Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
2. Οι αποδόσεις του Π. Α. Σινόπουλου (1/3)
Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που σε δεξιά στοίχιση παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes.
Για ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς εδώ.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο σημείωμα, πρώτος ο Π. Α. Σινόπουλος αποτόλμησε την ποιητική απόδοση στα νεοελληνικά των ύμνων του Ρωμανού. Είχαν προηγηθεί οι φιλολογικές αποδόσεις των εκδοτών του τρίτου και τέταρτου τόμου της αθηναϊκής έκδοσης Τωμαδάκη, οι οποίες ούτε ποιητικές μα ούτε και φιλολογικά πιστές μπορούν να χαρακτηριστούν. Γράφει σχετικά ο ίδιος ο Σινόπουλος: «Σα μεταφραστική εργασία δε μπορεί να θεωρηθή η μετάφραση των ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού που προσπάθησαν να κάμουν οι εκδότες τους στον Γ΄ και Δ΄ τόμο στην Αθηναϊκή έκδοση. Γιατί οι μεταφραστές δεν εφιλοδόξησαν να παρουσιάσουν μια μετάφραση σαν αυθυπόστατο κείμενο. Γι’ αυτό λένε ότι “την μετάφρασιν αυτήν δεν ηθελήσαμεν ούτε λογοτεχνικήν ούτε πάλιν σχολαστικώς πιστήν”, αλλά τέτοια, ώστε “να διευκολυνθούν οι αναγνώσται της εκδόσεως” (Π. Α. Σινόπουλος, Ρωμανού του Μελωδού: Κοντάκια Α΄, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1974, σ. 15, υπ. 17). Η μεταφραστική εργασία του Σινόπουλου στους ύμνους του Ρωμανού ξεκίνησε με πρώτο τον εδώ παρουσιαζόμενο ύμνο «εις τας δέκα παρθένους» τον Απρίλιο 1970, στο περιοδικό Ακτίνες, και συνεχίστηκε με δημοσιεύσεις στη Νέα Εστία και αλλού, μέχρι την κορύφωσή της στην επίτομη έκδοση δέκα ύμνων του Ρωμανού το 1974. Η υποσχετική αναφορά του τίτλου για τη δημοσίευση μεταφράσεων όλων των ύμνων, εντέλει δεν ευοδώθηκε, για άγνωστους λόγους. Ένας από τους ύμνους που δεν συμπεριλήφθηκε σε εκείνη την έκδοση είναι και αυτός, ο πρωτομεταφρασμένος. Ο Σινόπουλος σε όλες τις μεταφραστικές του απόπειρες αποδίδει τον κάθε ύμνο αυτόνομο, χωρίς τη συνοδεία του πρωτοτύπου, και –το σημαντικότερο– κρατώντας, κατά δύναμιν, το μέτρο και τον ρυθμό του αρχικού κειμένου ώστε να μπορεί να ψάλλεται. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ ακολουθεί την αθηναϊκή έκδοση παραλλήλως με αυτή του Grosdidier de Matons, δεν διστάζει να προτείνει δικές του λύσεις όπου κρίνει σκόπιμο.
Δυο λόγια για τον ανθολογούμενο ύμνο. Ο συγκεκριμένος ύμνος, εκτός του να σηματοδοτεί την πρώτη ποιητική απόδοση ρωμανικού κοντακίου στα νεοελληνικά, παρουσιάζει και τα εξής ενδιαφέροντα. Αποτελεί το τελευταίο διαπιστωμένο χρονολογικό όριο της συγγραφικής δραστηριότητας του Ρωμανού, λόγω της αναφοράς στους σεισμούς που συντάραξαν την Κωνσταντινούπολη στις 9 Ιουλίου 552 και 15 Αυγούστου 555. Ο συγκλονισμός που ένιωσαν οι κάτοικοι της Πόλης από τους σεισμούς δονεί το μεγαλύτερο μέρος του ύμνου, ο οποίος παράλληλα εκφράζει και τους εσχατολογικούς φόβους τους, με συχνόχρηστες εικόνες συντέλειας και εκφραστικής αποκαλυπτικής πρόγνωσης. Η αιτιολογική δε διασύνδεση των δεινών με παλαιοδιαθηκικά παράλληλα γίνεται αφορμή για τον Μελωδό να συμπλέξει δεξιοτεχνικά την ετοιμότητα των πιστών για το τέλος και «του νυμφίου τον ερχομό τον ξαφνικό» με την παραβολή των δέκα παρθένων.
~•~
ΥΜΝΟΣ ΛΘ΄
( «κοντάκιον εἰς τὰς δέκα παρθένους» LI-48 )
Ἀπόδοση: Π. Α. Σινόπουλος
Προοίμιο
Ἦχος πλ. α΄.
Λαμπάδα ἄσβυστη τὴν ψυχὴ
στὸ νυμφίο ἂς δείξουμε, στὸ Χριστό,
γιατὶ ὁ νυμφώνας κλείνεται.
Μὴν ἀπομείνουμ’ ἀπέξω
φωνάζοντας: ἄνοιξε.
Οἶκος 1.
Γιατί ’σαι ἀράθυμη, ψυχή μου τιποτένια;
Γιατί μεριμνᾶς γιὰ κεῖνα ποὺ δὲν πρέπουν;
καὶ ἀσχολεῖσαι μ’ ὅσα εἶναι ἀνώφελα
στοὺς μέλλοντες καιρούς, καὶ στέκεις στὸ παρὸν
καὶ σὰν αἰώνιο τὸ προσέχεις;
Ἡ ἔσχατη στιγμὴ φτάνει.
Πρέπει ν’ ἀρχίσης
νὰ βλέπης τὴ ματαιότητα.
Ἀνασηκώσου τότε στὸν Ἰησοῦ, σὰν τὴ ραχητική.
Ἐλύθηκες ἀπ’ τὰ δεσμά σου, μὴ λυγᾶς τὴν πλάτη σου.
Τὸ θόλωμα τοῦ νοῦ δὲν ἔχει τέλος.
Καὶ κύττα νὰ συνέρθης, ξύπνησε σὰν ἀπὸ ὕπνο,
ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἂς μὴν ξεμείνουμ’ ἔξω
φωνάζοντας: ἄνοιξε.
