Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Β΄: Ρωμανός ο Μελωδός | 2. Οι αποδόσεις του Π. Α. Σινόπουλου (3/3)

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~ 

ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

2. Οι αποδόσεις του Π. Α. Σινόπουλου (3/3) 

Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes.
Για ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς εδώ. Για το πρώτο μέρος των αποδόσεων Σινόπουλου βλ. εδώ. Για το δεύτερο βλ. εδώ.

~.~

Αυτός ο ύμνος, ο μόνος από όλους τους μεταφρασμένους ύμνους που αφορά ένα παλαιοδιαθηκικό πρόσωπο, τον προφήτη Ηλία, είναι ξεχωριστός τόσο για το λογοτεχνικό πρότυπο που ακολουθεί ο Ρωμανός μα, κι εξαιτίας αυτού, και για τον ιδιαίτερο τρόπο παρουσίασης του θέματός του. Η όλη δομή του ύμνου βασίζεται σε μια οιονεί αντιστροφή ρόλων: ο Ηλίας, ένας άνθρωπος, προφήτης, παρουσιάζεται σχεδόν ως ζηλωτής κι εκδικητικός παλαιοδιαθηκικός Θεός κι ο ίδιος ο Θεός έχει τα χαρακτηριστικά του σπλαχνικού Θεού πατέρα της Καινής Διαθήκης. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε τον Θεό να μετέρχεται πρακτικές για να παγιδεύσει τον άνθρωπο-προφήτη (στην ευσπλαχνία) που θυμίζουν αρχαιοελληνικούς ανθρωπομορφισμούς˙ φτάνει μάλιστα κάποια στιγμή ο Θεός Δημιουργός να πει στο πλάσμα του: «σε σένα μεσιτεύω». Το χιούμορ κι η ειρωνεία που εκλύει η ρωμανική ανάπτυξη του ύμνου, ακολουθώντας κατά τα άλλα τον καμβά της βιβλικής αφήγησης, επ’ ουδενί δεν θίγει τη φύση των ιερών προσώπων (του Θεού και του Ηλία), αλλ’ αντιθέτως επικυρώνει τη θεολογική αλήθεια του σπλαχνικού και συγχωρητικού Θεού που θέλει ο Ρωμανός να προβάλλει (αλλά και την πιστότητά του έναντι των υποσχέσεων που δίνει στον προφήτη του). Όλος λες ο ύμνος είναι μια απόπειρα διαρκούς υπενθύμισης, στον ζηλωτισμό των πιστών, του βιβλικού (θεϊκού) λόγου περί της παρουσίας του Θεού στην ευσπλαχνία και το έλεος: ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. Μια τελευταία λέξη για το πρότυπο του Ρωμανού. Το συγκεκριμένο θέμα, όπως έχει ήδη λεχθεί, ανιχνεύεται στη συριακή παράδοση, κι από εκεί πέρασε στην ελληνική διαμέσου του Βασιλείου Σελευκείας, που ούτως ή άλλως αποτέλεσε μία από τις ισχυρότερες επιδράσεις του Ρωμανού. Κι όμως η ποιητική ιδιοφυΐα του Μελωδού είναι αυτή που του έδωσε δραματουργική ζωντάνια, με τον διάλογο των προσώπων αλλά και τον εσωτερικό διάλογο, που διερμηνεύει, εκθέτοντας και περιγράφοντας παραστατικά, τις ψυχικές διαθέσεις των ηρώων. Στο τέλος δε, καταφέρνει να συγκεράσει την αντίθεση και διάσταση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης μέσα από το ενιαίο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων, δηλώνοντας την άρρηκτη ενότητά τους σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία, όπως καταδηλώνει η στάση του σπλαχνικού Θεού, η απόφασή του για την σάρκωσή του αλλά και η συγκριτική συσχέτιση της αποστολής και της αναχώρησης του Χριστού προς αυτής του Ηλία. Ίσως-ίσως όλα αυτά να συναποτέλεσαν και τους λόγους της μεγάλης και ευρείας δημοφιλίας του, όπως μαρτυρούν και τα χειρόγραφα.

~•~

~.~

ΥΜΝΟΣ ΜΖ´
( «κοντάκιον εἰς τὸν προφήτην Ἠλίαν» VII-45 )

Κον­τά­κι­ο στὸν ἅ­γι­ο προ­φή­τη Ἠ­λί­α
μ’ αὐ­τὴ τὴν ἀ­κρο­στι­χί­δα:
ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗΝ ΗΛΙΑΝ Ο ΡΩΜΑΝΟΣ ΑΝΕΥΦΗΜΕΙ
 
Προ­οί­μι­ο
Προ­φή­τη, ποὺ προ­βλέ­πεις
τὶς με­γα­λουρ­γί­ες τοῦ Θε­οῦ μας,
Ἠ­λί­α με­γα­λώ­νυ­με,
ποὺ μὲ προ­στα­γή σου στα­μά­τη­σες
τὰ νε­ρο­στά­λα­χτα νέ­φη,
με­σί­τευ­ε γιὰ ἐ­μᾶς
στὸν μό­νο φι­λάν­θρω­πο.

Οἶκος 1.
Τὴν πολ­λὴ τῶν ἀν­θρώ­πων ἁ­μαρ­τί­α
καὶ τὴν πολ­λὴ τοῦ Θε­οῦ φι­λαν­θρω­πί­α
πα­ρα­τή­ρη­σ­ε ὁ προ­φή­της
κι ἐ­τα­ρά­χτη­κε ὁ Ἠ­λί­ας κι ἐ­θύ­μω­σε
καὶ λό­για μ’ ἀ­σπλα­χνί­α
ὕ­ψω­σε στὸν Εὔ­σπλα­χνο,
καὶ εἶ­πε, ὀρ­γί­σου τώ­ρα
μ’ αὐ­τοὺς ποὺ σ’ ἀ­παρ­νή­θη­καν,
κρι­τὴ δι­και­ό­τα­τε.
Ἀλ­λὰ τὰ σπλά­χνα τοῦ Ἀ­γα­θοῦ
δὲν τὰ πα­ρα­κί­νη­σε
γιὰ νὰ τι­μω­ρή­σου­νε
ὅ­σους τὸν ἀρ­νή­θη­καν,
γιατὶ ὅ­λους σὲ με­τά­νοι­α
πάν­το­τε πε­ρι­μέ­νει
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 2.
Ὅ­ταν ὅ­λη τὴ γῆ μὲς σ’ ἁ­μαρ­τί­ες
τὴν ἀ­γνάν­τε­ψε τό­τε ὁ προ­φή­της
καὶ τὸν Ὕ­ψι­στο, μὰ κα­θό­λου
νὰ μὴν ὀρ­γί­ζε­ται, ἀλ­λὰ ν’ ἀ­νέ­χε­ται,
τὸν κυ­ρί­ε­ψε μα­νί­α
καὶ παίρ­νει μάρ­τυ­ρα τὸν Εὔ­σπλα­χνο:
Ἐ­γὼ θ’ ἀ­πο­φα­σί­σω
νὰ χτυ­πή­σω τὴν ἀ­σέ­βει­α
ὅ­σων σ’ ἐ­ξορ­γί­ζου­νε.
Ἀπ’ τὴν πολ­λή σου ὑ­πο­μο­νὴ
ὅ­λοι αὐ­τοὶ σὲ κα­τα­φρό­νη­σαν
καὶ δὲν σὲ ὑ­πο­λό­γι­σαν,
πα­τέ­ρα σπλα­χνι­κέ.
Κι ἐ­σύ, κα­θὼς φι­λό­τε­κνος,
λυ­πᾶ­σαι τοὺς γιούς σου
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 3.
Νά, θὰ δι­κά­σω ἐ­γὼ ἀν­τὶ ὁ Χτί­στης,
τοὺς ἄ­σε­βους στὴ γῆ θὰ ἐ­ξο­λο­θρέ­ψω
καὶ θὰ βά­λω τι­μω­ρί­α.
Μὰ φο­βᾶ­μαι τὴ θεί­α ἀ­γα­θό­τη­τα,
ποὺ μὲ λί­γα δά­κρυ­α
με­τα­νοι­ώ­νει ὁ Φι­λάν­θρω­πος.
Τώ­ρα λοι­πὸν τί νὰ σκε­φτῶ
σὲ τό­ση ἀ­γα­θό­τη­τα
καὶ νὰ σβύ­σω τὴ λύ­πη­ση;
Τὸν ψῆ­φο μου θὰ δέ­σω μ’ ὅρ­κο,
κι ἔ­τσι θὰ δε­σμεύ­ε­ται
ν’ ἀλ­λά­ξη ὁ δί­και­ος
αὐ­τὴ τὴν ἀ­πό­φα­ση,
μὰ καὶ θ’ ἀ­να­γνω­ρί­ση
τὴν γνώ­μη μου ὡς ἀ­φέν­της
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 4.
Προ­πο­ρεύ­ε­ται ὁ ὅρ­κος στὴ γνώ­μη
καὶ προ­οί­μι­ο ἤ­τα­νε στὶς ἀ­πο­φά­σεις.
Ἀλλ’ ἂν θέ­λε­τε, ἂς πᾶ­με
στὴ Βί­βλο νὰ δοῦ­με τὰ λό­για της.
Καὶ λέ­ει ὁ προ­φή­της
θυ­μω­μέ­νος, ὅ­πως γρά­φε­ται:
Ὁ Κύ­ρι­ος ζῆ, δὲν θἄρ­θη
οὔ­τε δρο­σιά, μη­δὲ βρο­χή,
πα­ρὰ μὲ τὸν λό­γο μου.
Ἀλλ’ ἀ­μέ­σως ὁ Βα­σι­λιᾶς
στὸν Ἠ­λί­α ἀ­πο­κρι­νό­ταν:
Ἂν ἰ­δῶ με­τά­νοι­α
κι ἀ­να­βλύ­ζου­νε δά­κρυ­α,
εὐ­σπλα­χνί­α δὲν δύ­να­μαι
νὰ μὴ δώ­σω στοὺς ἀν­θρώ­πους,
σὰ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 5.
Ρη­το­ρεύ­ει μὲ θάρ­ρος ὁ προ­φή­της
καὶ προ­βάλ­λει τὴ δύ­να­μη τοῦ ὅρ­κου.
Καὶ λέ­ει, σὲ σέ, τὸ Θε­ὸ
τῶν ὅ­λων, ὁρ­κί­στη­κα, πα­νά­γι­ε Δέ­σπο­τα,
βρο­χὴ νὰ μὴ στα­λά­ξη,
πα­ρὰ καὶ πά­λι, μὲ τὸν λό­γο μου.
Κι ὅ­ταν θὰ δῶ νὰ εἶ­ναι
ὁ λα­ὸς με­τα­νοι­ω­μέ­νος,
ἐ­γὼ θὰ σ’ ἱ­κε­τέ­ψω.
Στὴ δι­κή σου ἐ­ξου­σί­α
δὲν εἶ­ναι, δι­και­ό­τα­τε,
νὰ πά­ψης τὴν τι­μω­ρί­α
μὲ τὸν ὅρ­κο ποὺ ἔ­βα­λα.
Τή­ρη­σέ τον καὶ σφρά­γισ’ τον,
σφίγ­γον­τας ­τὴν καρ­διά σου,
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 6.
Οἱ ἄν­θρω­ποι ἀπ’ τὴν πεῖνα λι­γο­στεύ­αν,
κα­θώς, ἐ­κεί­νη, τὴ γῆ πο­λι­ορ­κοῦ­σε.
Μὲ ὀ­δυρ­μοὺς ὑ­ψῶ­ναν
τὰ χέ­ρια στὸν Πο­λυ­εύ­σπλα­χνο
κι ἔ­τσι ἐ­θλι­βό­ταν
ὁ Δε­σπό­της, κι ἀπ’ τὴ μιὰ
τὴν καρ­διά του ἄ­νοι­γε
σ’ αὐ­τοὺς ποὺ τὸν ἱ­κέ­τευ­αν
κι ἔ­τρε­χε νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­ση,
κι ἀπ’ τὴν ἄλ­λη, ντρε­πό­ταν τὸν προ­φή­τη
καὶ τὸν ὅρ­κο ποὺ ὁρ­κί­στη­κε.
Τὴν βρο­χὴ δὲν τὴν δί­νει,
ἀλ­λὰ σκέ­φτη­κε κά­τι
ποὺ θά ’θλι­βε, θὰ πί­ε­ζε
τὴν ψυ­χὴ τοῦ προ­φή­τη,
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 7.
Φα­να­τι­σμέ­νον τὸν εἶ­δε ὁ Δε­σπό­της
τὸν Θε­σβί­τη γιὰ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του,
κι ἔ­κρι­νε δί­κιο, μὲ πεῖνα μα­ζὶ
μὲ τοὺς ἄλ­λους, νὰ τι­μω­ρη­θῆ καὶ ὁ δί­και­ος,
ὥ­στε χω­ρὶς τρο­φή,
νὰ πι­ε­στῆ καὶ νὰ σκε­φτῆ,
γιὰ τὴν ἀ­πό­φα­σή του
καὶ γιὰ τὸν ὅρ­κο του, φι­λάν­θρω­πα
κι ἡ τι­μω­ρί­α νὰ ­πά­ψη.
Κι εἶν’ ἀ­λή­θει­α φο­βε­ρὸ
τοῦ στο­μα­χιοῦ τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το.
Καὶ κά­θε ἔμ­ψυ­χο,
λο­γι­κὸ μὰ καὶ ἄ­λο­γο,
ἀ­πὸ σο­φί­α τῆς θε­ό­τη­τος
μὲ τρο­φὴ τὸ κρα­τά­ει
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 8.
Ἡ κοι­λιὰ συμ­φω­νοῦ­σε μὲ τὸ σῶ­μα
κι ἀπ’ τὸ νό­μο τοῦ σώ­μα­τος ἀ­ναγ­κα­σμέ­νη
ἔ­καν’ ἐ­πί­θε­ση στὸν πρε­σβύ­τη,
πο­λε­μῶν­τας νὰ τοῦ ἀλ­λά­ξη γνώ­μη.
Κι αὐ­τὸς κα­θὼς λι­θά­ρι,
ἀν­τι­στε­κό­ταν ἀ­δι­ά­φο­ρος,
ἔ­χον­τας τὸν ζῆ­λο
ἀν­τὶ γιὰ φα­γη­τὸ ὁ­τι­δή­πο­τε,
κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀρ­κοῦ­σε.
Τὸν εἶ­δε τό­τε ὁ Κρι­τὴς
κι ἀ­να­κού­φι­σε τὴ φτώ­χεια
στὸν πει­να­σμέ­νο φί­λο,
για­τὶ μὲ ἄ­δι­κους καὶ ἄ­νο­μους
νὰ πει­νά­η κι ὁ δί­και­ος,
δί­και­ο δὲν τὸ νό­μι­σε
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 9.
Τό­τε ὁ Πο­λυ­εύ­σπλα­χνος κα­νό­νι­σε
μὲ κά­θε σο­φί­α τὸ πῶς θὰ τρέ­φε­ται,
καὶ στοὺς κό­ρα­κες τοὺς ἄ­σπλα­χνους
δι­α­τά­ζει νὰ τοῦ δί­νου­νε τρο­φή,
για­τί στῶν κο­ρα­κιῶν τὸ γέ­νος
δὲν ὑ­πάρ­χει λύ­πη­ση,
δὲν δί­νου­νε τρο­φὴ
σὰ γο­νεῖς στὰ παι­διά τους οὐ­δέ­πο­τε,
ἀλλ’ ἄ­νω­θεν τρέ­φον­ται.
Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν καὶ αὐ­τὸς
ἐ­κα­τάν­τη­σε μι­σό­τε­κνος
σὲ τρό­πους καὶ σκέ­ψη
τοὺς μι­σό­τε­κνους κό­ρα­κες
γιὰ τοῦ­τον τὸν μι­σάν­θρω­πο
πάν­σο­φα τοὺς ὡ­δή­γη­σε
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 10.
Ἡ πολ­λή σου, τοῦ λέ­ει, φι­λο­θε­ΐ­α,
―ὁ Θε­ὸς στὸν Ἠ­λί­α ἐ­ξη­γεῖ―
μὴ σοῦ φέ­ρη μι­σάν­θρω­πη
δι­ά­θε­ση, μὰ κύτ­τα τοὺς κό­ρα­κες.
Αὐ­τοὶ γιὰ τὰ δι­κά τους
μι­κρὰ εἶ­ναι μι­σό­τε­κνοι,
κι αἴφ­νης, κα­θὼς τὸ βλέ­πεις,
γιὰ ἐ­σὲ εἶ­ναι φι­λό­τι­μοι
κι ἀλ­λά­ξα­νε τώ­ρα.
Ὑ­πη­ρέ­τες ἔ­γι­ναν
τῆς δι­κῆς μου εὐ­σπλα­χνί­ας,
καὶ νὰ φᾶς σοῦ προ­σφέ­ρου­νε.
Κι ὅ­πως βλέ­πω, δὲν δύ­να­μαι
νὰ σὲ πι­έ­σω ν’ ἄλ­λα­ζες
γνώ­μη γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους,
σὰ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 11.
Νὰ σέ­βε­σαι ὀ­φεί­λεις τώ­ρα προ­φή­τη,
καὶ νὰ μι­μῆ­σαι στὴν ὑ­πα­κο­ὴ τὰ ζῶ­α.
Πῶς τ’ ἄ­σπλα­χνα ἐ­μὲ τὸν σπλα­χνι­κὸ
μὲ σε­βα­στή­κα­νε κι ἀ­μέ­σως ἄλ­λα­ξαν;
Τι­μῶ τὴν φι­λί­α σου,
δὲν ἀ­κυ­ρώ­νω τὴν ἀ­πό­φα­ση,
μὰ πῶς νὰ ὑ­πο­φέ­ρω
θλί­ψη καὶ ὀ­δυρ­μὸ βα­ρὺ
στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ ἔ­πλα­σα.
Τὸ κλά­μα καὶ τὰ δά­κρυ­α
πῶς νὰ τ’ ἀν­τέ­ξω ἀπ’ τὰ νή­πι­α
κι ἀ­πὸ τὰ ζῶ­α τ’ ἄ­ναρ­θρο
μουγ­κρι­τὸ ποὺ μοῦ ἔρ­χε­ται;
Ἐ­γὼ ἐ­τοῦ­τα ὅ­λα
τὰ συμ­πο­νῶ σὰν πλά­στης
καὶ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 12.
Ἡ ὄ­ψη ἀ­γρί­ε­ψε μ’ αὐ­τὰ τοῦ προ­φή­τη
κι ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε στὸν Δε­σπό­τη:
Μή­τε κό­ρα­κες ὑ­πη­ρέ­τες
νὰ μὲ τα­ΐ­ζου­νε μὴ στεί­λης, Δέ­σπο­τα.
Ἡ πεῖνα νὰ μὲ λιώ­ση
προ­τι­μῶ, πα­νά­γι­ε,
φτά­νει νὰ τι­μω­ρή­σω
τοὺς ἄ­σε­βους, κι εἶ­ναι γιὰ μὲ
με­γά­λη ξε­κού­ρα­ση.
Καὶ δὲ μὲ νοιά­ζει νὰ χα­θεῑ
μ’ ὅ­λους ποὺ σὲ ἀ­παρ­νή­θη­καν.
Γι’ αὐ­τὸ μὴ μὲ σπλα­χνί­ζε­σαι,
μὴ λυ­πᾶ­σαι γιὰ τὴν πεῖνα μου,
μο­νά­χα ἐ­ξο­λό­θρε­ψε
στὴ γῆ τὸν κά­θε ἁ­μαρ­τω­λό,
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 13.
Λό­για τέ­τοια σὰν ἄ­κου­σε ὁ Χτί­στης,
δι­ώ­χνει ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα τὸν προ­φή­τη,
δι­α­τά­ζον­τας τὰ ὄρ­νια
νὰ μὴν τοῦ δί­νου­νε φα­ΐ, κα­θὼς προ­τύ­τε­ρα,
καὶ τὸν στέλ­νει πει­να­σμέ­νον
στὴ χή­ρα στὰ Σά­ρα­φθα,
λέ­γον­τας «θὰ δι­α­τά­ξω
μιὰ γυ­ναί­κα νὰ σὲ τρέ­φη,
καὶ σω­στὰ τ’ ἀ­πο­φά­σι­σα»
―για­τὶ ἦ­ταν χή­ρα καὶ ἐ­θνι­κὴ
ἡ γυ­ναί­κα ποὺ σ’ ἐ­κεί­νη τὸν ἔ­στελ­νε
καὶ τὰ παι­διά της τὰ λά­τρευ­ε―
γιὰ ν’ ἀ­κού­ση ὁ δί­και­ος
τῆς ἐ­θνι­κῆς τὸ ὄ­νο­μα
καὶ νὰ φω­νά­ξη: βρο­χὴ δῶ­σε
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 14.
Ἰ­ου­δαῖ­οι μα­ζὶ μ’ ἀλ­λο­ε­θνεῖς
νὰ τρῶ­νε δὲν ἐ­πι­τρε­πό­ταν.
Γι’ αὐ­τὸ λοι­πὸν τὸν Ἠ­λί­α
σὲ γυ­ναί­κα ἀλ­λό­φυ­λη τὸν ὡ­δή­γη­σε,
ὥ­στε ἀ­η­δι­ά­ζον­τας
τὸ φα­γη­τὸ ἀ­πὸ κεί­νη,
γιὰ τὴ βρο­χὴ ἀ­μέ­σως
νὰ πα­ρα­κα­λέ­ση τὸν φι­λάν­θρω­πο.
Μὰ δὲν ἐ­λο­γά­ρι­α­σε
πὼς πρέ­πει ἐ­θνι­κοὺς ν’ ἀ­πο­φεύ­γη,
καὶ τρέ­χει γιὰ τὴ γυ­ναί­κα
νὰ φά­η ἀ­παι­τῶν­τας σ’ αὐ­τὴν
μὲ με­γά­λη τρα­χύ­τη­τα.
Ἐ­μέ, τῆς λέ­ει, γυ­ναί­κα,
μὲ πρό­στα­ξε νὰ μοῦ δώ­σης
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 15.
Ἀλλ’ αὐ­τὰ σὰν ἄ­κου­σε ἡ χή­ρα
ἀ­μέ­σως στὸν προ­φή­τη ἀ­πο­κρί­θη
ὅ­τι «ψω­μὶ ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω,
πα­ρὰ μιὰ χού­φτα ἀ­λεύ­ρι, ποὺ τὸ θέ­λω
νὰ πά­ω νὰ τὸ ἑ­τοι­μά­σω,
γιὰ νὰ φά­ω μὲ τὰ παι­διά μου.
Με­τὰ ἀπ’ αὐ­τὸ τ’ ἀ­λεύ­ρι
τί­πο­τα πιὰ δὲν μοῦ ἀ­πο­μέ­νει,
πα­ρὰ μό­νον ὁ θά­να­τος».
Καὶ μὲ τῆς χή­ρας τὰ λε­γό­με­να
συγ­κι­νι­ό­ταν κι ὑ­πό­φε­ρε
δι­α­λο­γι­ζό­με­νος:
Πι­ὸ πο­λὺ κι ἀ­πὸ μέ­να λιώ­νει
κι ἀ­πὸ τὴν πεῖνα βα­σα­νί­ζε­ται
ἡ χή­ρα, ἐ­κτὸς καὶ φτά­ση
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 16.
Νὰ πει­νῶ τώ­ρα ἐ­γώ, εἶ­μαι μό­νος μου,
μὰ μὲ θλί­βει μ’ αὐ­τὰ ἡ γυ­ναί­κα,
ποὺ πει­νά­ει μὲ τὰ παι­διά της,
αὐ­τὴ τὴ χή­ρα, ποὺ σπί­τι της ἦρ­θα.
Ἂς μὴ γί­νω, ἐ­γὼ ξέ­νος,
αἴ­τι­ος τοῦ θα­νά­του της,
κι οὔ­τε γι’ αὐ­τὴν τὴ φι­λό­ξε­νη
νὰ φα­νῶ τῶν παι­διῶν της φο­νιᾶς
μὰ τώ­ρα ἂς δῶ φι­λάν­θρω­πα.
Τοὺς πάν­τες δὲν τοὺς συμ­πα­θῶ,
μὰ γι’ αὐ­τὴν ἂς ἀλ­λά­ξω.
Ἂς συ­νη­θί­σω τὴν καρ­διά μου
νὰ χαί­ρε­ται στὸν οἶ­κτο,
για­τὶ εἶ­ναι σπλα­χνι­κὸς
ὁ αἴ­τι­ος τῶν πάν­των,
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 17.
Ὁ προ­φή­της στὴ χή­ρα ἀ­πο­κρί­θη­κε:
Ἔ­χεις μιὰ χού­φτα ἀ­λεύ­ρι, κα­θὼς εἶ­πες,
μὰ δὲν θ’ ἀ­δει­ά­ση τὸ πι­θά­ρι
καὶ λά­δι θὰ βγά­λη τὸ ρο­ΐ.
Κι ἐ­νῶ μὲ λό­για ὁ Ἠ­λί­ας
τὴν εὐ­λο­γί­α χά­ρι­σε,
ἀ­μέ­σως καὶ ὁ Χτί­στης,
σὰν σπλα­χνι­κὸς καὶ φι­λό­τι­μος,
τὸ ἔρ­γο πα­ρου­σί­α­σε.
Τοῦ προ­φή­τη τὸ σκο­πὸ
βο­ή­θη­σε, κα­θὼς λέ­ει, ὁ πάν­σο­φος,
μὰ εἶ­ναι σω­στό­τε­ρο,
πὼς τὴν πι­ὸ κα­λὴ πρό­φα­ση
ἁρ­πά­ζον­τας, χα­ρί­ζει
τὴν ἀ­φθο­νί­α στὴ χή­ρα,
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 18.
Ρί­χνει τρο­φὴ σ’ ἐ­κεῖ­νον καὶ στὴ χή­ρα,
για­τί ὁ Θε­ὸς στὰ λό­για τοῦ προ­φή­τη λύ­γι­σε.
Μὰ ὁ Ἠ­λί­ας κα­θό­λου
δὲ λυ­πό­τα­νε κι ἔ­μενε ἀ­λύ­γι­στος.
Ὁ Σπλα­χνι­κὸς ἐ­κύτ­τα­ζε
τὸν κό­σμο νὰ χά­νε­ται
κι αὐ­τὸς νὰ μὴν ἀ­κού­η,
κι ἄλ­λη μα­στο­ριὰ σπου­δαί­α
σκέ­φτη­κε σὰν δί­και­ος.
Καὶ τό­τε τῆς χή­ρας τὸ γιὸ
τὸν ἔ­κα­με καὶ πέ­θα­νε
του­λά­χι­στον τὰ δά­κρυ­α
καὶ τὴν τό­ση πε­ρί­στα­ση
τῆς χή­ρας ἀν­τι­κρύ­ζο­ντας,
νὰ φω­νά­ξη: δῶ­σε τὴ βρο­χή,
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 19.
Ὡς εἶ­δε ἡ χή­ρα πε­θα­μέ­νον
τὸ γιό της, ὁρ­μά­ει στὸν προ­φή­τη
λέ­γον­τας: μα­κά­ρι ἀ­πὸ τὴν πεῖνα
νἄ­χα πε­θά­νει πρὶν νὰ σ’ ἀν­τι­κρύ­σω.
Κα­λύ­τε­ρα ἦ­ταν τό­τε
ἀπ’ τὴν πεῖνα νὰ ἐ­πέ­θαι­να
καὶ ὄ­χι τὸ λε­βέν­τη μου
νὰ τὸν βλέ­πω νε­κρό, νὰ βρί­σκε­ται
ξα­πλω­μέ­νος μπρός σου.
Δὲν μοῦ ’πρε­πε αὐ­τὸ πλη­ρω­μὴ
γιὰ τὸ κα­λό σου δέ­ξι­μο!
Μιὰ μά­να χα­ρού­με­νη
ἤ­μουν πρὶν ἐρ­θῆς, ἄν­θρω­πε,
μὰ ἦρ­θες καὶ μοῦ στέ­ρη­σες
τὸ γιό μου, κι ἂς ἐ­κά­λε­σες
τὸν μό­νο φι­λάν­θρω­πο.

