Γιώργος Σεφέρης

Από τον Λαφόργκ στον Έλιοτ και από τον Καρυωτάκη στον Σεφέρη

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Στην «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ» του Γιώργου Σεφέρη (1936) και με αφορμή το ζήτημα της «καθαρής ποίησης» (poesie pure) που δέσποζε στις λογοτεχνικές συζητήσεις εκείνου του καιρού, μία παράγραφος έχει ίσως επιπρόσθετη αξία. Αναφερόμενος στην ροπή να τίθεται η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες του Κ. Καρυωτάκη ως όριο της νέας «καθαρής ποίησης» και αφού θέσει ως απαρχή της σύγχρονης ποίησης το έργο του Μπωντλαίρ (χαρακτηρίζοντας γενικότερα τον συμβολισμό ως το «πρώτο σημαντικό στάσιμο»), ο Σεφέρης αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει και για τις οφειλές του Τ. Σ. Έλιοτ προς τον Ζυλ Λαφόργκ, τον λιγόχρονο και ελάχιστα γνωστό στις ημέρες μας, Γάλλο συμβολιστή που υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων της νεωτερικής ποίησης.

«Η αποφασιστική επίδραση πάνω στο έργο του Έλιοτ και η πιο γόνιμη, στάθηκε η επίδραση του Jules Laforgue: πικρά συναισθήματα κάτω από μια χιουμοριστική απάθεια, λεπτομέρειες κοινότοπες με μια ροπή να γίνουν συγκλονιστικές, δίψα του απολύτου που καταλήγει σε μηδενισμό, εικόνες ρεαλιστικές εναρμονισμένες με την αίσθηση μιας ψυχικής απομόνωσης, ποίηση γελωτοποιού όπου οι επιστημονικοί όροι και οι λόγιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μιαν αμλετική αναποφασιστικότητα, μουσική γεμάτη από παρατονισμούς, όπως και η ψυχολογία. Κάτι γνωρίσαμε κι εμείς από τη διάθεση αυτή με τον Καρυωτάκη».

Ποιος ήταν όμως αυτός ο ποιητής, η «διάθεση» του οποίου επηρέασε δραστικά τον Τ. Σ. Έλιοτ μα και τον Κ. Καρυωτάκη; Ο Ζυλ Λαφόργκ γεννήθηκε το 1860 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, απ’ όπου, μικρό παιδί, επέστρεψε στη Γαλλία για να εξελιχθεί εκεί σε αριστοτέχνη της λυρικής ειρωνείας και σ’ έναν από τους πιο προικισμένους εισηγητές του ελεύθερου στίχου, πριν πεθάνει στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 27 χρονών, φυματικός και πάμπτωχος. Είχε προλάβει να εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (περισσότερα…)

Σκέψεις πάνω στην πολιτική διάσταση της ποίησης

*

του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΗ

Η ποίηση είναι πολιτική όταν στοχάζεται πάνω στη σχέση του ατόμου με το σύνολο, όταν εκφράζει τη ρήξη ή την ενότητα, όταν θεωρεί τη μοίρα του όλου μέσα στη διαχρονία και τη συγχρονία του. Η ποίηση είναι πολιτική όταν ο άξονας περιστροφής της είναι η πράξη. Ενάρετη ή κακή, η πράξη εντός του κοινωνικού πλαισίου ορίζει την πολιτική υπόσταση του ατόμου. Αυτός που απέχει από τη δράση, όχι μόνο τοποθετείται εκτός του πολιτικού ιστού, αλλά ακυρώνει την οποιαδήποτε ταυτότητα. Και η ταυτότητα είναι μνήμη και η μνήμη είναι το σύνολο, ή αλλιώς το άθροισμα των παραγόντων που ορίζουν το είναι του ατόμου. Με άλλα λόγια, η πολιτική είναι μια φυσική οντολογία. Αλλά ποιος είναι ο λόγος της ποίησης σε όλα αυτά;

Λένε ότι κάθε ποίημα είναι μια πολιτική πράξη. Κι όμως, μπορώ να σκεφτώ πολλά ποιήματα που αρνούνται τον πολιτισμό, που επιλέγουν τη φυγή προς τη δήθεν αρχαϊκή κατάσταση του ανθρώπου, που, με άλλα λόγια, ακυρώνουν την έννοια της πολιτείας. Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Τρακλ είναι μερικοί μόνο από τους ποιητές που αρνήθηκαν την ενσωμάτωση, αιχμαλωτίστηκαν από το όνειρο. Αυτή η άρνηση καθιστά την ποίησή τους μη πολιτική; Νομίζω πως όχι. Γιατί αποτελεί μέρος του διαλόγου για την πολιτεία: η άρνηση δεν είναι σιωπή, δεν είναι απραξία. Ακόμη και η φυγή είναι πολιτική. Είναι μια δήλωση με πολιτικό πρόσημο. Σίγουρα, όμως, δεν είναι μια συμμετοχική στάση. Οι πολιτικοί ποιητές πρέπει να ιδωθούν ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος της πολιτείας. Κρίνοντας το παρόν, ελέγχοντας το παρελθόν, καταφάσκουν σ’ ένα νέο μέλλον. Η πολιτική ποίηση, λοιπόν, σ’ αυτό το δοκίμιο εξετάζεται περισσότερο ως κατάφαση προς την πολιτεία και τις προϋποθέσεις της.

Κι εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα: μεγάλο μέρος της πολιτικής ποίησης είναι απλώς μια κριτική του παρόντος. (περισσότερα…)

Η κριτική του Σαραντάρη στους ποιητές

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Μην ανοίξης ποτέ το στόμα να πής την αλήθεια
Γιατί ξάφνου θ’ ανάψουν οι γύμνιες του κόσμου
Θα πιάσει φωτιά η λαίμαργη ανθρώπινη σκόνη!
Έργα, Β΄ τόμ., σελ. 82 (1935)

Εάν ισχύει αυτό που λέει ο Λορεντζάτος ότι η ποίηση συνιστά την «εσχατολογία της λογοτεχνίας» και εάν η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση είναι σχέση ζωής, τότε αξίζει να δούμε πως ο φιλόσοφος αυτός ποιητής κρίνει τους άλλους ποιητές. Αρχίζοντας από κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Ο Σαραντάρης ξέρει την Ευρώπη, τη φιλοσοφία της και την ποίησή της. Είναι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους με ανεπτυγμένη πολύ νωρίς αντιληπτικότητα και ευαισθησία. Ερχόμενος στην Ελλάδα απο την Ιταλία διαβάζει στα ελληνικά ποιήματα τα σημάδια της ευρωπαϊκής σφραγίδας ή επίδρασης, λόγου χάρη την απαισιοδοξία. Ασκημένος πάνω στους Ευρωπαίους αλλά μέσα από μια άλλη αίσθηση ζωής χριστιανικής απαίτησης, αρνείται την πρωτοκαθεδρία στην καλλιέργεια προσωπικού ύφους (πράγμα που προσάπτει στον Καβάφη), ειδικά όταν αυτό είναι σε βάρος μιας «ομιλίας», όπως λέει, που «να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας». Απαιτεί ένα βασανισμό του ποιητή, που να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την υπόσταση, ή να το πω αλλιώς, να μην αφήνει περιθώρια αυταπάτης ή ωραιοπάθειας. Αυτό συνάδει με την πεποίθησή του ότι ο ποιητής χαρακτηρίζεται από προωθημένη αυτοσυνειδησία.

Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο Σαραντάρης στα 32 του έχει φύγει από τούτο τον κόσμο. Το έργο του κυοφορήθηκε και υλοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε δώδεκα χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι από τα είκοσι και μετά σχημάτισε στο χαρτί κείμενα απαιτήσεων αλλά και πλεονάσματα ψυχής. Παραμένει απορίας άξιον πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος παρουσιάζει τέτοια ωριμότητα χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα, χωρίς να γεροντοποείται αν μπορούμε να πούμε, χωρίς να απελπίζεται, παρ’ όλο που σε μερικά του ποιήματα καταγράφεται μια αβυσσαλέα μοναξιά. Όλες οι παραπομπές εδώ αναφέρονται στη δίτομη έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, που επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα η φίλη Σοφία Σκοπετέα.

*

Ας δούμε λοιπόν πώς αντικρύζει ο άνθρωπος αυτός την ποίηση των άλλων, ελλήνων και ξένων και πως αυτή η στάση συνδυάζεται με τη γενικότερη θεώρηση της ζωής που περιέχει το έργο του.

Αραδιάζω μερικά ονόματα στο χαρτί: Μελισσάνθη, Καρέλλη, Παπατζώνης, Σαραντάρης. Ποιό είναι το κοινό τους σημείο; Για τους δύο τουλάχιστον είναι η πίστη, ή μια θρησκευτική διάσταση. Όμως ο Σαραντάρης, καθώς ετοιμάζεται να μιλήσει γι’ αυτούς, αρχίζει με τη φράση: «Ποιός σύγχρονος ποιητής μας έχει μια βίωση μέσα στην πίστη; Αναζητώ και δεν βρίσκω». (περισσότερα…)

Γενοκτόνοι δημοκράτες

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Όπως ήδη οι αρχαίοι σφαγείς της Μήλου, έτσι και οι τωρινοί σφαγείς της Γάζας γελοιοποιούν παντελώς τον επίμονο ισχυρισμό ότι οι δημοκρατίες τάχα μου υπερέχουν ηθικά από τα λοιπά πολιτικά καθεστώτα. Η δημοκρατία όμως είναι πρώτα πρώτα κράτος, πάει να πει εξουσία. Και ο φέρων την εξουσία, όποιος και αν είναι αυτός, είτε μονήρης τύραννος είτε δήμος ολόκληρος, υπόκειται στους ίδιους διαχρονικούς πειρασμούς: η ισχύς του είναι συνήθως ευθέως ανάλογη της αυθαιρεσίας του. Ηθική νομιμοποίηση η εξουσία μπορεί να αντλήσει όχι από τον τύπο του πολιτεύματος, αλλά από ένα κριτήριο εντέλει εξωπολιτικό: τη δικαιοσύνη. Ο Σολομών και ο Αριστείδης ήταν άνδρες που η ιστορία τούς αποκάλεσε δίκαιους επειδή υπάκουαν σ’ έναν τέτοιο ηθικό γνώμονα. Ο Νετανιάχου και αυτοί που τον έφεραν και τον κρατούν στην γενοκτονική του εξουσία δεν είναι παρά η ενσάρκωση εκείνου του παλιού εφιάλτη της Χάννας Άρεντ. Ότι δηλαδή θα ’ρθει κάποτε καιρός που μια πλειοψηφία θα αποφασίζει δημοκρατικά να εξολοθρεύσει όποια μερίδα του πληθυσμού κρίνει χρήσιμο. (περισσότερα…)

Ένας Βυζαντινός φίλος του Γιώργου Σεφέρη

Ο ναός του Αυγούστου και της Ρώμης στην Άγκυρα. Η φωτογραφία προέρχεται από την Wikipedia.

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #11
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Ένας Βυζαντινός φίλος του Γιώργου Σεφέρη

«Κυριακή, 4 Σεπτέμβρη. Ξαναπήγαμε στὸ Ναὸ τοῦ Αὐγούστου, γιὰ νὰ ἐξακριβώσω καὶ ν’ ἀντιγράψω τὶς σωζόμενες συλλαβὲς ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Τουρμάρχη Εὐσταθίου. Αὐτὸς ὁ Στάθης (Θ΄-Ι΄ αι.) —δὲν ξέρω γιατὶ τὸν βλέπω καμιὰ φορά, στὰ τελευταῖα του, σὰν καλόγερο— ἔχει γίνει στὸ μυαλό μου ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους καλοὺς φίλους ποὺ μοῦ προμήθεψε ἡ Ἄγκυρα. Τὴν ἐπιγραφὴ τὴ βλέπει κανείς, ἄν προσέξει, ἀριστερὰ καθὼς μπαίνεις στὸ παλαιὸ μνημεῖο. Εἶναι χαραγμένη σὲ δυὸ ἀγκωνάρια, τσακισμένα κατὰ τὸ δεξὶ μέρος, τὸ ἕνα ἀπάνω στὀ ἄλλο. Τὸ δεύτερο ἀκουμπᾶ στὸ χῶμα. Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τὸ ἀποκατέστησε ὁ Grégoire (πληροφορία ἀπὸ τὸν E. Marbury, Ankara, 2e ed., 1934). Τὰ σημερινὰ ἀπομεινάρια τὰ διαβάζω ἔτσι: …».

Αυτά σημειώνει στο ημερολόγιό του το 1949 ο Γιώργος Σεφέρης, που υπηρετούσε τότε στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Άγκυρα (Μέρες Ε΄, 1η Γενάρη 1945 – 19 Ἀπρίλη 1951, Ίκαρος, σελ. 143-144). Ο ποιητής έγινε για λίγο επιγραφικός, προκειμένου να ξαναδιαβάσει ένα κείμενο που τον γοήτευσε, το ταφικό επίγραμμα του τουρμάρχη Ευσταθίου, το οποίο βρισκόταν χαραγμένο στον ρωμαϊκό ναό του Αυγούστου και της Ρώμης στη σημερινή πρωτεύουσα της Τουρκίας. Ο ναός είναι γνωστός για τη μεγάλη αυτοβιογραφική επιγραφή του αυτοκράτορα Αυγούστου (“Res Gestae Divi Augusti”). Στη βυζαντινή εποχή είχε μετατραπεί σε εκκλησία, γι’ αυτό και δικαιολογείται η παρουσία ταφικών επιγραφών στο εσωτερικό του. Οι Βυζαντινοί ενταφίαζαν τους νεκρούς τους γύρω από κάθε εκκλησία, ενίοτε δε και εντός, όταν επρόκειτο για σημαντικά πρόσωπα. Οι τοίχοι του ναού εξακολουθούν σήμερα να σώζονται σε μεγάλο ύψος, με πολλά όμως προβλήματα διατήρησης, που κρατούν όλο το κτίσμα υποστυλωμένο και απροσπέλαστο. (περισσότερα…)

Οκτώ παράγραφοι για τον Γιώργη Παυλόπουλο

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Συμπληρώθηκαν εφέτος 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργη Παυλόπουλου (1924-2008). Η ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που έγινε για τον ποιητή με την ευκαιρία της έκδοσης των απάντων του (Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη 2017) στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος την 20ή Μαