Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
5. Οι αποδόσεις του Δημήτρη Κοσμόπουλου
Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes. Για ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς εδώ.
Η πιο πρόσφατη νεοελληνική απόδοση ύμνων του Ρωμανού έγινε από τον Δημήτρη Κοσμόπουλο, μόλις έναν χρόνο πριν. Και οι πέντε ύμνοι που έχει μεταφράσει ως σήμερα ανήκουν όλοι στον χριστολογικό εορταστικό κύκλο, σε επεισόδια δηλαδή της Καινής Διαθήκης που αφορούν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ανθολογούμε δυο από αυτούς (από τον ύμνο στην Υπαπαντή και στην άρνηση του Πέτρου) καθώς εμβαθύνουν τη γνωριμία και οικείωσή μας με το θεματικό εύρος της ποίησης του Ρωμανού. Η δημιουργία του πρώτου κοντακίου πιθανότατα σχετίζεται με την εισαγωγή του εορτασμού της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου για πρώτη φορά το 542 στην Κωνσταντινούπολη, με το ξέσπασμα της επιδημίας πανώλους· ένας δε εκ των εκδοτών του, ο Κ. Τρυπάνης, τον θεωρεί ως έναν εκ των τριών ωραιότερων του Ρωμανού. Ο ύμνος στην άρνηση του Πέτρου, όπως έχει πειστικά προτείνει ένας μελετητής του ρωμανικού έργου, αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη της ποικίλης και ευρείας γνώσης και πληροφόρησης του Ρωμανού επί των γραπτών πηγών, όχι μόνο της συριακής και της ελληνικής παράδοσης μα και της εβραϊκής. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε στον 10ο οίκο ότι ο Πέτρος «ἤδη δακρύει» για πρώτη φορά (μην αντέχοντας την ταπείνωση που υφίστατο ο Ιησούς), πριν την άρνησή του και το λάλημα του ορνιθιού, μια πληροφορία εξωβιβλική, συναντώμενη μόνον στο ιουδαιοχριστιανικό Ευαγγέλιο των Ναζαρηνών.
~.~
ΥΜΝΟΣ ΚΖ´
( «κοντάκιον εἰς τὴν ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου» XIV – 4 )
[…]
Προοίμιον III
Ἐσὺ ποὺ ἄγιασες μὲ τὴν γέννησή σου τὴν μήτρα τὴν παρθενικὴ
ὁ ποὺ τὰ ροζιασμένα εὐλόγησες χέρια τοῦ Συμεὼν
ὅπως ὁρίζανε οἱ Γραφὲς
μᾶς πρόφτασες τὴν ἔσχατη ὥρα καὶ μᾶς ἔσωσες,
Χριστέ, μόνε Θεέ μας.
Μὰ τῶν πολέμων σπάσε τὸν τυφώνα μὲ τὴν δική σου εἰρήνη
τὸ φῶς τῆς χάρης της τοὺς βασιλεῖς μας ἂς τυλίγει
δύναμη τῆς δικῆς σου ἀγάπης,
μόνε τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων φίλε.
Οἶκος 1.
Ὅσοι ἡ καρδιά τους τὸ διψᾶ, ἂς τρέξουμε στὴ Θεοτόκο
νὰ δοῦμε τὸ γιό της
στὸν γερο-Συμεὼν νὰ ὁδηγεῖται.
Ἐκεῖνον σὰν θωροῦσαν οἱ ἄγγελοι οἱ οὐράνιοι
ἄναυδοι στὸ μυστήριο τραγουδοῦσαν:
«Τώρα μᾶς φανερώνονται θαυμάσια καὶ παράδοξα
ὁ νοῦς δὲν τὰ χωρᾶ, γλιστροῦν ἀπὸ τὴ γλώσσα.
Ὁ βλαστουργὸς τοῦ Ἀδὰμ βρέφος, μωρὸ βαστιέται.
Ἀχώρητος μὰ πῶς χωρεῖ σὲ γέροντος ἀγκάλες.
Στοὺς δίχως ὅρια κόλπους ὑπάρχει τοῦ πατρός του
κι ὅμως ἀπ᾽ τῆς ἀγάπης του τὸ εἶναι
λαβαίνει σάρκα -τὴ δική μας- θεληματικὰ
γίνεται τέλειος ἄνθρωπος ὄντας τέλειος Θεός,
μοναδικός, παντοτεινός, φίλος τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων».
Οἶκος 2.
Ὅταν τοῦτα τὰ ψάλλανε πλήθη τῶν ἀσωμάτων,
τοῦ Κυρίου ἀόρατοι προσκυνητὲς
καὶ μακαρίζαν τοὺς ἀνθρώπους,
γιατὶ ὁ λικνιζόμενος στὶς πτέρυγες τῶν χερουβεὶμ
φυτεύτηκε μὲς στὴν γενιά τους.
Ἐπειδὴ φάνηκε σὰν ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς
ἐκεῖνος, ὁ ἀπρόσιτος γιὰ τοὺς ἀγγέλους.
Γιατὶ στὸ χέρι του κρατᾶ τὰ σύμπαντα
καὶ τὰ σκεπάζει ὁ κτίστης
ὁ φυτουργὸς βρεφῶν στὰ σπλάγχνα των μανάδων
καὶ τώρα ἀπ᾽ τὴν ἀγάπη του ἔγινε ὁ ἴδιος βρέφος
μ᾽ ἀκέρια τὴν θεότητα, ἀχώριστος αἰωνίως
ἀπ᾽ τὸν πατέρα κι ἀπ᾽ τὸ Πνεῦμα, ὁ συνάναρχός τους
μοναδικός, παντοτεινός, φίλος τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 3.
Τέτοιους ὕμνους ὑφαίνανε τοῦ φιλανθρώπου οἱ ἀγγέλοι
καὶ πορευότανε τὸ σπλάγχνο της στὴν ἀγκαλιὰ κρατώντας ἡ Μαρία.
Καὶ συλλογίζονταν πῶς τῆς χαρίστηκε νὰ γίνει μάνα
καὶ πῶς παρθένος στὸ μυστήριο ἔμεινε.
Ἀφοῦ ἔνοιωσε τὴν γέννα της πάνω ἀπ᾽ τὴν φύση
πλημμύριζε μὲ δέος καὶ φρικιοῦσε.
Μέσα στὸν ἅγιο λογισμὸ ψέλλιζε φθόγγους τέτοιους:
«Πῶς νὰ σὲ πῶ, μὲ ποιὸ ὄνομα γιέ μου;
Πῶς νὰ σὲ λέω ἄνθρωπο, τὸν πάνω ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους
ἐσένα, ποὺ ἀμόλυντη τὴν παρθενία μοῦ φύλαξες
μοναδικέ, παντοτεινέ, φίλε τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 4.
Πῶς νὰ σὲ πῶ; Τέλειο ἄνθρωπο; Δὲ φτάνει. Ἀφοῦ γνωρίζω
τὴ θεϊκή σου σύλληψη. Γιατί κανεὶς ποτὲ ἀπὸ τοὺς θνητοὺς
δίχως τὸ σπέρμα τοῦ ἀνδρὸς σὲ σμίξιμο κορμιῶν δὲν συνελήφθῃ
καθὼς ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος. Κι ἂν πάλι σὲ φωνάξω Θεό,
θαυμάζω, ἀφοῦ σὲ βλέπω
σ᾽ ὅλα, ἴδιον μὲ μένα ―
δὲν ἔχεις τίποτε ξεχωριστὸ ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα,
μ’ ὅλον ποὺ γεννήθηκες καὶ συνελήφθης
χωρὶς τῆς ἁμαρτίας τὸ σαράκι.
Τὸ γάλα μου, νὰ σὲ θηλάσω, ὡς μάνα
ἢ μήπως νὰ προσπέσω στὰ πόδια σου δοξολογώντας;
Τὰ πράγματα ἄχρονο σὲ σαλπίζουν
κι ἂς φόρεσες τὴ σάρκα τὴ δική μας
μοναδικέ, παντοτεινέ, ἀγαπημένε τῶν ἀνθρώπων».
Οἶκος 5.
Ἔτσι, ἀγκαλοφορούμενος, ὁ Κύριος μπῆκε στὸν ναὸ
μαζὶ μὲ τὰ δῶρα γιὰ τὸ ὁλοκαύτωμα,
ὅπως τὸ διηγεῖται ἡ Γραφή.
Τὸν Κύριο νήπιο, δέχτηκε στὰ χέρια του
ἀπ᾽ τῆς μητρὸς τὸν κόρφο ὁ καλότυχος Συμεών.
Χαρὰ καὶ τρόμος μέσα του φυσοῦσαν.
Ὄντας ἀνεβασμένη ἡ ψυχή του στὰ ἔνδον μάτια
ἔβλεπε ἀγγέλων κι ἀρχαγγέλων τάγματα
νὰ παραστέκουνε μὲ δέος δοξολογώντας
ἐκεῖνον. Τὸν Χριστό.
Κι ὅλος ὁ νοῦς του πύρινη κραύγαζε ἱκεσία:
«Ἐλέησέ με, φύλαξέ με
φλόγα τῆς θεότητας ἀπόκαυμα μὴ μὲ ἀφήσεις,
μόνε, παντοτεινέ, ἀγαπημένε τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 6.
