Ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη ἦρθε κι ἕνας ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὅπως τὸ θέλει ἡ φήμη, ποὺ μετὰ τὸν ξεριζωμὸ ἐγκαταστάθηκε στὸν Ἄθωνα: ὁ μοναχὸς Παΐσιος. Συγκαταλέγομαι στοὺς πολλοὺς ποὺ ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς δέχτηκε νὰ δεῖ τὰ τελευταία χρόνια της ζωῆς του. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ μαρτυρήσω τὴ θρυλούμενη ἁγιότητά του, δὲν ξέρω καν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα, καὶ ἂν κάτι σημαίνει σίγουρα δὲν εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ὁποίους θὰ εἶχε κάποια δύναμη: ἔνιωσα ὅμως πολλὴ τρυφερότητα γι’ αὐτὸν τὸν λιπόσαρκο γέροντα μὲ ὄψη ξωμάχου, ἐμφανῶς καταπονημένο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ποὺ εἶχε τὴν εὐγένεια νὰ μᾶς ἀνοίξει στὴν πρόχειρη σκήτη του, βαθιὰ μέσα σὲ μιὰ ρεματιὰ τοῦ Ἄθωνα τρία τέταρτα δρόμο ἀπὸ τὴν Κουτλουμουσίου.
Τὸν ἄκουγα νὰ ἐξιστορεῖ τὰ χριστιανικά του παραμύθια, λόγια ποὺ δὲν σήμαιναν σχεδὸν τίποτα γιὰ μένα, ὥρα πολλὴ μὲ τὸ μάτι μου ν’ ἀναπαύεται πότε στὴν προβιὰ ποὺ εἶχε ριγμένη πάνω στὴν ξύλινη τάβλα τοῦ ὕπνου του καὶ πότε στὸ σβηστὸ τζάκι, καὶ ἦταν σὰν νὰ ἄκουγα τὴ γιαγιὰ τὴ Μαρίκα νὰ μοῦ μιλάει γιὰ τὰ στοιχειὰ ποὺ βλέπουν τὶς νύχτες οἱ ἀλαφροΐσκιωτοι, γιὰ τὶς νεράιδες ποὺ σοῦ παίρνουνε τὴ μιλιὰ τὸ μεσημέρι, γιὰ τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ καὶ γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ Παΐσιος ἤτανε ἡ γιαγιὰ ἡ Μαρίκα…
Παΐσιε, ἀπὸ ἐδῶ ποὺ σὲ θυμήθηκα σήμερα, σοὺ εὔχομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ βρίσκεσαι κοντὰ στὸν Θεό σου – καὶ εἶναι κι αὐτὸ κάτι σὰν παρηγοριὰ γιὰ μᾶς ποὺ δὲν ἔχουμε τὴν πολυτέλεια τῆς πίστης σὲ κανέναν, οὐράνιο ἢ ἐπίγειο, θεό…!
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (ΝΠ1, σ. 40-41)