Τὸν περίμενε ὁ ξάδελφος στὴν εἴσοδο τοῦ Νοσοκομείου: «Ποῦ ‘σαι βρὲ παιδί μου; Ἄντε κι ἔχω πληρώσει ἕνα κατοστάρικο νὰ μοῦ τὸν κρατᾶνε στὸ δωμάτιο ὅτι τάχα μου κοιμᾶται… Ἄντε! Σβέλτα στὸ ὑπόγειο! ἑτοίμασε τὸ ξυράφι καὶ τὴ σαπουνάδα, πάω νὰ εἰδοποιήσω νὰ τὸν κατεβάσουνε κι ἐρχόμαστε!» Τὰ τελευταῖα λόγια τὰ φώναζε τρέχοντας στὸν διάδρομο, ἔξω ἀπὸ τὰ δωμάτια τῶν ἀσθενῶν.
«Γιὰ ποῦ τὄβαλες, Γιαννάκη;», τὸν ρώτησε ὁ συνάδελφος ποὺ συνεργαζόταν μὲ τὸ ἄλλο Γραφεῖο τῆς πόλης, καθώς, ὅπως πήγαινε πρὸς τὶς σκάλες τοῦ ὑπογείου, σκόνταψε πάνω του· ἔμοιαζε κι αὐτὸς κάτι νὰ παραφυλοῦσε στεκάμενος ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ τῆς κουπαστῆς.
Δὲν ἦταν τὸ καλλίτερό του νὰ ξυρίζει καὶ νὰ χτενίζει πεθαμένους (παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν ἐξοικειωμένος, ἀφοῦ δέκα χρονῶν, στὴν Κατοχή, μ’ ἄλλα παιδιὰ μάζευαν ἀπὸ τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς τόπους τῶν ἐκτελέσεων, φόρτωναν πτώματα στὰ φορτηγά), ὅμως ἡ ἀποψινὴ κούρσα θὰ τοῦ ‘δινε χίλιες δραχμές! Ποιός βγάζει ἕνα χιλιάρικο μὲ δουλειὰ δυὸ-τριῶν ὡρῶν; Μαζὶ μὲ τοῦ Γραφείου, βέβαια, τὴν ἀμοιβή. Ὁ ξάδελφος κάθε ἄλλο παρὰ ἀνοιχτοχέρης, ὅμως, ἂς ὄψεται ποὺ μαζί του εἶχε ἐξασφαλισμένη μόνιμη συνεργασία.
Τὸν βάλανε ὅπως-ὅπως στὸ κόντρα πλακὲ ποὺ ἦταν βαμμένο καρυδὶ ―καὶ σὰν καρυδιὰ μασὶφ θὰ τὸ πλήρωναν οἱ συγγενεῖς― ἦταν σχετικὰ εὐτραφὴς κιόλας ὁ μακαρίτης, τὸν ζούπηξαν ἀπ’ ἐδῶ, τὸν πάτησαν ἀπ’ ἐκεῖ, μὲ μαεστρικὴ λαβὴ λύγισαν τὸ δεξί του χέρι, ποὺ ἦταν κόκκαλο ἐδῶ καὶ εἴκοσι μέρες ἀπὸ τὸ ἐγκεφαλικό, τοῦ πίεσαν τὰ πόδια νὰ χωρέσουν, ἀφοῦ ἦταν πιὸ ψηλὸς ἀπ’ ὅ,τι εἶχε ὁ ξάδελφος ὑπολογίσει (ποὺ φέρετρο στὰ μέτρα του κανεὶς, καμιὰ φορά, δὲν εἶχε: ὁ κοντὸς αἴφνης γινότανε ψηλὸς κι ὁ χοντρὸς-λιγνός!), τὸν φόρτωσαν ἆρον-ἆρον στὸ πὸρτ-μπαγκάζ, κι ἐπειδὴ, ὅσο κι ἂν προσπάθησαν, δὲν ἔκλεινε, τὄδεσαν μὲ σκοινί.
Ἔβαλε στὴ διαπασὼν τὸ ραδιόφωνο, ἄναψε τσιγάρο κι ἔφυγε πατημένος, γιὰ ὅσο τουλάχιστον τὸ ἐπέτρεπε ἡ εὐθεία βγαίνοντας ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς Κυριάκι. Μὲ τοῦτα καὶ μ’ ἐκεῖνα εἶχε φτάσει δύο ἡ ὥρα· μαύρη νύχτα μὲ συννεφιὰ κατάμαυρη· ἀρχὲς Δεκέμβρη· τὸ ψοφόκρυο θέριζε ὅπως τοῦ χάρου τὸ δρεπάνι. Ὁ δρόμος εἶχε πλέον στενέψει ἀρκετά, ἦταν ἀνήφορος καὶ μὲ στροφὲς φουρκέτες. Στὸ ραδιόφωνο ἡ μπριόζα Μαίρη Λίντα, ποὺ μαζί της τρελαμένος ἀπ’ ὅταν τοὔκλεισε δυὸ φορὲς τὸ μάτι στὴν Τριάνα τοῦ Χειλᾶ, ἔχοντας βάλει στ’ ἀζήτητα τῆς καρδιᾶς του ὁριστικὰ τὴν ἄστατη Καίτη Γκρέϋ, τὸν παράσερνε νὰ χορεύει στὸ τιμόνι καὶ νὰ συναγωνίζεται τὴ δύναμη τῆς φωνῆς της, καλύπτοντας μὲ τὴ δική του παντελῶς τὸ σεγόντο τοῦ Χιώτη.