Δυνάμεως ὕδατα κατρακυλοῦν στὶς φλέβες
τοῦ γέρικου κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τῆς κουρασμένης
γιατὶ ἔδωσες νὰ δοῦν τὰ μάτια μου τὸν γιό σου
Χριστὸ καὶ σωτηρία γιὰ μᾶς, Θεὲ καὶ Κύριε.
Χριστέ μου! Ἐσύ ᾽σαι ἡ ὑπερτέλεια εἰκόνα
τῆς ἀκατάληπτης ὑπάρξεως τοῦ πατέρα
ἥλιος, ἀστέρι τοῦ φωτὸς ἀπρόσιτο,
σφραγίδα τῆς θεότητας ἀπαράλλαχτη,
φῶς αὐγινὸ καὶ ἄστραμμα
τῆς φωτόδοξης φύσεως τοῦ Πατρός σου
ὀλόλαμπο ὅταν πλημμυρίζει ἀλήθεια διάφανη
τῶν σκότεινων ἀνθρώπων τίς ψυχές,
ὁ ὑπάρχων πρὶν νὰ γεννηθοῦν τῶν αἰώνων τὰ ποτάμια
δημιουργὸς τοῦ χρόνου καὶ τῶν πάντων.
Σὲ ὀνομάζω φῶς ποὺ ἀκτινοβολεῖς ἀπὸ μακρυὰ
φῶς τοῦ Πατρός σου ἀθόλωτο καὶ δίχως ὅρια
κι ἔξω ἀπ᾽ τοῦ νοῦ μας τὶς πλεκτάνες,
ἄνθρωπος μ᾽ ὅλο πού ᾽γινες,
γιατί ᾽σαι ὁ μόνος καὶ παντοτεινὸς
ἀγαπημένος τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 7.
Ἀγαθέ, καὶ φιλάνθρωπε, ἐσὺ
τοῦ ἀδικοσκοτωμένου Ἄβελ, τὸν παλαιὸ καιρό,
δέχτηκες μὲ τὴν ἀγάπη σου τὶς προσφορές,
καθὼς κι ἀπ᾽ ὅλους τοὺς δικαίους.
Ἄραγ᾽ ἐσύ, σὲ ποιὸν προσφέρεις
θυσία κι ὁλοκαυτώματα
Πανάγιε;
Γνωρίζω, ἄλλος ἀπὸ ἐσένα πιὸ ψηλὰ
δὲν εἶναι καὶ μήτε θὰ ὑπάρξει,
Κύριε, ποὺ τοῦ λογισμοῦ τὸ πέταγμα
γκρεμίζεται καὶ δὲ σ᾽ ἀγγίζει.
Συνάναρχος καὶ ὁμοούσιος μ᾽ ἐκεῖνον εἶσαι.
Μὰ γιὰ νὰ φανερώσεις πὼς ἀληθινὰ
τὸ φύραμα τῆς σάρκας μας ἐν ταπεινώσει ἐπῆρες
τηρώντας τὸν δικό σου νόμο, προσφέρεις τὴν θυσία
μόνε, παντοτεινέ, ἀγαπημένε τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 8.
Μεγάλε καὶ τρισένδοξε καὶ γεννημένε,
πέρα ἀπὸ κάθε λόγο, μυστικά, ἀπὸ τὸν Πατέρα,
πανάγιε τῆς Μαρίας γιέ.
Ἕναν σὲ ἔχω καὶ σὲ ὀνομάζω
ἀληθινὰ ὁρατὸ κι ἀόρατο,
χωρητὸ κι ἀχώρητο.
Φυσικὸ πρὸ τῶν αἰώνων γιὸ Θεοῦ
σὲ νοιώθω, σὲ πιστεύω.
Ὅμως σὲ ὀνοματίζω, πάνω ἀπὸ τὴν φύση,
καὶ τῆς παρθένου γιό.
Γιὰ τοῦτο κι ἀποτόλμησα
νὰ σ᾽ ἔχω ἐντός μου λαμπερὸ λυχνάρι.
Ὅποιος λυχνάρι σὲ κρατᾶ, δὲν καίγεται
φωτίζεται, φωτίζει.
Ἔλα καὶ λάμψε μέσα μου, λύχνε ἀμάραντε,
μόνε, παντοτεινέ, ἀγαπημένε τῶν ἀνθρώπων».
Οἶκος 9.
Ἄκουγε σιωπηλή, θαυμάζοντας
στεκάμενη στὸ πλάϊ τοῦ πρεσβύτη
ἡ ἄσπιλη παρθένος. Γύρισε καὶ τῆς εἶπε
ὁ γέροντας:
«Ὅλοι οἱ προφῆτες τὸν γιό σου κήρυξαν,
τὸν γεννημένο δίχως ἀντρικὴ σπορά.
Ἀλλὰ γιὰ σένα ἀκόμη ὁ προφήτης ἔκραξε
φανέρωσε πὼς εἶσαι θαῦμα,
ὅτι εἶσαι ἡ πύλη ἡ σφραγισμένη, Θεοτόκε.
Γιατί μέσα ἀπὸ σένα, εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθε
ὁ κύριος τῆς ζωῆς καὶ ὁ δεσπότης.
Μήτε ἔσπασε μήτε ἐσάλεψε
τῆς ἁγνείας σου ἡ πύλη,
κείνη ποὺ μόνος πέρασε
καὶ τὴν ἐφύλαξε ἄφθορη,
μόνος, παντοτεινός, ὁ ἀγαπημένος τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 10.
Τώρα θὰ στὰ γνωρίσω ὅλα
καὶ τὴ θεία βουλὴ θὰ ἑρμηνεύσω
σ᾽ ἐσένα, Μαριάμ,
κατακάθαρη καὶ παναγία.
Γιατί ὁ γιός σου θὰ γενεῖ
αὐτὸς ὁποὺ γιὰ ἐλόγου του
πολλοὶ θὰ πέφτουνε στὰ τάρταρα
κι ἄλλοι θὰ ἀνασταίνονται,
αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος
ζωὴ κι ἀνάσταση τῶν πάντων.
Ὅμως δὲν φανερώθηκε
γιὰ νὰ πέφτουν ἄλλοι
καὶ ἄλλοι νὰ σηκώνονται.
Ἀφοῦ εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία σαρκωμένη
δὲ χαίρονται τῶν οἰκτιρμῶν τὰ θεῖα σπλάγχνα του
μὲ τῶν ἀνθρώπων τὴν καταβαράθρωση,
μήτε ἦρθε ἀφορμὴ νὰ γίνει
ὥστε νὰ γκρεμιστοῦνε ὅσοι στέκονται.
Ἐκείνους ποὺ ἔπεσαν, περισσότερο,
ἔφτασε μὲ ἀγάπη νὰ σηκώσει,
ἦρθε γιὰ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὸν θάνατο
τὸ ἀγαπημένο του τὸ πλάσμα,
ὁ μόνος καὶ παντοτεινός,
ἀγαπημένος τῶν ἀνθρώπων.
[…]
Οἶκος 12.
Τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ ἐντολοδόχος
σοῦ προλέγω τὸ θαῦμα τὸ τελούμενο ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς
μέγα σημεῖο ἀντιλεγόμενο, σκανδάλου ἀφορμὴ
γιὰ ὅσους ἔχασαν τὴν πίστη τους.
Τὸ ἀντιλεγόμενο σημεῖο θὰ εἶναι πάντοτε ὁ σταυρός,
ποὺ γιὰ τὸν γιό σου τὸν Χριστὸ οἱ ἄνομοι θὰ στήσουν.
Τὸν σταυρωμένο ἐκεῖνο ἄλλοι θὰ κηρύξουνε Θεὸ
κι ἄλλοι πάλι ἄνθρωπο,
πλάθοντας δοξασίες ἀσέβειας κι εὐσέβειας.
Σὲ κάποιους θὰ δοθεῖ νὰ ἐννοήσουν τὸ οὐράνιο σῶμα του
ἄλλοι -οἱ πολλοί- θὰ τὸ νομίσουνε φανταστικό.
Κι ἄλλοι πάλι θὰ κρώζουνε πὼς ἀπὸ σένανε κυρὰ
σάρκα χωρὶς ψυχὴ ὅτι πῆρε,
[κι] ἄλλοι πὼς ἔλαβε σάρκα ἔμψυχη,
ὁ μόνος καὶ παντοτεινός, ἀγαπημένος τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 13.
Τόσο πολὺ θ᾽ ἀρνοῦνται τὸ μυστήριο, τόσο θὰ φρυάζουν
ποὺ καὶ στὸν κατακάθαρο δικό σου νοῦ
σύννεφο λογισμῶν ἀμφιβολίας θὰ πέσει.
Κι ὅταν θὰ δεῖς τὸν γιό σου κρεμασμένο, ἀθῶο ἀρνί, στὸν σταυρό,
πάναγνη,
θυμούμενη τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος,
καὶ τὴν θεία σύλληψη
καὶ τὰ ἄρρητα θαύματα καὶ μυστικά ―
καὶ παρευθὺς θὰ σὲ σκεπάσει ἀβεβαιότητα.
Ὅπως ρομφαία θὰ σχίσει τὴν καρδιά σου
ἡ εἰκόνα τοῦ σεπτοῦ του πάθους.
