Έρινα Χαραλάμπους Πλεκτάνη, Θράκα 2020
του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
Μετά την πρώτη και ίσως σιωπηλά αποκηρυγμένη πεζογραφική της απόπειρα Μ’ αγαπούς; (2010), η Έρινα Χαραλάμπους επανέρχεται με μιαν ωριμότερη ποιητική κατάθεση που τιτλοφορείται Πλεκτάνη (Θράκα 2020). Στα ολιγόστιχα, κατά βάση, όχι ποιητικά ισοϋψή κείμενα της ανά χείρας καλαίσθητης συλλογής πληθαίνουν οι εξομολογητικές στιγμές ενός ευαίσθητου ποιητικού εγώ που ασφυκτιά στο άξενο και διαβρωμένο κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Σε αρκετά, λοιπόν, ποιήματα του βιβλίου η κοινωνική περιθωριοποίηση, η εξαχρείωση των αισθημάτων, η κατανάλωση των σχέσεων, αλλά και η γενικότερη πολιτικοκοινωνική διαφθορά και αλλοτρίωση αποτελούν διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του σύγχρονου παράλογου. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα α) της διάψευσης των παιδικών-νεανικών ονείρων, β) των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της νέας γενιάς, γ) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, δ) της πανταχού παρούσας ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης-διαφθοράς και τέλος ε) το διαχρονικό δράμα του πολέμου, της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης συνδέονται άρρηκτα στη συλλογή με μιαν επώδυνη βυθοσκόπηση στην αυστηρά ιδιωτική περιοχή του ποιητικού προσώπου· εκεί όπου κυριαρχούν η αίσθηση της μόνωσης, του θανάτου και της διάψευσης του έρωτα, που συνυφαίνονται με την αποτυχία του στίγματος της σύγχρονης κοινωνικής κατάστασης ή της συλλογικής ταυτότητας.
Εγκλωβισμένο, λοιπόν, σε μιαν απρόσωπη, επικίνδυνη πόλη και σε έναν αλλοτριωτικό, ανούσιο καταναλωτικό τρόπο ζωής, το ποιητικό υποκείμενο αντιδρά από τη μια ειρωνικά, καταγγέλλοντας πολιτικές καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές, ενώ από την άλλη συσπειρώνεται τραυματικά στον εαυτό του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας ο τίτλος της συλλογής Πλεκτάνη αποτελεί αφενός ένα ευθύ σχόλιο απέναντι στην πολιτική διαφθορά, τον καιροσκοπισμό και την κοινωνική αθλιότητα ενός κόσμου ανερμάτιστου και αφετέρου έναν αυτοσαρκαστικό-αυτοαναφορικό προβληματισμό απέναντι στην ίδια τη λειτουργία ενός ειρωνικού, καταγγελτικού, αλλά κενού στην ουσία, από οποιοδήποτε κοσμογονικό ή συνεκτικό όραμα, ποιητικού λόγου, ο οποίος επιχειρεί να σηκώσει το επιφανειακό πέπλο του καθωσπρεπισμού και του καταναλωτισμού και να φωτίσει την καταλυτική παρουσία της φθοράς και την κυρίαρχη στη συλλογή αίσθηση διαφθοράς και κοινωνικού αδιεξόδου. Και ίσως για τούτο, συνταιριάζοντας έναν ευθύ αναπαραστατικό λόγο με μιαν αυξημένη σκοτεινότητα, η ποιήτρια δεν επιχειρεί να συνθέσει μόνο ένα σπαρακτικό ατομικό ψυχογράφημα που κλονίζεται συνεχώς από τον υπαρξιακό φόβο του θανάτου, αλλά και μιαν εναγώνια κατάθεση για τη μοίρα του τόπου και του ανθρώπου γενικότερα.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως το γεγονός ότι στη συλλογή, σκιαγραφείται μια γυναικεία ποιητική προσωπογραφία, η οποία δομείται αντιστικτικά· από τη μια με πολλές σιωπές και υπονοούμενα, με άλογες, αποσπασματικές εικόνες και αυξημένη κατά περιοχές σκοτεινότητα, κι από την άλλη με ρητά, ενίοτε τολμηρά και ευθύβολα, αιρετικά σχόλια. Όλα αυτά συναρτώνται, πάντως, με το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο φαίνεται να λειτουργεί ως μέγγενη που καταπνίγει τον γυναικείο μύθο και τη διαφορετικότητα. Μέσα, λοιπόν, από τη σύγκρουση με τους αδίστακτους μηχανισμούς της πατριαρχικής λογοκρισίας και της διάχυτης κοινωνικής εξουσίας, με συνεχή ενδοσκόπηση και αναμόχλευση του βιώματος, αλλά και με τη συνεπακόλουθη ενοχικότητα των προσωπικών διαψεύσεων, η Έρινα Χαραλάμπους διασταυρώνεται με την εναγώνια αναζήτηση της έμφυλής της ταυτότητας, του νοήματος της ιστορίας, του διαλόγου με τη λογοτεχνική παράδοση και, κυρίως, του βασανιστικού ερωτήματος πώς ποιητικοποιείται η οντολογική ελευθερία.