Οἶκος 20.
Με­γά­λη ἦ­ταν ἡ δύ­να­μη τῆς χή­ρας
σ’ ἐ­κεῖ­νον ποὺ δύ­να­μη εἶ­χε σὲ βρο­χὴ καὶ νέ­φη.
Ἦ­ταν στὰ χέ­ρια μιᾶς
κι ἂς ἦ­σαν στὰ χέ­ρια του οἱ πάν­τες μὲ τὸ λό­γο του.
Γυ­ναί­κα τι­πο­τέ­νια
δί­χως νἄ­χη καμ­μι­ὰ δύ­να­μη,
αὐ­τόν, ποὺ λέ­ει πὼς κρα­τά­ει
τοὺς οὐ­ρα­νοὺς μὲ τὴ δύ­να­μή του καὶ τὸ λό­γο του,
τὸν κρα­τᾶ σὰν κα­τά­δι­κον
καὶ σὰν τρε­λὴ τὸν ἅρ­πα­ξε
καὶ γιὰ φο­νιὰ στὸ δι­κα­στή­ρι­ο
τὸν ἔ­σει­ρε σκού­ζον­τας:
δός μου τὸ γιὸ ποὺ μοῦ σκό­τω­σες,
δὲ θέ­λω τὸ ἀ­λεύ­ρι σου,
κι οὔ­τε φα­ΐ, ἂς πι­στεύ­ης
στὸν μό­νο φι­λάν­θρω­πο.

