Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
2. Οι αποδόσεις του Π. Α. Σινόπουλου (3/3)
Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes.
Για ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς εδώ. Για το πρώτο μέρος των αποδόσεων Σινόπουλου βλ. εδώ. Για το δεύτερο βλ. εδώ.
~.~
Αυτός ο ύμνος, ο μόνος από όλους τους μεταφρασμένους ύμνους που αφορά ένα παλαιοδιαθηκικό πρόσωπο, τον προφήτη Ηλία, είναι ξεχωριστός τόσο για το λογοτεχνικό πρότυπο που ακολουθεί ο Ρωμανός μα, κι εξαιτίας αυτού, και για τον ιδιαίτερο τρόπο παρουσίασης του θέματός του. Η όλη δομή του ύμνου βασίζεται σε μια οιονεί αντιστροφή ρόλων: ο Ηλίας, ένας άνθρωπος, προφήτης, παρουσιάζεται σχεδόν ως ζηλωτής κι εκδικητικός παλαιοδιαθηκικός Θεός κι ο ίδιος ο Θεός έχει τα χαρακτηριστικά του σπλαχνικού Θεού πατέρα της Καινής Διαθήκης. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε τον Θεό να μετέρχεται πρακτικές για να παγιδεύσει τον άνθρωπο-προφήτη (στην ευσπλαχνία) που θυμίζουν αρχαιοελληνικούς ανθρωπομορφισμούς˙ φτάνει μάλιστα κάποια στιγμή ο Θεός Δημιουργός να πει στο πλάσμα του: «σε σένα μεσιτεύω». Το χιούμορ κι η ειρωνεία που εκλύει η ρωμανική ανάπτυξη του ύμνου, ακολουθώντας κατά τα άλλα τον καμβά της βιβλικής αφήγησης, επ’ ουδενί δεν θίγει τη φύση των ιερών προσώπων (του Θεού και του Ηλία), αλλ’ αντιθέτως επικυρώνει τη θεολογική αλήθεια του σπλαχνικού και συγχωρητικού Θεού που θέλει ο Ρωμανός να προβάλλει (αλλά και την πιστότητά του έναντι των υποσχέσεων που δίνει στον προφήτη του). Όλος λες ο ύμνος είναι μια απόπειρα διαρκούς υπενθύμισης, στον ζηλωτισμό των πιστών, του βιβλικού (θεϊκού) λόγου περί της παρουσίας του Θεού στην ευσπλαχνία και το έλεος: ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. Μια τελευταία λέξη για το πρότυπο του Ρωμανού. Το συγκεκριμένο θέμα, όπως έχει ήδη λεχθεί, ανιχνεύεται στη συριακή παράδοση, κι από εκεί πέρασε στην ελληνική διαμέσου του Βασιλείου Σελευκείας, που ούτως ή άλλως αποτέλεσε μία από τις ισχυρότερες επιδράσεις του Ρωμανού. Κι όμως η ποιητική ιδιοφυΐα του Μελωδού είναι αυτή που του έδωσε δραματουργική ζωντάνια, με τον διάλογο των προσώπων αλλά και τον εσωτερικό διάλογο, που διερμηνεύει, εκθέτοντας και περιγράφοντας παραστατικά, τις ψυχικές διαθέσεις των ηρώων. Στο τέλος δε, καταφέρνει να συγκεράσει την αντίθεση και διάσταση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης μέσα από το ενιαίο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων, δηλώνοντας την άρρηκτη ενότητά τους σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία, όπως καταδηλώνει η στάση του σπλαχνικού Θεού, η απόφασή του για την σάρκωσή του αλλά και η συγκριτική συσχέτιση της αποστολής και της αναχώρησης του Χριστού προς αυτής του Ηλία. Ίσως-ίσως όλα αυτά να συναποτέλεσαν και τους λόγους της μεγάλης και ευρείας δημοφιλίας του, όπως μαρτυρούν και τα χειρόγραφα.
~•~
~.~
ΥΜΝΟΣ ΜΖ´
( «κοντάκιον εἰς τὸν προφήτην Ἠλίαν» VII-45 )
Κοντάκιο στὸν ἅγιο προφήτη Ἠλία
μ’ αὐτὴ τὴν ἀκροστιχίδα:
ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗΝ ΗΛΙΑΝ Ο ΡΩΜΑΝΟΣ ΑΝΕΥΦΗΜΕΙ
Προοίμιο
Προφήτη, ποὺ προβλέπεις
τὶς μεγαλουργίες τοῦ Θεοῦ μας,
Ἠλία μεγαλώνυμε,
ποὺ μὲ προσταγή σου σταμάτησες
τὰ νεροστάλαχτα νέφη,
μεσίτευε γιὰ ἐμᾶς
στὸν μόνο φιλάνθρωπο.
Οἶκος 1.
Τὴν πολλὴ τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτία
καὶ τὴν πολλὴ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία
παρατήρησε ὁ προφήτης
κι ἐταράχτηκε ὁ Ἠλίας κι ἐθύμωσε
καὶ λόγια μ’ ἀσπλαχνία
ὕψωσε στὸν Εὔσπλαχνο,
καὶ εἶπε, ὀργίσου τώρα
μ’ αὐτοὺς ποὺ σ’ ἀπαρνήθηκαν,
κριτὴ δικαιότατε.
Ἀλλὰ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἀγαθοῦ
δὲν τὰ παρακίνησε
γιὰ νὰ τιμωρήσουνε
ὅσους τὸν ἀρνήθηκαν,
γιατὶ ὅλους σὲ μετάνοια
πάντοτε περιμένει
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 2.
Ὅταν ὅλη τὴ γῆ μὲς σ’ ἁμαρτίες
τὴν ἀγνάντεψε τότε ὁ προφήτης
καὶ τὸν Ὕψιστο, μὰ καθόλου
νὰ μὴν ὀργίζεται, ἀλλὰ ν’ ἀνέχεται,
τὸν κυρίεψε μανία
καὶ παίρνει μάρτυρα τὸν Εὔσπλαχνο:
Ἐγὼ θ’ ἀποφασίσω
νὰ χτυπήσω τὴν ἀσέβεια
ὅσων σ’ ἐξοργίζουνε.
Ἀπ’ τὴν πολλή σου ὑπομονὴ
ὅλοι αὐτοὶ σὲ καταφρόνησαν
καὶ δὲν σὲ ὑπολόγισαν,
πατέρα σπλαχνικέ.
Κι ἐσύ, καθὼς φιλότεκνος,
λυπᾶσαι τοὺς γιούς σου
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 3.
Νά, θὰ δικάσω ἐγὼ ἀντὶ ὁ Χτίστης,
τοὺς ἄσεβους στὴ γῆ θὰ ἐξολοθρέψω
καὶ θὰ βάλω τιμωρία.
Μὰ φοβᾶμαι τὴ θεία ἀγαθότητα,
ποὺ μὲ λίγα δάκρυα
μετανοιώνει ὁ Φιλάνθρωπος.
Τώρα λοιπὸν τί νὰ σκεφτῶ
σὲ τόση ἀγαθότητα
καὶ νὰ σβύσω τὴ λύπηση;
Τὸν ψῆφο μου θὰ δέσω μ’ ὅρκο,
κι ἔτσι θὰ δεσμεύεται
ν’ ἀλλάξη ὁ δίκαιος
αὐτὴ τὴν ἀπόφαση,
μὰ καὶ θ’ ἀναγνωρίση
τὴν γνώμη μου ὡς ἀφέντης
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 4.
Προπορεύεται ὁ ὅρκος στὴ γνώμη
καὶ προοίμιο ἤτανε στὶς ἀποφάσεις.
Ἀλλ’ ἂν θέλετε, ἂς πᾶμε
στὴ Βίβλο νὰ δοῦμε τὰ λόγια της.
Καὶ λέει ὁ προφήτης
θυμωμένος, ὅπως γράφεται:
Ὁ Κύριος ζῆ, δὲν θἄρθη
οὔτε δροσιά, μηδὲ βροχή,
παρὰ μὲ τὸν λόγο μου.
Ἀλλ’ ἀμέσως ὁ Βασιλιᾶς
στὸν Ἠλία ἀποκρινόταν:
Ἂν ἰδῶ μετάνοια
κι ἀναβλύζουνε δάκρυα,
εὐσπλαχνία δὲν δύναμαι
νὰ μὴ δώσω στοὺς ἀνθρώπους,
σὰ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 5.
Ρητορεύει μὲ θάρρος ὁ προφήτης
καὶ προβάλλει τὴ δύναμη τοῦ ὅρκου.
Καὶ λέει, σὲ σέ, τὸ Θεὸ
τῶν ὅλων, ὁρκίστηκα, πανάγιε Δέσποτα,
βροχὴ νὰ μὴ σταλάξη,
παρὰ καὶ πάλι, μὲ τὸν λόγο μου.
Κι ὅταν θὰ δῶ νὰ εἶναι
ὁ λαὸς μετανοιωμένος,
ἐγὼ θὰ σ’ ἱκετέψω.
Στὴ δική σου ἐξουσία
δὲν εἶναι, δικαιότατε,
νὰ πάψης τὴν τιμωρία
μὲ τὸν ὅρκο ποὺ ἔβαλα.
Τήρησέ τον καὶ σφράγισ’ τον,
σφίγγοντας τὴν καρδιά σου,
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 6.
Οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ τὴν πεῖνα λιγοστεύαν,
καθώς, ἐκείνη, τὴ γῆ πολιορκοῦσε.
Μὲ ὀδυρμοὺς ὑψῶναν
τὰ χέρια στὸν Πολυεύσπλαχνο
κι ἔτσι ἐθλιβόταν
ὁ Δεσπότης, κι ἀπ’ τὴ μιὰ
τὴν καρδιά του ἄνοιγε
σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἱκέτευαν
κι ἔτρεχε νὰ τοὺς ἐλεήση,
κι ἀπ’ τὴν ἄλλη, ντρεπόταν τὸν προφήτη
καὶ τὸν ὅρκο ποὺ ὁρκίστηκε.
Τὴν βροχὴ δὲν τὴν δίνει,
ἀλλὰ σκέφτηκε κάτι
ποὺ θά ’θλιβε, θὰ πίεζε
τὴν ψυχὴ τοῦ προφήτη,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 7.
Φανατισμένον τὸν εἶδε ὁ Δεσπότης
τὸν Θεσβίτη γιὰ τοὺς συνανθρώπους του,
κι ἔκρινε δίκιο, μὲ πεῖνα μαζὶ
μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ τιμωρηθῆ καὶ ὁ δίκαιος,
ὥστε χωρὶς τροφή,
νὰ πιεστῆ καὶ νὰ σκεφτῆ,
γιὰ τὴν ἀπόφασή του
καὶ γιὰ τὸν ὅρκο του, φιλάνθρωπα
κι ἡ τιμωρία νὰ πάψη.
Κι εἶν’ ἀλήθεια φοβερὸ
τοῦ στομαχιοῦ τὸ ἀπαραίτητο.
Καὶ κάθε ἔμψυχο,
λογικὸ μὰ καὶ ἄλογο,
ἀπὸ σοφία τῆς θεότητος
μὲ τροφὴ τὸ κρατάει
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 8.
Ἡ κοιλιὰ συμφωνοῦσε μὲ τὸ σῶμα
κι ἀπ’ τὸ νόμο τοῦ σώματος ἀναγκασμένη
ἔκαν’ ἐπίθεση στὸν πρεσβύτη,
πολεμῶντας νὰ τοῦ ἀλλάξη γνώμη.
Κι αὐτὸς καθὼς λιθάρι,
ἀντιστεκόταν ἀδιάφορος,
ἔχοντας τὸν ζῆλο
ἀντὶ γιὰ φαγητὸ ὁτιδήποτε,
κι ἐκεῖνος τοῦ ἀρκοῦσε.
Τὸν εἶδε τότε ὁ Κριτὴς
κι ἀνακούφισε τὴ φτώχεια
στὸν πεινασμένο φίλο,
γιατὶ μὲ ἄδικους καὶ ἄνομους
νὰ πεινάη κι ὁ δίκαιος,
δίκαιο δὲν τὸ νόμισε
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 9.
Τότε ὁ Πολυεύσπλαχνος κανόνισε
μὲ κάθε σοφία τὸ πῶς θὰ τρέφεται,
καὶ στοὺς κόρακες τοὺς ἄσπλαχνους
διατάζει νὰ τοῦ δίνουνε τροφή,
γιατί στῶν κορακιῶν τὸ γένος
δὲν ὑπάρχει λύπηση,
δὲν δίνουνε τροφὴ
σὰ γονεῖς στὰ παιδιά τους οὐδέποτε,
ἀλλ’ ἄνωθεν τρέφονται.
Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ αὐτὸς
ἐκατάντησε μισότεκνος
σὲ τρόπους καὶ σκέψη
τοὺς μισότεκνους κόρακες
γιὰ τοῦτον τὸν μισάνθρωπο
πάνσοφα τοὺς ὡδήγησε
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 10.
Ἡ πολλή σου, τοῦ λέει, φιλοθεΐα,
―ὁ Θεὸς στὸν Ἠλία ἐξηγεῖ―
μὴ σοῦ φέρη μισάνθρωπη
διάθεση, μὰ κύττα τοὺς κόρακες.
Αὐτοὶ γιὰ τὰ δικά τους
μικρὰ εἶναι μισότεκνοι,
κι αἴφνης, καθὼς τὸ βλέπεις,
γιὰ ἐσὲ εἶναι φιλότιμοι
κι ἀλλάξανε τώρα.
Ὑπηρέτες ἔγιναν
τῆς δικῆς μου εὐσπλαχνίας,
καὶ νὰ φᾶς σοῦ προσφέρουνε.
Κι ὅπως βλέπω, δὲν δύναμαι
νὰ σὲ πιέσω ν’ ἄλλαζες
γνώμη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους,
σὰ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 11.
Νὰ σέβεσαι ὀφείλεις τώρα προφήτη,
καὶ νὰ μιμῆσαι στὴν ὑπακοὴ τὰ ζῶα.
Πῶς τ’ ἄσπλαχνα ἐμὲ τὸν σπλαχνικὸ
μὲ σεβαστήκανε κι ἀμέσως ἄλλαξαν;
Τιμῶ τὴν φιλία σου,
δὲν ἀκυρώνω τὴν ἀπόφαση,
μὰ πῶς νὰ ὑποφέρω
θλίψη καὶ ὀδυρμὸ βαρὺ
στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔπλασα.
Τὸ κλάμα καὶ τὰ δάκρυα
πῶς νὰ τ’ ἀντέξω ἀπ’ τὰ νήπια
κι ἀπὸ τὰ ζῶα τ’ ἄναρθρο
μουγκριτὸ ποὺ μοῦ ἔρχεται;
Ἐγὼ ἐτοῦτα ὅλα
τὰ συμπονῶ σὰν πλάστης
καὶ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 12.
Ἡ ὄψη ἀγρίεψε μ’ αὐτὰ τοῦ προφήτη
κι ἀποκρίθηκε τότε στὸν Δεσπότη:
Μήτε κόρακες ὑπηρέτες
νὰ μὲ ταΐζουνε μὴ στείλης, Δέσποτα.
Ἡ πεῖνα νὰ μὲ λιώση
προτιμῶ, πανάγιε,
φτάνει νὰ τιμωρήσω
τοὺς ἄσεβους, κι εἶναι γιὰ μὲ
μεγάλη ξεκούραση.
Καὶ δὲ μὲ νοιάζει νὰ χαθεῑ
μ’ ὅλους ποὺ σὲ ἀπαρνήθηκαν.
Γι’ αὐτὸ μὴ μὲ σπλαχνίζεσαι,
μὴ λυπᾶσαι γιὰ τὴν πεῖνα μου,
μονάχα ἐξολόθρεψε
στὴ γῆ τὸν κάθε ἁμαρτωλό,
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 13.
Λόγια τέτοια σὰν ἄκουσε ὁ Χτίστης,
διώχνει ἀπὸ τὴ χώρα τὸν προφήτη,
διατάζοντας τὰ ὄρνια
νὰ μὴν τοῦ δίνουνε φαΐ, καθὼς προτύτερα,
καὶ τὸν στέλνει πεινασμένον
στὴ χήρα στὰ Σάραφθα,
λέγοντας «θὰ διατάξω
μιὰ γυναίκα νὰ σὲ τρέφη,
καὶ σωστὰ τ’ ἀποφάσισα»
―γιατὶ ἦταν χήρα καὶ ἐθνικὴ
ἡ γυναίκα ποὺ σ’ ἐκείνη τὸν ἔστελνε
καὶ τὰ παιδιά της τὰ λάτρευε―
γιὰ ν’ ἀκούση ὁ δίκαιος
τῆς ἐθνικῆς τὸ ὄνομα
καὶ νὰ φωνάξη: βροχὴ δῶσε
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 14.
