Στη Συλλογή που εξέδωσε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος το 1991, έχει μέσα και τ’ ακόλουθο ποίημα:
ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ ΑΛΟΓΟ
2ος ΑΙΩΝΑΣ Μ.Χ.
Στὴ ράχη ἑνὸς χελιδονιοῦ καλπάζει τὸ φαρὶ τῆς Κίνας ―
Ποῦ ἀλλοῦ θὰ κάλπαζε τόσο γοργά;
Οἱ νόμοι τῆς βαρύτητας δὲν εἶναι γιὰ τὸν ποιητὴ καὶ γιὰ τὸ μάστορη.
Καὶ πῶς ἀλλιῶς
Τὸ μικρὸ χάλκινο τεχνούργημα
Θ᾽ ἀντάμωνε στερνὰ τὸν Ὅμηρο
Καὶ τὰ φαριὰ τοῦ Ρήσου ἐκεῖνα
Τοῦ βασιλιᾶ τῆς Θράκης τοῦ δὴ καλλίστους ἵππους ἠδὲ μεγίστους
Ποὺ ἀπαράλλαχτα ἡλιαχτίδες ―μιλάει ὁ θαμπωμένος Νέστορας―
Ἢ λευκότεροι χιόνος
Τρέχαν κι ἀκόμα τρέχουν θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι
Τρέχαν κι ἀκόμα τρέχουν μὲ τοὺς ἀνέμους γενιά!
~·~
Ο ίδιος ο Λορεντζάτος, στις Πηγές που συνοδεύουν τη Συλλογή, σημειώνει ξεκάθαρα ποια στάθηκε η αφορμή για τη γέννηση του ποιήματος, για ποιο φαρί μιλάει. Αντιγράφω:
The Genious of China. An exhibition of archaeological finds of the People’s Republic of China held at the Royal Academy, London (29 Sept. 1973-23 Jan. 1974), Times Newspapers Ltd, 1973: “Bronze figurine of a flying horse standing by one leg on a swallow, excavated in 1969 at Wu-Wei, Kansu. Height 24.5 cm, length 45 cm. Eastern Han dynasty: 2nd century A.D.”, σελ. 119-120. Τα χωρία από την Ιλιάδα Κ 435-437 και 547.
Το “πετούμενο άλογο” βρέθηκε τυχαία το 1969, κάτω υπό τις ιδιόμορφες συνθήκες της συνυπαρκτικής κομμουνιστικής αντιπαράθεσης Ρωσίας και Κίνας, στον τάφο ενός στρατηγού της δυναστείας Χαν (206 π.Χ.–220 μ.Χ.), στο Γουγουέϊ του Γκανσού της Κίνας. Από εκεί πέταξε σε διάφορες χώρες του κόσμου και σύντομα έγινε πασίγνωστο ως ένα από τα εμβληματικά σύμβολα της Κίνας των Χαν. Ένα κομψό φαρί πηδάει θαρρείς στον αέρα με τα τρία του πόδια ενώ το τέταρτο ακουμπάει ανάλαφρα επάνω στη ράχη ενός πουλιού· παρότι οι ειδικοί επέμειναν πως το πουλί αυτό δεν είναι χελιδόνι, όπως δείχνει κι η λεζάντα που παραθέτει ο Λ., προτιμήθηκε (ως πλέον έκδηλα ποιητική;) η εικόνα ενός αλόγου που καλπάζει αλαφροπατώντας στη ράχη ενός πετούμενου χελιδονιού. Η κομψότητα κι η ελαφράδα της σύνθεσης αναδεικνύεται περαιτέρω κι από το γυρισμένο κεφάλι του χελιδονιού, που σαστισμένο αναρωτιέται ποιος να είναι ο ανάλαφρος καβαλάρης στη ράχη του. Ένα άτι γοργότερο κι αλαφρύτερο από ένα πουλί πετούμενο παραμένει ως σήμερα μια εξόχως ποιητική και συμβολική εικόνα χωρίς να υποκύπτει σε μια καθορισμένη ερμηνεία της μεταφοράς που ενδεχομένως απεικονίζει.
Η ματιά του Λ. ανταμώνει και συνταιριάζει (παραμερίζοντας τους νόμους της βαρύτητας) τὸ φαρὶ τῆς Κίνας με τα κατάλευκα άλογα του μυθικού Ρήσου στον Όμηρο, ο οποίος επικαλείται τη ματιά του Δόλωνα για να ταυτίσει τα χιονόλευκα άλογα με τους ανέμους ή τη ματιά του θαμπωμένου Νέστορα που τα εξομοιάζει με τις ηλιαχτίδες. Ας τον ακολουθήσουμε σ’ αυτό το πέταγμα της σκέψης και το συνταίριασμα της ματιάς με το αέρινο των αλόγων καλπασμό, παραθέτοντας τα ομηρικά χωρία της Δολώνειας ραψωδίας, που ο ίδιος έχει υποδείξει.
Ο αιχμαλωτισμένος Δόλων, απαντώντας στην ερώτηση του Οδυσσέα για το πού κοιμούνται οι Τρώες, ξεστομίζει τα ακόλουθα (που έμελλε να είναι κι από τα στερνά του λόγια) για τους Θράκες:
Θρήϊκες οἵδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες, ἔσχατοι ἄλλων·
ἐν δέ σφιν Ῥῆσος βασιλεύς, πάϊς Ἠϊονῆος.
τοῦ δὴ καλλίστους ἵππους ἴδον ἠδὲ μεγίστους·
λευκότεροι χιόνος, θείειν δ᾽ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι,
«να τους οι Θράκες, μόλις που ’φτασαν, στην άκρα, χώρια απ’ όλους.
Γιος του Ηονέα λογιέται ο ρήγας τους και Ρήσο τον φωνάζουν.
Σαν τα φαριά του έτσι πεντάμορφα και πιο τρανά δεν είδα·
κι από το χιόνι ακόμα ασπρότερα, γοργά σαν τους ανέμους»
(μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή).
Και λίγο πιο κάτω, απορημένος πώς κατάφερε ο Οδυσσέας μαζί με τον Διομήδη να κλέψουν τα θαυμάσια εκείνα άλογα ή αν τους τα χάρισε κάνας θεός, αναφωνεί ο Νέστορας:
αἰνῶς ἀκτίνεσσιν ἐοικότες ἠελίοιο.
αἰεὶ μὲν Τρώεσσ᾽ ἐπιμίσγομαι, οὐδέ τί φημι
μιμνάζειν παρὰ νηυσὶ γέρων περ ἐὼν πολεμιστής·
ἀλλ᾽ οὔ πω τοίους ἵππους ἴδον οὐδ᾽ ἐνοήσα,
«Αλήθεια, μοιάζουν απαράλλαχτα με τις αχτίδες του ήλιου.
Κι εγώ συναπαντιέμαι αδιάκοπα με τους οχτρούς, ποτέ μου
στα πλοία δε μένω πίσω, γέροντας κι ας είμαι πολέμαρχος·
όμως δεν είδα, δεν αντίκρισα τέτοια φαριά ποτέ μου»
(μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή).
Ο Λ. στρέφει και συσχετίζει τη ματιά του και τη σκέψη του προς το εικαστικό και γραπτό δημιούργημα του κινέζου μάστορη και του έλληνα ποιητή, που καταργούν (γιὰ τὸν ποιητὴ καὶ γιὰ τὸ μάστορη) τους νόμους της βαρύτητας. Λέει, ξαναθυμίζω, πως μ’ αυτό τον τρόπο,
Τὸ μικρὸ χάλκινο τεχνούργημα
Θ᾽ ἀντάμωνε στερνὰ τὸν Ὅμηρο.
Κι όμως αυτό το στερνά κατορθώνεται ―τόσο για μας όσο και για τον ίδιο― δια του ανταμώματος της δικής του ματιάς και σκέψης με τόσες ποιητικές ματιές και γοργοφτέρουγες σκέψεις και συσχετισμούς που τις χωρίζουν χιλιάδες χρόνια. Διόλου παράδοξο, διόλου καινούργιο, θα ξαφνιζόταν κάποιος ανιχνεύοντας κι έναν ενδιάμεσο συσχετισμό και μια ποιητική εξομοίωση, που έγινε πολύ πριν απ’ τον Λ. (δυο χιλιάδες τόσα χρόνια πριν). Έναν συσχετισμό και μια ποιητική εξομοίωση παρόμοιους με τους δικούς του, που κάποιος άλλοτε έκανε, ώστε να γίνει εφικτό τούτο το χαλκοπράσινο (κάποτε ολόχρυσο) μα και συνάμα αέρινο τριποδιτό τού πετούμενου φαριού της Κίνας, που γέννησε το ποίημα. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον μεγάλο αυτοκράτορα Γου-Τί των Χαν. Στα 113 π.Χ. σαν έπιασαν κάτι στρατιώτες στην όχθη ενός ποταμού κοντά στη Ντουνχουάνγκ, σ’ ένα προκεχωρημένο φυλάκιο στις παρυφές της ερήμου Γκόμπι, ένα παράξενο άλογο, ‘υπερφυσικό’, και το παρουσίασαν στην αυτοκρατορική αυλή του Τσανχ’άν (το κατοπινό Σιάν), ο αυτοκράτορας Γου-Τί αμέσως το συσχέτισε με τα μυθικά ουράνια άλογα κι έγραψε αυτό το ποίημα:[1]_
Δώρο της Μεγάλης Ενότητας
το ουράνιο άλογο κατέρχεται.