Οἶκος 21.
Ἂν καὶ χόρ­τα­σες μὲ ψω­μιὰ τὴν κοι­λιά μου
τὸν καρ­πὸ τῆς κοι­λιᾶς μου καὶ τὸν κλά­δο
τὸν ξε­ρί­ζω­σες καὶ μοῦ που­λᾶς
τὰ δῶ­ρα τὰ φα­γώ­σι­μα.
Ψυ­χὴ μὲ τὸ ἀ­λεύ­ρι
καὶ τὸ λά­δι ἀ­γό­ρα­σες.
Μὰ ἐ­γὼ σὲ ἱ­κε­τεύ­ω
δι­ά­λυ­σε τὴ συ­ναλ­λα­γὴ
καὶ δῶ­σε ὅ,­τι πῆ­ρες.
Μὴν τοῦ κο­σμά­κη οἱ θά­να­τοι
δὲ  σοὔ­φτα­σαν, κι ἔ­τσι βι­ά­στη­κες
νὰ βλά­ψης καὶ τὸ σπί­τι μου;
Τὴν ψυ­χὴ τοῦ παι­διοῦ μου
λευ­τέ­ρωσ’ τη καὶ ἅρ­πα­ξε
τὴν ψυ­χή μου γιὰ κεί­νη
καὶ γί­νε φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 22.
Νυγ­μοὶ ἀ­πὸ καρ­φιὰ ἦ­σαν αὐ­τὰ γιὰ τὸν Ἠ­λί­α,
κι  ἐν­τρε­πό­ταν ποὺ ἔ­σκου­ζε ἡ χή­ρα
κι ὑ­πο­πτευ­ό­ταν πὼς αὐ­τὸς
ἅρ­πα­ξε τὴν ψυχ­ὴ τοῦ γιοῦ της.
Θέ­λον­τας νὰ τὴν πεί­σει
μὲ λό­για δὲν μπο­ροῦ­σε.
Καὶ βλέ­πον­τας πὼς ἐ­κεί­νη
δὲν πί­στευ­ε στὰ λό­για του
―μοι­ρο­λο­γοῦ­σε ἀ­στα­μά­τη­τα―
ἀ­νά­βλε­ψε στοὺς οὐ­ρα­νούς:
Ἀλ­λοί­μο­νο, Κύ­ρι­ε, φώ­να­ξε
ὁ μάρ­τυ­ρας ὁ ἄ­μεμ­πτος,
ὠ­ι­μὲ μ’ αὐ­τὴν ποὺ συγ­κα­τοί­κη­σα!
Ἐ­σὺ τὴν πα­ρα­κί­νη­σες
νὰ μοῦ ζη­τᾶ τὸ παι­δί της,
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 23.
Ὄ­χι, δὲν τὸ πι­στεύ­ω, Σω­τή­ρα παν­το­δύ­να­με,
στὸ Θε­ὸ ἐ­φώ­να­ζε ὁ προ­φή­της,
πὼς ὁ θά­να­τος στὸ παι­δὶ
ἦ­ταν φυ­σι­κὸς κα­θὼς σὲ ὅ­λους,
μὰ τοῦ­το εἶ­ναι σκέ­ψη
τῆς σο­φί­ας σου, ἀ­να­μάρ­τη­τε.
Σί­γου­ρα βρῆ­κες τρό­πο
νὰ μὲ κά­μης γιὰ νὰ λυ­πη­θῶ,
κι ὅ­ταν θὰ πα­ρα­κά­λα­γα
«τῆς χή­ρας το γιὸ
τὸν πε­θα­μέ­νο ἀ­νά­στη­σε»
ἀ­μέ­σως θὰ μοῦ ἀν­τίλε­γες
«τὸ γιό μου τὸν Ἰσ­ρα­ὴλ
ἐ­λέ­ησ’ τον ποὺ θλί­βε­ται
καὶ ὅ­λον τὸ λα­ό μου».
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 24.
Σω­τη­ρί­α τῆς γῆς ὁ Πα­νοι­κτίρ­μων θέ­λον­τας,
ἀ­πο­κρί­θη­κε ἀ­μέ­σως στὸν Ἠ­λί­α:
πρό­σε­χε κα­λύ­τε­ρα τώ­ρα
τὰ λό­για μου κι ἄ­κου τί σοῦ λέ­ω:
ὑ­πο­φέ­ρω καὶ βι­ά­ζο­μαι
ἡ τι­μω­ρί­α νὰ πά­ψη,
ἐ­πεί­γο­μαι νὰ δώ­σω
τρο­φὴ σὲ ὅ­λους ποὺ πει­νοῦν,
για­τί εἶ­μαι σπλα­χνι­κός,
καὶ σὰν πα­τέ­ρας, βλέ­πον­τας
τὸ δά­κρυ πο­τα­μό, λυ­γί­ζω.
Λυ­πᾶ­μαι ὅ­σους χά­νον­ται
ἀ­πὸ πεῖνα καὶ θλί­ψη,
θέ­λω μὲ τὴ με­τά­νοι­α
νὰ σώ­ζω τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς
σὰ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 25.
Ἄ­κου λοι­πόν, προ­φή­τη, μὴ δι­στά­ζης,
δι­ό­τι προ­σπα­θῶ κα­λὰ νὰ μά­θης
πὼς γιὰ συμ­βό­λαι­ο εὐ­σπλα­χνί­ας
ὅ­λοι μ’ ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι,
καὶ σ’ αὐ­τὸ συμ­φώ­νη­σα
πὼς δὲ θέ­λω νὰ ἰ­δῶ τὸ θά­να­το
τῶν πα­ρα­στρα­τη­μέ­νων,
ἀλ­λὰ τὴ ζω­ή τους πι­ὸ πο­λύ.
Γι’ αὐ­τὸ νὰ μὴ μὲ βγά­λης
ψεύ­τη μπρο­στὰ σ’ αὐ­τούς,
κι ἂς δε­χτῆς τὰ πα­ρα­κά­λια μου,
σὲ σέ­να με­σι­τεύ­ω.
Ἐ­σὲ μό­νο τὰ δά­κρυ­α
τῆς χή­ρας σὲ συν­τά­ρα­ξαν,
ὅ­μως ἐ­γὼ γιὰ ὅ­λους εἶ­μαι φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 26.
Νοῦ καὶ ψυ­χὴ κι αὐ­τιὰ ἀ­νοί­γει
στὰ λό­για τοῦ Ὑ­ψί­στου ὁ Ἠ­λί­ας
καὶ ὑ­πό­τα­ξε τὴν ψυ­χὴ
καὶ μὲ τὰ λό­για του τὴν ὀ­μόρ­φυ­νε
καὶ εἶ­πε: ἂς γί­νη
τὸ θέ­λη­μά σου, Δέ­σπο­τα,
καὶ τὴ βρο­χὴ ἂς δώ­σης
καὶ ζω­ὴ σ’ αὐ­τὸν ποὺ πέ­θα­νε,
ζω­ο­γό­νη­σε τὰ σύμ­παν­τα,
ἀ­φοῦ ζω­ὴ εἶσαι σὺ ὁ Θε­ὸς
καὶ ἀ­νά­στα­ση καὶ λύ­τρω­ση.
Δῶ­σε τὴ χά­ρη σου
σὲ ἀν­θρώ­πους καὶ σὲ ζῶ­α,
ἐ­σὺ μο­νά­χα τὸ μπο­ρεῖς
τὰ πάν­τα νὰ γλυ­τώ­νης,
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 27.
Εὐ­θὺς αὐ­τὰ σὰν εἶ­πε ὁ προ­φή­της,
ἀ­πο­κρί­θη­κε σὲ τοῦ­τον ὁ Οἰ­κτίρ­μων:
ἐ­δέ­χτη­κα τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση
καὶ σ’ ἐ­παι­νῶ κι ἀ­μέ­σως θὰ σὲ τι­μή­σω.
Ἐ­γὼ γιὰ ἐ­κεί­νους
ἀ­πὸ σὲ τὴ χά­ρη πῆ­ρα,
γί­νε κι ἐ­σὺ με­σί­της
καὶ νὰ δώ­σης τὴ χά­ρη μου,
για­τὶ δὲν ἀ­νέ­χο­μαι
χω­ρι­στὰ ἀ­πὸ σέ­να νὰ συμ­φι­λι­ω­θῶ.
Πή­γαι­νε λοι­πὸν κι ἀ­νάγ­γει­λε
τῆς βρο­χῆς τὸ δῶ­ρο,
κι ἔ­τσι ὅ­λοι νὰ φω­νά­ξου­νε
πὼς ὁ ἄλ­λο­τε ἄ­σπλα­χνος
ἔ­γι­νε ξάφ­νου τώ­ρα
γιὰ ὅ­λους φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 28.
Ὑ­πά­κου καὶ γρή­γο­ρα πή­γαι­νε, προ­φή­τη,
καὶ πὲς στὸν Ἀ­χα­ὰβ τὰ εὐ­χά­ρι­στα
καὶ θὰ δι­α­τά­ξω τὰ σύν­νε­φα
μὲ νε­ρὸ τὴ γῆ νὰ μου­σκέ­ψου­νε.
Γιὰ τοῦ­το τὸ δῶ­ρο
ἐ­σὺ ἀ­πο­φά­σι­σε, φί­λε μου,
κι ἐ­γὼ θὰ ὑ­πο­γρά­ψω
αὐ­τὴ τὴν ἀ­πό­φα­ση,
τι­μῶν­τας τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη σου.
Κι ἀ­μέ­σως σὰν τ’ ἄ­κου­σε
ἐ­προ­σκύ­νη­σε τὸν Ὕ­ψι­στο
κι ἐ­φώ­να­ξε στὸν Οἰ­κτίρ­μο­να:
πο­λυ­έ­λε­ος εἶ­σαι,
ξέ­ρω καὶ μα­κρό­θυ­μος
πὼς εἶ­σαι, Θε­έ μου,
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