Ἰουδαῖοι μαζὶ μ’ ἀλλοεθνεῖς
νὰ τρῶνε δὲν ἐπιτρεπόταν.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν τὸν Ἠλία
σὲ γυναίκα ἀλλόφυλη τὸν ὡδήγησε,
ὥστε ἀηδιάζοντας
τὸ φαγητὸ ἀπὸ κείνη,
γιὰ τὴ βροχὴ ἀμέσως
νὰ παρακαλέση τὸν φιλάνθρωπο.
Μὰ δὲν ἐλογάριασε
πὼς πρέπει ἐθνικοὺς ν’ ἀποφεύγη,
καὶ τρέχει γιὰ τὴ γυναίκα
νὰ φάη ἀπαιτῶντας σ’ αὐτὴν
μὲ μεγάλη τραχύτητα.
Ἐμέ, τῆς λέει, γυναίκα,
μὲ πρόσταξε νὰ μοῦ δώσης
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 15.
Ἀλλ’ αὐτὰ σὰν ἄκουσε ἡ χήρα
ἀμέσως στὸν προφήτη ἀποκρίθη
ὅτι «ψωμὶ ἐγὼ δὲν ἔχω,
παρὰ μιὰ χούφτα ἀλεύρι, ποὺ τὸ θέλω
νὰ πάω νὰ τὸ ἑτοιμάσω,
γιὰ νὰ φάω μὲ τὰ παιδιά μου.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τ’ ἀλεύρι
τίποτα πιὰ δὲν μοῦ ἀπομένει,
παρὰ μόνον ὁ θάνατος».
Καὶ μὲ τῆς χήρας τὰ λεγόμενα
συγκινιόταν κι ὑπόφερε
διαλογιζόμενος:
Πιὸ πολὺ κι ἀπὸ μένα λιώνει
κι ἀπὸ τὴν πεῖνα βασανίζεται
ἡ χήρα, ἐκτὸς καὶ φτάση
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 16.
Νὰ πεινῶ τώρα ἐγώ, εἶμαι μόνος μου,
μὰ μὲ θλίβει μ’ αὐτὰ ἡ γυναίκα,
ποὺ πεινάει μὲ τὰ παιδιά της,
αὐτὴ τὴ χήρα, ποὺ σπίτι της ἦρθα.
Ἂς μὴ γίνω, ἐγὼ ξένος,
αἴτιος τοῦ θανάτου της,
κι οὔτε γι’ αὐτὴν τὴ φιλόξενη
νὰ φανῶ τῶν παιδιῶν της φονιᾶς
μὰ τώρα ἂς δῶ φιλάνθρωπα.
Τοὺς πάντες δὲν τοὺς συμπαθῶ,
μὰ γι’ αὐτὴν ἂς ἀλλάξω.
Ἂς συνηθίσω τὴν καρδιά μου
νὰ χαίρεται στὸν οἶκτο,
γιατὶ εἶναι σπλαχνικὸς
ὁ αἴτιος τῶν πάντων,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 17.
Ὁ προφήτης στὴ χήρα ἀποκρίθηκε:
Ἔχεις μιὰ χούφτα ἀλεύρι, καθὼς εἶπες,
μὰ δὲν θ’ ἀδειάση τὸ πιθάρι
καὶ λάδι θὰ βγάλη τὸ ροΐ.
Κι ἐνῶ μὲ λόγια ὁ Ἠλίας
τὴν εὐλογία χάρισε,
ἀμέσως καὶ ὁ Χτίστης,
σὰν σπλαχνικὸς καὶ φιλότιμος,
τὸ ἔργο παρουσίασε.
Τοῦ προφήτη τὸ σκοπὸ
βοήθησε, καθὼς λέει, ὁ πάνσοφος,
μὰ εἶναι σωστότερο,
πὼς τὴν πιὸ καλὴ πρόφαση
ἁρπάζοντας, χαρίζει
τὴν ἀφθονία στὴ χήρα,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 18.
Ρίχνει τροφὴ σ’ ἐκεῖνον καὶ στὴ χήρα,
γιατί ὁ Θεὸς στὰ λόγια τοῦ προφήτη λύγισε.
Μὰ ὁ Ἠλίας καθόλου
δὲ λυπότανε κι ἔμενε ἀλύγιστος.
Ὁ Σπλαχνικὸς ἐκύτταζε
τὸν κόσμο νὰ χάνεται
κι αὐτὸς νὰ μὴν ἀκούη,
κι ἄλλη μαστοριὰ σπουδαία
σκέφτηκε σὰν δίκαιος.
Καὶ τότε τῆς χήρας τὸ γιὸ
τὸν ἔκαμε καὶ πέθανε
τουλάχιστον τὰ δάκρυα
καὶ τὴν τόση περίσταση
τῆς χήρας ἀντικρύζοντας,
νὰ φωνάξη: δῶσε τὴ βροχή,
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 19.
Ὡς εἶδε ἡ χήρα πεθαμένον
τὸ γιό της, ὁρμάει στὸν προφήτη
λέγοντας: μακάρι ἀπὸ τὴν πεῖνα
νἄχα πεθάνει πρὶν νὰ σ’ ἀντικρύσω.
Καλύτερα ἦταν τότε
ἀπ’ τὴν πεῖνα νὰ ἐπέθαινα
καὶ ὄχι τὸ λεβέντη μου
νὰ τὸν βλέπω νεκρό, νὰ βρίσκεται
ξαπλωμένος μπρός σου.
Δὲν μοῦ ’πρεπε αὐτὸ πληρωμὴ
γιὰ τὸ καλό σου δέξιμο!
Μιὰ μάνα χαρούμενη
ἤμουν πρὶν ἐρθῆς, ἄνθρωπε,
μὰ ἦρθες καὶ μοῦ στέρησες
τὸ γιό μου, κι ἂς ἐκάλεσες
τὸν μόνο φιλάνθρωπο.
Οἶκος 20.
Μεγάλη ἦταν ἡ δύναμη τῆς χήρας
σ’ ἐκεῖνον ποὺ δύναμη εἶχε σὲ βροχὴ καὶ νέφη.
Ἦταν στὰ χέρια μιᾶς
κι ἂς ἦσαν στὰ χέρια του οἱ πάντες μὲ τὸ λόγο του.
Γυναίκα τιποτένια
δίχως νἄχη καμμιὰ δύναμη,
αὐτόν, ποὺ λέει πὼς κρατάει
τοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴ δύναμή του καὶ τὸ λόγο του,
τὸν κρατᾶ σὰν κατάδικον
καὶ σὰν τρελὴ τὸν ἅρπαξε
καὶ γιὰ φονιὰ στὸ δικαστήριο
τὸν ἔσειρε σκούζοντας:
δός μου τὸ γιὸ ποὺ μοῦ σκότωσες,
δὲ θέλω τὸ ἀλεύρι σου,
κι οὔτε φαΐ, ἂς πιστεύης
στὸν μόνο φιλάνθρωπο.
Οἶκος 21.
Ἂν καὶ χόρτασες μὲ ψωμιὰ τὴν κοιλιά μου
τὸν καρπὸ τῆς κοιλιᾶς μου καὶ τὸν κλάδο
τὸν ξερίζωσες καὶ μοῦ πουλᾶς
τὰ δῶρα τὰ φαγώσιμα.
Ψυχὴ μὲ τὸ ἀλεύρι
καὶ τὸ λάδι ἀγόρασες.
Μὰ ἐγὼ σὲ ἱκετεύω
διάλυσε τὴ συναλλαγὴ
καὶ δῶσε ὅ,τι πῆρες.
Μὴν τοῦ κοσμάκη οἱ θάνατοι
δὲ σοὔφτασαν, κι ἔτσι βιάστηκες
νὰ βλάψης καὶ τὸ σπίτι μου;
Τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ μου
λευτέρωσ’ τη καὶ ἅρπαξε
τὴν ψυχή μου γιὰ κείνη
καὶ γίνε φιλάνθρωπος.
Οἶκος 22.
Νυγμοὶ ἀπὸ καρφιὰ ἦσαν αὐτὰ γιὰ τὸν Ἠλία,
κι ἐντρεπόταν ποὺ ἔσκουζε ἡ χήρα
κι ὑποπτευόταν πὼς αὐτὸς
ἅρπαξε τὴν ψυχὴ τοῦ γιοῦ της.
