κυπριακή λογοτεχνία

Ρεμπελίνα, 1947-2023 [3/3]

*

της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

[  Συνέχεια από το Δεύτερο Μέρος. Το Πρώτο μέρος εδώ. ]

~.~

Αναταραχή φύλου:
Μια ορθόδοξη ουσιοκρατική στο τρίτο κύμα

Η διεκδίκηση μιας θηλυκής ταυτοτικής θέσης και γραφής διά την αποδοχή της ετερότητας δεν συνεπάγεται, σ’ αυτού του τύπου την προσέγγιση, μισανδρικές θέσεις, αλλά αντίθετα μια διϋποκειμενική επαφή στηριγμένη στην αποδοχή του Άλλου στην ισοτιμία της διαφοράς του:

Καιρός να συναντηθούν
ο άνδρας και η γυναίκα
σε μιαν Άνοιξη
που τους χωρά και τους δύο
μέσα στην ξεχωριστή ομορφιά τους.

(στο Τουμαζή Ρεμπελίνα και Σαββίδου Θεοδούλου, 2015, 40)

Μπροστά στη δημοφιλία θεωριών του μεταδομισμού στο σύγχρονό της περιβάλλον, με ιδιαίτερη αναφορά στο έργο της Τζούντιθ Μπάτλερ (ενδ. 1990), με αφορμή τη δημοσίευση του κειμένου μου «Μια δική τους λογοτεχνία; Γυναικεία γραφή: Μύθοι και πραγματικότητες»,[1] το οποίο, στην πρώτη του μορφή, που εκφωνήθηκε το 2017, προκάλεσε συζητήσεις και σεξιστικές αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους στην Κύπρο, με σχετικό βωμολοχικό «ποίημα», μάλιστα, που γράφτηκε από μείζονα ποιητή της γενιάς της Ανεξαρτησίας και το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της συγγραφέα Μυρτώς Αζίνα, η οποία μου το εκμυστηρεύτηκε, έπειτα το θεωρητικό μου σεμινάριο «Το θέατρο του εαυτού: Φύλο και Eπιτελεστικότητα» για την Μπάτλερ στο πλαίσιο της ΣΕΖΟΝ (18 Απριλίου 2019), η Ρεμπελίνα κλονίζεται:

Επειδή ανήκω στη δεύτερη εποχή [φεμινισμού], δεν ξέρω ακόμα πολλά πράγματα για την τρίτη, την τωρινή, τη δική σας. Έχω μια έντονη εντύπωση […] ότι κεντρική φυσιογνωμία στη νέα ματιά που επικρατεί σήμερα είναι η Judith Butler. Έχω να ξανασκεφτώ μερικά πράγματα, λαμβάνοντας υπόψη αυτή την προβληματική ανάμεσα στην ουσιοκρατία και την περφόρμανς όσον αφορά τη γυναικεία ταυτότητα… Μου φαίνονται ξένα όλα αυτά.[2]

Μέσα μου παλεύουν οι έννοιες διαφορά, αφήγηση, επιτέλεση. Η Irigaray, η Cixous, η Antoinette Fouque και η Butler. Τα φύλα και οι πολιτισμικές κατηγορίες που τα βεβαιώνουν ή τα αμφισβητούν. Η «ουσία» και η «παραστατικότητα». Παρ’ όλη την ηλικία μου τίποτα δεν έχει λυθεί και δεν έχει οριστικά απαντηθεί μέσα μου.[3] (περισσότερα…)

Ρεμπελίνα, 1947-2023 [2/3]

*

της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Συνέχεια από το Πρώτο Μέρος  ]

~.~

Από την Αμμόχωστο στο Παρίσι του ’80:
Η γαλλική εμπειρία

Το 1980, όντας νέα, αναζητώντας ακόμα προσανατολισμό, πρότυπα και μοντέλα, αλλά και απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα, μεταβαίνει στο Παρίσι με μοναδικό σκοπό να γνωρίσει την Ελέν Σιξού, ίνδαλμα της εποχής μετά από το ρηξικέλευθο άρθρο της «Le rire de la Méduse» (Το γέλιο της Μέδουσας) (1975β, 2010), για την οποία της είχε μιλήσει τότε μια εξ Ελλάδος η φίλη της, που δεν είναι άλλη από τη μετέπειτα εμβληματική ηθοποιό Μάγια Λυμπεροπούλου. Άμα τη αφίξει της στο Παρίσι, η Ρεμπελίνα αναζητά και συναντά τη Σιξού, η οποία την προσκαλεί στα μαθήματά της στο Πανεπιστημιακό Κέντρο Vincennes (σήμερα Paris-VIII), που ιδρύθηκε μετά από τα κατακλυσμιαία γεγονότα του Μάη του ’68 από τη Σιξού, τον Μισέλ Φουκώ και τον Ζιλ Ντελέζ, και συγκεκριμένα στο πρώτο κέντρο Γυναικείων Σπουδών στην Ευρώπη, το οποίο ίδρυσε η Σιξού το 1974. Για έναν ολόκληρο χρόνο η Ρεμπελίνα παρακολουθεί τα μαθήματα της πρωθιέρειας του φεμινισμού, που διεξάγονται κάθε δεκαπέντε μέρες, τα Σάββατα, από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, και μυείται στην écriture féminine. Μεταξύ των δύο γυναικών δημιουργείται μία πλατωνική έλξη, μια σχέση μαθητείας με στοιχεία ερωτισμού, που θα σφραγίσει ολόκληρη τη μετέπειτα καλλιτεχνική και προσωπική πορεία της Ρεμπελίνας. Ταυτόχρονα, επισκέπτεται συχνά τη Σιξού στο διαμέρισμά της και περνούν αρκετές ώρες μαζί μελετώντας. (περισσότερα…)

Ρεμπελίνα, 1947-2023 [1/3]

*

της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 Pour toi, Elena

Η Έλενα Τουμαζή (1947-2023), που υπέγραφε και ως Ρεμπελίνα (< γαλλ. rebelle· επαναστάτρια), αποτελεί την πλέον πρωτοποριακή και ολοκληρωμένη έκφανση του ποιητικο-θεωρητικού ρεύματος της écriture féminine[1] στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ίσως την κορυφαία μορφή του λογοτεχνικού μας φεμινισμού. Μοναδική περίπτωση ποιήτριας ‒μολονότι ολότελα ξεχασμένη και παραγνωρισμένη‒ των δεκαετιών του ’70 και του ’80, η Ρεμπελίνα, από τα πρώτα της φανερώματα μέχρι και σήμερα ανήγαγε την ποίηση σε χώρο έμφυλης πραγμάτωσης της θηλυκής φωνής, του σώματος και της επιθυμίας. Ενώ η λογοτεχνική φεμινιστική συνείδηση στην Ελλάδα του ’70 ταυτίστηκε  γραμματολογικά με την άνθιση της πεζογραφίας,[2] κι ενώ πολύ αξιόλογες ποιήτριες της γενιάς αυτής έδωσαν δείγματα ακραιφνώς φεμινιστικής γραφής (Στέλλα Αλεξοπούλου, Ρέα Γαλανάκη, Κατερίνα Γώγου, Βερονίκη Δαλακούρα, Ζέφη Δαράκη, Άννα Δερέκα, Τασούλα Καραγεωργίου, Τζένη Μαστοράκη, Μαρία Λαϊνά, Άντεια Φραντζή, Αθηνά Παπαδάκη, Νατάσα Χατζηδάκι, Μαρία Ξενουδάκη κ.ά.), η λογοτεχνική μετουσίωση των θεωρητικών αρχών του ψυχαναλυτικού φεμινισμού στον ελληνικό χώρο υπήρξε περιορισμένη, με ορισμένες εκλάμψεις, για παράδειγμα, της Ιωάννας Ζερβού, ενώ η συζήτηση στη Σχολή Μωραΐτη των Άντειας Φραντζή, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Ρέας Γαλανάκη, Αθηνάς Παπαδάκη και Παυλίνας Παμπούδη, δόκιμων ποιητριών της γενιάς  αυτής, που είδε το φως με τίτλο Υπάρχει λοιπόν γυναικεία ποίηση; (1990), μαρτυρεί μια βιολογιστική αντίληψη γύρω από τη γυναικεία δημιουργία και τη γενικευμένη άγνοια του ελληνικού χώρου απέναντι στο σεισμικό φαινόμενο που υπήρξε ο λογοτεχνικός πλουραλισμός του γαλλικού ψυχαναλυτικού φεμινισμού. Συναφώς, η κατά πολύ αργοπορημένη και όχι πάντα καλοδεχούμενη ή διανοητή εισαγωγή της θεωρίας της λογοτεχνίας στην Ελλάδα κρατά τον λογοτεχνικό βίο μακριά από τα ποιητικά φεμινιστικά ρεύματα που μεσουράνησαν στην Ευρώπη της εποχής. (περισσότερα…)

