της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Αριάδνη Καλοκύρη,
Χώρα αναμονής,
Κίχλη, 2021
Σοφία Περδίκη,
Το αιώνιο αίνιγμα,
Κίχλη, 2020
Διαβάζοντας το πρώτο ποίημα της Χώρας αναμονής της Αριάδνης Καλοκύρη, μου δημιουργήθηκε η ισχυρή προσδοκία για μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση, καθώς το κείμενο φανερώνει μια φρέσκια ματιά λεπταίσθητων αποχρώσεων που ανάγει τη λεπτομέρεια του ασήμαντου σε ένα έστω και εφήμερο αισθητικό γεγονός.
«Σαπούνι»
Σαπούνι, αχνό ροζ.
Σκληρό, άοσμο, καμπύλο﮲
ίχνος φράσης στη μια πλευρά.
Λίγες σταγόνες νερού αλλάζουν την υφή του.
Γίνεται λείο, τα δάχτυλα γλιστρούν και το χαϊδεύουν.
Διάφανες μπάλες ξεπηδούν, τρωτές κυψέλες.
Σβήνω τη φράση, γράφω άλλες, πλάθω λέξεις μες στα νύχια.
Άρωμα τριαντάφυλλου με αγκυλώνει.
Να το λουλούδι, άνθισε μπροστά μου﮲
κάθε του πέταλο γλιστρά από τα χέρια
αιωρείται.
Στις παλάμες ένας κόκκινος κήπος
με τριαντάφυλλα ριζώνει.
Τον διασχίζει ένα λευκό ποτάμι.
Είναι ο αφρός, που έχει ποτίσει, έχει κρύψει κάθε χέρι.
Φαίνεται τώρα μόνο το σαπούνι
να κυνηγάει λυσσασμένα
τη μορφή του.
Προχωρώντας, όμως, στο δεύτερο ποίημα προσέκρουσα στη θολή συμβολική γλώσσα μιας δύστροπης εικονοποιίας που δεν ευστοχεί στην απαραίτητη, για μια βατή αναγνωστική πρόσληψη, αντιστοιχία μεταξύ πράγματος και λέξης:
«Αλλαγή σχεδίου»
Γεμίζω, αδειάζω και σκορπίζω
στιγμές της εκτροπής.
Αλλάζει χρώμα η πλέξη σου από τη σκόνη.
Υπάρχει μια εσωτερική απόσταση που οδηγεί σε λάθος δρόμο.
Στρεφόμαστε αλλού, αποφεύγουμε το σημείο
τομής, αλλά ψυχικής- μην κοπούμε﮲
παίζουμε με τις ώρες, ξεγλιστράμε στο χώρο. […]
Εδώ το νόημα διαφεύγει σε ένα λόγο ασυνεχή ή, αλλού, σε θραύσματα λεπτομερειών που χάνουν την αιχμή τους μέσα σε μια γεμάτη διάκενα αποτύπωση. Ενώ σε αρκετά σημεία η ποιήτρια φαίνεται να διαθέτει την διαυγή όραση των πραγμάτων, σε άλλα θολώνει αυτή την όραση σε μισοσβησμένα προφίλ στιγμών, φευγαλέες κατατομές ονείρων, χωρίς την περιρρέουσα συνάφεια των υλικών που θα έκανε ευκρινείς τις συνάψεις. Αυτή η παλινδρόμηση συνεχίζεται σε αρκετά ποιήματα της συλλογής. Μετά το απερίφραστο «Μαξιλάρι» ακολουθεί η «Αιώνια μάχη» με τη σελήνη του ύπνου, υποθέτω. Ενώ αρχίζει με μια εικόνα που με σχετική ασφάλεια μπορείς να αποκωδικοποιήσεις και που ενισχύει με έρρυθμο ολιγόστιχο ανάπαιστο:
Ασφαλές προσωπείο
αλειμμένο στην πέτρα.
Μια αγέλη αστέρια και
στη μέση το φως σου.
