Μάνη

«Τρανή ζωή του τραγουδιού σε αδράχνω»: Σπήλιος Πασαγιάννης (1874-1909)

Σκίτσο που απεικονίζει τον ποιητή από το εξώφυλλο της Ελληνικής Δημιουργίας (τχ. 86, «Η Μάνη και οι λογοτέχνες της – Πασαγιάννηδες»).

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Διαβάζοντας τις Λυρικές παραλλαγές του Νίκου Γρυπάρη, δημοσιογράφου, ποιητή και εκδότη («είμαι ποιητής / δεν γράφω στίχους, μα σφιχτοδένω το φεγγάρι / με των αντίλαλων τους ήχους»), το αντάμωμα με ένα άλλο βιβλίο του, τα Νεοελληνικά φιλολογικά παραλειπόμενα, με οδήγησαν σε έναν ομόσταβλό του, τον Σπήλιο Πασαγιάννη, του οποίου η ζωή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως επίσης κι όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατό του.

Πλανεμένη φωνή, που με ποτίζεις ήλιο,
εσένα ακούω μονάχα στον αιθέρα.
Τάμα πανέμορφο κρατούν
παρθένες στο κεφάλι,
με το υπερούσιο το κρασί
γιομάτες ωραιοσκάλιστες λαγήνες·
διάπλατα οι θύρες ανοιχτές
με τις θλιμμένες Μάνες,
που άσπρα ντυμένες καρτερούν
να με γαμπροστολίσουν.

Πρωτοπαρουσιάζεται στη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών, στην εφημερίδα Μούσαι της Ζακύνθου, την οποία εκδίδει ο Λεωνίδας Ζώης, με την «Πρωτομαγιά της Χτικιασμένης», ενώ στη Φιλολογική Ηχώ της Κωνσταντινούπολης δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα.

Γύρνα, καλέ μου, κι άφησε της ξενιτιάς τις πίκρες.
Έλα να σμίξουμε γλυκά. Θυμήσου με και μένα,
που τόσα χρόνια ρέβουμαι στης ερημιάς τους πόνους.
Διάβηκαν χρόνια και καιροί οπού σου τρώει τα νιάτα
η άσπλαχνη η ξενιτιά με το τυράγνισμά της.
Το έρμο το κορμάκι σου στα ξένα παραδέρνει,
και στα πικρά τους βάσανα, και στις ανεμοζάλες,
θα μαραζώσει, θα καεί, θα σβήσει κολασμένο.
Τα ξένα δε σε γέρασαν; δε σ’ έφαγαν τα ξένα;
Φεύγα τα ξένα, κι είν’ οχιές, φίδια φαρμακωμένα,
και φαρμακώνουν και ρουφούν το αίμα σου καλέ μου.
Έλα, γιατί βαλάντωσα και ρέψε την καρδιά μου
αφ’ όντας ξενιτεύτηκες και πήγες σ’ άλλους τόπους.
Έλα να ιδείς το γιόκα μας λεβέντη, παλικάρι
από μωρό που τ’ άφησες και μίσεψες καλέ μου.
Έλα να ιδείς την όμορφη και λυγερή μας κόρη
που μ’ άφησες μικρή μικρή και τώρα θα την εύρεις
με τις πλεξούδες σαν οχιές, παρθένα βυζωμένη.
Έλα να ζήσουμε μαζί μες το νοικοκυριό μας
να ’χουμε τα χωράφια μας, να σπέρνουμε τα στάρια,
που άσκαφτα κι ανόργωτα είν’ τόσα χρόνια τώρα,
Να ’ρχετ’ ο θέρος με καλό, που ’ναι ξανθά τα στάχυα,
μαζί να τα θερίζουμε, μ’ ολόγλυκα τραγούδια,
Και να το τρώμε το ψωμί χωρίς πικρά φαρμάκια.
Να ’ρχετ’ ο τρύγος εύτυχος τ’ αμπέλι να τρυγάμε,
τα ζουμερά σταφύλια του κρασί να τα πατάμε;
Να ’χουμε στο κατώγι μας ολοχρονίς για πιόμα.
Να ’χουμε το λεβέντη μας, και τη χρυσή μας κόρη,
να τραγουδούν στο πλάι μας της νιότης τα τραγούδια,
να μας θυμίζουν τους καιρούς που διάβηκαν για πάντα,
να μας γλυκαίνουν την καρδιά με το χαμόγελό τους,
να μας χαρίζουνε ζωή, παρηγοριά κι ανάσα,
κι έτσι τα χρόνια να περνούν για μας ευτυχισμένα.
Χωρίς καημούς και βάσανα και πόνους και φαρμάκια.
Γύρνα, καλέ μου, κι άφησε της ξενιτιάς τις πίκρες. (περισσότερα…)

Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Η υπογραφή του Νικήτα στο τέμπλο των Αγίων Θεοδώρων της Καφιόνας.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #7
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

 Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Οι καλλιτέχνες στο Βυζάντιο καλύπτονταν από μία γενική ανωνυμία, καθώς υπέγραφαν τα έργα τους πάρα πολύ σπάνια. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται κατά βάσιν στο γεγονός ότι η τέχνη τους –πρωτίστως η ζωγραφική– ήταν θρησκευτική και η άσκησή της αποτελούσε μια συνάντηση με το θείον, που συνεπαγόταν ταπείνωση και εκμηδένιση του “εγώ”. Στην ανωνυμία συνέτεινε επιπλέον η χαμηλή κοινωνική τους θέση, αφού λογίζονταν ως τεχνίτες και όχι ως καλλιτέχνες με την περιωπή που απολαμβάνει σήμερα η συγκεκριμένη ιδιότητα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που ξέφυγαν από τον παραπάνω κανόνα και απέκτησαν προσωπική φήμη, ή υπέγραφαν τα έργα τους. (περισσότερα…)

Ταξιδιωτικό της συμφοράς

*

της ΜΑΡΙΑΣ Σ. ΜΠΛΑΝΑ

Μάνη, 2023. Του Αγίου Πνεύματος. Γερολιμένας. Φτάνοντας καταλαβαίνεις πόσο ταιριαστό το τοπωνύμιο. Τοπίο αγέρωχο, πέλαγος, γυμνόστηθα βουνά, κροκάλες, πέτρινα κτίσματα από άλλη εποχή. Εγκατάλειψη που πάει χέρι χέρι με την αρπαχτή. Κυριλέ εστιατόρια πάνω στο κύμα, απ’ αυτά όπου σου γεμίζουν το ποτήρι, πλάι σε χαλάσματα πέτρινων πύργων, στον χωματόδρομο με τα μαδέρια. Συντρίμμια δίπλα σε σωρούς αμμοχάλικο, έτοιμους να ορθώσουν τα Airbnb της επόμενης σεζόν, 250 ευρώ η διανυκτέρευση – τιμή μη επιστρέψιμη. Κακοφωτισμένα στενά που ζέχνουν μούχλα και σκουριά. Ο ήλιος, ευτυχώς τόσο καυτός που ζαλίζει. Κι η θάλασσα τόσο παγωμένη και κρυστάλλινη που σε κάνει να ξεχνάς τη θέα των πλαστικών σκουπιδιών στο βυθό. Στη στεριά πάλι, ούτε ένας κάδος σκουπιδιών.

Κάνουμε check in σ’ ένα από τα παμπάλαια κτίσματα όπου το τρεχούμενο νερό αποδεικνύεται πολυτέλεια – τιμή μη επιστρέψιμη. Πάτε στο χωράφι δίπλα, λέει η host όταν της λέμε πως δεν λειτουργεί το καζανάκι. Το νερό, νεράκι. Τη Μάνη ή τη μισείς ή τη λατρεύεις, διαβάζω σ’ ένα άρθρο της Καθημερινής. Κι οι Μανιάτες, «όπως είναι οι βράχοι τους», που λέει κι ο ποιητής. Τουλάχιστον η θέα στη βεράντα κάτι λέει, φεγγαράδα, κυματισμοί, η φαγωμένη από την υγρασία ταράτσα του μπροστινού μονώροφου πέτρινου με τις εξωτερικές μονάδες κλιματιστικών από το πάλαι ποτέ. Τολμώ να πηδήξω πάνω της για να δω τη θάλασσα απρόσκοπτα. Τζιτζίκια, βλαχομπαρόκ μουσική απ’ το καφέ–μπαρ με τις ξαπλώστρες πάνω στα τσιμεντωμένα βράχια, ο αχός των κυμάτων, μακρινές συζητήσεις εκδρομέων του τριημέρου, σερβιτόροι που πηγαινοέρχονται απέναντι, αυτοκίνητα μες στη σκόνη που σηκώνουν, βαρκάκια. Ένα ιστιοπλοϊκό. Ας περπατήσω λίγο για να ξεχαστώ. (περισσότερα…)