Οἶκος 2.
Τὰ ἴδια κάποτε καὶ οἱ μωρὲς παρθένες
ἔπαθαν, ὅταν δὲν κατάλαβαν
τοῦ νυμφίου τὸν ἐρχομὸ τὸν ξαφνικό.
Γι᾽ αὐτό, ψυχή, ὅσο κρατᾶ ἡ μέρα,
ἂς βγοῦμε γιὰ τὸ ἔργο μας,
γιατὶ ἔρχεται νύχτα, ὅπως εἶπ’ ὁ Χριστός,
καὶ τότε πιὰ κανεὶς νὰ ἐργαστῆ δὲ θὰ μπορέση.
Καὶ μένουμε φτωχοὶ καὶ ἄποροι, γιατὶ δὲν ἐκοπιάσαμε.
Στὸ μέλλον τοὺς φτωχοὺς δὲν θὰ τοὺς λυπηθοῦν οἱ πλούσιοι,
οὔτε καὶ οἱ σοφὲς ἐλυπηθήκαν τὶς μωρὲς παρθένες.
Ἡ κρίσις ἐκεῖ ἀνελέητη γιὰ κεῖνον ποὺ δὲν ἐλεεῖ.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἂς προφτάσουμε
τὸν πυλώνα τοῦ Εὔσπλαχνου,
φωνάζοντας: ἄνοιξε.
Οἶκος 3.
Ὕπνος σὲ πῆρε, ψυχή μου, ἄχρηστος.
Κοιμᾶσαι καὶ ροχαλίζεις· μέχρι πότε;
Ξύπνα τώρα τουλάχιστον
μ’ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε:
Ἀπειλὲς φοβερὲς καὶ σεισμοὶ συνεχεῖς
καὶ τῶν πολέμων χτύποι ἀλλεπάλληλοι
συντάραζαν τὴ γῆ κι ὅλα πάνω σ’ αὐτὴ
κι ἀκόμη στρέψαν πίσω καὶ τὴ θάλασσα.
Φοβήσου πιά, σὰν τὸν Ἰωνᾶ, καὶ ξύπνησε.
Ἠχοῦν μέσα στὸν κόσμο τῶν σημείων οἱ σάλπιγγες
προμηνῶντας τὸ Χριστὸ σ’ ὅσους τὸν περιμένουν,
γιατὶ θὰ ’ρθῆ, θὰ μείνη ἐδῶ καὶ θὰ σφραγίση
τὴν ἅγια εἴσοδο μὲ τὰ σημάδια, γιὰ ὅσους
φωνάζουν: ἄνοιξε.
Οἶκος 4.
Αὐτὰ καὶ τώρα τ’ ἀντικρύζουμε, ψυχή,
ἔφτασαν στὴν πόρτα μας, δὲν εἶναι πιὰ ἐπὶ θύραις,
εἶναι κοντά μας, εἶν’ ἐμπρός μας ἕτοιμα.
Δὲ λείπει τίποτα ἀπ’ αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός,
ἀλλ’ ὅπως τὰ προεῖπε, θὰ γίνουνε τὰ πάντα:
καὶ πεῖνα καὶ θανατικὸ
κι ἀδιάκοποι σεισμοὶ
καὶ τό ’να ἔθνος θὰ χτυπήση τ’ ἄλλο.
Μέσα στὴ χώρα φόβος,
ἔξω ἔχει πέσει φαγωμάρα.
Δὲν ἔχει τόπο νὰ σωθῆς, παντοῦ ὁ κίνδυνος.
Πουθενὰ καταφύγιο, φεύγουν οἱ πάντες.
Ἡ πύλη κλείστηκε,
ἡ εὐσπλαχνία σφραγίστηκε,
γιατὶ δὲν ἐθελήσαμε
μέσα νὰ βρεθοῦμε,
καὶ φωνάζουμε: ἄνοιξε.
Οἶκος 5.
Ἄκουσε τοῦτα καὶ κλάψε, ψυχή,
στέναξε μέσ’ ἀπ’ τὴν καρδιά σου,
πρὶν σὲ προλάβουνε καὶ κλάψης ἄθελά σου,
ὅταν ὀλόκληρ’ ἡ γῆ στὴ φωτιὰ παραδοθῆ
κι ὁ οὐρανὸς σὰ χάρτης [1] θὰ τυλίγεται,
ὅταν θὰ φεύγη ὁ γιαλὸς καὶ φανῆ ὁ βυθός,
ὅπως ἐφάνηκε ἄλλοτε!
Τὰ φῶτα τ’ οὐρανοῦ δὲν ὑπάρχουνε
γιατὶ τ’ ἀστέρια πέφτουνε σὰ φύλλα,
τόση θὰ εἶν’ ἡ θλίψη, ὅταν θὰ ’ρθοῦν αὐτά.
Θὰ ταραχτοῦν οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις,
μὲ φόβο θὰ φωνάζουνε.
Ὅπου θὰ βρίσκεται τὸ πτῶμα
θὰ μαζευτοῦν οἱ ἀετοὶ
κι ἀπ’ ἔξω θ’ ἀφήσουνε τὰ ὄρνια
νὰ φωνάξουνε: ἄνοιξε.
Οἶκος 6.
Πόση ὀδύνη φέρνει ἡ φωνὴ
στοὺς ἀμελεῖς καὶ σ’ ὅλους τους ἁμαρτωλούς,
κι ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος.
Θὰ μᾶς ξερριζώση
καθὼς μιὰ φορὰ τὴ συκιά,
ποὺ δὲν τὄχε σκοπὸ καρπὸ νὰ κάμη.
Θὰ κοποῦμε ὅπως μὲ ἀξινιὰ
καὶ θὰ γίνουμε τῆς γέενας φαγοπότι,
ὅπως τὸ εἶπε ὁ Ἰησοῦς,
τῶν ψυχῶν ὁ κύριος.
Ψυχή μου, ἂς ξανανιώσουμε
Κι ἂς κάμουμε καλὸν καρπό, σὰ σπόρος
ἀπὸ καλὸν σποριά,
ὥστε σὰν ἔρθη νὰ μαζέψη
στὶς ἀποθῆκες τοὺς καλοὺς καρπούς του,
νὰ μὴ μείνουμ’ ἀπέξω
φωνάζοντας: ἄνοιξε.