Οἶκος 29.
Φο­βή­θη­κε ἀπ’ τὴν προ­στα­γὴ καὶ τρέ­χει
γιὰ τὸν Ἀ­χα­ὰβ ὁ προ­φή­της
καὶ τοῦ λέ­ει τὰ εὐ­χά­ρι­στα
ὅ­πως εἶ­πε ὁ Πο­λυ­εύ­σπλα­χνος,
καὶ ἀ­μέ­σως τὰ σύν­νε­φα,
μὲ προ­στα­γὴ τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ,
νε­ρὸ φορ­τω­μέ­να
στὸν ἀ­έ­ρα ἀρ­μέ­νι­ζαν,
βρο­χὴ ἀ­να­βρύ­ζον­τας,
καὶ ἡ γῆ ἀ­να­γάλ­λι­α­σε
καὶ ἐ­δό­ξα­σε τὸν Κύ­ρι­ο.
Τὸ παι­δὶ ποὺ ἀ­να­στή­θη­κε
ἡ γυ­ναί­κα τὸ πῆ­ρε.
Κι εὐ­φραι­νό­ταν μὲ ὅ­λους
ἡ γῆ καὶ ὑ­μνοῦ­σε
τὸν μό­νο φι­λάν­θρω­πο.

Οἶκος 30.
Ἦ­ταν πο­λὺς και­ρὸς ποὖ­χε πε­ρά­σει
κι ἔ­βλε­πε ὁ Ἠ­λί­ας τὴν κα­κί­α
τῶν ἀν­θρώ­πων κι ἐ­σκέ­φτη­κε
βα­ρύ­τε­ρη νὰ βά­λη τι­μω­ρί­α.
Βλέ­πον­τάς το ὁ Οἰ­κτίρ­μων
στὸν προ­φή­τη ἀ­πο­κρί­θη­κε:
τὸ ζῆ­λο αὐ­τὸν ποὺ ἔ­χεις
γιὰ δι­και­ο­σύ­νη, τὸν ξέ­ρω
καὶ τὴν πρό­θε­σή σου τὴν ἔ­μα­θα,
ἀλ­λὰ συμ­πά­σχω μὲ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς
ὅ­ταν τι­μω­ροῦν­ται χω­ρὶς μέ­τρο.
Θυ­μώ­νεις σὰν ἄ­μεμ­πτος
καὶ δὲν μπο­ρεῖς νὰ ὑ­πο­φέ­ρης.
Μὰ ἐ­γὼ δὲν ἀ­νέ­χο­μαι
κα­νέ­νας νὰ χα­θῆ
σὰν μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 31.
Με­τὰ ἀπ’ αὐ­τά, βλέ­πον­τας ὁ Δε­σπό­της
ὅ­τι σκλη­ρὸς εἶν’ αὐ­τὸς μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους,
γιὰ τὸ γέ­νος ἐ­προ­νό­η­σε
κι ἐ­πῆ­ρε τὸν Ἠ­λί­α ἀ­πὸ τὴ γῆ τους:
φῦγε, τοῦ λέ­ει, φί­λε,
ἀπ’ τὴ κα­τοι­κί­α τῶν ἀν­θρώ­πων,
ἐ­γὼ στοὺς ἀν­θρώ­πους
σὰ σπλα­χνι­κὸς θὰ κα­τε­βῶ,
καὶ θὰ γί­νω ἄν­θρω­πος.
Γι’ αὐ­τὸ ἀ­νέ­βα ἀ­πὸ τὴ γῆ
ἀ­φοῦ δὲν μπο­ρεῖς νὰ ὑ­πο­φέ­ρης
τῶν ἀν­θρώ­πων τὰ σφάλ­μα­τα.
Μὰ ἐ­γὼ ὁ οὐ­ρά­νι­ος
θὰ εἶ­μαι μὲ ἁ­μαρ­τω­λοὺς
ἀπ’ τὴν κα­κί­α νὰ τοὺς σώ­σω,
σὰ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 32.
Ἐ­ὰν δὲν μπο­ρῆς, κα­θὼς εἶ­πα, προ­φή­τη,
μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ μέ­νης ποὺ ἁ­μαρ­τά­νουν,
ἐμ­πρός, νὰ πᾶς νὰ κα­τοι­κῆς
σ’ ἀ­να­μάρ­τη­τους τό­πους χα­ρού­με­νος.
Καὶ κα­τε­βαί­νω ἐ­γώ,
ποὺ μπο­ρῶ τὸ πρό­βα­το
τὸ πα­ρα­πλα­νη­μέ­νο
νὰ κρα­τῶ στοὺς ὤ­μους μου,
φω­νά­ζον­τας στοὺς σφάλ­λον­τες:
τρε­χᾶ­τε ὅ­λοι οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί,
κον­τά ­μου ἐ­λᾶ­τε, γα­λη­νεῦ­τε,
για­τί ἐ­γὼ δὲν ἦρ­θα
νὰ τι­μω­ρή­σω αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­πλα­σα,
ἀλ­λὰ ὅ­σους ἁ­μάρ­τη­σαν
ν’ ἁρ­πά­ξω ἀπ’ τὴν ἀ­σέ­βει­α,
σὰν μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 33.
Ἰ­δού, ἀ­νε­βαί­νον­τας στὰ ὕ­ψη ὁ Ἠ­λί­ας
ἔ­γι­νε πρό­τυ­πο στὰ μέλ­λον­τα.
Για­τὶ ὁ Θε­σβί­της ἀ­νε­λή­φθη
μὲ ἅρ­μα φω­τιᾶς, κα­θὼς λέ­ει ἡ Γρα­φή,
ἐ­νῶ ὁ Χρι­στὸς ἀ­νε­λή­φθη
μὲς ἀ­πὸ νε­φέ­λες καὶ δυ­νά­μεις.
Ἀλλ’ αὐ­τὸς στὸν Ἐ­λισ­σαῖ­ο
προ­βειὰ ἀπ’ τὰ ὕ­ψη ἔ­στει­λε,
ἐ­νῶ ὁ Χρι­στὸς ἔ­στει­λε κά­τω
στοὺς Ἀ­πο­στό­λους του
τὸν Ἅ­γι­ο Πα­ρά­κλη­το,
ποὺ ὅ­λοι τὸν ἐ­λά­βα­με
ὅ­σοι βα­φτι­στή­κα­με,
καὶ μ’ αὐ­τὸν ἁ­γι­α­ζό­μα­στε,
κα­θὼς δι­δά­σκει ὅ­λους
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

Ρωμανού του Μελωδού: Κοντάκια Α΄, σ. 153-171.

~.~

ΥΜΝΟΣ ΜΖ´
κοντάκιον εἰς τὸν προφήτην Ἠλίαν» VII-45)

Μηνὶ τῷ αὐτῷ εἰς τὴν κ΄, τοῦ ἁγίου προφήτου Ἠλιoῦ, κονδάκιον ἰδιόμελον,
ἦχος β΄· οἱ οἶκοι φέροντες ἀκροστιχίδα τήνδε·
τ ὸ ν  π ρ ο φ ή τ η ν  Ἠ λ ί α ν  ὁ  Ῥ ω μ α ν ὸ ς  ἀ ν ε υ φ η μ ε ῖ

Προοίμιον

Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν,
Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόρρυτα νέφη,
πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τὸν μόνον φιλάνθρωπον.