Ὅμως μετὰ ἀπὸ ὅλα τοῦτα,
θὰ στείλει γρήγορη γιατρειά, παραμυθία
νὰ ἐπουλώσει τὴν καρδιά σου
καὶ εἰρήνη, τὴν δική του, τὴν ἀγέραστη
ὁ μόνος καὶ παντοτεινός, ἀγαπημένος τῶν ἀνθρώπων».
Οἶκος 14.
Ἔτσι σὰν μίλησε στὴν Θεοτόκο τὴν ἀψεγάδιαστη
ὁ δίκαιος γέρος,
γύρισε καὶ μὲ λαγαρὴ φωνὴ λάλησε στὸ παιδί [της]:
«Τώρα τὸν δοῦλο σου ἐλευθερώνεις, μέσα στὴν δική σου εἰρήνη,
γιατί ἦρθες καὶ σὲ εἶδα, Kύριε.
Ὁδήγησέ μέ, ἄσε με νὰ φύγω στὴν ἀτέρμονη ζωὴ
ζωὴ ἀληθινή μας κι ἄφατη
ἀφοῦ μᾶς τὸ ὑποσχέθηκες, πρὶν κατεβεῖς στὸν κόσμο.
Λοιπόν, κράτα το λόγο σου σ᾽ ἐμένα, λόγε.
Στεῖλε με στοῦ Ἀβραὰμ τοὺς κόλπους,
στοὺς κόλπους τῶν πατριαρχῶν,
πανάγιε,
κι ἀπὸ τὰ ρέοντα καὶ φθαρτά, ταχὺ ἀπόλυσέ με,
μόνε, παντοτεινὲ κι ἀγαπημένε τῶν ἀνθρώπων.
Οἶκος 15.
Γιατί ᾽ναι -ναί, εἶναι!- πλήρη στεναγμῶν κι ἀσήκωτων βασάνων
τὰ τωρινά, τὰ πρόσκαιρα, ἀπὸ τὴν γέννησή τους πεθαμένα.
Γι᾽ αὐτὸ ὅλους τοὺς δίκαιους σήκωσες ἀπὸ δῶθε
μέσα στὴν ἅγια σου ζωή.
Ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας, φρόντισες ἐσύ, νὰ μὴν γευτοῦνε θάνατο,
Κύριε ― καὶ κατὰ τὸ θέλημά σου θαυμαστὰ ἀπὸ τὸν κόσμο φῦγαν
ὀλόκορμοι νὰ κατοικοῦν σὲ χώρα φωτεινὴ κι ἀστέναχτη.
Ξερρίζωσέ με, Δημιουργέ, ἀπὸ τὸν ψεύτη κόσμο
καὶ δέξου με καὶ λάβε τὴν ψυχή μου,
ἀρίθμησέ με μὲς στὰ νέφη τῶν ἁγίων σου,
μόνε, παντοτεινὲ κι ἀγαπημένε τῶν ἀνθρώπων.
[…]
Οἶκος 17.
Τῶν δυνάμεων ὁ βασιλεύς, δέχτηκε στὴν ἀγάπη του
τὴ δέηση τοῦ δικαίου,
κι ἀοράτα καὶ μυστικά, ὅπως Θεὸς μόνο γνωρίζει
ἀπάντησε:
«Σ᾽ ελευθερώνω, φίλε τρισαγαπημένε, τώρα ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα
γιὰ τῆς αἰωνιότητας τοὺς κήπους.
Σὲ στέλνω στὸν Μωυσῆ καὶ στοὺς λοιποὺς προφῆτες.
Μὰ νὰ τοὺς πεῖς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα
ὅτι, αὐτὸς ποὺ προφητέψαν, νά ᾽μαι, ἦρθα στὸν κόσμο
γεννημένος ἐκ παρθένου, κατὰ τὰ κηρύγματά τους.
Ἀποκαλύφθηκα στὸν κόσμο, συναναστράφηκα ἀνθρώπους,
κατὰ τὰ κηρύγματά τους.
Καὶ ἔρχομαι ταχύ, ὅταν ὅλους τοὺς ἐλευθερώσω,
χύνοντας τὸ αἷμα μου,
ὁ μόνος καὶ παντοτεινός, ἀγαπημένος τῶν ἀνθρώπων».
Δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό χάρτης (Φεβρουάριος 2020).
~.~
ΥΜΝΟΣ ΚΖ´
( «κοντάκιον εἰς τὴν ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου» XIV – 4 )
Μηνὶ φεβρουαρίῳ β΄, κοντάκιον εἰς τὴν ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου, ἦχος α΄,
φέρον ἀκροστιχίδα·
τ ο ῦ τ ο Ῥ ω μ α ν ο ῦ τ ὸ ἔ π ο ς
προς· Τὸ φοβερόν σου.
[…]
Προοίμιον III
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου
καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας, ὡς ἔπρεπε,
προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἡμᾶς, Χριστὲ ὁ Θεός·
ἀλλ’ εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα
καὶ κραταίωσον βασιλέας οὓς ἠγάπησας,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(1) Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν οἱ βουλόμενοι
κατιδεῖν τὸν υἱὸν αὐτῆς πρὸς Συμεὼν ἀπαγόμενον·
ὅνπερ οὐρανόθεν οἱ ἀσώματοι βλέποντες
ἐξεπλήττοντο λέγοντες·
«Θαυμαστὰ θεωροῦμεν νυνὶ καὶ παράδοξα, ἀκατάληπτα, ἄφραστα·
ὁ τὸν Ἀδὰμ γὰρ δημιουργήσας βαστάζεται ὡς βρέφος·
ὁ ἀχώρητος χωρεῖται ἐν ἀγκάλαις τοῦ πρεσβύτου·
ὁ ἐπὶ τῶν κόλπων τῶν ἀπεριγράπτων ὑπάρχων τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
ἑκὼν περιγράφεται σαρκί, οὐ θεότητι,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(2) Ὅτε δὲ ταῦτα ἐφθέγξαντο, ἀοράτως μὲν
προσεκύνουν τὸν Κύριον, ἀνθρώπους δὲ ἐμακάριζον
ὅτι ὁ ἐπ’ ὤμων Χερουβὶμ ἐποχούμενος
σὺν αὐτοῖς πολιτεύεται·
ὅτι τοῖς γηγενέσιν ἐφάνη εὐπρόσιτος ὁ ἀγγέλοις ἀπρόσιτος·
ὅτι ὁ φέρων καὶ περιέπων τὰ σύμπαντα ὡς κτίστης,
ὁ τὰ βρέφη διαπλάττων ἐν κοιλίαις τῶν μητέρων
γέγονεν ἀτρέπτως βρέφος ἐκ παρθένου, καὶ ἔμεινεν ἀχώριστος
πατρὸς καὶ τοῦ πνεύματος ὁ τούτων συνάναρχος,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(3) Ὕμνουν ἐν τούτοις οἱ ἄγγελοι τὸν φιλάνθρωπον,
Μαριὰμ δὲ ἐβάδιζεν ἀγκάλαις τοῦτον βαστάζουσα,
καὶ διενοεῖτο πῶς καὶ μήτηρ ἐγένετο
καὶ παρθένος διέμεινεν.
Ὑπὲρ φύσιν γινώσκουσα εἶναι τὴν γέννησιν, ἐφοβεῖτο καὶ ἔφριττε·
καθ’ ἑαυτὴν δὲ λογιζομένη, ἐφθέγγετο τοιαῦτα·
«Ποίαν εὕρω, ὑϊέ μου, ἐπὶ σοὶ προσηγορίαν;
Ἐὰν γάρ, ὡς βλέπω, ἄνθρωπόν σε εἴπω, ὑπάρχεις ὑπὲρ ἄνθρωπον,
ὁ τὴν παρθενίαν μου φυλάξας ἀκήρατον,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(4) Τέλειον ἄνθρωπον εἴπω σε; Ἀλλ’ ἐπίσταμαι
θεϊκήν σου τὴν σύλληψιν· οὐδεὶς ἀνθρώπων γὰρ πώποτε
δίχα συνουσίας καὶ σπορᾶς συλλαμβάνεται
ὥσπερ σύ, ἀναμάρτητε·
κἂν Θεόν σε καλέσω, θαυμάζω ὁρῶσά σε κατὰ πάντα μοι ὅμοιον,
οὐδὲ γὰρ ἔχεις παρηλλαγμένον οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις,
εἰ καὶ δίχα ἁμαρτίας συνελήφθης καὶ ἐτέχθης.
Γαλακτοτροφήσω ἢ δοξολογήσω; Θεὸν γάρ σε τὰ πράγματα
κηρύττουσιν ἄχρονον, κἂν γέγονας ἄνθρωπος,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(5) Οὕτως εἰσήχθη ὁ Κύριος βασταζόμενος
σὺν τοῖς ὁλοκαυτώμασιν ἐν τῷ ναῷ, καθὼς γέγραπται,
ὅνπερ ἐξ ἀγκάλων τῆς μητρὸς ὑπεδέξατο
Συμεὼν ὁ μακάριος·
ἡ χαρὰ καὶ ὁ φόβος συνεῖχε τὸν δίκαιον· τῆς ψυχῆς γὰρ τοῖς ὄμμασι
τῶν ἀρχαγγέλων καὶ τῶν ἀγγέλων τὰ τάγματα ἑώρα
μετὰ φόβου παρεστῶτα καὶ Χριστὸν δοξολογοῦντα.