Θέλοντας νὰ τὴν πείσει
μὲ λόγια δὲν μποροῦσε.
Καὶ βλέποντας πὼς ἐκείνη
δὲν πίστευε στὰ λόγια του
―μοιρολογοῦσε ἀσταμάτητα―
ἀνάβλεψε στοὺς οὐρανούς:
Ἀλλοίμονο, Κύριε, φώναξε
ὁ μάρτυρας ὁ ἄμεμπτος,
ὠιμὲ μ’ αὐτὴν ποὺ συγκατοίκησα!
Ἐσὺ τὴν παρακίνησες
νὰ μοῦ ζητᾶ τὸ παιδί της,
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 23.
Ὄχι, δὲν τὸ πιστεύω, Σωτήρα παντοδύναμε,
στὸ Θεὸ ἐφώναζε ὁ προφήτης,
πὼς ὁ θάνατος στὸ παιδὶ
ἦταν φυσικὸς καθὼς σὲ ὅλους,
μὰ τοῦτο εἶναι σκέψη
τῆς σοφίας σου, ἀναμάρτητε.
Σίγουρα βρῆκες τρόπο
νὰ μὲ κάμης γιὰ νὰ λυπηθῶ,
κι ὅταν θὰ παρακάλαγα
«τῆς χήρας το γιὸ
τὸν πεθαμένο ἀνάστησε»
ἀμέσως θὰ μοῦ ἀντίλεγες
«τὸ γιό μου τὸν Ἰσραὴλ
ἐλέησ’ τον ποὺ θλίβεται
καὶ ὅλον τὸ λαό μου».
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 24.
Σωτηρία τῆς γῆς ὁ Πανοικτίρμων θέλοντας,
ἀποκρίθηκε ἀμέσως στὸν Ἠλία:
πρόσεχε καλύτερα τώρα
τὰ λόγια μου κι ἄκου τί σοῦ λέω:
ὑποφέρω καὶ βιάζομαι
ἡ τιμωρία νὰ πάψη,
ἐπείγομαι νὰ δώσω
τροφὴ σὲ ὅλους ποὺ πεινοῦν,
γιατί εἶμαι σπλαχνικός,
καὶ σὰν πατέρας, βλέποντας
τὸ δάκρυ ποταμό, λυγίζω.
Λυπᾶμαι ὅσους χάνονται
ἀπὸ πεῖνα καὶ θλίψη,
θέλω μὲ τὴ μετάνοια
νὰ σώζω τοὺς ἁμαρτωλοὺς
σὰ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 25.
Ἄκου λοιπόν, προφήτη, μὴ διστάζης,
διότι προσπαθῶ καλὰ νὰ μάθης
πὼς γιὰ συμβόλαιο εὐσπλαχνίας
ὅλοι μ’ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι,
καὶ σ’ αὐτὸ συμφώνησα
πὼς δὲ θέλω νὰ ἰδῶ τὸ θάνατο
τῶν παραστρατημένων,
ἀλλὰ τὴ ζωή τους πιὸ πολύ.
Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ μὲ βγάλης
ψεύτη μπροστὰ σ’ αὐτούς,
κι ἂς δεχτῆς τὰ παρακάλια μου,
σὲ σένα μεσιτεύω.
Ἐσὲ μόνο τὰ δάκρυα
τῆς χήρας σὲ συντάραξαν,
ὅμως ἐγὼ γιὰ ὅλους εἶμαι φιλάνθρωπος.
Οἶκος 26.
Νοῦ καὶ ψυχὴ κι αὐτιὰ ἀνοίγει
στὰ λόγια τοῦ Ὑψίστου ὁ Ἠλίας
καὶ ὑπόταξε τὴν ψυχὴ
καὶ μὲ τὰ λόγια του τὴν ὀμόρφυνε
καὶ εἶπε: ἂς γίνη
τὸ θέλημά σου, Δέσποτα,
καὶ τὴ βροχὴ ἂς δώσης
καὶ ζωὴ σ’ αὐτὸν ποὺ πέθανε,
ζωογόνησε τὰ σύμπαντα,
ἀφοῦ ζωὴ εἶσαι σὺ ὁ Θεὸς
καὶ ἀνάσταση καὶ λύτρωση.
Δῶσε τὴ χάρη σου
σὲ ἀνθρώπους καὶ σὲ ζῶα,
ἐσὺ μονάχα τὸ μπορεῖς
τὰ πάντα νὰ γλυτώνης,
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 27.
Εὐθὺς αὐτὰ σὰν εἶπε ὁ προφήτης,
ἀποκρίθηκε σὲ τοῦτον ὁ Οἰκτίρμων:
ἐδέχτηκα τὴν καλὴ διάθεση
καὶ σ’ ἐπαινῶ κι ἀμέσως θὰ σὲ τιμήσω.
Ἐγὼ γιὰ ἐκείνους
ἀπὸ σὲ τὴ χάρη πῆρα,
γίνε κι ἐσὺ μεσίτης
καὶ νὰ δώσης τὴ χάρη μου,
γιατὶ δὲν ἀνέχομαι
χωριστὰ ἀπὸ σένα νὰ συμφιλιωθῶ.
Πήγαινε λοιπὸν κι ἀνάγγειλε
τῆς βροχῆς τὸ δῶρο,
κι ἔτσι ὅλοι νὰ φωνάξουνε
πὼς ὁ ἄλλοτε ἄσπλαχνος
ἔγινε ξάφνου τώρα
γιὰ ὅλους φιλάνθρωπος.
Οἶκος 28.
Ὑπάκου καὶ γρήγορα πήγαινε, προφήτη,
καὶ πὲς στὸν Ἀχαὰβ τὰ εὐχάριστα
καὶ θὰ διατάξω τὰ σύννεφα
μὲ νερὸ τὴ γῆ νὰ μουσκέψουνε.
Γιὰ τοῦτο τὸ δῶρο
ἐσὺ ἀποφάσισε, φίλε μου,
κι ἐγὼ θὰ ὑπογράψω
αὐτὴ τὴν ἀπόφαση,
τιμῶντας τὴν εὐγνωμοσύνη σου.
Κι ἀμέσως σὰν τ’ ἄκουσε
ἐπροσκύνησε τὸν Ὕψιστο
κι ἐφώναξε στὸν Οἰκτίρμονα:
πολυέλεος εἶσαι,
ξέρω καὶ μακρόθυμος
πὼς εἶσαι, Θεέ μου,
μόνε φιλάνθρωπε.
Οἶκος 29.
Φοβήθηκε ἀπ’ τὴν προσταγὴ καὶ τρέχει
γιὰ τὸν Ἀχαὰβ ὁ προφήτης
καὶ τοῦ λέει τὰ εὐχάριστα
ὅπως εἶπε ὁ Πολυεύσπλαχνος,
καὶ ἀμέσως τὰ σύννεφα,
μὲ προσταγὴ τοῦ Δημιουργοῦ,
νερὸ φορτωμένα
στὸν ἀέρα ἀρμένιζαν,
βροχὴ ἀναβρύζοντας,
καὶ ἡ γῆ ἀναγάλλιασε
καὶ ἐδόξασε τὸν Κύριο.
Τὸ παιδὶ ποὺ ἀναστήθηκε
ἡ γυναίκα τὸ πῆρε.
Κι εὐφραινόταν μὲ ὅλους
ἡ γῆ καὶ ὑμνοῦσε
τὸν μόνο φιλάνθρωπο.
Οἶκος 30.
Ἦταν πολὺς καιρὸς ποὖχε περάσει
κι ἔβλεπε ὁ Ἠλίας τὴν κακία
τῶν ἀνθρώπων κι ἐσκέφτηκε
βαρύτερη νὰ βάλη τιμωρία.
Βλέποντάς το ὁ Οἰκτίρμων
στὸν προφήτη ἀποκρίθηκε:
τὸ ζῆλο αὐτὸν ποὺ ἔχεις
γιὰ δικαιοσύνη, τὸν ξέρω
καὶ τὴν πρόθεσή σου τὴν ἔμαθα,
ἀλλὰ συμπάσχω μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ὅταν τιμωροῦνται χωρὶς μέτρο.
Θυμώνεις σὰν ἄμεμπτος
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ὑποφέρης.
Μὰ ἐγὼ δὲν ἀνέχομαι
κανένας νὰ χαθῆ
σὰν μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 31.