Με κόκκινο ιδρώτα νοτισμένο,
που αφρίζει άλικο ρυάκι.[2]
Άκοπο το τρεχαλητό του,
διασχίζει χίλιες λεύγες·
ποιος να του παραβγεί,
παρά μονάχα ο δράκοντας;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.[3] Ο θρύλος των υδατογεννημένων αλόγων, που γεννιούνται απ’ τη συνένωση των δρακόντων με φοράδες ήταν γνωστός σε διάφορες περιοχές του κινεζικού Τουρκεστάν. Και πιθανότατα έλκει την καταγωγή του δυτικότερα, από των Ιρανών τα εδάφη. Από εκεί, ήδη τη σασανιδική περίοδο, έχουμε και μύθους αλλά και παραστάσεις με μυθικά φτερωτά άλογα.[4] Τα ουράνια, τα αιματοϊδρωμένα, άλογα που (μυθικά) περιγράφει στα τελετουργικά του ποιήματα ο αυτοκράτορας Γου-Τί, συνδέθηκαν (αληθινά) με την κοιλάδα της Φεργκάνας (και δι’ αυτής πάλι με το Ιράν, όπως θα δούμε). Πριν απ’ αυτά όμως, τα πρώτα που αποκλήθηκαν ουράνια άλογα ήρθαν από τις Δυτικές Περιοχές στην Κίνα, απ’ το Γου-σούν, κι ήταν μια μίξη πιθανόν αλόγων της Βακτριανής και μικρόσωμων πόνυ της στέππας. Κι ονομάστηκαν ουράνια άλογα γιατί ο Γου-Τί συμβουλευόμενος το Βιβλίο των αλλαγών (Ι Τζινγκ), έλαβε τον εξής οιωνό: «το ουράνιο άλογο θα έρθει από τα βόρειο-δυτικά». Η βασιλεία του αυτοκράτορα Γου-Τί (141–87 π.Χ.) δεν χαρακτηρίζεται μονάχα από τις θρησκευτικές, ποιητικές και μουσικές καινοτομίες που επέφερε αλλά και για τη μέγιστη επέκταση των συνόρων της Κίνας που κατάφερε κατά την περίοδο των Χαν, από τη σημερινή Κιργιζία ίσαμε την Κορέα και το βόρειο Βιετνάμ. Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά του να απωθήσει τους απειλητικούς Σιονγκ-νού, ο Γου-Τί αποστέλλει τον αξιωματούχο και διπλωμάτη Τζαν Τσιάν προς την Κεντρική Ασία, διανοίγοντας έτσι τον δίαυλο των επαφών με τον ευρασιατικό κόσμο, αλλά κι –ανεπιγνώστως– προοδοποιώντας στο κατόπι την περίφημη αρτηρία επικοινωνίας με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αυτήν που έμελλε να ονομαστεί μόλις τον 19ο αιώνα Δρόμος του μεταξιού. Στηριγμένος σε μια από τις πληροφορίες που μετέφερε ο Τζαν Τσιάν, σχετικά με τα άλογα της Νταγιουάν (της Φεργκάνας) που ιδρωκοπούν αίμα κι ανήκουν στη ράτσα των ουρανίων αλόγων έστειλε απανωτές πρεσβείες, με άφθονο χρυσό, ώστε να του προμηθεύσουν τα πολύτιμα αυτά άλογα.