(1) Τὴν πολλὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνομίαν, τοῦ Θεοῦ δὲ πολλὴν φιλανθρωπίαν
θεασάμενος ὁ προφήτης ἐταράττετο Ἠλίας θυμούμενος,
καὶ λόγους ἀσπλαγχνίας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον ἐκίνησεν·
«Ὀργίσθητι, βοήσας, ἐπὶ τοὺς σὲ ἀθετήσαντας νῦν, κριτὰ δικαιότατε.»
Ἀλλὰ τὰ σπλάγχνα τοῦ ἀγαθοῦ οὐδὲ ὅλως παρεκίνησε
πρὸς τὸ τιμωρήσασθαι τοὺς αὐτὸν ἀθετήσαντας·
ἀεὶ γὰρ τὴν μετάνοιαν τῶν πάντων ἀναμένει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(2) τε πᾶσαν τὴν γῆν ἐν ἀσεβείαις ἐθεάσατο τότε ὁ προφήτης,
τὸν δὲ ὕψιστον οὐδὲ ὅλως ὀργιζόμενον, ἀλλὰ ἀνεχόμενον,
κινεῖται πρὸς μανίαν καὶ μαρτύρεται τὸν εὔσπλαγχνον·
«Ἐγὼ καταυθεντήσω καὶ κολάσω τὴν ἀσέβειαν τῶν παροργιζόντων σε·
τῆς γὰρ πολλῆς σου ἀνοχῆς οὗτοι πάντες κατεφρόνησαν
καὶ οὐκ ἐλογίσαντο σὲ πατέρα τὸν εὔσπλαγχνον·
αὐτὸς δέ, ὡς φιλότεκνος, οἰκτείρεις τοὺς υἱούς σου, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(3) Νῦν δικάσω ἐγὼ ὑπὲρ τοῦ κτίστου, ἀσεβεῖς δὲ τῆς γῆς ἐξολοθρεύσω
καὶ ψηφίσομαι τιμωρίαν, ἀλλὰ δέδοικα τὴν θείαν χρηστότητα·
ὀλίγοις γὰρ δακρύοις δυσωπεῖται ὁ φιλάνθρωπος.
Τί οὖν νῦν ἐννοήσω πρὸς τοσαύτην ἀγαθότητα καὶ στήσω τὸν ἔλεον;
Τὴν ψῆφον ὅρκῳ βεβαιῶν, ἵνα τοῦτον δυσωπούμενος
μὴ λύσῃ ὁ δίκαιος τὴν τοιαύτην ἀπόφασιν,
ἀλλὰ καὶ βεβαιώσῃ μου τὴν κρίσιν ὡς δυνάστης ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(4) Προτερεύει τῆς κρίσεως ὁ ὅρκος καὶ προοίμιον ἦν τῶν ψηφισθέντων·
ἀλλ’ εἰ βούλεσθε, πρὸς τὴν βίβλον ἀναδράμωμεν καὶ γνῶμεν τὰ ῥήματα.
Φησὶ γὰρ ὁ προφήτης ὀργιζόμενος, ὡς γέγραπται·
«Ζῇ Κύριος, οὐ δρόσος οὐδὲ ὄμβρος κατελεύσεται εἰ μὴ διὰ τοῦ λόγου μου.»
Ἀλλὰ εὐθέως ὁ βασιλεὺς τῷ Ἠλίᾳ ἀπεκρίνατο·
«Ἂν ἴδω μετάνοιαν καὶ πηγάζοντα δάκρυα,
μὴ χορηγεῖν οὐ δύναμαι τὰ σπλάγχνα τοῖς ἀνθρώποις ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(5) ητορεύει εὐθέως ὁ προφήτης καὶ προβάλλει τὸ δίκαιον τοῦ ὅρκου·
«Κατὰ σοῦ, φησίν, τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων, ὤμοσα πανάγιε δέσποτα,
τοὺς ὄμβρους μὴ δοθῆναι εἰ μὴ πάλιν διὰ λόγου μου·
ἡνίκα γὰρ κατίδω τὸν λαὸν μεταμελούμενον, ἐγὼ ἱκετεύσω σε.
Οὐκ ἔστι τοίνυν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ, δικαιότατε,
κωλῦσαι τὴν κόλασιν ἐκ τοῦ ὅρκου οὗ τέθεικα
ὃν φύλαξον καὶ σφράγισον, συστέλλων σου τὰ σπλάγχνα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(6) λιμὸς οὖν τὴν γῆν ἐπολιόρκει, κατεφθείροντο δὲ οἱ ἐνοικοῦντες
ὀδυρόμενοι καὶ τὰς χεῖρας ἀνατείνοντες πρὸς τὸν πανοικτίρμονα.
Συνείχετο δὲ τούτοις ὁ δεσπότης ἑκατέρωθεν·
τὰ σπλάγχνα μὲν ἀνοίγων τοῖς αὐτὸν καθικετεύουσι καὶ σπεύδων πρὸς τὸν ἔλεον,
τὸν δὲ προφήτην ἐρυθριῶν καὶ τὸν ὅρκον ὅνπερ ὤμοσε,
τοὺς ὄμβρους οὐ δίδωσιν, ἀλλ’ ἐσκεύασε πρόφασιν
συνέχουσαν καὶ θλίβουσαν ψυχὴν τὴν τοῦ προφήτου ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(7) Φυσιούμενον βλέπων ὁ δεσπότης κατὰ τῶν ὁμοφύλων τὸν Θεσβίτην,
ἐδικαίωσε τῷ λιμῷ συντιμωρήσασθαι τοῖς ἄλλοις τὸν δίκαιον,
ἵνα τῇ ἀτροφίᾳ πιεζόμενος βουλεύσηται
περὶ τῆς ἐνωμότου ἀποφάσεως φιλάνθρωπα καὶ παύσῃ τὴν κόλασιν·
ἔστι γὰρ ὄντως φοβερὸν τῆς γαστρὸς τὸ ἀπαραίτητον,
καὶ ἕκαστον ἔμψυχον λογικόν τε καὶ ἄλογον
σοφίᾳ <τῆς> θεότητος διὰ τροφῆς φυλάττει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(8) γαστὴρ μὲν τὴν φύσιν συνηγόρει καὶ τοὺς νόμους τῆς φύσεως λαβοῦσα
ἐπετίθετο τῷ πρεσβύτῃ μεθοδεύουσα τὸ μεταβουλεύσασθαι·
αὐτὸς δὲ ὥσπερ λίθος ἀναίσθητος ἐνίστατο
τὸν ζῆλον κεκτημένος ἀντὶ πάσης ἑστιάσεως καὶ τούτῳ ἀρκούμενος·
ὃν θεωρήσας ὁ κριτὴς ἐπεκούφισε λιμώττοντι
τῷ φίλῳ τὴν ἔνδειαν, οὐχ ἡγούμενος δίκαιον
σὺν ἀδίκοις καὶ ἀνόμοις τὸν δίκαιον λιμώττειν ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(9) Τὴν τροφὴν οὖν αὐτῷ ὁ πανοικτίρμων μετὰ πάσης σοφίας εὐτρεπίζει·
τοῖς γὰρ κόραξι τοῖς ἀσπλάγχνοις ἐγκελεύεται τροφὴν χορηγεῖν αὐτῷ·
κοράκων δὲ τὸ γένος εὐσπλαγχνίας ἐστὶν ἄμοιρον,
τροφὴν μὴ χορηγοῦντα νεοσσοῖς ὡς τέκνοις πώποτε, ἀλλ’ ἄνωθεν τρέφονται.
Ἐπειδὴ τοίνυν καὶ αὐτὸς μισοτέκνου ἀνελάβετο
καὶ τρόπους καὶ ἔννοιαν, μισοτέκνοις ἐχρήσατο
πρὸς τοῦτον ὡς μισάνθρωπον τοῖς κόραξι πανσόφως ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(10) « πολλή σου, φησίν, φιλοθεΐα», ὁ Θεὸς τῷ Ἠλίᾳ διελέχθη,
«μὴ μισάνθρωπον ἐπενέγκῃ σοι διάθεσιν· ἀλλ’ ὅρα τοὺς κόρακας·
οἱ γὰρ πρὸς τοὺς ἰδίους νεοσσοὺς ἀεὶ μισότεκνοι
αἰφνίδιον, ὡς βλέπεις, περὶ σέ εἰσι φιλότιμοι καὶ νῦν μεταβέβληνται·
τῆς εὐσπλαγχνίας τῆς ἐμῆς ὑπηρέται ἀνεδείχθησαν
τροφήν σοι κομίζοντες· ὡς ὁρῶ δέ, οὐ δύναμαι
τὴν φύσιν ἐκβιάζεσθαι τὴν σὴν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(11) Νῦν αἰδεῖσθαι ὀφείλεις, ὦ προφῆτα, καὶ μιμεῖσθαι ἀλόγων εὐπειθίαν·
πῶς τὰ ἄσπλαγχνα αἰδεσθέντα με τὸν εὔσπλαγχνον εὐθὺς μετεβλήθησαν;
Τιμῶ σου τὴν φιλίαν καὶ οὐ λύω τὴν ἀπόφασιν·
οὐ δύναμαι δὲ φέρειν ὀδυρμὸν καὶ θλῖψιν πάνδημον ἀνθρώπων ὧν ἔπλασα·
τῶν δὲ νηπίων τὴν κραυγὴν πῶς ἐνέγκω καὶ τὰ δάκρυα,
κτηνῶν δὲ τὸν ἄσημον μυκηθμὸν ἐπερχόμενον;
Ἐγὼ γὰρ τούτοις ἅπασιν ὡς πλάστης συμπαθήσω ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(12) γριοῦτο ἐν τούτοις ὁ προφήτης· ἀπεκρίθη τότε τῷ δεσπότῃ·
«Μηδὲ κόρακας ὑπηρέτας πρὸς τὸ θρέψαι με προτρέψῃ, ὦ δέσποτα·
λιμῷ διαφθαρῆναι ἐπιλέξομαι, πανάγιε,
καὶ μόνον ἀσεβοῦντας τιμωρήσομαι, καὶ ἔσται μοι μεγάλη ἀνάπαυσις·
συναπολέσθαι οὐκ ὀκνῶ πᾶσι τοῖς ἀπαρνουμένοις σε·
μὴ οὖν οἰκτειρήσῃς με, μὴ λιμώττοντος φείσῃ μου,
καὶ μόνον ἐξολόθρευσον τῆς γῆς τοὺς ἀσεβοῦντας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(13) Λόγους τούτους ὡς ἤκουσεν ὁ κτίστης, μεθιστᾷ τὸν προφήτην ἐκ τοῦ τόπου
ἐντειλάμενος πετεινοῖς μὴ χορηγεῖν αὐτῷ τροφὴν ὡς τὸ πρότερον,
καὶ πέμπει ἐν Σαρέφθοις πρὸς τὴν χήραν τὸν λιμώττοντα,
εἰπὼν ὡς «ἐντελοῦμαι γυναικὶ τοῦ διαθρέψαι σε», σοφὰ βουλευόμενος.
Ἦν γὰρ καὶ χήρα καὶ ἐθνικὴ ἡ γυνὴ πρὸς ἣν ἀπέσταλτο
καὶ τέκνων ἠνείχετο, ἵν’ ἀκούων ὁ δίκαιος
τῆς ἐθνικῆς τὸ ὄνομα βοήσῃ· «Δὸς τοὺς ὄμβρους, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(14) ουδαίοις ἀθέμιτον ὑπῆρχε συνεσθίειν ποτὲ τοῖς ἀλλοέθνοις·
διὰ τοῦτο οὖν τὸν Ἠλίαν πρὸς ἀλλόφυλον γυναῖκα ὡδήγησεν,
ἵνα τὴν παρ’ ἐκείνης βδελυττόμενος ἑστίασιν
εὐθὺς περὶ τῶν ὄμβρων δυσωπήσῃ τὸν φιλάνθρωπον· ἀλλ’ οὐκ ἐλογίσατο
τὴν πρὸς τὰ ἔθνη ἀποφυγήν, ἀλλὰ τρέχει πρὸς τὸ γύναιον,
τροφὴν ἀπαιτῶν αὐτὴν μετὰ πάσης τραχύτητος·
«Ἐμοί, φησίν, προσέταξεν εἰσπρᾶξαί σε, ὦ γύναι, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(15) λλὰ ταῦτα ἀκούσασα ἡ χήρα ἐν σπουδῇ τῷ προφήτῃ ἀπεκρίθη
ὡς «οὐκ ἔστι μοι ἐγκρυφίας, ἀλλ’ ἢ ἄλευρον δρακός, ὅπερ βούλομαι
ποιῆσαι εἰσελθοῦσα, ἵνα φάγω σὺν τοῖς τέκνοις μου·
οὐδὲν δὲ τῆς δρακός μοι πλέον τι περιλείπεται ἢ μόνος ὁ θάνατος.»
Πρὸς δὲ τῆς χήρας τὴν φωνὴν ἐκινεῖτο καὶ συνέπασχε
διαλογιζόμενος ὡς «ἐμοῦ πλέον τήκεται
καὶ τῷ λιμῷ ἐκθλίβεται ἡ χήρα, εἰ μὴ φθάσει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(16) Νῦν στενά μοι, φησί, τὰ τοῦ γυναίου· κἂν πεινῶ γὰρ ἐγώ, ὑπάρχω μόνος,
μετὰ τέκνων δὲ ἐκλιμώττει ἡ χηρεύουσα πρὸς ἣν παραγέγονα.
Μὴ γένωμαι ὁ ξένος τοῦ θανάτου ταύτης πρόξενος,
μηδὲ τῇ ξενοδόχῳ τεκνοκτόνος λογισθήσομαι, ἀλλ’ ἴδω νῦν πρὸς ἔλεον·
πρὸς πάντας ἔσχον ἀπαθῶς, πρὸς δὲ ταύτην μεταβάλλομαι·
ἐκθήσω τὴν φύσιν μου οἰκτιρμοῖς συναγάλλεσθαι·
οἰκτίρμων γὰρ καθέστηκεν ὁ αἴτιος τῶν πάντων, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(17) προφήτης τῇ χήρᾳ ἀπεκρίθη· «Δρὰξ μέν ἐστιν ἀλεύρου σοι, ὡς ἔφης·
οὐκ ἐκλείψει <σοι> ἡ ὑδρία, ὁ καμψάκης δὲ τὸ ἔλαιον βλύσει σοι.»
Καὶ λόγοις μὲν Ἠλίας εὐλογίαν ἐχαρίσατο,
ὁ κτίστης δὲ εὐθέως ὡς φιλότιμος καὶ εὔσπλαγχνος τὸ ἔργον ἐπήγαγε·
τοῦ μὲν προφήτου τὸν σκοπὸν ἐκπληρῶν, φησίν, ὁ πάνσοφος,
τὸ δὲ ἀληθέστερον τῆς καλλίστης προφάσεως
δραξάμενος, χαρίζεται τὸ ἄφθονον τῇ χήρᾳ ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(18) ήμασι Θεὸς προφήτου ἐπεκάμφθη καὶ τροφὴν παρεῖχε τούτῳ καὶ τῇ χήρᾳ·
ὁ Ἠλίας δὲ οὐδὲ ὅλως ἐσπλαγχνίζετο, ἀλλ’ ἔμενεν ἄκαμπτος.
Ὁ εὔσπλαγχνος δὲ βλέπων τὸν λαὸν διαφθειρόμενον
καὶ τοῦτον ἀπειθοῦντα, ἐφ’ ἑτέραν τέχνην πάνσοφον μετῆλθεν ὡς δίκαιος.
Τὸν γὰρ τῆς χήρας ὑϊὸν τελευτήσαντα ἀπέδειξεν,
ἵνα κἂν τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἄλλην περίστασιν
τῆς χήρας θεασάμενος βοήσῃ· «Δὸς τοὺς ὄμβρους, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(19) ς οὖν εἶδεν ἡ χήρα νεκρωθέντα τὸν υἱόν, ἐπανέστη τῷ προφήτῃ,
«εἴθε, λέγουσα, τῷ λιμῷ προαποτέθνηκα πρὶν ἤ σε θεάσωμαι·
συνέφερε γὰρ πάλαι τελευτῆσαί με λιμώττουσαν
καὶ μὴ τὸν ὑϊόν μου θεωρεῖν με νεκρὸν κείμενον ἐν τῇ παρουσίᾳ σου.
Οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ μισθοὶ τῆς καλλίστης δεξιώσεως·
ὑπῆρχον γὰρ εὔτεκνος πρὶν ἐλθεῖν σε, ὦ ἄνθρωπε·
ἐλθὼν δὲ ἀτεκνίαν μοι παρέσχες ὀνομάσας τὸν μόνον φιλάνθρωπον.»