Λέαινα τρως κομμάτια σκοτάδι […]
συνεχίζει με κλειστές, μη λειτουργικές λεπτομέρειες (π.χ.: «Ξεδιπλώνεις γεράνια / για τη νίκη της πέψης») που εγκλείουν τον αναγνώστη σε αμφίβολα και μη προσβάσιμα σύμβολα και ερμητικούς συνειρμούς. Έτσι αυτές οι σκοτεινές αναλογίες στην ελλειπτικότητά τους, που εκπορεύονται από προσωπικές εννοιολογήσεις, παραμένουν διαφεύγουσες για τον αναγνώστη. Ενώ η εκκίνησή της είναι συχνά το συγκεκριμένο, πράγμα που το δείχνουν και οι τίτλοι πολλές φορές των κειμένων («Μια κουταλιά», «Άγριο κυκλάμινο», «Στην πόλη», «Το δαχτυλίδι»), το στιγμιότυπο εξαχνώνεται σε ένα συγκεχυμένο χωροχρόνο, σαν να λαμβάνει χώρα σε ένα γριφώδες όνειρο.
«Χορεύουν»
μόνα
παίζει μουσική
η αράχνη
νυχτικό πεπρωμένο
σκισμένο χορτάρι
και χαλίκια με μέλι
Δυο πόδια τρέμουν
τέμνουν
θέλουν να τρέξουν
σπάνε και πέφτουν
Βουτάνε
σε φλόγα σκουριάς
στο χώμα – στο χώμα!
Αυτό βέβαια δε συμβαίνει στον ίδιο βαθμό σε όλα τα ποιήματα, κάποια εκ των οποίων επιτρέπουν μέσα στο απατηλό τους περίγραμμα την «ορατότητα» (π.χ. «Κατοικία»). Ο αναγνώστης όμως συχνά χάνεται σε ένα λόγο φλουταρισμένο που δεν συναιρεί, αλλά συγχέει τα πρόσωπα, τα αισθήματα και τα πράγματα.
Σε αυτή την πρώτη συλλογή διαβλέπω δυνατότητες και εύστοχες στιγμές που, για να γονιμοποιήσουν τη συνέχεια, η ποιήτρια, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ξεσκαρτάρει τα υλικά που δημιουργούν μια νεφελώδη αχλύ και να ενισχύσει τη συνεκτικότητα των συστατικών. Γιατί πάνω από όλα ένα ποιητικό κείμενο είναι κατάστρωση ενός σχεδίου, μια στρατηγική δομή των υλικών. Αυτά τα υλικά, αν είναι παράταιρα, χάσκουν και εξαρθρώνουν τον άξονα που είναι η βασική σύλληψη, η οποία οφείλει μέσα στην όποια περιέλιξή της να μη ξεχάσει την αφετηρία της και να γυρίσει σε αυτήν.
~ . ~
Ανισότητα διέκρινα και στη δεύτερη συλλογή, της Σοφίας Περδίκη, σε μεγαλύτερη έκταση αυτή τη φορά, καθώς εδώ επιδιώκεται με περισσότερη εξωστρέφεια και περιφραστικότητα να οριστεί ένας ποιητικός χώρος ακόμα ρευστός και ετερογενής στις επιρροές του. Κι εδώ διακρίνω μια αμφιρρέπεια ανάμεσα στην οικονομία εύστοχων συλλήψεων που περαιώνονται με συνέπεια και στην άμετρη συσσώρευση στίχων που μπουκώνουν το ποίημα.
Π.χ. στο «Όπως μας θέλουν» ο αναγνώστης παρακολουθεί την εκτύλιξη ενός συλλογισμού που κατατείνει, με καλές στάσεις, σε ένα καίριο τέλος.
Μας θέλουν να είμαστε πάντα
απαλές και λευκότατες.