Καὶ καθικετεύων ἐν τῇ διανοίᾳ ἐβόα· «Σύ με φύλαξον,
καὶ μὴ καταφλέξῃ με τὸ πῦρ τῆς θεότητος,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(6) Ῥώννυμαι νῦν ὁ ταλαίπωρος, ὅτι εἶδόν σου
τὸ σωτήριον, Κύριε. Σὺ χαρακτὴρ ὁ παντέλειος
τῆς ἀκαταλήπτου πατρικῆς ὑποστάσεως,
ὁ φωστὴρ ὁ ἀπρόσιτος,
ἡ σφραγὶς τῆς θεότητος ἡ ἀπαράλλακτος, τὸ τῆς δόξης ἀπαύγασμα
τὸ καταλάμπον τὰς τῶν ἀνθρώπων ψυχὰς ἐν ἀληθείᾳ,
ὁ ὑπάρχων πρὸ αἰώνων καὶ τὰ σύμπαντα ποιήσας·
φῶς γὰρ τηλαυγὲς εἶ, φῶς τὸ τοῦ πατρός σου, ἀσύγχυτον, ἀορίστον
καὶ ἀπερινόητον, κἂν γέγονας ἄνθρωπος,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(7) Ὦ ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε, τὰς τοῦ Ἄβελ σὺ
προσφορὰς προσεδέξω πρὶν καὶ τὰς τῶν ἄλλων δικαίων σου·
τίνι τὴν θυσίαν καὶ τὰ ὁλοκαυτώματα
προσκομίζεις, πανάγιε;
Ὅτι μείζονα ἄλλον οὐκ ἔχεις ἐπίσταμαι, ἀσυλλόγιστε Κύριε·
ὁ γὰρ πατήρ σου τὸ κατ’ οὐσίαν οὐδέν σου ὑπερέχει·
ὁμοούσιος γὰρ τούτου καὶ συνάναρχος ὑπάρχεις·
ἀλλὰ ἵνα δείξῃς ὡς ἐν ἀληθείᾳ ὑπάρχεις ὅπερ γέγονας,
ὡς φύλαξ τοῦ νόμου σου θυσίαν προσήνεγκας,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(8) Μέγας ὑπάρχεις καὶ ἔνδοξος, ὃν ἐγέννησεν
ἀπορρήτως ὁ ὕψιστος, υἱὲ Μαρίας πανάγιε.
Ἕνα γάρ σε λέγω ὁρατὸν καὶ ἀόρατον,
χωρητὸν καὶ ἀχώρητον·
κατὰ φύσιν Θεοῦ ὑϊὸν προαιώνιον καὶ νοῶ καὶ πιστεύω σε·
ὁμολογῶ δὲ καὶ ὑπὲρ φύσιν υἱόν σε τῆς παρθένου.
Διὰ τοῦτο καὶ τολμήσας ὥσπερ λύχνον σε κατέχω·
πᾶς γὰρ ὁ βαστάζων λύχνον ἐν ἀνθρώποις φωτίζεται, οὐ φλέγεται·
διό με καταύγασον, ὁ λύχνος ὁ ἄσβεστος,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(9) Ἀκούουσα ταῦτα παρίστατο καὶ ἐξίστατο
ἡ παρθένος ἡ ἄσπιλος, πρὸς ἣν ὁ γέρων ἐφθέγξατο·
«Πάντες οἱ προφῆται τὸν υἱόν σου ἐκήρυξαν
ὃν ἀσπόρως ἐγέννησας·
περὶ σοῦ δὲ προφήτης πρὸς τούτοις ἐκέκραγε καὶ τὸ θαῦμα κατήγγειλεν
ὅτι ἡ πύλη ἡ κεκλεισμένη ὑπάρχεις, Θεοτόκε·
διὰ σοῦ γὰρ καὶ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθεν ὁ δεσπότης,
καὶ οὐκ ἠνεῴχθη οὐδὲ ἐκινήθη ἡ πύλη τῆς ἁγνείας σου
ἣν μόνος διώδευσε καὶ σώαν ἐφύλαξεν
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(10) Νῦν γνωριῶ σοι καὶ ἅπαντα προφητεύσω σοι,
παναγία, ἀμώμητε· εἰς πτῶσιν γὰρ καὶ ἀνάστασιν
κεῖται ὁ υἱός σου, ἡ ζωὴ καὶ ἡ λύτρωσις
καὶ ἡ πάντων ἀνάστασις·
οὐχ ἵν’ ἄλλοι μὲν πίπτουσιν, ἄλλοι δ’ ἀνίστανται ἐπεφάνη ὁ Κύριος·
οὐδὲ γὰρ χαίρει ὁ πανοικτίρμων τῇ πτώσει τῶν ἀνθρώπων,
οὐ προφάσει τε ἐπέστη τοῦ πεσεῖν τοὺς ἱσταμένους,
ἀλλὰ τοὺς πεσόντας μᾶλλον ἀναστῆσαι σπουδάζων παρεγένετο,
θανάτου λυτρούμενος τὸ πλάσμα τὸ ἴδιον
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
[…]
(12) Ὡς ταῦτα δὲ ἔφησεν, ὁ Πέτρος ἠσύχασε καὶ ὑπὸ ἐκπλήξεως
συσχεθεὶς οὐδὲν προσεῖπεν· ἀλλ’ ἐξαίφνης ὁ σιγήσας καλῶς ἔφη κακῶς,
ἵνα ἀληθεύσῃ ὁ Χριστός, ἡ ἀλήθεια,
καὶ γένηται ψεύστης πᾶς γηγενής.
Τί οὖν ἐροῦμεν, ἀδελφοί; Ὅτι ὁ πλάστης
ἵνα ἀληθεύσῃ, ἀρνεῖται Κηφᾶς;
Μὴ γένοιτο ἱνὰ οὕτως εἴπω περὶ Χριστοῦ,
ἀλλὰ οὕτως νοήσω ὅτι πάντα προβλέπει
καὶ δηλοῖ καὶ προασφαλίζεται τοὺς κράζοντας·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
(13) Τοσοῦτον δὲ τὸ μυστήριον ἀντιλέγεται
ὅτι ἐν διανοίᾳ σου γενήσεται ἀμφισβήτησις.
Καὶ γὰρ ὅταν ἴδῃς τῷ σταυρῷ προσηλούμενον
τὸν υἱόν σου, ἀμώμητε,
μεμνημένη τῶν λόγων ὧν εἶπεν ὁ ἄγγελος καὶ τῆς θείας συλλήψεως
καὶ τῶν θαυμάτων τῶν ἀπορρήτων, ἀμφιβαλεῖς εὐθέως·
ὡς ῥομφαία δέ σοι ἔσται ἡ διάκρισις τοῦ πάθους·
ἀλλὰ μετὰ ταῦτα ἴασιν ταχεῖαν ἐκπέμψει τῇ καρδίᾳ σου
καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἰρήνην ἀήττητον
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(14) Ὅτε δὲ ταῦτα ἐφθέγξατο πρὸς τὴν ἄμεμπτον,
ὁ πρεσβύτης ὁ δίκαιος πρὸς τὸ παιδίον ἐβόησε·
«Νῦν με ἀπολύεις ἐν εἰρήνῃ τὸν δοῦλόν σου,
ὅτι εἶδόν σε, Κύριε·
πρὸς ζωήν με ἀπόλυσον τὴν ἀτελεύτητον, ἡ ζωὴ ἡ ἀνείκαστος,
ἐπειδὴ τοῦτό μοι ἐπηγγείλω πρὶν ἔλθῃς ἐν τῷ κόσμῳ·
τοῦ οὖν λόγου σου τὸν ὅρον διατήρησόν μοι, Λόγε·
πρὸς τὸν Ἀβραάμ με καὶ τοὺς πατριάρχας ἀπόστειλον, πανάγιε,
καὶ τῶν ἐπικήρων με ταχέως ἀπόλυσον,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(15) Ἔστι γάρ, ἔστι πολύστονα καὶ ἐπίμοχθα
τὰ παρόντα ὡς πρόσκαιρα καὶ τέλος πάντως δεχόμενα·
ὅθεν διὰ τοῦτο τοὺς δικαίους σου ἅπαντας
τῶν ἐντεῦθεν μετέστησας·
τὸν Ἐνὼχ καὶ Ἠλίαν θανάτου μὴ γεύσασθαι προμηθούμενος, Κύριε,
ἐκ τῶν ἐνταῦθα μετατεθῆναι εὐδόκησας ἀρρήτως,
ἵνα ὦσιν ἐν χωρίοις φωτεινοῖς καὶ ἀστενάκτοις.