Οἶκος 7.
Ἔφτασ’ ἔφτασε ὁ θέρος,
τῆς συντελείας τὸ δρεπάνι ἕτοιμο
καὶ ὅσο παίρνει ἀκονισμένο.
Σὰ ζέστη δυνατὴ οἱ σεισμοὶ πνιχτικοὶ
πάνω στὴ γῆ ξεχύθηκαν.
Οἱ γοργοὶ θεριστὲς τὰ σύνεργα κρατοῦν
γιὰ τὸ ἔργο τους
καὶ περιμένουν νὰ δοῦν,
τί ὁ καλὸς χτηματίας βούλεται.
Ψυχή μου, τί νὰ κάμουμε;
Γεμάτοι ζιζάνια εἴμαστε.
Θὰ μᾶς χωρίσουν ἀπ’ τὸ στάρι πρὶν τὸ δεματίσουν,
καὶ θὰ μᾶς ρίξουν στὴ φωτιά.
Ἐμπρὸς λοιπόν, οἱ πάντες νὰ προλάβουμε μὲ δάκρυα
φωνάζοντας: ἄνοιξε.
Οἶκος 8.
Γιὰ κύττα, οἱ τωρινοὶ καιροὶ τί δύσκολοι!
Τί περιμένουμε, ψυχή μου;
Ἡμέρα εἶναι γιὰ ἐκδίκηση.
Θυμὸς ἐφούντωσε ἀποπάνω μας γιὰ μᾶς,
γιατὶ ἐμεῖς τὸν ἐξανάψαμε.
Κι ἡ φωτιὰ ποὺ θὰ ’ρθῆ,
ἀπὸ μᾶς, γιὰ ἐμᾶς.
Βέβαια ὑλικὸ ἀπὸ ξύλα δὲν ὑπάρχει,
οὔτε φαίνεται στοίβα,
μὰ τὸ καμίνι θὰ τὸ ἀνάψη ἡ ἀνταμοιβή.
Καθενὸς ἡ κακία
σὰν τὴ βάτο θὰ γίνη
νὰ καίγεται χωρὶς νὰ κατακαίγεται.
Ἀνάβει πάντα καὶ ποτὲ δὲν τελειώνει
ἂν δὲν φτάσουν δάκρυα
ἀπ’ τοὺς ἐδῶθε, ποὺ μὲ θλίψη
φωνάζουν: ἄνοιξε.
Οἶκος 9.
Ἄξαφνα πάνω σ’ ὅλους ἔπεσε
νύχτωμα πρὶν τὴ νύχτα
καὶ πρὶν ἀπ’ τὸ σκοτάδι, καταχνιά!
Κι εἴμαστε τώρα, ὅπως πρὶν οἱ Αἰγύπτιοι,
σὲ ὁμίχλη πληγῶν καὶ θύελλα σεισμῶν
κι ὁ ζόφος τῶν πολέμων μᾶς κρατάει.
Κι οὔτε ὣς ἐδῶ παύει ἡ ὀργή,
γιατὶ ἡ Ἐρυθρὰ τοὺς πάντες περιμένει.
Ἡ γέενα ἐκεῖ δὲν εἶναι πρόσκαιρη,
ἀλλὰ αἰώνια,
γιατὶ πολὺ ὠργίστηκε ὁ Ἰησοῦς,
ὁ Σωτήρας μας,
ποὺ θαύματα κι ἂν ἔκαμε
δὲν τὸν πιστέψαν.
Κι ἔτσι μὲ συφορὲς ἐπλήρωσε
τὶς ἀδικίες τῶν ἀπίστων,
ἔστω μ’ αὐτὲς γιὰ νὰ πειστοῦμε
φωνάζοντας: ἄνοιξε.
Οἶκος 10.
Ὅσοι λοιπὸν ξεφύγαμε
ἀπὸ τὸν νοητὸ Φαραὼ
κι ἀπ’ τὴν πικρὴ σκλαβιά του,
ἂς τὰ μισήσουμε ὣς τὸ τέλος.
Γίναμε τώρα τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰσραήλ,
ἂς μὴν ξαναγυρίσουμε στὴν Αἴγυπτο.
Δὲ λέω στὴ χώρα ποὺ ἦρθε ὁ Χριστός,
ἀλλὰ σ’ ἐκείνη, στὸ Μωυσῆ ποὺ δὲν ἐπίστεψε.
Αἴγυπτο λέμε τὴ σκληρὴ καρδιά, τὴν ἀνυπάκοη,
καρδιὰ ποὺ τήνε πιάνει φόβος
ὅταν οἱ συφορὲς ἐρθοῦν,
μὰ πού, σὰν φύγουνε, σκληραίνει.
Τέτοια εἶν’ ἀκριβῶς, κι ὅτι εἶναι τέτοια
τὰ ἔργα μας τὸ φανερώνουν.
Στὶς ἀνάγκες μονάχα
φωνάζουμε: ἄνοιξε.
Οἶκος 11.
Πάν’ ἀπὸ τὸ κεφάλι ἡ συφορὰ
κι ἡ καρδιὰ δὲ λυπᾶται.
Πονᾶ ἡ σάρκα,
καὶ ὁ νοῦς δὲν αἰσθάνεται.
Μαστιγώνονται οἱ πάντες,
καὶ κανεὶς ἀπό μας
δὲν παρακαλεῖ θερμὰ
τὸ μαστιγωτή.
Σὰ λουρὶ ὁ Χριστὸς
τὸ σεισμὸ κατ’ ἀπάνω μας σήκωσε,
γιατὶ θέλησε
ὅπως πρὶν στὸ ἱερὸ
φραγγέλιο νὰ πιάση ὁ Κύριος.
Κι ἐμεῖς σὰν τὰ παιδιὰ
γίναμε στὰ μυαλά,
φροντίζοντας γιὰ τὸ φαΐ, τὸ πιοτό, καὶ τὴ διασκέδαση.