Να περιμένουμε μονίμως
σε μια κατάσταση άσηπτης
τρυφερότητας
τα χείλη μας να στάζουν
λόγια μελωμένα […]
Μα θέλουνε να είμαστε πάντοτε
αβρές κι ευλαβικές
σε υπολειτουργία
ολοστρόγγυλες
να μην κόβουν τα μαχαίρια μας
τα σώματά μας
να μην έχουνε πληγές
τα λόγια μας να μην πληγώνουνε ποτές.
Να ματώνουμε περιοδικά μονάχες.
Σε πολλά άλλα, το αποτέλεσμα υπονομεύεται από το συγκεχυμένο ή φλύαρο σκηνικό, όπως στα δύο ακόλουθα:
«Σπείρες»
Σπείρες απλώνουν στη νύχτα
τις ψευδείς αισθήσεις του βάθους
ξεδιπλώνοντας στο κενό
φλούδες που μάζεψε το όνειρο.
Τύλιγαν το σώμα με λωρίδες
είχαν άρωμα εσπεριδοειδούς
σε λίκνο ποτισμένο μέχρι τον τελευταίο
του ξύλου λίκνο, τον πιο μικρό
του χρόνου το απειροελάχιστο σημείο.
Ή στο «Δαχτυλίδια καπνού»
Σε βλέπω μέσα από τα δαχτυλίδια του καπνού.
Είσαι ημιτελής με δέρμα πρόπλασμα
και μαλλιά σύννεφα βορείων χωρών.
Συμπαγείς και καθορισμένες οι εκτάσεις των χεριών σου
ανοιγοκλείνουνε αυλαίες
παρουσιάζουν τα δάση του χειμώνα σε τρεις πράξεις
με φινάλε το δράμα όλων των εποχών
που κουμπώνεται στο άσπρο γιλέκο σταυρωτά
με δέκα σκουριασμένα κουμπιά η παρτιτούρα. […]
Εδώ ο αναγνώστης χάνεται στον μακροπερίοδο λόγο και τη θαμπή απροσδιοριστία των επιμέρους εικόνων. Ό,τι απομένει είναι λόγια που πνίγουν κάποια καλά ποιήματα που υπάρχουν στη συλλογή. Κυρίως αυτά που επιδιώκουν την πυκνότητα με τον μετρημένο στίχο και πραγματεύονται την κοινωνική ταυτότητα του θήλεος. Η ποιήτρια μοιάζει να παλεύει να βρει το ύφος της ανάμεσα σε λυρικές αμφισημίες, πεζολογικά παραδοξολογήματα, αυτοματοποιημένες ποιητικές φόρμουλες, υπερρεαλιστικές επιβιώσεις, υφολογικές ταλαντεύσεις. Όλα τα παραπάνω παράγουν μια ανώριμη πρώτη συλλογή που δεν έχει χωνέψει τα ετερογενή της υλικά, ούτε έχει τιθασεύει την επιθυμία της να δημιουργήσει ένα πυκνό δίκτυο συμβόλων που πριν φτάσουν στη όραση διαθλώνται μέσα στην μη κατασταλαγμένη γλώσσα καταλήγοντας έτσι όχι στη βαθύτητα αλλά στην αδιαφάνεια.
Και οι δυο αυτές πρώτες δουλειές συνομιλούν με τα πάθη του εγώ, του έρωτα, της ύπαρξης. Ενώ πραγματώνουν σε ορισμένες τους στιγμές την πρόθεσή τους, παλεύοντας να προσεγγίσουν το υπόρρητο δεύτερο επίπεδο του νοήματος χάνονται σε υπόγειες διαδρομές λέξεων (κυρίως η δεύτερη συλλογή), σαν μια διήθηση στον κόσμο ενός ονείρου που παραμορφώνει τα περιγράμματα. Η σοφή ισορροπία είναι το ζητούμενο όλων όσοι γράφουμε, γι’ αυτό και είναι γόνιμο μετά την πρώτη έφοδο στην ατελεύτητη αυτή δοκιμή του λόγου να αξιοποιήσει ο δημιουργός τα μέχρι τώρα κέρδη και να αναλογιστεί όσα τον ρίχνουν στα ξέβαθα της ποιητικής γλώσσας.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
*