Μετὰ ἀπ’ αὐτά, βλέποντας ὁ Δεσπότης
ὅτι σκληρὸς εἶν’ αὐτὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους,
γιὰ τὸ γένος ἐπρονόησε
κι ἐπῆρε τὸν Ἠλία ἀπὸ τὴ γῆ τους:
φῦγε, τοῦ λέει, φίλε,
ἀπ’ τὴ κατοικία τῶν ἀνθρώπων,
ἐγὼ στοὺς ἀνθρώπους
σὰ σπλαχνικὸς θὰ κατεβῶ,
καὶ θὰ γίνω ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτὸ ἀνέβα ἀπὸ τὴ γῆ
ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ ὑποφέρης
τῶν ἀνθρώπων τὰ σφάλματα.
Μὰ ἐγὼ ὁ οὐράνιος
θὰ εἶμαι μὲ ἁμαρτωλοὺς
ἀπ’ τὴν κακία νὰ τοὺς σώσω,
σὰ μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 32.
Ἐὰν δὲν μπορῆς, καθὼς εἶπα, προφήτη,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μένης ποὺ ἁμαρτάνουν,
ἐμπρός, νὰ πᾶς νὰ κατοικῆς
σ’ ἀναμάρτητους τόπους χαρούμενος.
Καὶ κατεβαίνω ἐγώ,
ποὺ μπορῶ τὸ πρόβατο
τὸ παραπλανημένο
νὰ κρατῶ στοὺς ὤμους μου,
φωνάζοντας στοὺς σφάλλοντες:
τρεχᾶτε ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί,
κοντά μου ἐλᾶτε, γαληνεῦτε,
γιατί ἐγὼ δὲν ἦρθα
νὰ τιμωρήσω αὐτοὺς ποὺ ἔπλασα,
ἀλλὰ ὅσους ἁμάρτησαν
ν’ ἁρπάξω ἀπ’ τὴν ἀσέβεια,
σὰν μόνος φιλάνθρωπος.
Οἶκος 33.
Ἰδού, ἀνεβαίνοντας στὰ ὕψη ὁ Ἠλίας
ἔγινε πρότυπο στὰ μέλλοντα.
Γιατὶ ὁ Θεσβίτης ἀνελήφθη
μὲ ἅρμα φωτιᾶς, καθὼς λέει ἡ Γραφή,
ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη
μὲς ἀπὸ νεφέλες καὶ δυνάμεις.
Ἀλλ’ αὐτὸς στὸν Ἐλισσαῖο
προβειὰ ἀπ’ τὰ ὕψη ἔστειλε,
ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἔστειλε κάτω
στοὺς Ἀποστόλους του
τὸν Ἅγιο Παράκλητο,
ποὺ ὅλοι τὸν ἐλάβαμε
ὅσοι βαφτιστήκαμε,
καὶ μ’ αὐτὸν ἁγιαζόμαστε,
καθὼς διδάσκει ὅλους
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ρωμανού του Μελωδού: Κοντάκια Α΄, σ. 153-171.
~.~
ΥΜΝΟΣ ΜΖ´
(«κοντάκιον εἰς τὸν προφήτην Ἠλίαν» VII-45)
Μηνὶ τῷ αὐτῷ εἰς τὴν κ΄, τοῦ ἁγίου προφήτου Ἠλιoῦ, κονδάκιον ἰδιόμελον,
ἦχος β΄· οἱ οἶκοι φέροντες ἀκροστιχίδα τήνδε·
τ ὸ ν π ρ ο φ ή τ η ν Ἠ λ ί α ν ὁ Ῥ ω μ α ν ὸ ς ἀ ν ε υ φ η μ ε ῖ
Προοίμιον
Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν,
Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόρρυτα νέφη,
πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τὸν μόνον φιλάνθρωπον.
(1) Τὴν πολλὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνομίαν, τοῦ Θεοῦ δὲ πολλὴν φιλανθρωπίαν
θεασάμενος ὁ προφήτης ἐταράττετο Ἠλίας θυμούμενος,
καὶ λόγους ἀσπλαγχνίας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον ἐκίνησεν·
«Ὀργίσθητι, βοήσας, ἐπὶ τοὺς σὲ ἀθετήσαντας νῦν, κριτὰ δικαιότατε.»
Ἀλλὰ τὰ σπλάγχνα τοῦ ἀγαθοῦ οὐδὲ ὅλως παρεκίνησε
πρὸς τὸ τιμωρήσασθαι τοὺς αὐτὸν ἀθετήσαντας·
ἀεὶ γὰρ τὴν μετάνοιαν τῶν πάντων ἀναμένει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(2) Ὅτε πᾶσαν τὴν γῆν ἐν ἀσεβείαις ἐθεάσατο τότε ὁ προφήτης,
τὸν δὲ ὕψιστον οὐδὲ ὅλως ὀργιζόμενον, ἀλλὰ ἀνεχόμενον,
κινεῖται πρὸς μανίαν καὶ μαρτύρεται τὸν εὔσπλαγχνον·
«Ἐγὼ καταυθεντήσω καὶ κολάσω τὴν ἀσέβειαν τῶν παροργιζόντων σε·
τῆς γὰρ πολλῆς σου ἀνοχῆς οὗτοι πάντες κατεφρόνησαν
καὶ οὐκ ἐλογίσαντο σὲ πατέρα τὸν εὔσπλαγχνον·
αὐτὸς δέ, ὡς φιλότεκνος, οἰκτείρεις τοὺς υἱούς σου, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(3) Νῦν δικάσω ἐγὼ ὑπὲρ τοῦ κτίστου, ἀσεβεῖς δὲ τῆς γῆς ἐξολοθρεύσω
καὶ ψηφίσομαι τιμωρίαν, ἀλλὰ δέδοικα τὴν θείαν χρηστότητα·
ὀλίγοις γὰρ δακρύοις δυσωπεῖται ὁ φιλάνθρωπος.
Τί οὖν νῦν ἐννοήσω πρὸς τοσαύτην ἀγαθότητα καὶ στήσω τὸν ἔλεον;
Τὴν ψῆφον ὅρκῳ βεβαιῶν, ἵνα τοῦτον δυσωπούμενος
μὴ λύσῃ ὁ δίκαιος τὴν τοιαύτην ἀπόφασιν,
ἀλλὰ καὶ βεβαιώσῃ μου τὴν κρίσιν ὡς δυνάστης ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(4) Προτερεύει τῆς κρίσεως ὁ ὅρκος καὶ προοίμιον ἦν τῶν ψηφισθέντων·
ἀλλ’ εἰ βούλεσθε, πρὸς τὴν βίβλον ἀναδράμωμεν καὶ γνῶμεν τὰ ῥήματα.
Φησὶ γὰρ ὁ προφήτης ὀργιζόμενος, ὡς γέγραπται·
«Ζῇ Κύριος, οὐ δρόσος οὐδὲ ὄμβρος κατελεύσεται εἰ μὴ διὰ τοῦ λόγου μου.»
Ἀλλὰ εὐθέως ὁ βασιλεὺς τῷ Ἠλίᾳ ἀπεκρίνατο·
«Ἂν ἴδω μετάνοιαν καὶ πηγάζοντα δάκρυα,
μὴ χορηγεῖν οὐ δύναμαι τὰ σπλάγχνα τοῖς ἀνθρώποις ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(5) Ῥητορεύει εὐθέως ὁ προφήτης καὶ προβάλλει τὸ δίκαιον τοῦ ὅρκου·
«Κατὰ σοῦ, φησίν, τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων, ὤμοσα πανάγιε δέσποτα,
τοὺς ὄμβρους μὴ δοθῆναι εἰ μὴ πάλιν διὰ λόγου μου·
ἡνίκα γὰρ κατίδω τὸν λαὸν μεταμελούμενον, ἐγὼ ἱκετεύσω σε.
Οὐκ ἔστι τοίνυν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ, δικαιότατε,
κωλῦσαι τὴν κόλασιν ἐκ τοῦ ὅρκου οὗ τέθεικα
ὃν φύλαξον καὶ σφράγισον, συστέλλων σου τὰ σπλάγχνα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(6) Ὁ λιμὸς οὖν τὴν γῆν ἐπολιόρκει, κατεφθείροντο δὲ οἱ ἐνοικοῦντες
ὀδυρόμενοι καὶ τὰς χεῖρας ἀνατείνοντες πρὸς τὸν πανοικτίρμονα.
