Στο σπίτι
Στις τροπικές τις ζέστες του καιρού μας…
Κουράστηκα στον ανήφορο για το σπίτι
πάλι ποιήματα καθημερνά
νοικοκυριά, ξεχορταριάσματα
στις γλάστρες πεταλούδες, μέλισσες
ανθόφυλλα και στήμονες
προτύπωση παραδείσου
Βλέπω στο δέντρο τον καρπό
πλήθος τα μπερικέτια
μιλιούνια στο ευκίνητο κλαρί
τραβώ, το φέρνω στο μπόι μου
επιτομή αφθονίας
Βρήκα στο μπαούλο τις φασκιές μας
με την ευχή «Ύπνον Ελαφρόν »
με το ευφωνικό το { ν } μη μας ταράξει
μήτε το φτερό της πεταλούδας
~.~
Εντός και Εκτός
Βγάζω στον ήλιο τα προικιά, πολυτελή
αφή μεταξωτού πάνω στο δέρμα
τώρα, στα χρόνια της πληθώρας
προίκες ασήκωτες σακούλες στα σκουπίδια
για πατσαβούρες κομματιάζονται βαμβακερά
όνειδος της περίσσειας
γεμίζουμε τον τόπο αντικείμενα
προσβάλλουμε το χώρο
νεύρωση κοινωνική
Έζησα στις μονές του καλού
στο καθαρό το σπίτι, τάξη του Μουσείου
δεν τα σκοτώνω, βγάζω έξω τα βλαβερά
κάνω ειρήνη με το γένος του σκορπιού
μυσταγωγώ την καθημερινότητα
κάθε στιγμή αναστημένη
]]]]]διήγηση σαν επικράτεια
επιούσιος στίχος κατά την ώρα της μέρας
~.~
Οι Εποχές
Ω ρ α ί ε ς Ώ ρ ε ς της ζωής, σφραγίς αρμονίας
ζάλη το καλοκαίρι, άνοιξης ορμή
η κλίση του φθινόπωρου
συγκέντρωση του χειμώνα
να σουρουπώνει του Χριστού παραμονή
να ξημερώνει μέρα του Απρίλη
Το κατ’ εμέ ουσία, τόπος τώρα και εδώ
όπου κι εγώ ονειρεύτηκα να ευτυχήσω
ευλογημένη με το ελάχιστο
στην προσφορά και στη ζήτηση
στη ζημιά και στο κέρδος
χιλιάδες έννοιες νε πατούν
κατάβαρη στη μουσική
να κυριέψει ίμερος να ενθρονιστεί
να πάρει την κυρά σε σοβαρή χαρά
και στο χορό να ρίξει το μαντίλι
να κάνει στην ποδιά της κάθισμα βαθύ
αχ ζωή μάγισσα να σε μάθω άργησα
που λέει και το τραγούδι
~.~
Στην Πόλη
Βόλος, από ψηλά, τα νεοκλασικά
τα προπολεμικά
τα μεταποιημένα προσφυγικά
προσθήκη στην προσθήκη
οικογενειακά τριώροφα
να στεγαστούν οι γενεές
πολυκατοικίες απάθλιες
σωσμένες πού και πού παλιές σκεπές
κι ένας τοίχος που ξέμεινε στον ακάλυπτο
ν΄ αναπαυτεί το μάτι στις πέτρες
Κι αλλού, απόντος του αφεντικού
ρημάζουν βελτιώσεις άχρηστες
εζήλωσαν θησαυρούς επιγείους
αταξία, γλάστρες παράταιρες, στη λοιμική της αφθονίας
άκρατη κατανάλωση, αναρχία της ευκολίας
πάντα υπάρχει κάτι να ασχημίσει το βλέμμα μου
και να συγκρίνει άλλες γλάστρες στη σειρά
βαμμένες κόκκινο βαθύ στις μυθικές αυλές
οι ανθισμένες ίριδες, αρχές του Μάρτη
σφόδρα ευώδεις με τη γλύκα λεμονιού
που μόνο και να πω την ευωδιά τους
θα δικαιώσω τους τρόπους μου
~.~
Ιστορικά
Ακολουθώντας στην πόλη μου της ιστορίας τη
]]]]γραμμή
εκεί που ονειρεύτηκα να ευτυχήσω
πολίτης του κόσμου με δικαίωμα ψήφου κι εγώ
γεμάτη ταξιδεμένους, ανέστιους
ξενίζονται στην πόλη μου φεύγοντας την ανάγκη
]]]]]]τους είδα σ’ ένα υπόγειο με το μωρό στην
]]ανεμόκουνα
άντρες ανατολίτες ,σταυροπόδι καθιστοί
φευγάτοι πρόσφυγες,
χορτάρι βόσκησε ένα παιδί στη Συρία
καταραμένοι δυνατοί
κακές συνήθειες δόλο κι απάτη
Βλέπω την πόλη ξαπλωμένη ηδυπαθώς
σαν απλωμένο στο χαρτί το σώμα του ποιήματος
παραδομένη στη ρυμοτομία της ρεμβαστική
στις άχνες του μεσημεριού, στις γάζες της
]]αμφιλύκης
όταν πρωτοκατοίκησα εκεί ζούσαν ακόμα δυνατά
οι προσδοκίες της μάνας, το αίμα του πατρός
ασώματοι αυξάνονται, με μεγαλώνουν
βλέποντας κτίσματα παλιά
όπου μπορεί περαστικοί, ν’ ακούμπησε το βλέμμα
]]τους
κρατούσε ακόμα γύρω ο καημός της προσφυγιάς
η στέρηση της ελευθερίας
ΜΑΓΔΑ ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