Η στοχαστική Μέσα Μάνη

*

του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΖΑΧΑΡΕΑ

Όταν η οργισμένη θάλασσα φαίνεται να ρουφά αυτό το κομμάτι της λακωνικής γης με τους απόκρημνους και επικίνδυνους βράχους, φόβος δεν υπάρχει, μόνο δέος και θαυμασμός! Το μανιάτικο τοπίο δημιουργεί στον επισκέπτη σκέψεις και περισυλλογή. Είναι τόσο δυνατή η μορφολογία του εδάφους σε συνδυασμό με την θαλασσινή απεραντοσύνη, ώστε επιβάλλεται αμέσως στον επισκέπτη. Το τοπίο καθηλώνει τον άνθρωπο, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο σ’ άλλα μέρη της χώρας, όπου ο επισκέπτης κυριαρχεί στο τοπίο. Είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να βγει μια παρέα από ένα αυτοκίνητο σε οποιοδήποτε μέρος της Μέσα Μάνης και ν’ αρχίσει να τραγουδά ή να ακούει δυνατά μουσική. Ο περίγυρος, το χώμα, οι πέτρες, οι άνθρωποι, το φως, τα αγριολούλουδα, τα θυμάρια και τα φασκόμηλα, όλα μαζί σε προτρέπουν σε έντονη ενδοσκόπηση. Τ’ αγέρωχα τοπία, μαζί με τους πύργους του Πολέμου, η παλλόμενη ιστορική μνήμη, δημιουργούν εντάσεις διανοητικές και ψυχικές στον κάθε «ψαγμένο» και ευαίσθητο οδοιπόρο.

Η περιπλάνηση μου στα δυσπρόσιτα μανιάτικα εδάφη, η επαφή με τους ανθρώπους της, είναι συνεχής, πολύχρονη. Ίσως πουθενά αλλού δεν στοχάζεται κανείς, παρά μόνο ξεκινώντας από τις Στέρνες για να φθάσει στη Σπηλιά του Άδη με τη μικρή βάρκα, πως το σύνολο της προσωπικής μας ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαδικασία της γέννησής μας και ο φυσικός θάνατος δεν είναι παρά ο πλήρης κύκλος της γέννησής μας.

Κολυμπώντας μόνος στο εσωτερικό της Σπηλιάς του Άδη, ενώ τα θαλασσοπούλια πετούσαν αδιάκοπα έξω από τις φωλιές τους, συγκλονιστικό ήταν το θέαμα, ζωηρές οι μεταφυσικές αναζητήσεις, ενώ ενστικτωδώς είχα στα χείλη μου ένα ειρωνικό μειδίαμα που ο Τόμας Μαν αποκαλούσε «το πιο βαθύ και συναρπαστικό πρόβλημα του κόσμου». Το νόημα, αλλά και η ενδεχόμενη εκμηδένιση της φυσικής ύπαρξης, είχε ταυτιστεί με τη μοναδική εικόνα και τον περίγυρο της Σπηλιάς.