Στὶς ἀγορὲς καθόμαστε καὶ λέμε:
«Ἂν κι ἔρχεται ἡ κρίσις, ἂς διασκεδάσουμε
καὶ τότε
φωνάζουμε: ἄνοιξε».
Οἶκος 12.
Ρίξε, ψυχή μου, χάμω τα λόγια
πάτα τὴ σκέψη τῶν ἀπείθαρχων,
γιατί, ὅπως λένε οἱ Γραφές, ἡ κρίση
ὅπου καὶ νά ’ναι φτάνει.
Δὲ θὰ κρίνη ὁ Πατέρας,
γιὰ νὰ μὴν πῆ κανένας
ὅτι λυπᾶται τὰ δικά του τὰ παιδιά..
Ὁ Γιὸς θὰ κρίνη
καὶ θὰ μᾶς δείχνη
τὰ ὅσα ἔπαθε γιὰ μᾶς.
«Κυττᾶτε», θὰ λέη,
«τί χρώσταγα ποὺ τέτοια πάθη πέρασα!
Ἂς εἶχε κι ἄλλος τέτοια ἀγάπη, σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἔδειξα,
δίνοντας τὴ ζωή μου γιὰ τοὺς φίλους!
Θανατωνόμουν, καὶ γιὰ τοὺς μαθητές μου φρόντισα
καὶ τὰ κλειδιὰ τὰ ἔδωσα στὸν Πέτρο
λέγοντας: Ἐσὺ ἄνοιγε
σ’ ὅσους φωνάζουν: ἄνοιξε».
Οἶκος 13.
Τί ἐλεεινὸ χαλινάρι καὶ φίμωτρο
εἶναι γιὰ μέν’ αὐτὰ τὰ λόγια!
Τίποτα δὲν ἔχω νὰ τοῦ πῶ.
Ἂν πῶ στὸ Χριστὸ πὼς τὸ θέλησες
κι ἀνάγκη γιὰ νὰ σταυρωθῆς δὲν ἦταν,
θὰ μοῦ ἀπαντήση:
«Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ θέλησα,
ἀλλὰ γιὰ χάρη σου ἔγινε, ἄνθρωπε,
ἐσὺ ἐχρώσταγες, δὲ χρώσταγα ἐγώ».
Ψυχή μου, σκέψου μιὰ δικαιολογία,
ἐκειπέρα, στὸ Θεό, νὰ τὴν φέρουμε,
γιὰ νὰ μᾶς δώση δίκιο.
Ἀλλὰ δὲ βρίσκουμε.
Μόνο ἂς σκεφτοῦμε νὰ σωθοῦμε
καὶ τοῦ Χριστοῦ ἂς φωνάξουμε:
«Ἐσὺ ποὺ θέλεις οἱ πάντες νὰ σωθοῦνε
καὶ σὲ μᾶς ἄνοιξε».
Οἶκος 14.
Μάθε, ψυχή μου, τὴ σκέψη τοῦ κριτῆ,
τί συλλογίστηκε, τί εἶπε
στοὺς μαθητές,
ὅταν βρισκόταν στὰ τελευταῖα του:
«Μὴ λείψη» λέει, «ἀπ’ τὶς καρδιές σας
ἡ προσδοκία τῆς παρουσίας μου.
Γιατὶ μαζί σας εἶμαι,
ὥσπου νὰ σβήσουν οἱ σπορὲς αὐτοῦ τοῦ αἰώνα
κι ἔρχομαι πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ δύναμη».
Τότε γιατί κοπιάζουμε:
Κι ἐνῶ μοχθήσαμε, γιατί
τίποτα στὸ βαλάντιο δὲ βάλαμε;
Μακάρι, νά ’ταν ἄδειο
κι ὄχι ἀδικία γεμάτο,
γιατὶ ἔτσι, δὲ θὰ ἐμπόδιζε τὸ νοῦ
νὰ φωνάζη: ἄνοιξε.
Οἶκος 15.
Ἄνοιξε, Κύριε, ἄνοιξέ μου
τῆς εὐσπλαχνίας σου τὴ θύρα
πρὶν ἔρθη ὁ καιρὸς τῆς ἀποδημίας μου.
Γιατὶ πρέπει νὰ φύγω
καὶ κοντά σου νὰ ’ρθῶ
καὶ γιὰ τὰ πάντα ν’ ἀπολογηθῶ,
ὅσα λέω μὲ τὰ λόγια μου
καὶ κάνω μὲ τὰ ἔργα μου
κι ὅσα μέσα στὴν καρδιά μου κρύβω.
Γιατὶ καὶ θρόϊσμα γογγυσμῶν
ἀπ’ τὸ δικό σου αὐτὶ δὲν κρύβεται.
«Κυβερνᾶς τὴν καρδιά μου»,
στοὺς ψαλμούς του σοῦ φωνάζει ὁ Δαυίδ.
Γραμμένα στὸ βιβλίο σου τὰ πάντα,
διάβασε μέσα τ’ ἁμαρτήματά μου
καὶ χάραξέ τα στὸ σταυρό σου,
γιατὶ σ’ αὐτὸν στηρίζομαι
ὅταν φωνάζω: ἄνοιξε.
Οἶκος 16.
Ναί, ἀδελφοί μου, τὰ ἴδια κι’ ἐμεῖς
ὅλοι ἂς ποῦμε στὸν Πλάστη,
ὅσο ὑπάρχει μέσα μας πνοή,
πρὶν πέση πάνω μας στὰ ξαφνικὰ ἡ ὀργή,
σὰν πόνος ἀβάσταχτος
ποὺ ἁρπάζει ἐκείνη ποὺ γεννάει.
Στὴν Τύρο δὲν ἦσαν πιὸ κακοὶ ἀπὸ μᾶς,
οὔτε στὸν Κάρμηλο χειρότεροι,
γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς παρόμοια θὰ ἐξολοθρευτοῦμε,
ἂν δὲν συνέρθουμε.
Ἀρκοῦν τῶν Πτολεμαίων τὰ παθήματα
γιὰ νὰ ἐλέγξουμε τὴ σκληρότητα
καὶ τὴν ἀνυπακοή μας.
Ἂς μετανιώσουμε
βλέποντας τὰ ὅσα ἔγιναν,
γιὰ ν’ ἀποφύγωμε ὅσα ἔρχονται, ὅταν μὲ θλίψη
θὰ φωνάζουμε: ἄνοιξε.
Οἶκος 17.
Τότε ἡ σκέψη μας ἐσκλήρυνε,
Ποὺ ἀκόμη κι ἂν ἀκούσαμε
τὰ περιστατικὰ τῶν ἄλλων,
τίποτα δὲ διωρθώσαμε.
Δὲ συνῆρθε κανείς,
τὸ Θεὸ δὲν τὸν ἀναζητᾶ κανείς,
ἐξεστρατίσαμε, γίναμε διεφθαρμένοι.
Οἱ Νινευῖτες μιὰ φορά, μὲ μιὰ φωνή,
μόνο μὲ τοῦ προφήτη τὴ φωνή,
ἐμετανόησαν!
Ἐμεῖς οὔτε φωνή, οὔτε ἀπειλὴ δὲ λογαριάσαμε.
Ὁ Ἐζεκίας μὲ τὸ θρῆνο
τοὺς Ἀσσυρίους τοὺς ἐδιάλυσε,
γιατί ξεσήκωσε καταπάνω τους
τὴν ἄνωθεν δικαιοσύνη.
Νὰ ποῦν οἱ Ἀσσύριοι
καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς οἱ Ἰσμαηλῖτες
μᾶς αἰχμαλώτισαν καὶ δὲν ἐκλάψαμε, οὔτε
φωνάζουμε: ἄνοιξε.
Οἶκος 18.
Ὕψιστε Δέσποτα, κριτὴ στὰ πάντα,
μὴν περιμένης τίποτα ἀπὸ μᾶς!
Κι οὒτ’ ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τὴν καλωσύνη μας
γιατὶ ὁ καθένας εἶναι βυθισμένος στὴν κακία
καὶ μὲ τὴ σκέψη
καὶ μὲ τὴ θέληση.
Γι᾽ αυτό, τὴν κάθε μέρα μας,
στὸ θέλημά Σου ὁδήγησέ τη,
καὶ τὸ δικό μας γυρισμὸ μὴν περιμένης,
γιατὶ δὲν ἔρχεται.
Κι ἂν ἔρθη γιὰ λιγάκι,
δὲ μένει ὣς τὸ τέλος,
ὁλόιδια μὲ τὸ σπορὸ πού ’πεσε στὶς πέτρες
καὶ σὰ χορτάρι σὲ ταράτσα, ποὺ ξεραίνεται
πρὶν μεγαλώση.
Ἀλλὰ τὴν εὐσπλαχνία Σου
ἅπλωσέ τη σὲ μᾶς καὶ στὸν καθένα
ποὺ φωνάζει: ἄνοιξε.
Π. Α. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Περιοδικὸ Ἀκτίνες, τ. 310 (Ἀπρίλιος 1970), σ. 139-142.
[1] Εννοεί το ειλητάριο βιβλίο από πάπυρο, που τυλίγεται γύρω από έναν άξονα.
~•~
ΥΜΝΟΣ ΛΘ΄
( «κοντάκιον εἰς τὰς δέκα παρθένους» LI-48 )
Το πρωτότυπο κείμενο
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ τρίτῃ κοντάκιον ᾀδόμενον εἰς τὰς δέκα παρθένους,
οὗ ἡ ἀκροστιχίς·
τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ
ἦχος πλάγιος α΄.
Προοίμιον
Λαμπάδα ἄσβεστον τὴν ψυχὴν νυμφίῳ δείξωμεν τῷ Χριστῷ·
σὺν αὐτῷ εἰσελευσώμεθα· νυμφὼν γὰρ ἀποκλείεται·
μὴ ἀπομείνωμεν ἔξω βοῶντες· «Ἄνοιξον».
1. Τί ῥαθυμεῖς, ταπεινή μου ψυχή; Τί μεριμνᾷς ἃ οὐ προσήκει
καὶ ἀσχολῇ πρὸς πᾶν ἀνωφέλητον
τῶν μελλόντων καιρῶν, καὶ κρατεῖς τὸ παρὸν
ὡς αἰωνίῳ τούτῳ προσέχουσα;
Ἡ ἐσχάτη ἐγγὺς καὶ ἀρχή σοι ἐστὶ
τοῦ ἐπιβλέπειν εἰς ματαιότητα·
ἀνάνευσον λοιπὸν πρὸς Ἰησοῦν ὡς ἡ συγκύπτουσα·
ἐλύθης τῶν δεσμῶν σου, μὴ συγκάμψῃς τὸν νῶτόν σου·
γνωμικῆς γὰρ κατοχῆς οὐκ ἔστι λύσις·
διὸ ἀνάνηψον, γρηγόρησον ὡς ἀπὸ ὕπνου·
ὁ νυμφίος ἔρχεται· μὴ ἀπομείνωμεν ἔξω βοῶντες·
«Ἄνοιξον».
2. Οὕτω ποτὲ καὶ παρθένοι μωραὶ ἔπαθον, ὅτε οὐ συνῆκαν
τοῦ νυμφιοῦ τὴν ἄθροον ἔλευσιν·
διὰ τοῦτο, ψυχή, ὡς ἡμέρα ἐστίν,
ἐπὶ τὸ ἔργον ἡμῶν ἐξέλθωμεν,
ὅτι ἔρχεται νὺξ ἥνπερ εἶπεν Χριστός,
ἐν ᾗ οὐδεὶς ἰσχύσει ἐργάσασθαι,
καὶ μένομεν πτωχοὶ καὶ πένητες· οὐ γὰρ ἐκάμομεν.
Πτωχοὺς γὰρ εἰς τὸ μέλλον οὐκ οἰκτείρουσι πλούσιοι·
οὐ γὰρ οἴκτειραν μωρὰς σοφαὶ παρθένοι·
ἐκεῖ ἀνίλεως ἡ κρίσις τῷ μὴ ἐλεοῦντι·
ἀλλ’ ἐνταῦθα φθάσωμεν τὸν τοῦ εὐσπλάγχνου πυλῶνα βοῶντες·
«Ἄνοιξον».
3. Ὕπνωσας ὕπνον, ψυχή μου, κενόν· κεῖσαι καὶ ῥέγχεις ἕως πότε;
Γρηγόρησον κἂν νῦν πρὸς ὃ βλέπομεν·
ἀπειλαὶ ἐπαχθεῖς καὶ σεισμοὶ συνεχεῖς
καὶ τῶν πολέμων κτύποι ἐπάλληλοι
συνετάραξαν γῆν μετὰ τῶν ἐν αὐτῇ
καὶ ἐφυγάδευσαν καὶ τὴν θάλασσαν.
Πτοήθητι λοιπὸν ὡς Ἰωνᾶς καὶ ἀφυπνίσθη[τι]·
ἠχοῦσι κατὰ κόσμον τῶν σημείων αἱ σάλπιγγες
προ[μη]νύουσαι Χριστὸν τοῖς προσδοκῶσιν,
ὅτι ἐλεύσεται καὶ ἐνδημήσας ἀποκλείσει
τὴν ἁγίαν εἴσοδον <⏑⏑⏑–> τῶν σημείων <⏑–⏑>
<«Ἄνοιξον»>.
4. Ταῦτα καὶ νῦν θεωροῦμεν, ψυχή· θύραι εἰσίν, οὐκ ἐπὶ θύραις·
ἐπέστη γὰρ καὶ πάρεστιν ἕτοιμα·
οὐκ ἐλλείπει οὐδὲν ὧνπερ [εἶ]πε Χριστός,
ἀλλ’ ὡς προεῖπε πάντα γενήσεται·
καὶ λιμοὶ καὶ [λο]ιμοὶ καὶ σεισμοὶ συνεχεῖς,
καὶ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος ἐγήγερται·
τὰ ἔσω φοβερά, τὰ ἔξω δὲ μάχης πεπλήρωνται·
οὐκ ἔστι ποῦ σωθῆναι· πανταχοῦ γὰρ ὁ κίνδυνος·
οὐδαμοῦ καταφυγή, φυγὴ δὲ πᾶσιν·
ἡ πύλη κέκλεισται, ἡ εὐσπλαγχνία ἐσφρα[γί]σθη·
οὐ γὰρ ἠβουλήθημεν ἔνδοθεν εἶναι, <νῦν ἔξω βοῶμεν· «Ἄνοιξον»>.
5. [Ἄκ]ουσον ταῦτα καὶ κλαῦσον, ψυχή· στέναξον ἤδη κατὰ γνώμην,
πρὶν ἢ φθασθῇς καὶ κλαύσῃς μὴ θέλουσα,
ὅτε πᾶσα ἡ γῆ δαπανᾶται πυρὶ
καὶ ὁ οὐρανὸς ὡς χάρτης εἱλίσσεται,
ὅτε φεύγει βυθὸς καὶ ὁ τούτου πυθμὴν
ἀναφανήσεται ὡς οὐδέποτε·
φωστῆρες οὐκ εἰσίν· ἀστέρες γὰρ ὡς φύλλα πίπτουσιν.
Τοσαύτη ἔσται θλῖψις, ὅτε ταῦτα ἐλεύσεται·
σαλευθήσονται τῶν ἄνω αἱ δυνάμεις
ἐν φόβῳ κράζουσαι· «Ὅπου <ἂν> γένηται τὸ πτῶμα,
ἀετοὶ συναχθήσονται ἀφέντες ἔξω τοὺς γύπας <βοῶντας· Ἄνοιξον»>.
6. Πόσην ὀδύνην ποιεῖ ἡ φωνὴ τοῖς ῥαθυμήσασι καὶ πᾶσιν
ἁμαρτωλοῖς, ὧν πρῶτος ἐγώ εἰμι·
ἐκριζοῖ γὰρ ἡμᾶς ὡς ποτὲ τὴν συκῆν
ἥτις οὐ δέδωκε τὸν καρπὸν αὐτῆς·
καὶ γεέννης νομὴ ὡς ἀξίνης τομῇ
ἀποτεμνόμενοι γενησόμεθα,
ὃν τρόπον Ἰησοῦς ὁ τῶν ψυχῶν κληροῦχος ἔφησε.
Ψυχή μου, νεωθῶμεν καὶ ποιήσωμεν γέννημα
ἀγαθὸν ὡς ἀγαθοῦ σπορέως σπέρμα,
ἵν’ ὅταν ἔρχηται συναγαγεῖν εἰς ἀποθήκας
τοὺς καλοὺς καρποὺς αὐτοῦ, μὴ ἀπομείνωμεν ἔξω βοῶντες·
«Ἄνοιξον».
7. Ἔφθασεν, ἔφθασεν ὁ θερισμός· τῆς συντελείας ἡ δρεπάνη
εὐτρέπισται καὶ μᾶλλον ἠκόνισται·
τῶν σεισμῶν ὁ αὐχ[μὸς] ὥσπερ καύσων σφοδρὸς
ἐπὶ τὴν ἄρουραν περικέχυτ[αι]·
οἱ ταχεῖς θερισταὶ πρὸς τὸ ἔργον αὐτῶν
τὰ ἐπιτήδεια ἐ[πι]φέρονται,
καὶ μένουσιν ἰδεῖν τί ὁ καλὸς γεοῦχος βούλε[ται].
Ψυχή μου, τί τελοῦμεν; Ζιζανίων γὰρ γέμομεν
καὶ χωρίζ[ουσιν] ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ σίτου,
πρὶν συνδεσμήσωσι καὶ παραδώσ[ω]σιν εἰς καῦσιν·
δεῦρο λοιπόν, προλάβωμεν διὰ δακρύων καὶ <γόων βοῶντες· «Ἄνοιξον»>.
8. Ἴδε, καιρὸς χαλεπὸς ὁ παρών· τί ἀναμένομεν, ψυχή μου;
ἡμέρα γὰρ ἐστὶν ἐκδικήσεως·
ἐξεκαύθη θυμὸς ἐφ’ ἡμᾶς δι’ ἡμᾶς
ὅτι ἡμεῖς αὐτὸν ὑπανήψαμεν·
καὶ τὸ μέλλον γὰρ πῦρ ἐξ ἡμῶν καθ’ ἡμῶν,
οὐδὲ γὰρ ὕλη ξύλων εὑρίσκεται•
οὐ φαίνεται στοιβή, ἀλλ’ ἀμοιβὴ πυροῖ τὴν κάμινον·
ἑκάστου ἡ κακία ὡς ἡ βάτος γενήσεται
καιομένη καὶ οὐ κατακαιομένη·
ἀεὶ γὰρ ἅπτεται καὶ οὐδέποτε δαπανᾶται,
εἰ μὴ φθάσῃ δάκρυα τῶν ἀπεντεῦθεν ἐν θλίψει <βοώντων· «Ἄνοιξον»>.