Ο βιωματικός, πάντως, πυρήνας του βιβλίου, το γεγονός ότι στην ψυχοσυναισθηματική πηγή των περισσότερων ποιημάτων βρίσκεται αφενός η μόνιμη αγωνία της φθοράς και του θανάτου και αφετέρου ο καημός, η πίκρα, η απογοήτευση και η αγανάκτηση ενός νέου ανθρώπου-γυναίκας από την περιβάλλουσα κοινωνική εξουσία, αλλά και τη θεσμική διαφθορά, φαίνεται ότι προσδιόρισε και εν πολλοίς καθόρισε τις εκφραστικές επιλογές της ποιήτριας, η οποία επιστρατεύει στοιχεία και τεχνικές μιας αιρετικής γλώσσας. Από τον τίτλο του βιβλίου, εξάλλου, Πλεκτάνη διαφαίνεται η πρόθεσή της για παιγνιώδη και ανατρεπτικά σχόλια, καθώς από το έντονο λεκτικό παιχνίδι, την προκλητική γλώσσα και τον αυτοσχεδιασμό απορρέει η πικρή ειρωνεία, η αντισυμβατικότητα και ο μελαγχολικός σαρκασμός.
Πιο συγκεκριμένα, η δεσπόζουσα χιουμοριστική, ειρωνική ή σαρκαστική και ανατρεπτική διάθεση υποστηρίζεται τόσο γλωσσικά όσο και μορφολογικά∙ γλωσσικά επιτυγχάνεται με τη χρήση συμβόλων (π.χ. αλυσίδες, παραμύθι κ.ά.), με το (όχι πάντα αισθητικά λειτουργικό και επιτυχημένο κατά την άποψή μου) λεκτικό παιγνίδι (βλ. π.χ. τον τίτλο του ποιήματος «Λεσκωφία») και τέλος με μια προκλητική γλωσσική ετερομιξία η οποία δομείται αντιστικτικά (π.χ. υψηλό-χαμηλό, ιερό-ανίερο, προσωπικό-εθνικό και συλλογικό, πεζολογικό-λυρικό) και υποστηρίζεται από γλωσσικά ίχνη προφορικότητας, κυπριακής διαλέκτου, τεχνοκρατικού, δημοσιογραφικού και πολιτικού λόγου, αλλά και με διακειμενικές αναφορές ή ποιητικές συνομιλίες με τους Σεφέρη, Μόντη, Ρίτσο, Καβάφη, Χαραλαμπίδη, Ήβη Μελεάγρου κ.ά. Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό γλωσσικό μείγμα, είναι εμφανές, κατά την άποψή μου, ότι το μπόλιασμα του ποιητικού σώματος με ιδιωματικές λέξεις, η σποραδική, με άλλα λόγια, χρήση της διαλέκτου εντάσσεται οργανικά στη συνειδητή προσπάθεια της ποιήτριας να οικοδομήσει μιαν αιρετική, ανοίκεια και αντισυμβατική ποιητική γλώσσα, που να αντιμάχεται την τυποποίηση, τη σοβαροφάνεια και τον πουριτανισμό. Στο μορφολογικό από την άλλη επίπεδο, η αιρετική-αντισυμβατική διάθεση του βιβλίου υποστηρίζεται ενίοτε με ομοιοκαταληξίες-καλαμπούρια, με την αξιοποίηση του ελλοχεύοντος διφορούμενου, με ασυνήθιστους τρόπους κάλυψης συντακτικών θέσεων και στοίχισης του ποιήματος, με τον δημιουργικό συλλαβισμό των λέξεων, με τη χρήση μεταφορών, ακρωνυμίων, αντιστροφών, αναγραμματισμών, παύσεων, αποσπασματικότητας, αλληγοριών, συμβόλων και άλλων ρητορικών σχημάτων, πρωτίστως, όμως, με την ειρωνική, ανατρεπτική χρήση του λόγου.
