*
του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ
Η Μάνη που τριγυρνάω τα τελευταία είκοσι χρόνια αποτελεί πια έναν τόπο διαρκούς μαθητείας στην έκπληξη, όσο περισσότερο την μαθαίνω. Έναν τόπο όπου το βλέμμα ασκείται στην ενόραση μικρών αποκαλυπτικών στιγμών διαμέσου μιας ακαταπόνητης επιμονής της ενατένισης στη φθορά, την καταπόνηση, την εγκατάλειψη, το ερείπωμα πολλές φορές των στοιχειωδών, που κάποτε-κάποτε φαντάζουν ως στοιχεία εξαρθρωμένα, περιττά, συνοδευτικά μόνον παραφερνάλια μιας γυμνής, ηλιομαστιγωμένης, βραχόσπαρτης και θαλασσόδαρτης προεξοχής του Ταϋγέτου στη Μεσόγειο. Όχι! τίποτα δεν είναι κρυμμένο, παραχωμένο ή άδηλο· μάλλον το Κλεμμένο γράμμα του Πόε θυμίζουν. Το βλέμμα είναι που πρέπει ν’ ασκηθεί να ψάχνει και να ρωτά, να χαϊδεύει, να (ξανα)βλέπει, πέρα απ’ την προφάνεια και την επιβολή του περιττού και του δεδομένου.
*
*
Για τώρα θέλω να σταθώ μόνο στ’ ακόλουθο ξάφνιασμα που οδήγησε στο λαχανιασμένο κυνηγητό μιας λέξης. Χρόνια είχα τα μάτια μου στραμμένα μόνο στις βυζαντινές εκκλησιές, την αρχιτεκτονική, τα γλυπτά και τις ζωγραφιές τους, περιφρονώντας τις μεταγενέστερες κι –ευφημιστικώ τω τρόπω– αποκαλούμενες μεταβυζαντινές.
Σε μια βόλτα στα συχνοπερπατημένα σοκάκια του Διρού, βρέθηκα εμπρός από ένα μονόχωρο εκκλησάκι πάνω απ’ τον ‘καθεδρικό’ Αη Δημήτρη· περισσότερο από έλλειψη άλλου ενδιαφέροντος τριγύρω παρά από καθαρή περιέργεια ή προσδοκία μιας νέας ανακάλυψης, έσκυψα να διαβώ το χαμηλό κατώφλι του· η επιγραφή δεξιά της πόρτας γράφει «1791 αυγου[στου] 1». Μες στην κατάγραφη –χωρίς όμως κι ιδιαίτερη ή αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική δεξιότητα ή εκλέπτυνση– εκκλησιά, την προσοχή μου τράβηξε το χτιστό τέμπλο κι η εικόνα της Δέησης πάνω απ’ την ωραία πύλη. Κοντοστάθηκα στις ζωγραφικές ζώνες με τον δογματικό, χριστολογικό, λειτουργικό κι αγιογραφικό κύκλο, μαζί με τις συνήθεις επιπλέον στη Μάνη προσθήκες της δημιουργίας του κόσμου και την εικονοποίηση των αγιογραφικών λογίων της παραβολής της Κρίσης. Δίπλα τους μάλιστα, πλάι στη μόνη είσοδο κι έξοδο, ήταν κι η κτητορική επιγραφή και πιο πέρα ακόμα μία, καμωμένες κι οι δυο με το χέρι του ίδιου αγιογράφου. Διαβάζω το όνομά του: «1798 χειρ Μιχαήλ ἀπο κόμις καβαλ[ου]» στη μια, και «διὰ χειρός ἑμοῦ ἐλαχῆστου μιχαὴλ κλιροδέτου ἀ[πὸ] κόμις καβαλ[ου]». Πριν βγω όμως, περνώντας το χαμηλό κατώφλι της μόνης εισόδου κι εξόδου, το βλέμμα μου στάθηκε πάλι στην επιγραφή του Χριστού στη Δέηση: «ΠΙΛΥΤΗΣ». Ξεκάθαρα ανορθόγραφη γραφή του ‘πυλίτης’ διόρθωσα μέσα μου και βγήκα στο μεσημεριάτικο καλοκαιρινό φως.
*
*
*
Με βάση την τοιχογραφία δίπλα στη βορινή είσοδο του Ιερού αλλά και την κτητορική επιγραφή, η εκκλησία είναι αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου. Στράφηκα λοιπόν προς τον Ν. Δρανδάκη που ‘ξεψάχνισε’ με τις έρευνές του τη Μάνη αλλά το εκκλησάκι δεν το βρήκα καταγραμμένο πουθενά, όπου κι αν έψαξα. Η καινούργια λέξη όμως είχε σφηνωθεί στο μυαλό μου.
Η κεντρική πύλη του τέμπλου (η ωραία ή αγία) που οδηγεί στο ιερό βήμα έχει στενά συνδεθεί με την Θεοτόκο και μάλιστα με την προφητεία του Ιεζεκιήλ που μιλά για την αδιόδευτη κατ’ ανατολάς πύλη, που θα διασχίσει μόνος ο Κύριος: Καὶ ἐπέστρεψέ με κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς, καὶ αὕτη ἦν κεκλεισμένη. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὐδεὶς μὴ διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη· διότι ὁ ἡγούμενος, οὗτος καθήσεται ἐν αὐτῇ τοῦ φαγεῖν ἄρτον ἐναντίον Κυρίου. κατὰ τὴν ὁδὸν αἰλὰμ τῆς πύλης εἰσελεύσεται καὶ κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐξελεύσεται (Ἰεζεκιὴλ 44:1-3). Γι’ αυτό τον λόγο και τόσα προσωνύμια της Παναγίας στη θεολογία και την υμνολογία την αναφέρουν ως πύλη: ‘Χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας’, ‘Χαῖρε πύλη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος’, ‘Χαίροις, μόνη ἐν πύλαις πύλη κεκλεισμένη’, ‘πύλην τοῦ ἀπροσίτου φωτὸς, ἣν μόνος ὁ Θεὸς καὶ δεσπότης διώδευσεν’, ‘επουράνιος πύλη’ κ.τ.ό. Ως εκ τούτου και η ωραία πύλη παραμένει άβατη για όλους πλην του ιερέα, ως τύπου του Αρχιερέα Χριστού. Ενώ όμως η Δέηση είναι εξαιρετικά συνηθισμένη στα μεταβυζαντινά τέμπλα, η προσωνυμία «Πυλίτης» που συνόδευε τον Ιησού Χριστό μού φάνηκε παράξενη και ολωσδιόλου πρωτόφαντη παρ’ ότι μάλλον δικαιολογημένη θεολογικά, εφόσον αυτός είναι ο μόνος που διόδευσε την πύλη κατά ανατολάς, όντας ταυτόχρονα και η θύρα σύμφωνα με τα λεγόμενά του (ἐγώ εἰμι ἡ θύρα), άρα ο Ιησούς πυλίτης φανερώνεται σαν ο κύριος, προστάτης, φρουρός της ωραίας πύλης του ιερού.
