνυμά της.
~.~
ΖΥΓΟΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ
Στο εργαστήριο όπου πειραματίζεται με λογιών λογιών ανθρώπους, χωρίζει μεθοδικά τον χρόνο του σε δοκιμαστικούς σωλήνες, ζυγίζει ένα κομμάτι ευγένειας εδώ, μια επιπολαιότητα από εκεί με τον ζυγό ακριβείας μην τύχει και λαθέψει σ’ ένα γραμμάριο πορίσματος. Όλα τα συνυπολογίζει και φτιάχνει τις δικές του χημικές ενώσεις.
Εκπτώσεις δε σηκώνει το ζήτημα. Και αν ακόμη –παρά τις ακριβείς μετρήσεις του και τις δικλείδες βέβαιης απόρριψης– κάπως ξεγελαστεί άθελά του κι ολιγωρήσει εμπρός στην προδιαγεγραμμένη απόρριψη, τότε οι λευκοί τοίχοι του εργαστηρίου, οι χρωματιστοί από τις ανθρώπινες αδυναμίες σωλήνες, η μυρωδιά της άτεγκτης επιφύλαξης γρήγορα τον φέρνουν στα συγκαλά του. Μετρά ξανά τα χιλιοστά της απόστασης από τους άλλους και προσεκτικά τα σημειώνει μην τύχει και ξεχαστεί και τ’ αψηφήσει.
Έτσι, οι μέρες του περνούν τακτικά σαν στρατιώτες, πάντα αήττητες απέναντι στην αγάπη. Και αυτές τις θλιβερές του νίκες, σε καλό του, δεν τις λησμονεί και αξιοθρήνητα επαίρεται που ποτέ δεν έκανε τη δρασκελιά να φτάσει στην αγάπη και στην εμπιστοσύνη. Αυτό είναι το δικό του τρόπαιο, η δολερή πεποίθηση πως ό,τι ζυγιάζεις είναι για το ζύγι σαν να είσαι εσύ ο κριτής γι’ αυτά που δεν ορίζεις, μα αλίμονό σου, σε ορίζουν.
Ύστερα, σβήνει τα φώτα στο εργαστήριο και βυθίζεται στο σκοτάδι του. Καλά τα μέτρησε και σήμερα τα πράγματα. Αύριο πάλι, της ίδιας λανθασμένης μέτρησης δημιουργός.
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ
~.~
*