Οι κάτοικοι της Νταγιουάν, νιώθοντας τον κινέζο αυτοκράτορα πολύ μακριά τους, ώστε ασφαλείς κι ατιμώρητοι να μην τον υπακούσουν, αγνόησαν τις εκκλήσεις του για αποστολή αλόγων αλλ’ όχι και το χρυσάφι του· κι έτσι κάποτε έσφαξαν τους απεσταλμένους του, κρατώντας για λογαριασμό τους το πολύτιμο μέταλλο που μετέφεραν. Εν τέλει ο Γου-Τί έστειλε ένα μεγάλο στράτευμα που πολιόρκησε την περιτειχισμένη πρωτεύουσα της Νταγιουάν, και τότε οι κάτοικοί της ―συνηθισμένοι στις σφαγές― προτίμησαν ν’ αποκεφαλίσουν τον βασιλιά τους και να στείλουν πεσκέσι στους εχθρούς τους μέσα σε ζεμπίλι την κεφαλή του, μαζί με 3000 απ’ τ’ αλόγατα που διακαώς επιθυμούσαν, καθώς και τον γιο του νέου τους άρχοντα, δηλώνοντας τοιουτοτρόπως την πλήρη υποταγή τους, με την επιπλέον αποστολή δυο ουρανίων αλόγων ετησίως, μαζί με την ιδιαίτερη τροφή τους (μηδική, αλφάλφα). Ο Γου-Τί αποδέχτηκε ασμένως όλα τα δώρα.
Γιατί τα ήθελε όμως τόσο σφοδρά εκείνα τ’ άλογα ο αυτοκράτορας Γου-Τί;[5] Κατά πρώτον, γιατί η Κίνα διέθετε μόνο μικρόσωμα μογγολικά άλογα καθώς μόνον τέτοια μπορούσε να διαθρέψει λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε ασβέστιο σε όλη την οργανική ύλη της χώρας, ακόμη και στο νερό. Και κατά δεύτερον, διότι οι ισχυροί εχθροί τους Σιονγκ-νού κατέστησαν σαφή την υπεροχή του ιππικού έναντι του πεζικού, καταφέρνοντας μάλιστα στα 201 π.Χ. μία ταπεινωτική νίκη έναντι ενός πολυπληθούς στρατού των Χαν, αποτελούμενου κυρίως από πεζικό. Από την άλλη, όπως κατέδειξαν ορισμένοι ερευνητές, κι όσο αλλόκοτο κι αν μας φαντάζει (εξάλλου ας μην ξεχνάμε πως ευρέως πια χρησιμοποιούσαν στο ιππικό τους τα άτια του Γου-σούν), η αναζήτηση των ουρανίων αλόγων, πέρα από τις πρακτικές στρατιωτικές ανάγκες, φαίνεται πως είχε και μεταφυσικότερες και πνευματικότερες ρίζες. Προσμένοντας τα ουράνια αλόγατα ο Αυτοκράτορας Γου-Τί, συνθέτει το ακόλουθο ποίημα:
Τα ουράνια άλογα έρχονται,
έρχονται απ’ τη δύση την απόμακρη.
Τις άμμους που γοργοκυλάν διασχίσαν,
τι οι βάρβαροι κατακτηθήκαν πια.
Τα ουράνια άλογα έρχονται,
μες απ’ της λίμνης ξεπηδώντας τα νερά.
Δυο απ’ αυτά έχουνε της τίγρης τα πλευρά:
σαν πνεύματα μπορούν να μεταμορφωθούν.
…..
Τα ουράνια άλογα έρχονται·
Ανοίξτε τις πύλες όσο είν’ καιρός ακόμη.
Θα με τραβήξουνε ψηλά και θα με πάν’
στο άγιον όρος του Κουν-λούν.
Τα ουράνια άλογα ήρθανε,
και στο κατόπι τους ο δράκοντας.
Στις Πύλες του Ουρανού θα φτάσω,
Και τα Παλάτια του Θεού θα ιδώ.
Για να μη μακραίνουμε τον λόγο, θες για τη γη θες για τον ουρανό προορισμένα, τα ουράνια τ’ άτια της κοιλάδας της Φεργκάνας είναι αυτά που δώσανε το πρότυπο στον ανώνυμο κινέζο μάστορη που, καταλύοντας τους νόμους της βαρύτητας, εσκάλισε πάνω στον μπρούντζο το πετούμενο φαρί της Κίνας, εκείνο που θαύμασε κι ο Λορεντζάτος δυο χιλιάδες χρόνια στο κατόπι του.