(20) Μάλα μὲν ἐκρατεῖτο ὑπὸ χήρας ὁ κρατήσας νεφῶν τε καὶ τῶν ὄμβρων
καὶ συνείχετο ὑπὸ μίας ὁ τοὺς ἅπαντας συνέχων διὰ ῥήματος·
γυνὴ δὲ παναθλία, πάσης ἄμοιρος δυνάμεως,
τὸν λόγῳ καὶ δυνάμει οὐρανοὺς κρατεῖν νομίζοντα κρατεῖ ὡς κατάδικον,
καὶ συμπλακεῖσα μανικῶς ὡς φονέα εἰς κριτήριον
καθεῖλκε κραυγάζουσα· «Δός μοι γόνον ὃν ἔκτεινας·
οὐ χρῄζω τοῦ ἀλεύρου σου· μὴ θρέψῃ με νομίζων <γενέσθαι φιλάνθρωπος.>

(21) ρτους ἐν τῇ γαστρί μου κατασπείρας τὸν καρπὸν τῆς γαστρός μου καὶ τὸν κλάδον
ἐξερρίζωσας, καὶ πωλεῖς μοι <⏑⏑–⏑⏑> τὰ δῶρα τὰ βρώσιμα·
ψυχὴν ἀντὶ ἀλεύρου καὶ ἐλαίου ἐμεθόδευσας·
ἐγὼ δὲ δυσωπῶ σε ἀνατρέψαι τὸ συνάλλαγμα καὶ δοῦναι ὃ ἔλαβες·
ἢ τοῖς θανάτοις τοῦ λαοῦ οὐκ ἠρκέσθης, ἀλλ’ ἐσπούδασας
τοῦ οἴκου μου ἅψασθαι; Τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου μου
ἀπόλυσον καὶ κόμισον ψυχήν μου ἀντ’ ἐκείνης, καὶ γενοῦ φιλάνθρωπος.»