Νῦν οὖν τῶν προσκαίρων χώρισόν με, κτίστα, καὶ τὴν ψυχήν μου πρόσδεξαι,
καὶ συγκαταρίθμησον κἀμὲ τοῖς ἁγίοις σου,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
[…]
(17) Ὁ βασιλεὺς τῶν δυνάμεων προσεδέξατο
τοῦ δικαίου τὴν δέησιν καὶ ἀοράτως ἐφθέγξατο·
«Νῦν σε ἀπολύω τῶν προσκαίρων, ὦ φίλε μου,
πρὸς χωρία αἰώνια·
τῷ Μωσῇ καὶ τοῖς ἄλλοις προφήταις ἐκπέμπω σε· τούτοις πᾶσιν ἐξάγγειλον
ὅτι ὃν εἶπον ἐν προφητείαις, ἰδοὺ παρεγενόμην
καὶ ἐτέχθην ἐκ παρθένου, ὡς προήγγειλαν ἐκεῖνοι·
ὤφθην τοῖς ἐν κόσμῳ καὶ συνανεστράφην ἀνθρώποις, ὡς ἐκήρυξαν·
ταχέως δὲ φθάνω σε λυτρούμενος ἅπαντας,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος».
[…]
~•~
ΥΜΝΟΣ XXXIV – 18
( «κοντάκιον εἰς τὴν ἄρνησιν Πέτρου» )
Προοίμιο Ι
Ἔχοντας λησμονήσει τ᾽ ἄγρια κύματα
ἀλλοιωμένος ἀπὸ τῆς παιδίσκης κόρης τὴν κουβέντα
ἔλεγε ὁ Πέτρος: «Χριστέ, Θεέ μου,
στὴν δίνη βυθισμένος τῶν φοβερῶν κυμάτων λιγοψύχησα
κι ὅταν μὲ ρώτησε ἡ κόρη κατρακύλισα στὴν ἄρνηση.
Ὅμως δακρύζοντας σοῦ τὸ φωνάζω:
«Ἔλα Τρισάγιε, σῶζε τοὺς πιστούς σου».
Προοίμιο ΙΙ
Βυθὸς βαθύτερος ἔγινε στὴν στεριὰ ἡ παιδίσκη κόρη.
Ἀλλὰ στὸ τέλος βρῆκα ἐσένα τὸ ἀπάνεμο
τὸ σίγουρο λιμάνι, τὴν καταφυγή μου.
Κύριε, τὰ δάκρυά μου στάζουνε φωτιὰ γιὰ σένα
κι εἶναι γι᾽ αὐτὸ ποὺ σοῦ κραυγάζω:
«Κόπιασε, ἔλα Τρισάγιε καὶ σῶζε τοὺς πιστούς σου».
[…]
Οἶκος 3.
Σεῖς ποὺ ἀγαπᾶτε τὸν Χριστὸ κι ἀκοῦτε γιὰ τὸν Πέτρο
τ᾽ αὐτιά σας γείρετε σὲ μένα, ἀκούσατέ με
καὶ μάθετε τ᾽ ἀμάραντα τοῦ Εὐαγγελίου τὰ λόγια
καὶ μὲς στὸν νοῦ φυτέψτε τα, λόγια τῆς σωτηρίας.
Γιατὶ ὁ Ματθαῖος ὁ ἀπόστολος στὸ Εὐαγγέλιο γράφει
ὅτι μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε ὁ Χριστὸς:
«Τέκνα μου, φίλοι μαθητές, ἐσεῖς τὴν νύχτα ἐτούτη
θὰ μ᾽ ἀρνηθεῖτε ἅπαντες, μακρυὰ θὰ σκορπιστεῖτε».
Κι ὡς ὅλοι μείνανε ἄναυδοι, βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ Πέτρος:
Μὰ κι ὅλοι νὰ σ᾽ ἀφήσουνε, ποτέ μου δὲν σ᾽ ἀρνιέμαι.
Μαζί σου θά ᾽μαι πάντοτε, κι ἅμα χρειαστεῖ πεθαίνω,
κράζοντας, «Τρέξε, Ἰησοῦ Χριστέ, καὶ σῶσε τὰ παιδιά σου».
Οἶκος 4.
«Διδάσκαλέ μου τί μᾶς λές», βόγγηξε ὁ Πέτρος δυνατά,
«ἐγὼ νὰ σὲ ἀπαρνηθῶ, μόνο σου νὰ σ᾽ ἀφήσω,
τὴν κλήση σου τὴν ἅγια καὶ τὴν τιμὴ νὰ λησμονήσω;
Σὰν νά ᾽ταν τώρα μοῦ ᾽ρχεται, πὼς μοῦ ἔπλυνες τὰ πόδια,
πῶς λὲς σὲ μένανε, “μ᾽ ἀρνιέσαι” λυτρωτή μου;
Κι ἀκόμα συλλογιέμαι, ὦ Σωτῆρα, πῶς κρατώντας
τὴν λεκάνη γεμάτη νερὸ ξοπίσω μου ἦρθες,
ἐσύ, μ᾽ ὅλη τὴν γῆ στὸ χέρι σου, τὸν οὐρανὸ βαστώντας.
Τὰ χέρια ὁποὺ μὲ πλάσανε μοῦ πλύνανε τὰ πόδια,
καὶ μοῦ φωνάζεις ὅτι ἐγὼ σ᾽ ἀρνιέμαι καὶ δὲν λέω:
“Σπεῦσε καὶ σῶσε τὸν πιστὸ λαό σου, Πανάγιε;”
Οἶκος 5.
Κι ἀκόμη ὦ Ἀναμάρτητε κι Ἀτέλεστη Τελειότης,
τοῦ Δείπνου σου, τὸ στόμα μου, δροσίζει ἡ οὐράνια γεύση,
πῶς γίνεται νὰ ἀρνηθῶ τὴν ἅγια δωρεά σου;
Ἀλλοίμονο ἂν γινόμουνα, ὁ μύστης σου προδότης,
χίλιες φορὲς ὁ θάνατος παρὰ νὰ ζήσω ἔτσι.
Ἂν σβήσει καὶ λησμονηθεῖ μέσα μου τὸ μυστήριο,
᾽κεῖνο ποὺ εἶδα καὶ γεύτηκα καὶ πάλι ξαναβλέπω,
καλλίτερα νὰ κατεβῶ στὸν Ἅδη ζωντανός.
Ἂς παραλύσει ἡ γλώσσα μου, μέσα στὸν λάρυγγά μου,
ψεύτης ἀνίσως καὶ σοῦ βγῶ ἢ πάψω νὰ κραυγάζω:
“Κόπιασε γρήγορα καὶ σῶσε τὰ παιδιά σου, τῶν Ἁγίων Ἅγιε”».
Οἶκος 6.
Στοῦ Πέτρου τοῦτες τίς φωνές, ἀπάντησε ὁ Πλάστης:
«Ὢ φίλε Πέτρο, τί μοῦ λὲς “δὲν θὰ σὲ ἀρνηθῶ”;
Μακρυά μου δὲν θὰ φύγεις; Μήτε κι ἀθετεῖς;
Κι ἐγὼ τὸ ἴδιο θέλω. Μὰ εἶναι ἄστατη ἡ πίστη σου,
στοὺς πειρασμοὺς ἀντίσταση δὲν ἔχεις στὴν καρδιά σου.
Καὶ γιὰ θυμήσου, λίγο ἀκόμα καὶ θὰ καταποντιζόσουν
ἐγὼ δὲν σοῦ ἅπλωσα τὸ χέρι γιὰ νὰ κρατηθεῖς;
Στὴν θάλασσα ἄρχισες νὰ περπατᾶς ὅπως κι ἐγὼ
κι εὐθὺς σείστηκε τὸ κορμί σου, κι ἄρχισες
γρήγορα νὰ βουλιάζεις.
Λοιπὸν σὲ πρόφτασα ὅπως ἔκραζες καὶ ἔλεγες:
“Τρέξε καὶ σῶσε τὰ παιδιά σου, τῶν Ἁγίων Ἅγιε”.
Οἶκος 7.
Τώρα σ᾽ τὸ ξαναλέγω, ὅτι πρὶν νὰ λαλήσει ὁ πετεινός,
γιὰ μένα τρεῖς φορὲς θὰ πεῖς ψέμμα, πὼς δὲν μὲ ξέρεις
μὲ βυθισμένο νοῦ σὲ τρικυμία, ὅπως στῆς θάλασσας τὰ κύματα
ἐμένα τρεῖς φορὲς θ᾽ ἀπαρνηθεῖς.
Τότε ὅμως μ᾽ ἐφώναξες, μὰ τώρα ἔχοντας κλάψει
δὲν θὰ μὲ βρεῖς, τὸ χέρι νὰ σοῦ δώσω ὅπως καὶ τότε.
Γιατὶ μ᾽ αὐτὸ τὸ χέρι κρατώντας τὸ καλάμι ξεκίνησα νὰ γράφω
συγχώρεση γιὰ ὅλους ποὺ κρατοῦν ἀπ᾽ τοῦ Ἀδὰμ τὴν ρίζα.
Καὶ τὸ κορμί μου μπρός σου ποὺ τὸ βλέπεις, γίνεται χαρτί μου
μαῦρο μελάνι τὸ αἷμα μου, ἐκεῖ βουτάω κι ὑπογράφω
χαρίζοντας δωρεὰ ἀπαρόμοιαστη κι αἰώνια,
σ᾽ ὅσους τὸ κράζουν δυνατὰ καὶ μοῦ τὸ λένε:
“Τρέξε καὶ σῶσε τὰ παιδιά σου, τῶν Ἁγίων Ἅγιε”».