Οι μανιάτικοι πύργοι του Πολέμου είναι από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της χώρας, και όχι μόνο της λακωνικής γης. Ιστορίες και θρύλοι καλύπτουν τα ιστορικά αυτά κτίρια, που πολλές φορές ξεπερνούν σε ύψος τα 15 έως 20 μέτρα. Χωρίς πολλά παράθυρα, κτισμένοι με σκούρες πέτρες, με τις «ζεματίστρες» πάνω από την κεντρική είσοδο για να ρίχνουν καυτό λάδι σε εχθρούς και αντιπάλους. Οι πολεμόπυργοι της Μάνης είναι μνημεία σοβαρότητας, δωρικότητας και αλήθειας. Σ’ όλο τον δρόμο, από τον Δυρό έως τον Γερολιμένα, πάνω και κάτω από την άσφαλτο, είναι εντυπωσιακή η εικόνα χωριών και οικισμών περιτριγυρισμένων από τους μανιάτικους πύργους. Έχει κανείς την εντύπωση πως κατά μήκος της διαδρομής θα εμφανιστούν βυζαντινοί ιππότες, με τ’ άλογα και τις πανοπλίες τους, για να επιτεθούν εναντίον των εισβολέων ή των πειρατών. Οι πύργοι του Πολέμου της Μέσα Μάνης είναι αρχαίο στοιχείο ενός περήφανου και αδούλωτου λαού. Ας θυμηθούμε πως ο Ναπολέων αποκαλούσε τους Μανιάτες κατ’ ευθείαν απογόνους των αρχαίων Σπαρτιατών. Σήμερα, ελάχιστοι είναι σε καλή κατάσταση, πολλοί είναι ερειπωμένοι, ενώ στον προηγούμενο αιώνα ο αριθμός τους έφθανε τους 700-800.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες ενός πολεμόπυργου στη Λάγια, αντίκρισα το εκπληκτικό τοπίο των ελαιώνων, των άλλων πύργων και της άγριας θάλασσας. Σκεπτόμουν πως ο σύγχρονος άνθρωπος, και ιδιαίτερα της πολύπαθης πατρίδας μας, όταν περιβάλλεται από κινδύνους σοβαρούς, αναζητά μέσα από την πνευματική ευταξία διέξοδο προς το καλύτερο. Αισθάνθηκα επίσης, ότι όπου καιροφυλακτεί κίνδυνος μεγάλος, εκεί κοντά υποφώσκει η σωτηρία και η ελπίδα, τις οποίες ανακαλύπτουμε στην έξαρση της παιδείας και της κουλτούρας. Καθώς απουσιάζουν από την εποχή μας και τη χώρα οι ολιστικές σωτήριες εναλλακτικές λύσεις του παρελθόντος –θρησκευτικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές– μόνο η διατήρηση της κουλτούρας αντιμετωπίζει τους κινδύνους του υπερκαταναλωτισμού και ελέγχει τ’ αλλοτριωτικά φαινόμενα. Είναι η κουλτούρα που έρχεται σε αντίθεση με την ασυδοσία της ελεύθερης αγοράς, τη Βαβέλ του θεάματος και του τζόγου και την κοινωνική περιθωριοποίηση. (περισσότερα…)

Κυνηγώντας λέξεις σε εικόνες της Μάνης

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Η Μάνη που τριγυρνάω τα τελευταία είκοσι χρόνια αποτελεί πια έναν τόπο διαρκούς μαθητείας στην έκπληξη, όσο περισσότερο την μαθαίνω.  Έναν τόπο όπου το βλέμμα ασκείται στην ενόραση μικρών αποκαλυπτικών στιγμών διαμέσου μιας ακαταπόνητης επιμονής της ενατένισης στη φθορά, την καταπόνηση, την εγκατάλειψη, το ερείπωμα πολλές φορές των στοιχειωδών, που κάποτε-κάποτε φαντάζουν ως στοιχεία εξαρθρωμένα, περιττά,  συνοδευτικά μόνον παραφερνάλια μιας γυμνής, ηλιομαστιγωμένης, βραχόσπαρτης και θαλασσόδαρτης προεξοχής του Ταϋγέτου στη Μεσόγειο. Όχι! τίποτα δεν είναι κρυμμένο, παραχωμένο ή άδηλο· μάλλον το Κλεμμένο γράμμα του Πόε θυμίζουν. Το βλέμμα είναι που πρέπει ν’ ασκηθεί να ψάχνει και να ρωτά, να χαϊδεύει, να (ξανα)βλέπει, πέρα απ’ την προφάνεια και την επιβολή του περιττού και του δεδομένου. (περισσότερα…)