(22) Νυγεὶς τούτοις ὡς κέντροις ὁ Ἠλίας, αἰσχυνόμενος κράζουσαν τὴν χήραν
ὑποπτεύουσαν ὡς αὐτὸς ἐξεβιάσατο ψυχὴν τοῦ υἱοῦ αὐτῆς,
καὶ θέλων ταύτην πεῖσαι διὰ λόγων οὐκ ἠδύνατο·
εἰδὼς ὡς ἠπιστεῖτο παρ’ αὐτῆς ἀπολογούμενος, ἐθρήνει γὰρ ἄπαυστα.
Ἀλλ’ ἀτενίσας εἰς οὐρανούς· «Οἴμοι, Κύριε, ἐβόησεν,
ὁ μάρτυς ὁ ἄμεμπτος τῆς λαβούσης με σύνοικον,
σὺ ταύτην παρεκίνησας ἀπαιτεῖν με τὸ τέκνον, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(23) Οὐ πιστεύω, σωτήρ», παντοδυνάμῳ τῷ Θεῷ ὁ προφήτης ἀνεβόα,
«ὡς ὁ θάνατος τῷ παιδίῳ ἐκ τῆς φύσεως, ὡς πᾶσι, συμβέβηκεν·
ἀλλ’ ἔστι τοῦτο τέχνῃ τῆς σοφίας σου, ἀναμάρτητε,
καὶ πάντως μηχανᾶσαι κατ’ ἐμοῦ ἀνάγκην εὔσπλαγχνον, ἵνα ὅταν αἰτήσω σε
ὅτι τῆς χήρας τὸν υἱὸν νεκρωθέντα <ἐξ>ανάστησον
εὐθὺς ἀντιφθέγξῃ μοι· «Τὸν υἱόν μου τὸν Ἰσραὴλ
ἐλέησον θλιβόμενον καὶ πάντα τὸν λαόν μου», ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(24) Σῶσαι θέλων τὴν γῆν ὁ πανοικτίρμων τῷ Ἠλίᾳ εὐθέως ἀπεκρίθη·
«Νῦν τοὺς λόγους μου ἐνωτίζου φανερώτερον καὶ ἄκουέ μου λέγοντος.
Ὠδίνω καὶ σπουδάζω πρὸς τὴν λύσιν τῆς κολάσεως,
ἐπείγομαι τοῦ δοῦναι πᾶσι <τὴν> τροφὴν λιμώττουσιν· ὑπάρχω γὰρ εὔσπλαγχνος·
τοὺς τῶν δακρύων ὀχετοὺς βλέπων, ὡς πατὴρ συγκάμπτομαι,
οἰκτείρω ἐκλείποντας ὑπὸ πείνης καὶ θλίψεως·
ἁμαρτωλοὺς γὰρ βούλομαι τοῦ σῴζειν μετανοίᾳ, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(25) κουε οὖν, προφῆτα, παρρησίᾳ· καὶ γὰρ πάνυ εἰδέναι σε σπουδάζω·
ὡς χειρόγραφον εὐσπλαγχνίας με κατέχουσιν οἱ ἄνθρωποι ἅπαντες,
ἐν ᾧπερ συνεθέμην ὡς οὐ βούλομαι τὸν θάνατον
ἰδεῖν τῶν πλημμελούντων, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ζωὴν αὐτῶν. Μὴ οὖν ἀποδείξῃς με
ὡς ψευδολόγον παρ’ αὐτοῖς ἀλλὰ δέξαι μου τὴν αἴτησιν·
πρεσβείαν προσφέρω σοι· σὲ γὰρ μόνα τὰ δάκρυα
τῆς χήρας συνετάραξαν, ἐγὼ δὲ περὶ πάντας ὑπάρχω φιλάνθρωπος.»

(26) Νοῦν καὶ φρένα τοῖς λόγοις τοῦ ὑψίστου ὁ Ἠλίας ὑπέθηκε καὶ ὦτα,
καὶ ὑπέταξε τὴν ψυχὴν καὶ ἐκαλλώπισεν αὐτὴν ἐν τοῖς ῥήμασι,
καὶ εἶπε· «Γενηθήτω <οὖν> τὸ θέλημά σου, δέσποτα·
παράσχου καὶ τοὺς ὄμβρους καὶ ζωὴν τῷ τελευτήσαντι, καὶ ζώωσον τὰ σύμπαντα·
ζωὴ ὑπάρχων ὁ Θεὸς καὶ ἀνάστασις καὶ λύτρωσις,
παράσχου τὴν χάριν σου τοῖς ἀνθρώποις καὶ κτήνεσιν·
αὐτὸς γὰρ μόνος δύνασαι τὰ πάντα περισῴζειν, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(27) Εὐθὺς ταῦτα εἰπόντος τοῦ προφήτου, ἀπεκρίθη πρὸς τοῦτον ὁ οἰκτίρμων·
«Τὴν προαίρεσιν ἐδεξάμην καὶ ἐπῄνεσα, καὶ σπεύδω τιμῆσαί σε.
Ἐγὼ ὑπὲρ ἐκείνων παρὰ σοῦ τὴν χάριν ἔλαβον·
γενοῦ δὲ σὺ μεσίτης καὶ χορήγησον τὴν χάριν μου· οὐδὲ γὰρ ἀνέχομαι
καταλλαγῆναι χωρὶς σοῦ, ἀλλὰ βάδισαι καὶ μήνυσον
τῶν ὄμβρων τὸ χάρισμα, ἵνα πάντες κραυγάσωσιν
ὅτι ὁ πρώην ἄσπλαγχνος ἐφάνη νῦν ἐξαίφνης πρὸς πάντας φιλάνθρωπος.

(28) παγε οὖν ταχέως, ὦ προφῆτα, καὶ ὀφθεὶς Ἀχαὰβ εὐαγγελίζου,
καὶ ἐντέλλομαι ταῖς νεφέλαις καὶ ποτίσουσι τὴν γῆν ἐν τοῖς ὕδασι·
τὴν τούτων χορηγίαν σὺ ἀπόφηναι, ὦ φίλε μου·
ἐγὼ δὲ ὑπογράψω ταῖς τοιαύταις ἀποφάσεσι, τιμῶν σου τὸ εὔγνωμον.»
Ἀκούσας ταῦτα παρευθὺ προσεκύνησε τὸν ὕψιστον,
βοῶν τῷ οἰκτίρμονι· «Πολυέλεον οἶδά σε·
γινώσκω ὡς μακρόθυμος ὑπάρχεις, ὁ Θεός μου, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(29) Φοβηθεὶς οὖν τὸ πρόσταγμα ἐκτρέχει <τότε> πρὸς τὸν Ἀχαὰβ ὁ προφήτης
καὶ εὐαγγέλια πρὸς ἐκεῖνον ἀποφθέγγεται ὡς εἶπεν ὁ εὔσπλαγχνος.
Εὐθὺς δὲ αἱ νεφέλαι τῇ προστάξει τοῦ ποιήσαντος
ἐγκύμονες ὑδάτων τὸν ἀέρα ἐπενήξαντο, τοὺς ὄμβρους πηγάζουσαι·
ἠγαλλιάσατο δὲ ἡ γῆ καὶ ἐδόξαζε τὸν Κύριον·
τὸν παῖδα μὲν ἔλαβεν ἀναστάντα τὸ γύναιον·
σὺν πᾶσιν <δ’> ἐπευφραίνετο Ἠλίας καὶ ἀνευφήμει τὸν μόνον φιλάνθρωπον.

(30) δη χρόνου τοσούτου προϊόντος τῶν ἀνθρώπων ἑώρα τὴν κακίαν
καὶ ἐμελέτησε βαρυτέραν ἀποφήνασθαι Ἠλίας τὴν κόλασιν.
Ἰδὼν δὲ ὁ οἰκτίρμων τῷ προφήτῃ ἀπεκρίνατο·
«Τὸν ζῆλον ὅνπερ ἔχεις πρὸς τὸ δίκαιον ἐπίσταμαι, καὶ οἶδα τὴν πρόθεσιν·
ἀλλὰ συμπάσχω ἁμαρτωλοῖς ὅταν ἄμετρα κολάζωνται·
ὀργίζει ὡς ἄμεμπτος καὶ οὐ δύνῃ ἀνέχεσθαι;
Ἐγὼ δὲ οὐκ ἀνέχομαι οὐδένα ἀπολέσθαι ὡς μόνος φιλάνθρωπος.»

(31) Μετὰ ταῦτα δὲ βλέπων ὁ δεσπότης ὡς ἀπότομος οὗτος πρὸς ἀνθρώπους,
προὐνοήσατο τοῦ γένους, καὶ ἐχώρισεν Ἠλίαν τῆς γῆς αὐτῶν,
«Χωρίζου, λέγων, φίλε, τῆς ἀνθρώπων κατοικήσεως·
ἐγὼ δὲ πρὸς ἀνθρώπους ὡς οἰκτίρμων καταβήσομαι, γενόμενος ἄνθρωπος.
Ἀνέρχου τοίνυν ἀπὸ τῆς γῆς ὡς ἐνέγκαι μὴ δυνάμενος
ἀνθρώπων τὰ πταίσματα· ἀλλ’ ἐγὼ ὁ οὐράνιος
ἁμαρτωλοῖς συνέσομαι καὶ ῥύσομαι πταισμάτων, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(32) Εἰ οὐ δύνῃ, ὡς εἶπον, ὦ προφῆτα, συνοικεῖν τοῖς ἀνθρώποις πλημμελοῦσι,
δεῦρο μέτελθε καὶ κατοίκει ἀναμάρτητα χωρία τῶν φίλων μου·
ἐγὼ δὲ καταβαίνω ὁ τὸ πρόβατον δυνάμενος
τὸ ἐκπεπλανημένον ἐν τοῖς ὤμοις <αἴρειν> φέρειν τε καὶ κράζειν τοῖς πταίουσι·
δρομαῖοι πάντες ἁμαρτωλοί, δεῦτε πρός με, ἀναπαύεσθε·
ἐγὼ γὰρ ἐλήλυθα, οὐ κολάσαι οὓς ἔπλασα,
ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτήσαντας ἁρπάσαι ἀσεβείας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»

(33) δοὺ τύπος Ἠλίας τῶν μελλόντων ἐν τῷ ὕψει στελλόμενος ἐδείχθη.
Ὁ Θεσβίτης γὰρ ἀνελήφθη ἐπὶ ἅρματος πυρός, καθὼς γέγραπται·
Χριστὸς δὲ ἀνελήφθη ἐν νεφέλαις καὶ δυνάμεσι.
Ἀλλ’ οὗτος Ἐλισσαίῳ μηλωτὴν ἐξ ὕψους ἔπεμψεν· ὁ Χριστὸς δὲ κατέπεμψε
τοῖς ἀποστόλοις τοῖς ἑαυτοῦ τὸν παράκλητον καὶ ἅγιον
ὃν πάντες ἐλάβομεν οἱ τὸ βάπτισμα ἔχοντες,
δι’ οὗ ἁγιαζόμεθα, ὡς πάντας ἐκδιδάσκει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

~•~

Advertisement