Έρινα Χαραλάμπους, Μικρά πεζά

*

ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

τοιχογραφία

Απέναντί μου ένας πελώριος τοίχος γεμάτος πράματα —πίσσες, κουφέττες, γλειφιτζούρια, αφρόζες, σ̆οκολάτες, τσ̆ίπιτος—, από το μαρμάρινο δάπεδο μέχρι το ταβάνι, μια μαγική τοιχογραφία, μία επίγεια υποψία Παραδείσου. Με κατακλύζει η έξαψη της πρώτης παιδικότητας και δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω. «Τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον», αντιλαλώ – κάθε φορά. Δεν τα αφηγούμαι εγώ αυτά· ο παππούς λαξεύει τη μνήμη, και τα μουστάκια του γελούν από το ολόφωτο καθιστικό μέχρι την Αντζ̆ελού: το μικρομάγαζο στην πλατεία του χωριού, όπου στα δυο μου μόλις χρόνια κατεργαζόμασταν τις Κυριακές μαζί την τέχνη της απληστίας των αισθήσεων· την τέχνη του πρώτου πρώτου έρωτα.

~.~

γρανίτα πορτοκάλι

Τα πόδια μου αιωρούνται ένα κεφάλι πάνω από τη γη, και τα χέρια μου σκαλίζουν τον πάγο. Η κοιλιά μου ισορροπεί το κέντρο βάρους στο αριστερό τοίχωμα του καταψύκτη. Το κεφάλι βρίσκεται κυριολεκτικά εντός. Η αποστολή δεν είναι δύσκολη: αναζητώ στο βάθος βάθος —μόλις που φτάνουν τα δάχτυλα— παγωτό γρανίτα, γεύση πορτοκάλι. Οι οδηγίες της μάμμας ξεκάθαρες: «Από εδώ και στο εξής, μόνο γρανίτα». Ήταν Απρίλης —μπορεί και Μάης—, ήτανε σίγουρα άνοιξη. Θυμάμαι το σκοτάδι στο πρόσωπό της τη στιγμή που αναιρούσε όλες τις αδιαμφισβήτητες απαγορεύσεις, τον εαυτό της και τον κόσμο: «Από εδώ και στο εξής, μόνο γρανίτα». Τέρμα η επιβεβλημένη κατανάλωση θρεπτικών, υγιεινών, χωρίς βλαβερά συστατικά και χρώματα παγωτών γάλακτος! Ήτανε άνοιξη —μπορεί και καλοκαίρι—, ελάχιστο διάστημα μετά από εκείνο το φοβερό ατύχημα στη μαυρόασπρη οθόνη: θυμάμαι τις μάσκες να διανύουν με αμίλητη σκοτεινιά την απόσταση ανάμεσα στην ερημιά κι όλο το χάος που κάλυπτε το εργοστάσιο, τους ψεκαστήρες να εξαγνίζουν φρούτα, λαχανικά στις λαϊκές, και τη φωνή του εκφωνητή να διερωτάται πόσο και αν μολύνει η ραδιενέργεια το φρέσκο γάλα. Ο κόσμος καιγόταν, μπορεί και να ερχόταν το τέλος του, η μάμμα φοβόταν, μπορεί και να είχε αλλάξει, όμως εγώ είχα μόλις κλείσει τα έξι, και η γρανίτα πορτοκάλι ήταν ο απόλυτος παιδικός μου Παράδεισος. Μόλις έξι, λοιπόν, κι είχα ήδη ανακαλύψει τα συστατικά της τέχνης του να ισορροπείς πόδια, χέρια, κοιλιά, κεφάλι απέναντι στην καταστροφή. (περισσότερα…)

Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας «εξαρχής χαμένης υπόθεσης»

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Κυριάκου Μαργαρίτη,
Εννέα, Ίκαρος, 2021

Τι συνιστά ένα μυθιστόρημα; Εκτενής αφήγηση γύρω από έναν συγκεκριμένο μύθο, βεβαίως. Συγκεκριμένη πλοκή, επίσης. Άρτιοι χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι και υφολογικά διακριτοί μεταξύ τους, οπωσδήποτε. Πώς λοιπόν ένα βιβλίο πεντακοσίων σχεδόν σελίδων, όπου η αφήγηση περιστρέφεται μονολογικά γύρω από ένα τοπικά προσδιορισμένο ιδεολογικό (έως και προσωπικό) ζήτημα, όπου οι παγιωμένες αφηγηματολογικές θεωρίες καταρρίπτονται, τα είδη αλλά και τα γένη διαπλέκονται οριακά κατορθώνει να υπηρετήσει επάξια και χωρίς επιφυλάξεις το είδος που αναγράφεται στο εξώφυλλο;  Το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη επαναφέρει και απαντά ξανά όλα τα ήδη απαντημένα ερωτήματα, κεντρίζοντας συνάμα το αναγνωστικό αισθητήριο – συγκινεί και ανοικειώνει, τέρπει και ενοχλεί.

Πρόκειται προφανώς για ένα λογοτεχνικό αρχιτεκτόνημα το οποίο θεμελιώνεται μεταφυσικά πάνω στον ιερό αριθμό 9. Πολλαπλάσιο του ορθόδοξου ιερού 3, ίδιο με τον αριθμό των μουσών, «υψηλότερο από τους απλούς αριθμούς, ίσως φτάνει να εκφράσει το μυστήριο επαρκώς»,[1] το εννέα «το ακαταμέτρητο» (ό.π., 265) κρατά σαν σφιχτή σταυροβελονιά τα αιωρούμενα επιμέρους στοιχεία του έργου. Ο αφηγητής συγγραφέας βρίσκεται στο παράκτιο Φλίτγουντ της Αγγλίας όπου στο μπαρ του ξενοδοχείου “Σαβόι” θα συναντηθεί νοερά με τον νεκρό δήμιο Χάρι Αλεν, τον “εκτελεστή” του Στέμματος στην Λευκωσία κατά τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Ο Άλεν είναι ο άνθρωπος πίσω από την αγχόνη των εννέα αγωνιστών που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από το ικρίωμα και τη θηλιά: «Τη αυτή ημέρα, ο άνθρωπος που κάθεται πλάι μου, ο νεκρός στο Σαβόι, στην πρώτη αποστολή του στην Κύπρο, μετά την προαγωγή του σε αρχιδήμιο, κρέμασε τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου, πρώτους από εννέα παιδιά. Η ανάσα τους είναι παντού πάνω του. Τη θέλω πίσω. Ολόκληρη» (ό.π., 79). Με μόνιμη υπόκρουση το «Hotel California», σε μια λούπα η οποία κάθε φορά ενορχηστρώνεται διαφορετικά, ο αφηγητής περιδιαβαίνει ολόκληρη την ιστορία της Κύπρου, συνθέτοντας έτσι, εν έτει 2021, το συναξάρι των εννέα κρεμασμένων παιδιών (ό.π., 21):[2] (περισσότερα…)

Μετα-γράφοντας με όραμα και τόλμη την κυπριακή συνθήκη

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Λουίζα Παπαλοΐζου, Το Βουνί, Το Ροδακιό, 2020.