Καλά όλα τούτα αλλά εγώ απάντηση ακόμα δεν είχα πάρει για την προέλευση αυτής της λέξης και της χρήσης της, που όμως ηχούσε στ’ αυτιά μου απλή και συνηθισμένη και με προϊδέαζε για ένα σχετικά συχνό συναπάντημά της μέσα στα κείμενα. Σειρά είχαν τώρα τα Λεξικά, και δη τα βυζαντινά· οι εκπλήξεις όμως έμελε να συνεχιστούν. Μόνον ο Trapp (Lexikon zur byzantinischen Gräzität ― τι Λεξικό!) είχε τη μοναδική αναφορά και παραπομπή σε αυτή τη λέξη. Αντιγράφω την ερμηνεία: «πυλίτης, ὁ der an die Pforte (des Klosters) tritt, um Mönch zu werden, Mönchsanwärter [αυτός που έρχεται στην πόρτα (του μοναστηριού) για να γίνει μοναχός, υποψήφιος (δόκιμος) μοναχός]», και την παραπομπή: «Eustathius, Opuscula, ed. Th.L.F.Tafel, Frankfurt/Main 1832, 218,52» αλλά και συνεχίζει με την παραπομπή απ’ όπου πιθανότατα οδηγήθηκε στον Ευστάθιο: Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγὴ λέξεων ἀθησαυρίστων ἐν τοῖς ἑλληνικοῖς λεξικοῖς, Αθήνα 1883 (διαρκής κι απέραντη η ευγνωμοσύνη που χρωστάμε σε αυτόν τον άνθρωπο για τα λεξικογραφικά του αποθησαυρίσματα!). Γράφει λοιπόν κι ο Κουμανούδης (σ. 305): «πυλίτης, ὁ· ὁ προσελθὼν τῇ πύλῃ μοναστηρίου ἵνα γένηται μοναχός. ΕΥΣΤ. ΘΕΣ. op. σ. 218, 52. ἐ. Taf» [τον Κουμανούδη με βεβαιότητα θεωρώ ότι αντιγράφει κι ο Δημητράκος: «ὁ προσελθὼν εἰς πύλην μοναστηρίου ἵνα γίνῃ μοναχός»]. Επιβεβαιώνω εντέλει κι από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης τον Κατάφλωρο (Ἐπίσκεψις βίου μοναχικοῦ ἐπὶ διορθώσει τῶν περὶ αὐτῶν): «… καὶ αὐτόχρημα προσεληλυθότος, ἐρωτᾶται ὁ πυλίτης, τί δήποτε προσῆλθε, καὶ εἰ παραμένειν τῷ μοναστηρίῳ κατατίθεται και τῇ ἀσκήσει, ἕως καὶ εἰς τέλος…».
Ωραία λοιπόν· ένα άπαξ λεγόμενον! (ίσως και άπαξ εικονιζόμενο;) Η μοναδική παρουσία αυτής της λέξης στο σώμα της ελληνικής γλώσσας καταγράφεται στο έργο ενός λόγιου Κωνσταντινουπολίτη ιεράρχη του δωδέκατου αιώνα. Κι επανεμφανίζεται, αναδύεται πάλι, αυτόκλητα (;) εξακόσια πλήρη χρόνια μετά (ο Ευστάθιος πεθαίνει το 1195/1196), τελείως εκτός αρχικού συγκειμένου της, απ’ τον χρωστήρα (που εν προκειμένω λειτουργεί ως γραφίδα) στην ασήμαντη εικονογραφία ενός ανορθόγραφου (και σχεδόν βέβαια στοιχειώδους παιδείας) αγιογράφου από ένα άγνωστο χωριό της Μάνης.