9. Νὺξ πρὸ νυκτὸς καὶ πρὸ σκότους ἀχλὺς πάντας κατέλαβεν ἐξαίφνης,
καὶ νῦν ἐσμεν ὡς πρὶν <οἱ> Αἰγύπτιοι
ἐν ὀμίχλῃ πληγῶν καὶ θυέλλῃ σεισμῶν
καὶ τῶν πολέμων ζόφῳ κρατούμενοι·
καὶ οὐ μέχρι αὐτῶν ἐξαρκεῖ ἡ ὀργή·
ἡ Ἐρυθρὰ γὰρ πάντας ἐκδέχεται,
ἡ γέεννα ἐκεῖ, οὐ πρόσκαιρος, ἀλλ’ εἰς ἀπέραντον.
Πολὺ γὰρ παρωργίσθη Ἰησοῦς ὁ σωτὴρ ἡμῶν,
ὅτι θαύματα ποιῶν οὐκ ἐπιστεύθη·
διὸ ἐν μάστιξι τὰς ἀδικίας τῶν ἀπίστων
ἀντιεπεσκέψατο, ἵνα κἂν οὕτω πεισθῶμεν <βοῶντες· «Ἄνοιξον»>.
10. Ὅσοι οὖν τὸν νοητὸν Φαραὼ καὶ τὴν πικρὰν αὐτοῦ δουλείαν
ἐφύγομεν, εἰς τέλος μισήσωμεν·
ἐγεννήθημεν νῦν Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ,
μὴ ὑποστρέψωμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον·
οὐκ εἰς χώραν, φημί, ἥνπερ ἦλθε Χριστός,
ἀλλ’ εἰς τὴν τῷ Μωσεῖ μὴ πιστεύσασαν·
καρδίαν γὰρ σκληρὰν καὶ ἀπειθῆ νοοῦμεν Αἴγυπτον,
καρδίαν πτοουμένην ἐπελθούσης τῆς θλίψεως,
ἀπελθούσης δὲ αὐτῆς τραχυνομένην,
ἥνπερ ἐσχήκαμεν, καὶ ὅτι ἔχομεν δηλοῦμεν
ἀπὸ τῶν καρπῶν ἡμῶν· ἐν ταῖς ἀνάγκαις γὰρ μόνον βοῶμεν·
«Ἄνοιξον».
11. [Ὕπε]ρθε τῆς κεφαλῆς ἡ πληγή, καὶ ἡ καρδία οὐ λυπεῖται·
[ἀλ]γεῖ ἡ σάρξ, καὶ ὁ νοῦς οὐκ αἰσθάνεται·
μεμαστίγωται [πᾶ]ς, καὶ οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν
παρακαλεῖ θερμῶς τὸν μαστί[ζο]ντα.
Ὡς ἱμάντα Χριστὸς τὸν σεισμὸν καθ’ ἡμῶν
ἀνεκαίνι[σεν], ὅτι ἐζήλωσεν
ὁ πρὶν ἐν ἱερῷ φραγέλλιον ποιήσας κύριος·
[ἡ]μεῖς δὲ ὡς παιδία ταῖς φρεσὶν ἐγενήθημεν
μεριμνῶντες [τὸ] φαγεῖν, πιεῖν καὶ παίζειν·
ἐν ἀγοραῖς ἐσμεν καθήμενοι καὶ προσφωνοῦντες·
«Εἰ καὶ κρίσις ἔρχεται, τέως τερφθῶμεν, καὶ τότε βοῶμεν·
‘Ἄνοιξον’».
12. [Ῥῖ]ψον, ψυχή μου, τὸ ῥῆμα χαμαί, πάτει τὸν νοῦν τῶν ἀπειθούντων·
ἡ κρίσις γὰρ ἐγγίζει, ὡς γέγραπται·
ὁ πατὴρ οὐ κρινεῖ, ἵνα μή τις εἰπῇ
ὅτι οἰκτείρει τοὺς ὑϊοὺς αὐτοῦ·
ὁ υἱὸς δὲ κρινεῖ καὶ δεικνύει ἡμῖν
ἃ δι’ ἡμᾶς ὑπέστη παθήματα,
«Ἐμβλέψατε», βοῶν, «[εἰ] χρεωστῶν τοιαῦτα πέπονθα,
εἰ ἔσχε τις ἀγάπην κατὰ ταύτην ἣν ἔδειξα,
τὴν ψυχήν μου δεδωκὼς ὑπὲρ τῶν φίλων·
καὶ θανατούμενος τοῖς μαθηταῖς μου διεθέμην
καὶ τὰς κλεῖς ἐπίστευσα τῷ Πέτρῳ λέγων· ‘Σὺ ἆρον <βοῶντας· Ἄνοιξον’»>.
13. [Ὢ] ποταπὸν χαλινὸν καὶ κημὸν οὗτος ὁ λόγος μοι ἐμβάλλει·
οὐκ ἔχω γὰρ πρὸς τοῦτόν τι φθέγξασθαι·
ἐὰν εἴπω Χριστῷ ὅτι «Θέλημα ἦν
καὶ οὐκ ἀνάγκη τοῦ σταυρωθῆναί σε»,
ἀντεπάγει ἐμοί· «Καὶ γὰρ θέλημα ἦν,
ἀλλ’ ὑπὲρ σοῦ ἐγένετο, ἄνθρωπε·
αὐτὸς ἦς χρεωστῶν, ἐγὼ δὲ <σοὶ> οὐκ ἐχρεώστουν.»