~·~
Ποιο ήταν όμως τούτο το περίζηλο και ξακουστό, μεγαλόκορμο φαρί και πούθε ερχόταν;
Αν ο (εν αγνοία του) πρωτοπόρος ―ταξιδευτής και διπλωμάτης― του Δρόμου του μεταξιού Τζαν Τσιάν «δεν είχε αιχμαλωτιστεί για μια δεκαετία από τους νομάδες Σιονγκ-νού, θα πρόφταινε ακόμη ελληνόφωνους βασιλιάδες με ονόματα όπως Ευθύδημος και Μένανδρος να κυβερνούν στη Βακτριανή».[6] Ήδη το 130 π.Χ. όμως τα υπολείμματα των διαδόχων του Αλεξάνδρου Ελληνο-Βακτριανών βασιλείων είχαν σαρωθεί από τους νομάδες Γιουετσί. Κι όμως ο κινέζος ταξιδιώτης πρόλαβε τα ελληνικά χρυσά και ασημένια νομίσματα και θαύμασε για το ―άγνωστο και παράξενο για έναν Κινέζο― σκάλισμα της μορφής του βασιλιά επάνω τους. Κι ίσως ακόμη και να θαύμασε στην οπίσθια πλευρά των νομισμάτων του Ευκρατίδη Α΄ της Βακτριανής τ’ άλογα τα ουράνια χαραγμένα.
Αυτό εδώ το σημείο συνδέει τα ταξίδια του κινέζου διπλωμάτη τόσο με τα ουράνια άλογα όσο και με την προέλευσή τους.[7] Στο νοτιοδυτικό άκρο της κοιλάδας της Φεργκάνας (Νταγιουάν) βρισκόταν η πέρσικη Κυρούπολις και παραδίπλα η μεταγενέστερη Αλεξάνδρεια η Εσχάτη, στις νότιες όχθες του Ιαξάρτη (κοντά στη σημερινή τατζίκικη Χουτζάντ). Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, Έλληνες από τα Ελληνο-Βακτριανά βασίλεια κατέλαβαν και την κοιλάδα της Φεργκάνας, και μάλιστα κάποιες από τις μαρτυρίες του ίδιου του Τζαν Τσιάν (για τις περιτειχισμένες πόλεις και για τη φύλαξη του κρασιού σε πιθάρια) αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για κάτι τέτοιο. Ας είναι όπως θέλει! Τα ουράνια λοιπόν τ’ άλογα τα επίζηλα που έβοσκαν στην εύφορη κοιλάδα της Φεργκάνας και τόσες σκοτούρες προκάλεσαν στον Γου-Τί μέχρι να τα αποκτήσει, προέρχονταν από τα ξακουστά Νησαία αλόγατα της Μηδίας, που ο Ηρόδοτος μας αναφέρει.
Περιγράφοντας ο Ηρόδοτος τον στρατό του Ξέρξη, γράφει στην Πολύμνια (40.2-4):
…μετὰ δὲ ἱροὶ Νησαῖοι καλεόμενοι ἵπποι δέκα, κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα. Νησαῖοι δὲ καλέονται ἵπποι ἐπὶ τοῦδε· ἔστι πεδίον μέγα τῆς Μηδικῆς τῷ οὔνομά ἐστι Νήσαιον. τοὺς ὦν δὴ ἵππους τοὺς μεγάλους φέρει τὸ πεδίον τοῦτο. ὄπισθε δὲ τούτων τῶν δέκα ἵππων ἅρμα Διὸς ἱρὸν ἐπετέτακτο, τὸ ἵπποι μὲν εἷλκον λευκοὶ ὀκτώ, ὄπισθε δὲ αὖ τῶν ἵππων εἵπετο πεζῇ ἡνίοχος ἐχόμενος τῶν χαλινῶν· οὐδεὶς γὰρ δὴ ἐπὶ τοῦτον τὸν θρόνον ἀνθρώπων ἀναβαίνει. τούτου δὲ ὄπισθε αὐτὸς Ξέρξης ἐπ᾽ ἅρματος ἵππων Νησαίων,
«ακολουθούσαν δέκα άτια ιερά, που λέγονταν Νησαία, με τα πιο όμορφα χάμουρα. Νά κι ο λόγος που τα ονομάζουν Νησαία· στη Μηδία βρίσκεται μια μεγάλη πεδιάδα που λέγεται Νήσαιο· λοιπόν αυτή η πεδιάδα τρέφει τα περίφημα μεγαλόσωμα άτια. Μετά απ᾽ αυτά τα δέκα άτια η παράταξη συνεχιζόταν με το ιερό άρμα του Δία, που το έσερναν οχτώ κάτασπρα άτια, και πίσω από τα άτια ακολουθούσε πεζός ο ηνίοχος κρατώντας σφιχτά τα χαλινάρια· γιατί κανένας θνητός δεν ανεβαίνει σ᾽ αυτό το άρμα. Και πίσω απ᾽ αυτό, ο ίδιος ο Ξέρξης πάνω σε άρμα που έσερναν άτια Νησαία» (μτφρ. Η. Σπυρόπουλος).