Θαυμάζω και ξαφνιάζομαι για τη συγκυρία. Η εικόνα ως γραφή κι η ανάδυση μιας άπαξ λεγόμενης λέξης μετά από ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ξέρουμε όμως πως τόσο η εικονογραφική τέχνη όσο κι οι λειτουργοί της, αγιογράφοι των μεταβυζαντινών χρόνων, και μάλιστα του 18ου αιώνα, μόνο από πρωτοτυπία δεν χαρακτηρίζονται. Τουναντίον, αντιγράφουν με μεγάλη πιστότητα –όσο δύνανται και γνωρίζουν– τα μεγάλα πρότυπα. Πώς λοιπόν ένας αγιογράφος του β´ μισού του 18ου αιώνα, και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη καλλιτεχνική επιτήδευση ή πρωτοτυπία θα έκανε κάτι τέτοιο; Τι περιθώρια θα είχε; Από πού άραγε να άντλησε αυτή την ιδέα, της καταγραφής του Χριστού ως πυλίτη σε ένα εκκλησάκι σχεδόν χωμένο σε μια βραχοπλαγιά;
Αναγκαστικά από τα έργα και τα γράμματα, την εικόνα και τη γραφή, στρέφομαι στο πρόσωπο του αγιογράφου, (για να επιστρέψω πάλι στην εικόνα και τη γραφή). Ξεφυλλίζω άλλα έργα. Κι έτσι δι’ άλλης οδού (τους Έλληνες ζωγράφους μετά την Άλωση του Μανώλη Χατζιδάκη και τον Βαγιακάκο) ανέκαμψα στον Νικόλαο Δρανδάκη. Ο ακαταπόνητος μελετητής των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων της Μάνης διακρίνει τρεις ζωγράφους με το όνομα Μιχαήλ Κληροδέτης από κόμις Καβά[λου]. Σε αυτό το σημείο, τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή και προκειμένου να εκθέσω απλούστερα και σαφέστερα αυτά στα οποία κατέληξα, θα επιλέξω να συντομεύσω –σχεδόν επιγραμματικά– το μακρύ κομμάτι αυτού του τρεχαλητού μαραθώνιου της αναγνωστικής διαδρομής που διέτρεξα. Ο Μιχαήλ Κληροδέτης λοιπόν ανήκει σε μια γνωστή οικογένεια αγιογράφων από την περιοχή του χωριού Κάβαλος (ως τα 1928), τον σημερινό Πύρριχο δηλαδή, που βρίσκεται λίγο έξω από την Αρεόπολη, στον δρόμο που οδηγεί ανατολικά προς τον Κότρωνα. Ο συγκεκριμένος αγιογράφος φέρεται να έχει αγιογραφήσει διάφορες εκκλησίες σε αυτή την περιοχή (Δροσοπηγή, Κρυονέρι, Νεοχώρι, Σκουτάρι). Ε λοιπόν ένα χαρακτηριστικό της εικαστικής του υπογραφής είναι η επιγραφή Ὁ Ὡραιοπυλίτης στη δεσποτική εικόνα του Χριστού στη Ζωοδόχο Πηγή στο Νεοχώρι (1787), Ο ΟΡΕΟΠΥΛΥΤΗΣ στον Χριστό του τέμπλου της Αγίας Τριάδος στο Σκούταρι (δική του σύνθεση κατά πάσα πιθανότητα) και ο πιλήτης στον Χριστό της Δέησης του τέμπλου στον Άγιο Αντώνιο στο Σκούταρι (γ´ τέταρτο του 18ου αι.). Σημειώνω επιπλέον τα εξής: Στο ίδιο το χωριό του αγιογράφου μας Μιχαήλ Κληροδέτη, τον Κάβαλο, στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου συναντά κανείς την επιγραφή Ὀρεωπυλίτης να συνοδεύει τον Χριστό στη Μεγάλη Δέηση του κτιστού τέμπλου (μετά το β´ μισό του 18ου αι.). Επίσης, από προσωπική έρευνα, συμπληρώνω: το 1706 στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στα Ξανθιάνικα της Μηλέας, ο Χριστόδουλος Καλλέργης (εκ νίσου Μυκόνου) βάζει την επιγραφή Ωραιοπυλιώτης στον Χριστό της Δέησης του τέμπλου, κι επίσης στον Άγιο Δημήτριο Περαχώρας Λουτρακίου, γύρω στα μέσα του 18ου αι., ένας άγνωστος αγιογράφος επιγράφει τη δεσποτική εικόνα του Ιησού ως Ὁ ὈΡΑΙΩΠΙΛΙΟΤΗΣ. Φαίνεται λοιπόν νομίζω πως μια συγκεκριμένη παράδοση ήδη μαρτυρούμενη εικονογραφικά κατά τις αρχές του 18ου αιώνα επιγράφει τον Ιησού της ωραίας πύλης ως Ωραιοπυλίτη. Αυτή την παράδοση την έχει ενσωματώσει ήδη (όπως και αρκετές άλλες προγενέστερές του) ο περίφημος Διονύσιος εκ Φουρνά στο Παράρτημα Δ´ του ξακουστού έργου του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης. Στη σ. 271 της έκδοσης του Παπαδόπουλου-Κεραμέως (Πετρούπολη 1909) διαβάζουμε: «Ὀνόματα ἐπιγραφόμενα τῷ Χριστῷ… Ἄνω εἰς πόρταν ὁ Ὡραιοπυλιώτης…» (στην παραπομπή αυτή με οδήγησε ο Δρανδάκης).