Ψυχή μου, σκέψαι λόγον, ἵν’ ἐκεῖσε προσάξωμεν
τῷ Θεῷ ἵν’ ἐν αὐτῷ δικαιωθῶμεν·
ἀλλ’ οὐχ εὑρίσκομεν, εἰ μὴ σκεψάμενοι τρωθῶμεν
καὶ Χριστῷ βοήσωμεν· «Ὁ πάντας θέλων σωθῆναι, καὶ ἡμῖν
ἄνοιξον.»
14. Μάθε, ψυχή μου, τὸν νοῦν τοῦ κριτοῦ, τί ἐβουλεύσατο, τί εἶπεν
τοῖς μαθηταῖς, ἡνίκα διέθετο·
«Μὴ ἐκλίπῃ, φησί, τῶν καρδίων ὑμῶν
ἡ προσδοκία τῆς παρουσίας μου·
μεθ’ ὑμῶν γάρ εἰμι, ἕως οὗ αἱ σποραὶ
αἱ τοῦ αἰῶνος τούτου ἐκλίπωσι·
καὶ ἔρχομαι πάλιν ἀπ’ οὐρανῶν μετὰ δυνάμεως.»
Εἰς τί οὖν κοπιῶμεν; Διὰ τί δὲ μοχθήσαντες
ἐνεβάλομεν οὐδὲν τῷ βαλαντίῳ;
Καὶ εἴθε κοῦφον ἦν καὶ μὴ πεπλήρωτο ἀδικίας·
οὐ γὰρ [ἐνε]πόδισε τῇ διανοίᾳ σχολάζειν τοῦ βοᾶν·
«Ἄνοιξον».
15. Ἄνοιξον, κύριε, ἄνοιξόν μοι τῆς εὐσπλαγχνίας σου τὴν θύραν
πρὸ τοῦ καιροῦ τῆς ἀποδημίας μου·
ἀπελθεῖν με γὰρ δ[εῖ καὶ] ἐλθεῖν παρὰ σοὶ
καὶ περὶ πάντων ἀπολογίσασθαι
ὧν ἐν [λό]γοις λαλῶ καὶ ἐν ἔργοις τελῶ
καὶ ἐν καρδίᾳ διαλογίζομαι·
καὶ θροῦς γὰρ γογγυσμῶν τὸ οὖς τὸ σὸν οὐκ ἀποκρύβεται.
«Ἐκ[τή]σω τοὺς νεφρούς μου», ὁ Δαυὶδ ψάλλων κράζει σοι,
καὶ «ἐν τῷ βιβλίῳ σου γέγραπται πάντα»·
ἐν ᾧ τὰ στίγματα ἀναγινώσκ[ων] τῶν κακῶν μου
τῷ σταυρῷ σου χάραξον, ὅτι ἐν τούτῳ καυχῶμαι βοῶν σοι·
«Ἄνοιξον».
16. Ναί, ἀδελφοί μου, τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς εἴπωμεν πάντες πρὸς τὸν πλάστην,
ἕως ἔστι πνοὴ ἐν ῥισὶν ἡμῶν,
πρὶν ἐπέλθῃ ἡμῖν ἡ ὀργὴ ὡς ὠδὶν
τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ αἰφνίδιον.
Οὐ γὰρ πλεῖον ἡμῶν οἱ ἐν Τύρῳ κακοὶ
οὐδ’ οἱ ἐν τῷ Καρμήλῳ δεινότεροι·
ὡσαύτως καὶ ἡμᾶς ὀλέσθαι δεῖ, ἐὰν μὴ νήψωμεν·
ἀρκοῦσαν Πτολεμαίοις τὰ συμβάντα εἰς ἔλεγχον
τῆς σκληρότητος ἡμῶν καὶ ἀπειθείας·
μετανοήσωμεν πρὸς τὰ γενόμενα ὁρῶντες,
ἵνα τὰ ἐρχόμενα φύγωμεν, ὅτε ἐν θλίψει βοῶμεν·
«Ἄνοιξον».
17. Οὕτως ἡμῶν ἐσκληρύνθη ὁ νοῦς ὅτι τῶν ἄλλων τὰς συμπτώσεις
ἀκούσαντες οὐδὲν διωρθώσαμεν·
οὐκ ἔστι συνιὼν οὐδὲ εἷς ἐκζητῶν,
ἀλλ’ ἐξεκλίναμεν, ἠχρειώθημεν.
Νινευῖται ποτὲ ἐπὶ μίᾳ φωνῇ
τῇ τοῦ προφήτου μετεμελήθησαν,
ἡμεῖς οὔτε φωνήν, οὔτ’ ἀπειλὴν ἐνενοήσαμεν·
κλαυθμῷ ὁ Ἐζεκίας Ἀσσυρίους ἐτρέψατο
ἐξεγείρας κατ’ αὐτῶν τὴν ἄνω δίκην·
ἰδοὺ Ἀσσύριοι καὶ πρὸ αὐτῶν Ἰσμαηλῖται
ᾐχμαλώτευσαν ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἐκλαύσαμεν οὔτε βοῶμεν·
«Ἄνοιξον».
18. Ὕψιστε δέσποτα, πάντων κριτᾶ, τὶ τῶν ἡμῶν μὴ περιμείνῃς·
οὐ χρεία γὰρ σοὶ τῶν ἀγαθῶν ἡμῶν,
ὅτι ἔγκειται πᾶς [ἐπὶ] τὰ πονηρὰ
καὶ διανοίᾳ καὶ τῷ θελήματι.
Διὰ τοῦτο, [σωτήρ], τὰς ἡμέρας ἡμῶν
κατὰ τὸ θέλημά σου διοίκησον,
μὴ [μέν]ων τὴν ἡμῶν ἐπιστροφήν· οὔτε γὰρ ἔρχεται·
κἂν ἔλθῃ [εἰ]ς ὀλίγον, οὐκ ἐμμένει εἰς τέλειον,
ὡς τὸ σπέρμα τὸ πεσὸν [κατ]ὰ τὰς πέτρας·
ὡς χόρτος δώματος πρὶν ἀναβῆναι [ἐξ]ηράνθη·
ἀλλ’ ἐφάπλωσον ἡμῖν τοὺς οἰκτιρμούς σου καὶ [πᾶσι]ν τοῖς βοῶσιν·
Ἄνοιξον.