Μεγαλόσωμο, στιβαρό, γοργό και ρωμαλέο, το Νησαίο άτι έγινε σύντομα περιζήτητο ως πολεμικό άλογο στον αρχαίο κόσμο, έφτασε να θεωρηθεί ως το υπερ-άλογο, μέχρι να αναδειχθούν αργότερα οι αραβικές κι ανδαλουσιάνικες ράτσες των φαριών. Το βλέπουμε στα σασανιδικά ανάγλυφα με τον βασιλέα των βασιλέων Σαπώρη Α΄ (215-272) καβαλάρη του αγέρωχο να υποτάσσει τους ρωμαίους βασιλείς. Παράλληλα με την πολεμική του χρήση όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ήδη και στον Ηρόδοτο, η συνοδευτική χρήση του επιθέτου ιερός· μάλιστα όπως φαίνεται, από την εποχή του Κύρου, σέρνουν και το ιερό άρμα του Αχούρα-Μάζδα (ἅρμα Διὸς ἱρὸν) στον πόλεμο. Ο ίδιος ο Σαπώρης, σύμφωνα με τις εβραϊκές πηγές, είχε προτείνει να προσφέρει στον αναμενόμενο Μεσσία των Εβραίων ένα από τα δικά του ιερά λευκά άλογα να καβαλικέψει, αντί για το γαϊδουράκι που προέβλεπαν οι προφητείες τους.[8] Γιατί άραγε κι ο κινέζος αυτοκράτορας να μην επιδαψιλεύσει τέτοια ονομασία κι αποστολή ουράνια στα απαρόμοιαστα και ζηλευτά εκείνα άτια;
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η φήμη αλλά κι η ράτσα των ουράνιων αλόγων συνέχισε να κατακρατεί αιχμάλωτη την κινέζικη καλλιτεχνική φαντασία αλλά και την καθημερινότητα μέχρι και την εποχή της ένδοξης για την Κίνα δυναστείας των Τανγκ (618-907). Ενέπνευσε τα φτερωτά άλογα που συνόδεψαν τη μοναδική κινέζα αυτοκράτειρα Γου Ζετιάν στο τελευταίο της ταξίδι (στο μαυσωλείο του Γκανλίνγκ) αλλά παράλληλα οδήγησε και στην άνθιση της κεραμικής απεικόνισης των θαυμάσιων αυτών ζώων, στα εξαίρετα ταφικά αγαλματίδια που σώζονται ως σήμερα. Σιγά-σιγά όμως οι προμήθειες των μυθικών ουρανίων αλόγων λιγόστευαν, και διαφορετικές ράτσες έρχονταν πια να τα αντικαταστήσουν, συχνά από τους Μογγόλους και τους Τουνγκούσιους βορειοανατολικά, σποραδικά, αραβικά φαριά από τον αραβικό κόσμο, κι άλλες κυρίως ράτσες από τους τουρκομάνους Ουϊγούρους στα βορειοδυτικά. Από εκείνη την ξακουστή περίοδο τον Τανγκ, που η μαγεία των μυθικών Νησαίων αλόγων μεσουρανούσε ακόμα, προέρχονται κι οι επόμενοι στίχοι του περίφημου Λι (Τάϊ) Μπο (701–762), την χρυσή περίοδο της κινέζικης ποίησης. Στίχοι που κουβαλούν όλο τον θαυμαστόν απόηχο της υδατογεννημένης δρακοντογέννας των ουρανίων αλόγων:
…απ’ των Κουσάνων τα λημέρια έρχονται τ’ άλογα του Ουρανού
με τίγρης σημάδια στα πλευρά, κόκκαλα φτιαγμένα για δράκοντα φτερά. [9]
Παραδόξως, αν υπάρχει κάτι παράδοξο στην ανθρώπινη ιστορία και γραφή, ένας παρόμοιος απόηχος ακούγεται την ίδια πάνω κάτω εποχή, στην αντίπερα άκρη του Δρόμου του μεταξιού, στη βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόδωρος, επίσκοπος Κυζίκου, γράφοντας στον αγαπημένο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, σημειώνει σ’ έναν κατάλογο των πλέον πολυτίμητων πραγμάτων ([ἔ]μμεναι κάλλιστον) και τα περίφημα, τα ζηλευτά τα άτια τα Νησαία· αν κι ο ίδιος δηλώνει εμφατικά πως απ’ όλα τούτα προτιμάει (ὄττω τις ἔραται) τα λόγια του ίδιου του αυτοκράτορα, την αὐτοπρόσωπο ὁμιλία, την καθαρὰ τῶν ἐφετῶν μετοχή:
«οὐ Μίδου χρυσόν, οὐ Κροίσου θησαυρόν, οὐ Τάλω τάλαντα, οὐ Πηλέως μάχαιραν, οὐκ Ἴριδος τάχος, οὐ τοῦ Λαοδάμαντος ῥώμην, οὐ Γύγου σφενδόνην, οὐ κήπους Μηδικούς, οὐ Νησαίου ἵππους, οὐκ ἄλλο τῶν παρ’ ἀνθρώποις νομισθέντων τιμίων οὐδέν· ἓν μόνον μοι πλέον ἐρᾶται, ἡ ἀληθὴς τούτων [των λόγων του αυτοκράτορα] καὶ ἄμεσος ἀπόλαυσις, ἡ αὐτοπρόσωπος ὁμιλία, ἡ καθαρὰ τῶν ἐφετῶν μετοχή, ἡ κοσμικὴ ἑορτή, ἣν ὠμός τις καὶ βάσκανος κωλύει δαίμων».[10]
ΥΓ. Μιας κι ο λόγος για τα αλόγατα και για τους νόμους της βαρύτητας που καταλεί η μαστοριά της τέχνης, θυμήθηκα πρόσφατα πως ο Ηρόδοτος (Κλειώ, 189.1-190.1) γράφει κι αυτή την παράξενη ιστορία για την εκδίκηση που πήρε ο μέγας Κύρος από έναν ποταμό, που του έπνιξε ένα από τα λευκά ιερά μηδικά άλογα:
…τοῦτον δὴ τὸν Γύνδην ποταμὸν ὡς διαβαίνειν ἐπειρᾶτο ὁ Κῦρος ἐόντα νηυσιπέρητον, ἐνθαῦτά οἱ τῶν τις ἱρῶν ἵππων τῶν λευκῶν ὑπὸ ὕβριος ἐσβὰς ἐς τὸν ποταμὸν διαβαίνειν ἐπειρᾶτο, ὁ δέ μιν συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων. κάρτα τε δὴ ἐχαλέπαινε τῷ ποταμῷ ὁ Κῦρος τοῦτο ὑβρίσαντι καί οἱ ἐπηπείλησε οὕτω δή μιν ἀσθενέα ποιήσειν ὥστε τοῦ λοιποῦ καὶ γυναῖκάς μιν εὐπετέως τὸ γόνυ οὐ βρεχούσας διαβήσεσθαι. μετὰ δὲ τὴν ἀπειλὴν μετεὶς τὴν ἐπὶ Βαβυλῶνα στράτευσιν διαίρεε τὴν στρατιὴν δίχα, διελὼν δὲ κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατὸν παρ᾽ ἑκάτερον τὸ χεῖλος τοῦ Γύνδεω τετραμμένας πάντα τρόπον, διατάξας δὲ τὸν στρατὸν ὀρύσσειν ἐκέλευε. οἷα δὲ ὁμίλου πολλοῦ ἐργαζομένου ἤνετο μὲν τὸ ἔργον, ὅμως μέντοι τὴν θερείην πᾶσαν αὐτοῦ ταύτῃ διέτριψαν ἐργαζόμενοι. ὡς δὲ τὸν Γύνδην ποταμὸν ἐτείσατο Κῦρος ἐς τριηκοσίας καὶ ἑξήκοντα διώρυχάς μιν διαλαβών…,
«…όταν λοιπόν ο Κύρος προσπαθούσε να περάσει το ποτάμι αυτό, τον Γύνδη δηλαδή που ήταν πλωτός, τότε ένα από τα ιερά του άσπρα άλογα μπαίνοντας αγέρωχα στο ποτάμι πάσχιζε να το διαβεί· μα τα νερά του ποταμού το κατάπιαν και το παρέσυραν στον βυθό κάτω. Πολύ δυσανασχέτησε με το ποτάμι ο Κύρος γι᾽ αυτή του την αναίδεια, και το απείλησε πως τόσο αδύναμο θα το έκανε, ώστε στο μέλλον ώς και οι γυναίκες θα το περνούσαν εύκολα, δίχως να βρέχουνε το γόνα τους. Ύστερα από αυτή του την απειλή, αφήνοντας κατά μέρος την εκστρατεία εναντίον της Βαβυλώνας, χώρισε το στρατό του σε δύο μέρη και τους παρέταξε σε δύο μακριές σειρές, δείχνοντάς τους πώς θα έπρεπε να ανοίξουν σε ευθείες γραμμές εκατόν ογδόντα κανάλια σε καθεμιά όχθη του ποταμού, στραμμένα προς όλες τις διευθύνσεις. Αφού λοιπόν μοίρασε το στρατό του, τους πρόσταξε να σκάβουν. Επειδή τα χέρια που δούλευαν ήσαν πολλά, το έργο τέλεψε, όμως χρειάστηκε να περάσουν όλο το καλοκαίρι τους δουλεύοντας εκεί. Όταν ο Κύρος εκδικήθηκε έτσι τον ποταμό Γύνδη, κόβοντάς τον σε τριακόσια εξήντα κανάλια…» (μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Είχαν μια ευαισθησία απροσδόκητα άγρια στις απρόσμενες των υδάτων αντιδράσεις οι Πέρσες ηγεμόνες!
Σ’ αυτή την πικρή ιστορία του πνιγμού του λευκού ιερού αλόγου αλλά και την τιμωρία του ποταμού, διασχίζοντας αναπόταμα την απόσταση δυο χιλιάδων τόσων χρόνων, κατέφυγε η Αγγλίδα Τζωρτζ Έλιοτ για να κλείσει το φινάλε της ηρωίδας της Δωροθέας, στο Μίντλμαρτς:
«Το λεπτεπίλεπτα συγκινημένο πνεύμα της εξακολουθούσε να διατηρεί τους περίτεχνους προβληματισμούς του, παρόλο που δεν ήσαν ευρέως εμφανείς. Η πλήρης της ιδιοσυγκρασία, σαν εκείνον τον ποταμό του οποίου ο Κύρος συνέτριψε την δύναμη, ξοδευόταν σε κανάλια που δεν είχαν σημαντικό όνομα πάνω στη γη. Η επιρροή όμως της ύπαρξής της σ’ εκείνους που την περιέβαλλαν διαχεόταν σε ανυπολόγιστο βαθμό…», (Τζωρτζ Έλιοτ, Middlemarch, μτφρ. Εύη Γεωργούλη, Ίνδικτος)
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
[1] Wood Frances, The Silk Road: Two Thousand Years in the Heart of Asia, 2002, σ. 53-56.
[2] Ο ιδρώτας που έσταζε αίμα αποδόθηκε στο παράσιτο Parafilaria multipapillosa· δες Wood Frances, ό.π.
[3] Για όλες τις αφηγήσεις που ακολουθούν, μπορεί κανείς πρόχειρα να συμβουλευθεί τα μεταφρασμένα κινέζικα χρονικά: 1. Shi Ji, και 2. Han Shu, και τα βιβλία που αναφέρονται στις Σημειώσεις. Ας σημειωθεί εδώ πως εμπνευσμένη από τον βίο των Ελληνο-Βακτριανών βασιλείων αλλά και τα ουράνια αλόγα, είναι η μυθιστορία Horses of Heaven, της Gillian Bradshaw (1991).
[4]Schafer Edward H., The Golden Peaches of Samarkand, 1985, σ. 60, και https://www.insa.nic.in/writereaddata/UpLoadedFiles/IJHS/Vol51_4_2016_Art05.pdf.
[5] Wood Frances, ό.π. και Herrlee Glessner Creel, What Is Taoism?: And Other Studies in Chinese Cultural History, 1982, σ. 176.
[6] Keay John, China: A History, 2009, σσ. 136-137.
[7] Δες Tarn W. W., The Greeks in Bactria & India, 1997, σ. 307-309· Whitfield Susan, Life Along the Silk Road, 1999, σ. 97· Wood Frances, ό.π. και Keay John, ό.π.
[8] Την πληροφορία αυτή, που καταγράφεται στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, b. Sanhedrin 98a, την αντλώ από Neusner Jacob, A History of the Jews in Babylonia, II. The Early Sasanian Period, 1966, σ. 45.
[9] Schafer Edward H., ό.π.
[10] Darrouzès J., Épistoliers byzantins du Xe siècle, 1960, [Ep. 6].