*
Ποιος τάχα θα προσφάιζε τραγιά στη Βαρυμπόμπη,
αντί πουτίγκες ζουμερές στου Κέημπριτζ το λόμπυ;
Μονάχα ένας φιλέλληνας, ο ποιητής ο Βύρων,
πού ’χει του Μάρτη τη θωριά, την ευωδιά των μύρων.
Ο ποιητής ο Βύρωνας από την Αγγλετέρα,
ράχες, ρουμάνια πιλαλά την αυγινήν ημέρα.
Το γιόμα ελαχτάριζε να πίνει ολίγο τσάι,
σ’ ένα λιθάρι τσέστερφιλντ, τη σπάθα του ακουμπάει.
Έπλεκαν τα μαλλάκια του, χρυσοκλωνιάς καρούλια,
να τα φθονούν τα παγανά, να τα ματιάζει η πούλια.
Κάθε γουλίτσα πού ’πινε, εστέναζε «oh, nice!
στίλβωσε, μπάτλερ, τ’ άρματα πριχού πορίσει ο Μάης…»
Τον ποιητή φιλέλληνα από την Εσπερία,
με κάθε έτερο φιλί η Φιλική Εταιρεία,
μέλωνε το κορμάκι του σ’ ένα βαρύ μαράζι
κι έγερνε η φέρμελη στη γη και το χρυσό τσαπράζι.
Δασά δασά οι καστανιές, λιανό τ’ ανεμοβρόχι,
χαρά σ’ εκείνον που έσπειρε σ’ ένα λιακό μετόχι.
Λαχτάραγε η καρδούλα του τη μολυβένια Όσσα,
βάραγε ντέφι η φυλλωσιά με μπακιρένια γρόσα.
Κι ένα πουλί γλυκολαλεί κι ένα πουλάκι λέει,
ξυπνάτε, ορέ κλεφτόπουλα, κάθε σκλαβί του μπέη!
Ανάθεμα τη σπάθα σας, ορέ παλιοζαγάρια,
με μπλάβα ντύσανε τις νιές τ’ αγαρηνά χατζάρια!
ΠΑΓΩΝΑ ΞΕΝΑΚΗ
*