Στο ερώτημα ποιο νυχτολούλουδο ευωδιάζει τους κόλπους της νύχτας απαντώ ευθέως: η λεμονιά.[1]

Μία δεκαετία μετά το πρώτο και βραβευμένο της βιβλίο διηγημάτων (Απειλουμενα είδη, Λεμεσός, Εκδόσεις Αφή, 2010: Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας της Κύπρου), η Κύπρια Λουίζα Παπαλοΐζου μάς δίνει το πολυαναμενόμενο επόμενο έργο της, το εκτενές μυθιστόρημα Το Βουνί (Αθήνα, Το Ροδακιό, 2020). Η μεγάλη χρονική απόσταση δεκαετίας προδίδει μάλλον από μόνη της τον στόχο. Πρόκειται για ένα έργο, όπως υποψιάζεται ο αναγνώστης, αφενός από την έκταση, αφετέρου από το σημείωμα της συγγραφέως, χρόνιας μελέτης και συγγραφής, όπου αφηγήσεις, μαρτυρίες και επιστολές στήνουν έναν πολυφωνικό κόσμο, καθρέφτη ενός άκρως πολυφωνικού τόπου, τιμώντας το μυθιστορηματικό είδος με τον πιο έντιμο τρόπο: επεκτείνοντας τα στιγμιότυπα της ιστορίας σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν πιο πραγματικό και από το πραγματικό.

(περισσότερα…)

«Να καθαρίσει ο τόπος»

Έρινα Χαραλάμπους Πλεκτάνη, Θράκα 2020

 του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Μετά την πρώτη και ίσως σιωπηλά αποκηρυγμένη πεζογραφική της απόπειρα Μ’ αγαπούς; (2010), η Έρινα Χαραλάμπους επανέρχεται με μιαν ωριμότερη ποιητική κατάθεση που τιτλοφορείται Πλεκτάνη (Θράκα 2020). Στα ολιγόστιχα, κατά βάση, όχι ποιητικά ισοϋψή κείμενα της ανά χείρας καλαίσθητης συλλογής πληθαίνουν οι εξομολογητικές στιγμές ενός ευαίσθητου ποιητικού εγώ που ασφυκτιά στο άξενο και διαβρωμένο κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Σε αρκετά, λοιπόν, ποιήματα του βιβλίου η κοινωνική περιθωριοποίηση, η εξαχρείωση των αισθημάτων, η κατανάλωση των σχέσεων, αλλά και η γενικότερη πολιτικοκοινωνική διαφθορά και αλλοτρίωση αποτελούν διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του σύγχρονου παράλογου. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα α) της διάψευσης των παιδικών-νεανικών ονείρων, β) των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της νέας γενιάς, γ) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, δ) της πανταχού παρούσας ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης-διαφθοράς και τέλος ε) το διαχρονικό δράμα του πολέμου, της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης συνδέονται άρρηκτα στη συλλογή με μιαν επώδυνη βυθοσκόπηση στην αυστηρά ιδιωτική περιοχή του ποιητικού προσώπου· εκεί όπου κυριαρχούν η αίσθηση της μόνωσης, του θανάτου και της διάψευσης του έρωτα, που συνυφαίνονται με την αποτυχία του στίγματος της σύγχρονης κοινωνικής κατάστασης ή της συλλογικής ταυτότητας.

(περισσότερα…)

Δήμητρα Δημητρίου, Σεβίμ

 

(Παλιό δωμάτιο σε νησί. Σιγανά, στην αρχή,
και κάπως κουρασμένα) :

Έχει λίγη υγρασία στο λιόγερμα. Οικείος θόρυβος από νερό που κοχλάζει, μια ζεστή μυρωδιά από φασκόμηλο — ανασαίνουν για λίγο τα πνευμόνια μου. Κάποιος διψάει. Κάτι εσώτερο, πολύ δικό μας, αποσύρεται στην ταπεινή ησυχία — θα θέλατε λίγο τσάι;

Μ’ αρέσει αυτή η νοτερή ανάπαυση, τα πράγματα κάθονται στη θέση τους, σαν να μην έρχονται, σαν να μην ήρθανε ποτέ, σαν να μην προσπαθούν να κρατηθούν από κάπου ‒ησυχία‒ κι ούτε που θέλεις να τρομάξεις τα πουλιά μέσα στους λάργους ύπνους τους, γυρίζοντας μ’ ανάλαφρα πατήματα, και μόνο οι δυο μας θα μαντεύουμε τον ίσκιο μας καθώς θ’ απλώνεται πίσω μας ξαλαφρωμένος, ελεύθερος από τις έγνοιες κι απ’ τις νίκες του, ατάραχος σε μια γωνιά σ’ άκρη του κρεβατιού, σιμά στην πολυθρόνα, που τώρα κάθεσαι. (περισσότερα…)