[…]
Οἶκος 9.
Κι ὁ Πέτρος εἶταν πρόθυμος φίλος Χριστοῦ ξεχωριστός,
κι ὁ Πλάστης πάντοτε ἕτοιμος τὸν Πέτρο νὰ συνδράμει
γιατὶ καλὰ τὴν ξέρει τῶν ἀνθρώπων τὴν σαθρὴ τὴν φύση
τὰ ἀπανωτὰ γλιστρήματα καὶ τῆς ψυχῆς μας τὶς παγίδες.
Τέτοια ἀφοῦ εἶπε κι ἄκουσε, λοιπόν, ὁ Κύριός μας
μονάχος του κι ἑκούσια τράβηξε πρὸς τὸ Πάθος
κι οἱ ἄνομοι τὸν ἔπιασαν κατὰ τὴν βούλησή του,
κι ὁ Ἰούδας τὸν ἐπούλησε ὅπως καλὰ γνωρίζει.
Τὸν κουβαλοῦνε στὴν αὐλὴ τότε τοῦ Καϊάφα.
Κι ὁ Πέτρος ἀκολούθησε τὸ τέλος γιὰ νὰ μάθει,
καὶ βλέποντας διπλώθηκε ἀπὸ τρόμο κι ἡ κραυγή του:
«Τρέξε, σῶσε μας, Τρισάγιε, τὴν ὀρφανή σου ποίμνη».
Οἶκος 10.
Ὅλος στὴν ἀναστάτωση ὁ Ἀπόστολος μπλέκεται μὲ τὸν ὄχλο
καὶ μπαίνει μέσα γρήγορα. Μὰ στὴν αὐλὴ ὅταν μπῆκε
ἐκεῖ βλέπει τ᾽ ἀνείδωτα: τὴν Φλόγα νά ᾽χουν δέσει
καὶ τὸ χορτάρι σ᾽ ἕδρανο τὴν Φλόγα νὰ δικάζει,
βλέπει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μπρὸς στὸν Ἀρχιερέα.
Πῶς νὰ βαστάξει τὸ ἄδικο; Δάκρυα τὸν πλημμυρίσαν
κρούει τὸ στῆθος, στὴν καρδιά, τοῦτα τὰ λόγια λέει:
«Εἶσαι δεμένος, ὢ Χριστέ, καρτερικὰ ὑπομένεις
φτύνουν τὴν Ἅγια Ὄψη σου, Αὐτὴν ὅπου τὴν τρέμουν
ὅταν τὴν δοῦν τὰ Σεραφείμ, κρύβουν τὰ πρόσωπά τους
καὶ φρίττουνε τρεμάμενα καὶ κράζουνε καὶ λένε:
“Τρέξε καὶ σῶσε τὰ παιδιά σου, τῶν Ἁγίων Ἅγιε”.
Οἶκος 11.
Ραπίζεσαι Διδάσκαλε, κι ἀκόμα ζῶ καὶ βλέπω;
Σὲ βρίζουνε, Φιλάνθρωπε, Χριστέ μου καὶ Θεέ μου,
κι ἡ γῆ στέκει καὶ τοὺς κοιτᾶ, δὲν σχίζεται νὰ καταπιεῖ
τοὺς ἄνομους καὶ τοὺς φριχτούς, σκληροὺς βασανιστές σου;
Σ᾽ ἐμπαίζουνε κι ὁ οὐρανὸς θωρεῖ καὶ δὲν διπλώνει,
νὰ φύγει τὸ στερέωμα, νὰ πέσει τὸ σκοτάδι;
Καὶ δὲν ἀγανακτοῦνε πιά, οἱ δυνάμεις οἱ ἐπουράνιες;
Δὲν πνίγεται ἀπὸ τὴν ὀργὴ τῶν Ἀρχαγγέλων στρατηγός,
ὁ Μιχαήλ, νὰ ρίξει πῦρ στοὺς φοβεροὺς φονηάδες;
Κι ἂν ὅλα τὰ ἐπουράνια φρίττουνε στὴν σιγαλιά τους,
κλονίζομαι καὶ δέρνομαι, θρηνῶ καὶ σοῦ ἀνακράζω:
Τρέξε, σῶσε μας, Τρισάγιε, τὴν ὀρφανή σου ποίμνη».
Οἶκος 12.
Καὶ τοῦτα σὰν ἐλάλησε ἡσύχασε ὁ Πέτρος
κι ἀπ᾽ τὴν κατάπληξη ἄναυδος δὲν εἶπε τίποτε ἄλλο.
Μὰ ἐνῶ σωστὰ ἐσίγησε, ξάφνου κακῶς ἐμίλησε
γιὰ ν᾽ ἀληθεύσει ὁ Χριστός, ἡ μόνη Αὐτοαλήθεια,
καὶ ψεῦτες ὅλοι νὰ φανοῦν τὴν γῆν οἱ κατοικοῦντες.
Καὶ τί νὰ ποῦμε γίνεται, ἀδέρφια στοῦ Χριστοῦ τὴν χάρη;
Τάχα, γιὰ νὰ ἀληθεύσει ὁ Πλάστης μας, ὁ Κηφᾶς τὸν ἀρνιέται;
Μὴ γένοιτο τοῦτο νὰ πῶ, γιὰ τὸν Κύριό μας τὸν Χριστό.
Ἀλλ᾽ ἔτσι τὸ κατανοῶ: Πῶς ὅλα τὰ προβλέπει
τὰ κάνει φανερὰ καὶ τοὺς κατασφαλίζει,
ὅσους ἀπ᾽ τὴν καρδιά τους κράζουνε κι ἀναφωνοῦν:
«Τρέξε, σῶσε μας, Τρισάγιε, τὴν ὀρφανή σου ποίμνη».
Οἶκος 13.
Λίγο ὁ Πέτρος ἡσύχασε καθὼς καὶ πρὶν τὸ εἴπαμε
Λιγάκι ἔπαψε σ᾽ αὐτὸν ἡ τρικυμία τῆς στεναχώριας
μὲς στὴν αὐλὴ καθότανε περίσκεπτος καὶ πικραμένος.
Μιὰ κόρη, μιὰ παιδίσκη μὲ τὰ μάτια της τὸν ἔτρωγε
κι ὅλο γυρόφερνε τοῦ Ἰησοῦ τὸν μαθητή.
Κι ἀφοῦ τὸν ἐξεψάχνισε ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω
ὅταν πιὰ τὸν κατάλαβε τὸν ἐρωτάει φωναχτά:
«Κι ἐσὺ στὰ σίγουρα εἴσουνα κάποτε μὲ τὸν Γαλιλαῖο».
Κι ὁ Πέτρος ἀποκρίθηκε: «Δὲν ξέρω τί ᾽ναι αὐτὰ ποὺ λές».
Πέτρο, γιατί σὲ φόβισε τὸ ἄγουρο κοράσιο
κι ἐσὺ δὲν τὸ ἐφώναξες μ᾽ ὅλη τὴν δύναμή σου:
«Τρέξε καὶ σῶσε τὰ παιδιά σου, τῶν Ἁγίων Ἅγιε».
[…]
Οἶκος 15.
Τοῦ φάνηκε τοῦ δίκαιου, πὼς τὸ κοράσιο τό ᾽βαλαν οἱ μέσα στὴν αὐλή,
καὶ τὴν αὐλὴ τὴν παρατᾶ καὶ φεύγοντας στὴν πύλη της σκοντάφτει
κι ἐκεῖ σωριάζεται.
Κι ὡς οἱ γραφὲς τὸ μαρτυροῦν ἄλλη παιδίσκη ὑπηρέτρια ἦρθε κοντά του
καὶ τοῦτα εἶπε σ᾽ ὅσους πυρωνόνταν στὴν φωτιὰ πού ᾽χαν ἀνάψει:
πὼς δηλαδὴ: «Καὶ τοῦτος ὁ ἄντρας εἴτανε μὲ τὸν Ναζωραῖο
τὴν κάθε μέρα, ἂς μὴν μᾶς ξεγελᾶ, εἶναι φῶς-φανάρι».
Τρόμαξε μὲ τὴν φασαρία ὁ Κηφᾶς, θορυβημένος ἀποκρίθηκε:
«Μήτε καὶ ξέρω γιὰ ποιὸν μοῦ μιλᾶτε κι οὔτε τὸν γνωρίζω.
Τοῦτο τὸν ἄνθρωπο σᾶς λέω δὲν τὸν γνωρίζω ποὺ τὸν καλοῦνε οἱ κράζοντες:
«Τρέξε καὶ σῶσε τὰ παιδιά σου, τῶν Ἁγίων Ἅγιε».
Οἶκος 16.
Πέτρο, τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν δὲν τὸν γνωρίζεις, ὅπως ἀποκρίθηκες;
Δὲν τὸν γνωρίζεις τὸν ἄνθρωπο ἐτοῦτον;
Μὴν ἄλλο γυρεύεις νὰ πεῖς, ὅτι ἄνθρωπος ἁπλὸς δὲν εἶναι τοῦτος
ἀλλὰ πὼς εἶναι Θεάνθρωπος;
Μήπως, λοιπόν, καὶ νοιάστηκες ἀνόμους νὰ διδάξεις
ὅτι Θεὸς εἶναι ὁ Ἐρχόμενος ποὺ πάει νὰ σταυρωθεῖ;
Γιατί κι ἂν βάσανα στὸ κορμί του ὑπόφερε Ἐκεῖνος ποὺ τὴν σάρκα μας ἐφόρεσε,
ὁ Ἄσαρκος σάρκα ἔλαβε ἀπὸ τὴν Μητρόθεο τὴν Παρθένο Μαριάμ,
ἀλλ᾽ εἶναι ὅμως καὶ Θεός, ― πεθαίνοντας ἡ σάρκα του, ποτέ του δὲν πεθαίνει.
Σὰν ἄνθρωπος ποὺ φαίνεται κρατούμενος, μὰ σὰν Θεὸς δὲν φαίνεται
Ἐρχόμενος σέ ᾽κείνους μοναχά, ὅταν μὲ πίστη τοῦ φωνάζουν:
«Τρέξε, σῶσε μας, Τρισάγιε, τὴν ὀρφανή σου ποίμνη».
[…]
Οἶκος 18.
Σὰν ἄκουσε ὁ Πέτρος τ᾽ ὀρνίθι νὰ λαλεῖ, ἀμέσως ἔβγαλε κραυγὴ
μὲ θρήνους καὶ μὲ δάκρυα: «Ἀλλοίμονο καὶ τρισαλλοίμονο ποῦ νὰ κρυφτῶ;
ποῦ νὰ σταθῶ; Καὶ ποῦ νὰ ξεκαμπίσω;
Καὶ τί μπορῶ νὰ πῶ; Καὶ μὲ ποιὰ λόγια; Τί ν᾽ ἀφήσω, ἄραγε; Τί νὰ κρατήσω;
Καὶ τί νὰ πράξω; Τί θὰ πάθω; Τί ᾽ναι νὰ τραβήξω;
Ποιὰ νὰ θρηνήσω μου πληγή, τὴν πρώτη ἢ τὴν δευτέρα;
Τριπλὸ πικρὸ τὸ βάσανο, ἔπεσε ἀπάνω μου σὰν κεραυνός.
Τρεῖς σαϊτιὲς φαρμακερὲς κατάφερε ὁ πονηρός,
σὲ μένανε τὸν ἀφελῆ κι ὀλιγόπιστο.
Κρυφὰ καὶ δολερὰ μὲ χτύπησε, σὰ φανερὰ ἔγειρα κι ἔπεσα.
Ὁ νοῦς μου ποὺ πετάριζε, ἄρριζος καὶ μετέωρος
κι ὁ ἀνόητος δὲν ἔκραξα μὲ ὅλη τὴν φωνή μου:
«Τρέξε, σῶσε μας, Τρισάγιε, τὴν ὀρφανή σου ποίμνη».
[…]
Οἶκος 20.
Λυγίζει ὁ Εὔσπλαγχνος Χριστὸς στὰ δάκρυα τοῦ Πέτρου
καὶ στέλνει τὴν συγχώρεση καὶ τὴν δική του Χάρη.
Γιατὶ ἀπάνω στὸν Σταυρό του καρφωμένος μὲ τὸν Ληστὴ μιλᾶ
ἀλλὰ ὑπονοεῖ τὸν Μαθητή του Πέτρο:
«Ἀγαπημένε φίλε μου Ληστή, ἔλα κοντά μου σήμερα,
γιατὶ ὁ Πέτρος μ᾽ ἐγκατέλειψε.
Ὅμως γιά ᾽κεῖνον καὶ γιὰ σένα μὰ καὶ γιὰ ὅλους ὅσους τὸ ζητᾶνε
ἀνοίγω σπλάγχνα οἰκτιρμῶν Φιλάνθρωπος γιατί ᾽μαι.
Δακρύζοντας μοῦ λές, Ληστή, τὸ “μνήσθητί μου”,
κι ὁ Πέτρος τρέχει κλαίγοντας, φωνάζει “μὴ μ᾽ἀφήσεις”.
Γιὰ τοῦτο λέω σ᾽ ἐκεῖνον καὶ σ᾽ ἐσὲ καὶ σ᾽ ὅλους ὅσους κράζουν
“Τρέξε, σῶσε μας, Τρισάγιε, τὴν ὀρφανή σου ποίμνη”.
[…]
Δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό poeticanet (11 Σεπτεμβρίου 2020).
~•~
ΥΜΝΟΣ XXXIV – 18
( «κοντάκιον εἰς τὴν ἄρνησιν Πέτρου» )
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ πέμπτῃ, κοντάκιον α΄· κοντάκιον εἰς τὴν ἄρνησιν
Πέτρου, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
τ ο ῦ τ α π ι ν ο ῦ Ῥ ω μ α ν ο ῦ α ἶ ν ο ς
ἦχος πλάγιος δ΄.
Προοίμιον I
Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς ὁ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θεὶς ὑπὲρ τῶν προβάτων,
σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
Προοίμιον II
Τῶν φοβερῶν κυμάτων ἐπιλησθεὶς καὶ τῷ ῥητῷ τῆς κόρης ἀλλοιωθείς,
ὁ Πέτρος ἔλεγε· «Χριστὲ ὁ Θεός,
τῇ ζάλῃ βυθιζόμενος ἀξίως ἐδειλίασα
καὶ λόγῳ ἐρωτώμενος ἀρνήσει ὑποπέπτωκα,
ἀλλὰ δακρύων βοῶ σοι·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.»
[…]
(3) Ὑμεῖς οὖν, φιλόχριστοι, τοῦ Πέτρου ἀκούσαντες τὰ ὦτά μοι κλίνατε
καὶ τοῖς τοῦ εὐαγγελίου ὑπακούσατε ῥητοῖς καὶ αὐτοῖς δότε τὸν νοῦν.
Φησὶ γὰρ Ματθαῖος ἐν τῇ βίβλῳ <ἣν> ἔγραψε·
Μετὰ τὸ δειπνῆσαι εἶπε Χριστός·
«Τέκνα μου, φίλοι μαθηταί, τῇ νυκτὶ ταύτῃ
ἀρνεῖσθέ με πάντες καὶ φεύγετέ με.»
Καὶ πάντων ὁμαδὸν ἐκπλαγέντων, Πέτρος βοᾷ·
«Εἰ καὶ πάντες ἀρνοῦνται, ἀλλ’ ἐγὼ οὐκ ἀρνοῦμαι·
μετὰ σοῦ ἔσομαι καὶ θνήξομαι καὶ κράξω σοι·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
(4) Τί λέγεις, διδάσκαλε; ὁ Πέτρος ἐβόησεν. Ἐγώ σε ἀρνήσωμαι;
Ἐγὼ λίπω σε καὶ φύγω; Καὶ οὐ μνήσκομαι τῆς κλήσεώς σου καὶ τῆς τιμῆς;
Ἀκμὴν ἐνθυμοῦμαι πῶς τοὺς πόδας μου ἔνιψας,
καὶ λέγεις• ‘Ἀρνεῖσαί με’, λυτρωτά;
Ἔτι λογίζομαι, σωτήρ, πῶς τὸν νιπτῆρα
βαστάζων προσῆλθες τοῖς ἴχνεσί μου,
ὁ φέρων τὴν ξηρὰν καὶ βαστάζων τὸν οὐρανόν·
ταῖς χερσὶν αἷς ἐπλάσθην νῦν τοὺς πόδας ἐπλύθην,
καὶ βοᾶς ὅτι σκανδαλίζομαι καὶ οὐ κράζω <σοι>·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου;
(5) Ἀκμήν, ἀναμάρτητε, ἀκμήν, ἀτελεύτητε, τὸν νόστον τοῦ δείπνου σου
ἐν τῷ στόματί μου ἔχω, καὶ πῶς δύναμαι ἀρνήσασθαί σου τὴν δωρεάν;
Εἰ γένωμαι, οἴμοι, ὡς προδότης ὁ μύστης σου,
καλὸν τὸ θανεῖν με ἢ γὰρ τὸ ζῆν·
εἴπερ λανθάνω ἀκριβῶς τοῦ μυστηρίου
οὗ οἶδα καὶ εἶδον καὶ πάλιν ὁρῶ,
συμφέρει μοι τὰ νῦν πρὸς τὸν ᾅδην ζῶντα δραμεῖν·
κολληθήτω ἡ γλῶσσα ἄρτι τῷ λάρυγγί μου,
ἐάν σε ψεύσωμαι ἢ παύσωμαι τοῦ κράζειν σοι·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.»
(6) Πρὸς ταῦτα τὰ ῥήματα ὁ πλάσας τὸν ἄνθρωπον τῷ Πέτρῳ ἀντέφησε·
«Τί μοι λέγεις, φίλε Πέτρε; Οὐκ ἀρνεῖσαί με; Οὐ φεύγεις ἐμέ; Οὐκ ἀθετεῖς;
Κἀγὼ τοῦτο θέλω, ἀλλ’ ἡ πίστις σου ἄστατος
καὶ οὐκ ἀντιβαίνεις τοῖς πειρασμοῖς·
μέμνησαι πῶς παρὰ μικρὸν κατεποντίσθης,
εἰ μὴ τὴν παλάμην ἐπέδωκά σοι
Ἐπέζευσας μὲν γὰρ ἐν θαλάσσῃ ὥσπερ κἀγώ,
ἀλλ’ εὐθέως ἐσείσθης καὶ ταχέως ἐλήφθης·
καὶ λοιπὸν ἔφθασά σε κράζοντα καὶ λέγοντα·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμην σου.