Συνείχετο δὲ τούτοις ὁ δεσπότης ἑκατέρωθεν·
τὰ σπλάγχνα μὲν ἀνοίγων τοῖς αὐτὸν καθικετεύουσι καὶ σπεύδων πρὸς τὸν ἔλεον,
τὸν δὲ προφήτην ἐρυθριῶν καὶ τὸν ὅρκον ὅνπερ ὤμοσε,
τοὺς ὄμβρους οὐ δίδωσιν, ἀλλ’ ἐσκεύασε πρόφασιν
συνέχουσαν καὶ θλίβουσαν ψυχὴν τὴν τοῦ προφήτου ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(7) Φυσιούμενον βλέπων ὁ δεσπότης κατὰ τῶν ὁμοφύλων τὸν Θεσβίτην,
ἐδικαίωσε τῷ λιμῷ συντιμωρήσασθαι τοῖς ἄλλοις τὸν δίκαιον,
ἵνα τῇ ἀτροφίᾳ πιεζόμενος βουλεύσηται
περὶ τῆς ἐνωμότου ἀποφάσεως φιλάνθρωπα καὶ παύσῃ τὴν κόλασιν·
ἔστι γὰρ ὄντως φοβερὸν τῆς γαστρὸς τὸ ἀπαραίτητον,
καὶ ἕκαστον ἔμψυχον λογικόν τε καὶ ἄλογον
σοφίᾳ <τῆς> θεότητος διὰ τροφῆς φυλάττει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(8) Ἡ γαστὴρ μὲν τὴν φύσιν συνηγόρει καὶ τοὺς νόμους τῆς φύσεως λαβοῦσα
ἐπετίθετο τῷ πρεσβύτῃ μεθοδεύουσα τὸ μεταβουλεύσασθαι·
αὐτὸς δὲ ὥσπερ λίθος ἀναίσθητος ἐνίστατο
τὸν ζῆλον κεκτημένος ἀντὶ πάσης ἑστιάσεως καὶ τούτῳ ἀρκούμενος·
ὃν θεωρήσας ὁ κριτὴς ἐπεκούφισε λιμώττοντι
τῷ φίλῳ τὴν ἔνδειαν, οὐχ ἡγούμενος δίκαιον
σὺν ἀδίκοις καὶ ἀνόμοις τὸν δίκαιον λιμώττειν ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(9) Τὴν τροφὴν οὖν αὐτῷ ὁ πανοικτίρμων μετὰ πάσης σοφίας εὐτρεπίζει·
τοῖς γὰρ κόραξι τοῖς ἀσπλάγχνοις ἐγκελεύεται τροφὴν χορηγεῖν αὐτῷ·
κοράκων δὲ τὸ γένος εὐσπλαγχνίας ἐστὶν ἄμοιρον,
τροφὴν μὴ χορηγοῦντα νεοσσοῖς ὡς τέκνοις πώποτε, ἀλλ’ ἄνωθεν τρέφονται.
Ἐπειδὴ τοίνυν καὶ αὐτὸς μισοτέκνου ἀνελάβετο
καὶ τρόπους καὶ ἔννοιαν, μισοτέκνοις ἐχρήσατο
πρὸς τοῦτον ὡς μισάνθρωπον τοῖς κόραξι πανσόφως ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(10) «Ἡ πολλή σου, φησίν, φιλοθεΐα», ὁ Θεὸς τῷ Ἠλίᾳ διελέχθη,
«μὴ μισάνθρωπον ἐπενέγκῃ σοι διάθεσιν· ἀλλ’ ὅρα τοὺς κόρακας·
οἱ γὰρ πρὸς τοὺς ἰδίους νεοσσοὺς ἀεὶ μισότεκνοι
αἰφνίδιον, ὡς βλέπεις, περὶ σέ εἰσι φιλότιμοι καὶ νῦν μεταβέβληνται·
τῆς εὐσπλαγχνίας τῆς ἐμῆς ὑπηρέται ἀνεδείχθησαν
τροφήν σοι κομίζοντες· ὡς ὁρῶ δέ, οὐ δύναμαι
τὴν φύσιν ἐκβιάζεσθαι τὴν σὴν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(11) Νῦν αἰδεῖσθαι ὀφείλεις, ὦ προφῆτα, καὶ μιμεῖσθαι ἀλόγων εὐπειθίαν·
πῶς τὰ ἄσπλαγχνα αἰδεσθέντα με τὸν εὔσπλαγχνον εὐθὺς μετεβλήθησαν;
Τιμῶ σου τὴν φιλίαν καὶ οὐ λύω τὴν ἀπόφασιν·
οὐ δύναμαι δὲ φέρειν ὀδυρμὸν καὶ θλῖψιν πάνδημον ἀνθρώπων ὧν ἔπλασα·
τῶν δὲ νηπίων τὴν κραυγὴν πῶς ἐνέγκω καὶ τὰ δάκρυα,
κτηνῶν δὲ τὸν ἄσημον μυκηθμὸν ἐπερχόμενον;
Ἐγὼ γὰρ τούτοις ἅπασιν ὡς πλάστης συμπαθήσω ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(12) Ἠγριοῦτο ἐν τούτοις ὁ προφήτης· ἀπεκρίθη τότε τῷ δεσπότῃ·
«Μηδὲ κόρακας ὑπηρέτας πρὸς τὸ θρέψαι με προτρέψῃ, ὦ δέσποτα·
λιμῷ διαφθαρῆναι ἐπιλέξομαι, πανάγιε,
καὶ μόνον ἀσεβοῦντας τιμωρήσομαι, καὶ ἔσται μοι μεγάλη ἀνάπαυσις·
συναπολέσθαι οὐκ ὀκνῶ πᾶσι τοῖς ἀπαρνουμένοις σε·
μὴ οὖν οἰκτειρήσῃς με, μὴ λιμώττοντος φείσῃ μου,
καὶ μόνον ἐξολόθρευσον τῆς γῆς τοὺς ἀσεβοῦντας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(13) Λόγους τούτους ὡς ἤκουσεν ὁ κτίστης, μεθιστᾷ τὸν προφήτην ἐκ τοῦ τόπου
ἐντειλάμενος πετεινοῖς μὴ χορηγεῖν αὐτῷ τροφὴν ὡς τὸ πρότερον,
καὶ πέμπει ἐν Σαρέφθοις πρὸς τὴν χήραν τὸν λιμώττοντα,
εἰπὼν ὡς «ἐντελοῦμαι γυναικὶ τοῦ διαθρέψαι σε», σοφὰ βουλευόμενος.
Ἦν γὰρ καὶ χήρα καὶ ἐθνικὴ ἡ γυνὴ πρὸς ἣν ἀπέσταλτο
καὶ τέκνων ἠνείχετο, ἵν’ ἀκούων ὁ δίκαιος
τῆς ἐθνικῆς τὸ ὄνομα βοήσῃ· «Δὸς τοὺς ὄμβρους, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(14) Ἰουδαίοις ἀθέμιτον ὑπῆρχε συνεσθίειν ποτὲ τοῖς ἀλλοέθνοις·
διὰ τοῦτο οὖν τὸν Ἠλίαν πρὸς ἀλλόφυλον γυναῖκα ὡδήγησεν,
ἵνα τὴν παρ’ ἐκείνης βδελυττόμενος ἑστίασιν
εὐθὺς περὶ τῶν ὄμβρων δυσωπήσῃ τὸν φιλάνθρωπον· ἀλλ’ οὐκ ἐλογίσατο
τὴν πρὸς τὰ ἔθνη ἀποφυγήν, ἀλλὰ τρέχει πρὸς τὸ γύναιον,
τροφὴν ἀπαιτῶν αὐτὴν μετὰ πάσης τραχύτητος·
«Ἐμοί, φησίν, προσέταξεν εἰσπρᾶξαί σε, ὦ γύναι, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(15) Ἀλλὰ ταῦτα ἀκούσασα ἡ χήρα ἐν σπουδῇ τῷ προφήτῃ ἀπεκρίθη
ὡς «οὐκ ἔστι μοι ἐγκρυφίας, ἀλλ’ ἢ ἄλευρον δρακός, ὅπερ βούλομαι
ποιῆσαι εἰσελθοῦσα, ἵνα φάγω σὺν τοῖς τέκνοις μου·
οὐδὲν δὲ τῆς δρακός μοι πλέον τι περιλείπεται ἢ μόνος ὁ θάνατος.»