Άρα, για να γυρίσουμε στον αγιογράφο μας Μιχαήλ Κληροδέτη, φαίνεται πως από την παράδοση της επιγραφής Ωραιοπυλιώτης περνά σταδιακά προς τα τελευταία μάλλον έργα του (κι ιδίως στο ακατάγραφο εκκλησάκι του Γενέσιου της Θεοτόκου του Διρού, που προκάλεσε τη δική μου προσοχή) στην επιγραφή Πυλίτης.
Αξίζει εδώ να πούμε δυο λόγια ακόμα σχετικά με την προέλευση και την εμφάνιση της λέξης Ωραιοπυλι(ώ)της, μιας πάλι εξαιρετικά σπάνιας (και επί της ουσίας σε αχρησία) στο σώμα των ελληνικών κειμένων. Σύμφωνα με τον Trapp: «ὡραιοπυλίτης, ὁ der an der schönen Pforte (des Tempels sitzt), [αυτός που κάθεται στην ωραία πύλη (του ναού)]: χωλός 87. id.103 (-λέτης male)», που το εντοπίζει σε λανθάνοντα αντιλατινικά έργα του Ιωάννη Ι΄ Καματηρού, αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως (1198-1206), εκδομένα από τον ρώσο επίσκοπο Αρσένιο στη Μόσχα το 1892. Τα παραθέματα αναφέρουν: «Ὄθεν καὶ αὐτὸς… καὶ τὸν ὡραιοπυλίτην χωλὸν ἀνορθεῖ… Ἀλλ᾽ ἰάσατο, ἔφης, τὸν ὡραιοπυλέτην χωλὸν…». Είναι σαφές ότι το κείμενο που ενέπνευσε τον σχηματισμό αυτής της νέας λέξης από τον Ιωάννη Καματηρό είναι το ακόλουθο κείμενο των Πράξεων (3, 1-2) με τη θεραπεία του χωλού: «Ἐπὶ τὸ αὐτὸ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς τὸ ἱερὸν ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην. καί τις ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐβαστάζετο, ὃν ἐτίθουν καθ’ ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἱεροῦ τὴν λεγομένην ὡραίαν τοῦ αἰτεῖν ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν».
Η δεύτερη παραπομπή που δίνει ο Trapp προέρχεται από τον όγδοο τόμο του λεξικού Thesaurus graecae linguae (Hasse, Dindorf, Paris 1865), και πρόκειται για μια σημείωση από Σχόλια στον Πίνδαρο: «Οἱ σπονδεῖοι σύμπτυκτοι ἀνάπαιστοι λέγονται, ὡς καὶ τὰ εἰς σωτῆρα Χριστὸν τὸν ὡραιοπυλιώτην, ἐπὶ τοῦ μαρμάρου ἄνω τῶν ἔξωθεν πυλῶν, ὅπου ἐζωγράφηται ὁ Ιουστινιανὸς κτλ.». Ωραία πύλη εδώ νοείται η κεντρική πύλη του νάρθηκα της Αγίας Σοφίας, όπως φαίνεται και στα αυθεντικά Πινδαρικά Σχόλια του Ισαάκ Τζέτζη (12ος πάλι αιώνας, όπου πιθανόν και η πηγή τού ανώνυμου λεξικογραφημένου σχολίου): «ἔχεις τοιούσδε στίχους ἐν τῷ μεγίστῳ τουτωνὶ ναῷ περιωνύμῳ, τῷ παμμεγίστῳ καὶ λαμπρῷ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τῷ βασιλεῖ τῷ Λέοντι καὶ σοφῷ γεγραμμένους, ἄνω τῆς πύλης τῆς σεπτῆς καλῶς λελαξευμένους, ἔχεις καὶ οἳ συντίθενται γύρωθεν τοῦ Σωτῆρος, τούτῳ γραφέντας εὐσεβῶς ἐν τῇ ὡραίᾳ πύλῃ. τὸ μέτρον ἔμαθες αὐτοῦ, τοῦ ἀναπαίστου λέγω, ὡς πόδες σύνδυο ὁμοῦ ποιοῦσι συζυγίαν».