(7) Ἰδοὺ καὶ νῦν λέγω σοι ὅτι, πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι, τρὶς ψεύσῃ με
†καὶ ὡς κύματα θαλάσσης περικλύζων καὶ βυθίζων τὸν νοῦν,† τρὶς ἀπαρνῇ·
καὶ τότε μὲν κράξας, νῦν δὲ κλαύσας, εὑρήσεις με
οὐ χεῖρά σοι δόντα ὥσπερ τὸ πρίν·
ταύτῃ γὰρ κάλαμον λαβών, ἄρχομαι γράφειν
συγχώρησιν πᾶσι τοῖς ἐκ τοῦ Ἀδάμ·
ἡ σάρξ μου, ἣν ὁρᾷς, ὥσπερ χάρτης γίνεταί μοι,
καὶ τὸ αἷμά μου μέλαν ὅθεν βάπτω καὶ γράφω,
δωρεὰν νέμων ἀδιάδοχον τοῖς κράζουσι·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
[…]
(9) Ὁ Πέτρος μὲν πρόθυμος ὡς φίλος ἐπίσημος, ὁ πλάστης δὲ ἕτοιμος
βοηθῆσαι πάλιν Πέτρῳ, ὡς εἰδὼς αὐτοῦ τὸ ὀλισθηρὸν καὶ τὸ σαθρόν.
Τοιαῦτα οὖν λέξας καὶ ἀκούσας ὁ Κύριος
ἀπήγετο θέλων πρὸς τὸ παθεῖν
ὑπὸ ἀνόμων κρατηθείς, ὡς ἠβουλήθη,
καὶ ὑπὸ Ἰούδα, ὡς οἶδεν, πραθείς·
καὶ ἤχθη εἰς τὴν τοῦ Καϊάφα τότε αὐλήν·
ἠκολούθει δὲ Πέτρος ἵνα ἴδῃ τὸ τέλος,
καὶ ἰδὼν ἔπτηξεν, ἐτρόμασεν, ἐκραύγασεν·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
(10) Ὑπὸ διαθέσεως πολλῆς ὁ ἀπόστολος τῷ ὄχλῳ προσπλέκεται
καὶ εἰσέρχεται σπουδαίως· καὶ γενόμενος ἐντὸς τῆς αὐλῆς, βλέπει ἐκεῖ
τὸ πῦρ δεδεμένον καὶ τὸν χόρτον καθήμενον,
Χριστὸν παρεστῶτα τῷ ἱερεῖ·
καὶ μὴ βαστάσας τὸ κακόν, ἤδη δακρύει
καὶ τύπτει τὸ στῆθος καὶ λέγει σιγῇ·
«Δεδέσμευσαι, Χριστέ, καὶ ἀνέχει καὶ καρτερεῖς,
καὶ ἐμπτύει τὴν ὄψιν δι’ ἣν κρύπτει τὰς ὄψεις
Σεραφὶμ φρίττοντα καὶ τρέμοντα καὶ κράζοντα·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
(11) Ῥαπίζει, διδάσκαλε, καὶ ζῶ καὶ προσέχω σοι; Ὑβρίζει, φιλάνθρωπε,
καὶ ὁρᾷ ἡ γῆ καὶ στέγει καὶ οὐ σχίζεται τοῦ καταπιεῖν τοὺς ἀπειθεῖς;
Ἐμπαίζει καὶ βλέπει οὐρανὸς καὶ οὐκ εἱλίσσεται,
καὶ οὐκ ἀγανακτοῦσιν οἱ ἐν αὐτῷ;
Καὶ οὐ θυμοῦται Μιχαὴλ σοῦ ῥαπισθέντος,
καὶ καίει καὶ φλέγει τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς;
Καὶ στέγει Γαβριὴλ καὶ οὐ φλέγει τοὺς τολμηρούς;
Εἰ καὶ πᾶσαι δυνάμεις αἱ τῶν ἄνω σιγῶσιν,
ἀλλ’ ἐγὼ πλήττομαι καὶ φύρομαι καὶ κράζω σοι·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.»
(12) Ὡς ταῦτα δὲ ἔφησεν, ὁ Πέτρος ἠσύχασε καὶ ὑπὸ ἐκπλήξεως
συσχεθεὶς οὐδὲν προσεῖπεν· ἀλλ’ ἐξαίφνης ὁ σιγήσας καλῶς ἔφη κακῶς,
ἵνα ἀληθεύσῃ ὁ Χριστός, ἡ ἀλήθεια,
καὶ γένηται ψεύστης πᾶς γηγενής.
Τί οὖν ἐροῦμεν, ἀδελφοί; Ὅτι ὁ πλάστης
ἵνα ἀληθεύσῃ, ἀρνεῖται Κηφᾶς;
Μὴ γένοιτο ἱνὰ οὕτως εἴπω περὶ Χριστοῦ,
ἀλλὰ οὕτως νοήσω ὅτι πάντα προβλέπει
καὶ δηλοῖ καὶ προασφαλίζεται τοὺς κράζοντας·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
(13) Μικρὸν οὖν ἡσύχασεν ὁ Πέτρος, ὡς πρόειπον· ὀλίγον ἐπαύσατο
ἀπὸ τῆς ἀδημονίας καὶ ἐκάθητο ἐντὸς τῆς αὐλῆς σύννους, στυγνός.
Παιδίσκη δὲ μία τοῦτον περιεβλέπετο
καὶ περιεκύκλου τὸν μαθητήν·
ἄνω καὶ κάτω ἀκριβῶς κατανοοῦσα
καὶ καταλαβοῦσα, βοᾷ πρὸς αὐτόν·
«Καὶ σύ ποτε σὺν τῷ Γαλιλαίῳ ἦσθα σαφῶς.»
Ἀπεκρίθη δὲ Πέτρος· «Οὐ γινώσκω ἃ λέγεις,
ἀγνοῶ τοῦτον ὃν κηρύττουσιν οἱ κράζοντες·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.»
[…]
(15) Νομίζων ὁ δίκαιος ὅτι τὸ κοράσιον τοῖς ἔσω προσβέβληται,
τὴν αὐλὴν καταλιμπάνει καὶ προσκόψας τῷ πυλῶνι αὐτῆς πίπτει κἀκεῖ.
Παιδίσκη γὰρ ἄλλη προσελθοῦσα, ὡς γέγραπται,
τοῖς θερμαινομένοις οὕτω φησίν;
ὅτι «καὶ οὗτος ὁ ἀνὴρ τῷ Ναζωραίῳ
συνῆν καθ’ ἑκάστην, καὶ δῆλός ἐστι.»
Πρὸς ταῦτα δὲ Κηφᾶς ἀπεκρίθη θορυβηθείς·
«Οὐ γινώσκω τὸν ἄνδρα, οὐκ ἐπίσταμαι τοῦτον·
ἀγνοῶ ἄνθρωπον ὃν λέγουσιν οἱ κράζοντες·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.»
(16) Οὐκ οἶδας τὸν ἄνθρωπον, ὦ Πέτρε, ὡς ἔφησας; Οὐκ οἶδας τὸν ἄνθρωπον;
Μή τι τοῦτο θέλεις λέγειν ὅτι ἄνθρωπον οὐκ οἶδας ψιλόν, ἀλλὰ θεόν;
Μὴ ἄρα διδάξαι τοὺς ἀνόμους ἐσπούδασας
ὅτι Θεὸς πέλει ὁ σταυρωθείς;
Εἰ γὰρ καὶ ἔπαθεν σαρκὶ σάρκα ὁ φέρων,
ἐκ τῆς ἀμιάντου ἀσπόρως τεχθείς,
ἀλλ’ οὖν ἐστὶ Θεὸς καὶ οὐ θνῄσκει θνῄσκων σαρκί·
ὡς ὁρᾶται, κρατεῖται· ὡς δὲ μὴ θεωρεῖται,
οὐδενὶ πρόσκειται εἰ μή τι δ’ ἂν τοῖς κράζουσι·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου.
[…]
(18) Ἀκούσας τοῦ ὄρνιθος ὁ Πέτρος φωνήσαντος, εὐθέως ἐκραύγασε
κωκυτὸν μετὰ δακρύων· «Οἴμοι, οἴμοι, ποῦ ἀπέλθω; ποῦ στῶ; ποῦ δὲ φανῶ;
τί λέξω; τί φράσω; τί ἀφήσω; τί λήψομαι;
τί πράξω; τί πάθω; τί ὑποστῶ;
ποίαν θρηνήσω μου πληγήν; πρώτην; δευτέραν
Τριπλῆ γὰρ ὀδύνη ἐπῆλθεν ἐμοί·
τρισσῶς ὁ δολερὸς ἔβαλέ με τὸν ἀφελῆ·
ἀφανῶς ἐτοξεύθην, φανερῶς κατεβλήθην·
ποῦ τὸν νοῦν τοῦτον μετεώρισα καὶ οὐκ ἔκραξα·
Σπεῦσον, σῶσον, ἅγιε, τὴν ποίμνην σου;
[…]