Πρὸς δὲ τῆς χήρας τὴν φωνὴν ἐκινεῖτο καὶ συνέπασχε
διαλογιζόμενος ὡς «ἐμοῦ πλέον τήκεται
καὶ τῷ λιμῷ ἐκθλίβεται ἡ χήρα, εἰ μὴ φθάσει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(16) Νῦν στενά μοι, φησί, τὰ τοῦ γυναίου· κἂν πεινῶ γὰρ ἐγώ, ὑπάρχω μόνος,
μετὰ τέκνων δὲ ἐκλιμώττει ἡ χηρεύουσα πρὸς ἣν παραγέγονα.
Μὴ γένωμαι ὁ ξένος τοῦ θανάτου ταύτης πρόξενος,
μηδὲ τῇ ξενοδόχῳ τεκνοκτόνος λογισθήσομαι, ἀλλ’ ἴδω νῦν πρὸς ἔλεον·
πρὸς πάντας ἔσχον ἀπαθῶς, πρὸς δὲ ταύτην μεταβάλλομαι·
ἐκθήσω τὴν φύσιν μου οἰκτιρμοῖς συναγάλλεσθαι·
οἰκτίρμων γὰρ καθέστηκεν ὁ αἴτιος τῶν πάντων, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(17) Ὁ προφήτης τῇ χήρᾳ ἀπεκρίθη· «Δρὰξ μέν ἐστιν ἀλεύρου σοι, ὡς ἔφης·
οὐκ ἐκλείψει <σοι> ἡ ὑδρία, ὁ καμψάκης δὲ τὸ ἔλαιον βλύσει σοι.»
Καὶ λόγοις μὲν Ἠλίας εὐλογίαν ἐχαρίσατο,
ὁ κτίστης δὲ εὐθέως ὡς φιλότιμος καὶ εὔσπλαγχνος τὸ ἔργον ἐπήγαγε·
τοῦ μὲν προφήτου τὸν σκοπὸν ἐκπληρῶν, φησίν, ὁ πάνσοφος,
τὸ δὲ ἀληθέστερον τῆς καλλίστης προφάσεως
δραξάμενος, χαρίζεται τὸ ἄφθονον τῇ χήρᾳ ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(18) Ῥήμασι Θεὸς προφήτου ἐπεκάμφθη καὶ τροφὴν παρεῖχε τούτῳ καὶ τῇ χήρᾳ·
ὁ Ἠλίας δὲ οὐδὲ ὅλως ἐσπλαγχνίζετο, ἀλλ’ ἔμενεν ἄκαμπτος.
Ὁ εὔσπλαγχνος δὲ βλέπων τὸν λαὸν διαφθειρόμενον
καὶ τοῦτον ἀπειθοῦντα, ἐφ’ ἑτέραν τέχνην πάνσοφον μετῆλθεν ὡς δίκαιος.
Τὸν γὰρ τῆς χήρας ὑϊὸν τελευτήσαντα ἀπέδειξεν,
ἵνα κἂν τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἄλλην περίστασιν
τῆς χήρας θεασάμενος βοήσῃ· «Δὸς τοὺς ὄμβρους, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(19) Ὡς οὖν εἶδεν ἡ χήρα νεκρωθέντα τὸν υἱόν, ἐπανέστη τῷ προφήτῃ,
«εἴθε, λέγουσα, τῷ λιμῷ προαποτέθνηκα πρὶν ἤ σε θεάσωμαι·
συνέφερε γὰρ πάλαι τελευτῆσαί με λιμώττουσαν
καὶ μὴ τὸν ὑϊόν μου θεωρεῖν με νεκρὸν κείμενον ἐν τῇ παρουσίᾳ σου.
Οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ μισθοὶ τῆς καλλίστης δεξιώσεως·
ὑπῆρχον γὰρ εὔτεκνος πρὶν ἐλθεῖν σε, ὦ ἄνθρωπε·
ἐλθὼν δὲ ἀτεκνίαν μοι παρέσχες ὀνομάσας τὸν μόνον φιλάνθρωπον.»
(20) Μάλα μὲν ἐκρατεῖτο ὑπὸ χήρας ὁ κρατήσας νεφῶν τε καὶ τῶν ὄμβρων
καὶ συνείχετο ὑπὸ μίας ὁ τοὺς ἅπαντας συνέχων διὰ ῥήματος·
γυνὴ δὲ παναθλία, πάσης ἄμοιρος δυνάμεως,
τὸν λόγῳ καὶ δυνάμει οὐρανοὺς κρατεῖν νομίζοντα κρατεῖ ὡς κατάδικον,
καὶ συμπλακεῖσα μανικῶς ὡς φονέα εἰς κριτήριον
καθεῖλκε κραυγάζουσα· «Δός μοι γόνον ὃν ἔκτεινας·
οὐ χρῄζω τοῦ ἀλεύρου σου· μὴ θρέψῃ με νομίζων <γενέσθαι φιλάνθρωπος.>
(21) Ἄρτους ἐν τῇ γαστρί μου κατασπείρας τὸν καρπὸν τῆς γαστρός μου καὶ τὸν κλάδον
ἐξερρίζωσας, καὶ πωλεῖς μοι <⏑⏑–⏑⏑> τὰ δῶρα τὰ βρώσιμα·
ψυχὴν ἀντὶ ἀλεύρου καὶ ἐλαίου ἐμεθόδευσας·
ἐγὼ δὲ δυσωπῶ σε ἀνατρέψαι τὸ συνάλλαγμα καὶ δοῦναι ὃ ἔλαβες·
ἢ τοῖς θανάτοις τοῦ λαοῦ οὐκ ἠρκέσθης, ἀλλ’ ἐσπούδασας
τοῦ οἴκου μου ἅψασθαι; Τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου μου
ἀπόλυσον καὶ κόμισον ψυχήν μου ἀντ’ ἐκείνης, καὶ γενοῦ φιλάνθρωπος.»
(22) Νυγεὶς τούτοις ὡς κέντροις ὁ Ἠλίας, αἰσχυνόμενος κράζουσαν τὴν χήραν
ὑποπτεύουσαν ὡς αὐτὸς ἐξεβιάσατο ψυχὴν τοῦ υἱοῦ αὐτῆς,
καὶ θέλων ταύτην πεῖσαι διὰ λόγων οὐκ ἠδύνατο·
εἰδὼς ὡς ἠπιστεῖτο παρ’ αὐτῆς ἀπολογούμενος, ἐθρήνει γὰρ ἄπαυστα.
Ἀλλ’ ἀτενίσας εἰς οὐρανούς· «Οἴμοι, Κύριε, ἐβόησεν,
ὁ μάρτυς ὁ ἄμεμπτος τῆς λαβούσης με σύνοικον,
σὺ ταύτην παρεκίνησας ἀπαιτεῖν με τὸ τέκνον, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(23) Οὐ πιστεύω, σωτήρ», παντοδυνάμῳ τῷ Θεῷ ὁ προφήτης ἀνεβόα,
«ὡς ὁ θάνατος τῷ παιδίῳ ἐκ τῆς φύσεως, ὡς πᾶσι, συμβέβηκεν·
ἀλλ’ ἔστι τοῦτο τέχνῃ τῆς σοφίας σου, ἀναμάρτητε,
καὶ πάντως μηχανᾶσαι κατ’ ἐμοῦ ἀνάγκην εὔσπλαγχνον, ἵνα ὅταν αἰτήσω σε
ὅτι τῆς χήρας τὸν υἱὸν νεκρωθέντα <ἐξ>ανάστησον
εὐθὺς ἀντιφθέγξῃ μοι· «Τὸν υἱόν μου τὸν Ἰσραὴλ
ἐλέησον θλιβόμενον καὶ πάντα τὸν λαόν μου», ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(24) Σῶσαι θέλων τὴν γῆν ὁ πανοικτίρμων τῷ Ἠλίᾳ εὐθέως ἀπεκρίθη·
«Νῦν τοὺς λόγους μου ἐνωτίζου φανερώτερον καὶ ἄκουέ μου λέγοντος.
Ὠδίνω καὶ σπουδάζω πρὸς τὴν λύσιν τῆς κολάσεως,
ἐπείγομαι τοῦ δοῦναι πᾶσι <τὴν> τροφὴν λιμώττουσιν· ὑπάρχω γὰρ εὔσπλαγχνος·
τοὺς τῶν δακρύων ὀχετοὺς βλέπων, ὡς πατὴρ συγκάμπτομαι,
οἰκτείρω ἐκλείποντας ὑπὸ πείνης καὶ θλίψεως·
ἁμαρτωλοὺς γὰρ βούλομαι τοῦ σῴζειν μετανοίᾳ, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(25) Ἄκουε οὖν, προφῆτα, παρρησίᾳ· καὶ γὰρ πάνυ εἰδέναι σε σπουδάζω·
ὡς χειρόγραφον εὐσπλαγχνίας με κατέχουσιν οἱ ἄνθρωποι ἅπαντες,
ἐν ᾧπερ συνεθέμην ὡς οὐ βούλομαι τὸν θάνατον
ἰδεῖν τῶν πλημμελούντων, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ζωὴν αὐτῶν. Μὴ οὖν ἀποδείξῃς με
ὡς ψευδολόγον παρ’ αὐτοῖς ἀλλὰ δέξαι μου τὴν αἴτησιν·
πρεσβείαν προσφέρω σοι· σὲ γὰρ μόνα τὰ δάκρυα
τῆς χήρας συνετάραξαν, ἐγὼ δὲ περὶ πάντας ὑπάρχω φιλάνθρωπος.»
(26) Νοῦν καὶ φρένα τοῖς λόγοις τοῦ ὑψίστου ὁ Ἠλίας ὑπέθηκε καὶ ὦτα,
καὶ ὑπέταξε τὴν ψυχὴν καὶ ἐκαλλώπισεν αὐτὴν ἐν τοῖς ῥήμασι,
καὶ εἶπε· «Γενηθήτω <οὖν> τὸ θέλημά σου, δέσποτα·
παράσχου καὶ τοὺς ὄμβρους καὶ ζωὴν τῷ τελευτήσαντι, καὶ ζώωσον τὰ σύμπαντα·
ζωὴ ὑπάρχων ὁ Θεὸς καὶ ἀνάστασις καὶ λύτρωσις,
παράσχου τὴν χάριν σου τοῖς ἀνθρώποις καὶ κτήνεσιν·
αὐτὸς γὰρ μόνος δύνασαι τὰ πάντα περισῴζειν, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(27) Εὐθὺς ταῦτα εἰπόντος τοῦ προφήτου, ἀπεκρίθη πρὸς τοῦτον ὁ οἰκτίρμων·
«Τὴν προαίρεσιν ἐδεξάμην καὶ ἐπῄνεσα, καὶ σπεύδω τιμῆσαί σε.
Ἐγὼ ὑπὲρ ἐκείνων παρὰ σοῦ τὴν χάριν ἔλαβον·
γενοῦ δὲ σὺ μεσίτης καὶ χορήγησον τὴν χάριν μου· οὐδὲ γὰρ ἀνέχομαι
καταλλαγῆναι χωρὶς σοῦ, ἀλλὰ βάδισαι καὶ μήνυσον
τῶν ὄμβρων τὸ χάρισμα, ἵνα πάντες κραυγάσωσιν
ὅτι ὁ πρώην ἄσπλαγχνος ἐφάνη νῦν ἐξαίφνης πρὸς πάντας φιλάνθρωπος.
(28) Ὕπαγε οὖν ταχέως, ὦ προφῆτα, καὶ ὀφθεὶς Ἀχαὰβ εὐαγγελίζου,
καὶ ἐντέλλομαι ταῖς νεφέλαις καὶ ποτίσουσι τὴν γῆν ἐν τοῖς ὕδασι·
τὴν τούτων χορηγίαν σὺ ἀπόφηναι, ὦ φίλε μου·
ἐγὼ δὲ ὑπογράψω ταῖς τοιαύταις ἀποφάσεσι, τιμῶν σου τὸ εὔγνωμον.»
Ἀκούσας ταῦτα παρευθὺ προσεκύνησε τὸν ὕψιστον,
βοῶν τῷ οἰκτίρμονι· «Πολυέλεον οἶδά σε·
γινώσκω ὡς μακρόθυμος ὑπάρχεις, ὁ Θεός μου, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(29) Φοβηθεὶς οὖν τὸ πρόσταγμα ἐκτρέχει <τότε> πρὸς τὸν Ἀχαὰβ ὁ προφήτης
καὶ εὐαγγέλια πρὸς ἐκεῖνον ἀποφθέγγεται ὡς εἶπεν ὁ εὔσπλαγχνος.
Εὐθὺς δὲ αἱ νεφέλαι τῇ προστάξει τοῦ ποιήσαντος
ἐγκύμονες ὑδάτων τὸν ἀέρα ἐπενήξαντο, τοὺς ὄμβρους πηγάζουσαι·
ἠγαλλιάσατο δὲ ἡ γῆ καὶ ἐδόξαζε τὸν Κύριον·
τὸν παῖδα μὲν ἔλαβεν ἀναστάντα τὸ γύναιον·
σὺν πᾶσιν <δ’> ἐπευφραίνετο Ἠλίας καὶ ἀνευφήμει τὸν μόνον φιλάνθρωπον.
(30) Ἤδη χρόνου τοσούτου προϊόντος τῶν ἀνθρώπων ἑώρα τὴν κακίαν
καὶ ἐμελέτησε βαρυτέραν ἀποφήνασθαι Ἠλίας τὴν κόλασιν.
Ἰδὼν δὲ ὁ οἰκτίρμων τῷ προφήτῃ ἀπεκρίνατο·
«Τὸν ζῆλον ὅνπερ ἔχεις πρὸς τὸ δίκαιον ἐπίσταμαι, καὶ οἶδα τὴν πρόθεσιν·
ἀλλὰ συμπάσχω ἁμαρτωλοῖς ὅταν ἄμετρα κολάζωνται·
ὀργίζει ὡς ἄμεμπτος καὶ οὐ δύνῃ ἀνέχεσθαι;
Ἐγὼ δὲ οὐκ ἀνέχομαι οὐδένα ἀπολέσθαι ὡς μόνος φιλάνθρωπος.»
(31) Μετὰ ταῦτα δὲ βλέπων ὁ δεσπότης ὡς ἀπότομος οὗτος πρὸς ἀνθρώπους,
προὐνοήσατο τοῦ γένους, καὶ ἐχώρισεν Ἠλίαν τῆς γῆς αὐτῶν,
«Χωρίζου, λέγων, φίλε, τῆς ἀνθρώπων κατοικήσεως·
ἐγὼ δὲ πρὸς ἀνθρώπους ὡς οἰκτίρμων καταβήσομαι, γενόμενος ἄνθρωπος.
Ἀνέρχου τοίνυν ἀπὸ τῆς γῆς ὡς ἐνέγκαι μὴ δυνάμενος
ἀνθρώπων τὰ πταίσματα· ἀλλ’ ἐγὼ ὁ οὐράνιος
ἁμαρτωλοῖς συνέσομαι καὶ ῥύσομαι πταισμάτων, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(32) Εἰ οὐ δύνῃ, ὡς εἶπον, ὦ προφῆτα, συνοικεῖν τοῖς ἀνθρώποις πλημμελοῦσι,
δεῦρο μέτελθε καὶ κατοίκει ἀναμάρτητα χωρία τῶν φίλων μου·
ἐγὼ δὲ καταβαίνω ὁ τὸ πρόβατον δυνάμενος
τὸ ἐκπεπλανημένον ἐν τοῖς ὤμοις <αἴρειν> φέρειν τε καὶ κράζειν τοῖς πταίουσι·
δρομαῖοι πάντες ἁμαρτωλοί, δεῦτε πρός με, ἀναπαύεσθε·
ἐγὼ γὰρ ἐλήλυθα, οὐ κολάσαι οὓς ἔπλασα,
ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτήσαντας ἁρπάσαι ἀσεβείας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.»
(33) Ἰδοὺ τύπος Ἠλίας τῶν μελλόντων ἐν τῷ ὕψει στελλόμενος ἐδείχθη.
Ὁ Θεσβίτης γὰρ ἀνελήφθη ἐπὶ ἅρματος πυρός, καθὼς γέγραπται·
Χριστὸς δὲ ἀνελήφθη ἐν νεφέλαις καὶ δυνάμεσι.
Ἀλλ’ οὗτος Ἐλισσαίῳ μηλωτὴν ἐξ ὕψους ἔπεμψεν· ὁ Χριστὸς δὲ κατέπεμψε
τοῖς ἀποστόλοις τοῖς ἑαυτοῦ τὸν παράκλητον καὶ ἅγιον
ὃν πάντες ἐλάβομεν οἱ τὸ βάπτισμα ἔχοντες,
δι’ οὗ ἁγιαζόμεθα, ὡς πάντας ἐκδιδάσκει ὁ μόνος φιλάνθρωπος.