Αἴφνης, ἕνας θόρυβος στὸ πίσω μέρος (στὸν προφυλακτήρα ἴσως;), καὶ σὰν κάτι ν’ ἄστραψε…, κάτι νὰ γυάλισε στὸ βαθὺ σκοτάδι… Θυμήθηκε τὸ φορτίο καὶ τὸ κέφι του κόπηκε μεμιᾶς. Μιὰ κίνηση! «Νὰ πάρει ἡ εὐχή! Ἔχει γοῦστο…» μονολόγησε, ἐνῶ τὸ αἷμα του πάγωσε. «Ἔχει πλάκα νὰ μὴν εἶχε πεθάνει ἀκόμη ὁ γέρος…» Νὰ βρεῖ μιὰν ἄκρη νὰ σταματήσει, σκέφτηκε, ἀλλὰ: «νὰ σὲ πάρει ὁ διάβολος, Γιώργη! Νὰ σὲ πάρει καὶ νὰ σὲ σηκώσει, ἅμα ὁ γέρος εἶναι ζωντανός!» καὶ γκάζωσε, ὅμως ἡ μηχανὴ βόγγηξε καὶ τ’ αὐτοκίνητο δὲν κουνήθηκε χιλιοστό! Ἄναψε τσιγάρο, κι ἄλλο ἕνα, ἕνα σὲ κάθε χέρι, εἶπε τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ» τρεῖς φορὲς κι ἔφτυσε ἄλλες τρεῖς στὸν κόρφο του, τὸ τιμόνι του καὶ δεξιὰ-ἀριστερά. Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, τὸ δέρμα ἦταν ἐλαστικὸ κάτω ἀπ’ τὸ ξυράφι…, νἄταν, ἄραγε, ζεστὸς ἀκόμη;… Δὲν θυμόταν μὲς στὴ βιάση του, δὲν θυμόταν! «Καὶ τί θὰ πάω στοὺς συγγενεῖς; Ἄνθρωπο ζωντανὸ θὰ παραδώσω;… Χαμένη ἡ κούρσα!… Τὸ φελέκι μου μέσα! Τζάμπα ἀγώγι! Ἄ, ρὲ Γιώργη! Θὰ σὲ σκίσω!» Κι ἕνα δευτερόλεπτο μετὰ: «Κι ἂν, ἔτσι ὅπως εἶμαι σταματημένος, σηκωθεῖ καὶ ‘ρθεῖ μπροστά μου ὁ γέρος κι ἀρχίσει νὰ μὲ βρίζει καὶ νὰ ζητάει ἑξηγήσεις;…» Γύρισε μὲ χέρια τρεμάμενα τὴ μίζα ποὺ ἔγκρουξε, κι ἔφυγε μὲ τὴν πρώτη καρφωτή.
Τὰ παιδιὰ, οἱ κόρες, οἱ γαμπροὶ τὸν περίμεναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ χαμηλοῦ σπιτιοῦ, μὲ τὴν ἀναμμένη λάμπα στὸν ἀσβεστωμένο τοῖχο πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο ποὺ φώτιζε σὰν καντηλέρι. Κατέβηκε νὰ συλληπηθεῖ. Τοῦ δώσανε κονιὰκ γιὰ τὸ συχώριο. Τὸ πὸρτ-μπαγκὰζ ἀνοιχτό, τὸ σκοινὶ κομμένο, τὸ καπάκι εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ θέση του, τὸ πόδι τοῦ μπάρμπα-Θανάση εἶχε πεταχτεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ φέρετρο, ἔμοιαζε μὲς στὸ σκοτάδι νὰ στέκει στὸν ἀέρα· γυάλιζε, τὸ καλο-γυαλισμένο μαῦρο του παπούτσι ἄστραφτε· ὅταν πῆγαν νὰ τὸν ξεφορτώσουν εἶδαν πὼς εἶχε γυρίσει πλάϊ. Ρώτησαν τὶ χρωστᾶνε· τράβηξε ἀπανωτὰ ἄλλα δυὸ κονιάκ· μὲς ἀπ’ τὰ δόντια του εἶπε «ὀκτακόσιες»· τοῦ δῶσαν τὸ χιλιάρικο καὶ μιὰ λίρα, λίγο στραπατσαρισμένη ἀλλὰ χρυσή, ἱκανοποιημένοι, ὅπως τοῦ εἶπαν, γιὰ τὴ φροντίδα ποὺ πρόσφερε στὸν ἄνθρωπό τους, πῆρε τὸ μπουκάλι μὲ τὸ κονιὰκ ἀνὰ χεῖρας καὶ μὴ τὸν εἴδατε.
ΝΑΤΑΣΑ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