Για τον Ιωάννη Καματηρό η ωραία πύλη παραπέμπει στην πύλη του Ναού της Ιερουσαλήμ, για κάποιους άλλους την ίδια περίοδο στην πύλη του νάρθηκα της Αγιασοφιάς. Από αυτούς τους συσχετισμούς πλάθουν λοιπόν τη λέξη Ωραιοπυλι(ώ)της/Ωραιοπυλέτης, η οποία βρίσκει τρόπο (θα ήταν ενδιαφέρον να ιχνηλατήσει κάποιος πώς) να περάσει πλέον στη θρησκευτική εικαστική έκφραση, ως ισχνή έστω και επιμέρους παράδοση, τουλάχιστον όπως καταδεικνύουν τα ελάχιστα εικονογραφικά δείγματα του 18ου αιώνα. Στη συνέχεια ένας άσημος κι άγνωστος αγιογράφος από την ακρότατη απόληξη του στεριανού ελλαδικού χώρου, έχοντας προφανέστατα γνώση αυτής της ελλιπώς μαρτυρούμενης παράδοσης (και μάλιστα προσωπική, εφόσον τα άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας αγιογράφων δεν παρουσιάζουν αυτή την επιγραφή), αποφασίζει –Κύριος οίδεν για ποιους λόγους– να απλοποιήσει με τα κολλυβογράμματά του και την απλοϊκή παίδευσή του την παραδεδομένη επιγραφή Ωραιοπυλίτης σε πυλίτης, χωρίς να γνωρίζει ότι πλάθει ξανά μια νέα λέξη που συναντάται στα γραπτά ενός εξέχοντος, εμβριθούς αρχαιογνώστη, λογίου ιεράρχη του δωδέκατου αιώνα. (Εκτός πια και αν βρισκόταν ήδη εν χρήση από τους συγκαιρινούς του Μανιάτες.)
ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
iliasmalevitis.wordpress.com
ΥΓ. Έπεσε πρόσφατα το μάτι μου στο τελευταίο πόνημα του Καλπούζου (Ἐρᾶν), όπου τον καιρό της Εικονομαχίας βάνει τον μοναχό ήρωά του Υάκινθο να σκαρφαλώνει στην Αψίδα του Αδριανού και: «ύστερα κατέβηκε και βάλθηκε να συγκεντρώνει απ’ την κοίτη του Ιλισού μικρούς κορμούς, μισοσάπιες σανίδες δώθε κείθε, κλαδιά ξερά ή χλωρά και πέτρες. Εντόπισε και μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη σκάλα που χρησιμοποιούσαν στους ελαιώνες, ενώ αγόρασε κάμποσα σχοινιά κι ένα λαγήνι για νερό. Με τ’ ανωτέρω υλικά έφτιαξε υποτυπώδη καλύβα στην κορυφή της Πύλης του Αδριανού… Κοντολογίς έγινε πυλίτης, σε αντιστοιχία με το στυλίτης του Αγίου Δανιήλ και του Οσίου Συμεών».
Ο καθείς και οι ευαισθησίες του, οι λεξιλογικές. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ στάσις. Νιώθεται, που θα ’λεγε κι ο Αλεξανδρινός, που κάπως ήξερε από στυλίτες. Διακόσια τόσα χρόνια όμως μετά, σκαρφαλώνοντας σε μιαν άλλη πύλη, ξεμυτίζει η ίδια πάλι –σχεδόν ακατάγραφη– επίμονη λέξη.
*