Συνοψίζοντας, η ποιητική κατάθεση της Έρινας Χαραλάμπους Πλεκτάνη αποκαλύπτει μια νέα ποιήτρια που διαθέτει και ευαισθησία και ταλέντο. Επιμέρους ενστάσεις για αχώνευτα ποιητικά δάνεια, μια τάση για ευκολία όσον αφορά την ποιητική έκφραση και για ένα παρακινδυνευμένο λεκτικό παιγνίδι αυθορμητισμού που δεν λειτουργεί πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση υπάρχουν και αποτελούν τα αρνητικά στοιχεία του βιβλίου. Ωστόσο, η συλλογή αυτή αποτελεί μιαν ειλικρινή και ενδιαφέρουσα κατάθεση, μια στέρεη κατά τη γνώμη μου βάση, η οποία μας αναγκάζει να περιμένουμε τη συνέχεια και την εξέλιξη της ποιητικής της.
ΒΟΥΝΙΟΥ ΚΑΤΑΒΑΣΙΣ
στη Λουίζα
Κύλησε η αλήθεια
και λύγισε το ψέμα
ανεπαισθήτως αν-
βούτηξε στο αίμα
αδιακρίτως αν-
έκοψε το ρέμα
το παραμύθι
της γενιάς
μας.
~.~
ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΟΥ
να τον πάρεις
να τον βάλεις στη θέση του
να του φορέσεις κορώνα τον αιθέρα
να του δώσεις για σκήπτρο τον αέρα
τις μύγες να διώχνει
να εξολοθρεύει τα αρθρόποδα.
Εδώ κάτω,
κάτω εδώ, να του πεις,
πήρε τη θέση του
θρονιάστηκε ο Διάβολος―
με τη Σελήνη φωτίζει
το μέσα μας
και τη σκιά ειρωνεύεται
το έξω μας.
O Εωσφόρος, να του πεις,
βάζει στον Θάνατο φωτιά.
~.~
ΕΝΤΟΜΗ
Πάνω στην άθικτη χαρτοπετσέτα
κείτεται το κουφάρι μου
απομεινάρια και τα δυο
ανέλπιστης γιορτής·
ανεπαισθήτως αδιάκριτα
στο πίσω ράφι
στα έγκατα κρυμμένα
το φως προσμένοντας·
να λυτρωθούν
εν τόπω χλοερώ
να αναπαυθούνˑ
να καθαρίσει ο νους
να καθαρίσει ο νους σου
να καθαρίσει ο τόπος
από τα αρθρόποδα
και τις συνομοταξίες.
~.~
SOUL-D
Δεύτε τελευταίον ασπασμόν σύριξε εκκωφαντικά και α-
νελέητα το γύρισμα του κλειδιού στην κάτω αυλή, από-
γευμα Παρασκευής. Το τελευταίο μετά από έντεκα χρόνια
ταξίδια μνήμης.
Δεν είναι για τη μηχανή τα δάκρυα και η θλίψη του μαγιάτικου δειλινού· είναι που
πουλήσαμε τη νιότη μας για να εξαγοράσουμε το σώμα· είναι που ο χρόνος συ-
νοψίζεται στη στιγμή που τα βλέμματα την αλήθεια κοιτάνε και βουρκώνουν ακόμα·
είναι που ο Απρίλης έφυγε, μα τα τριαντάφυλλα της κάτω αυλής αναδίνουν
θάνατο και χώμα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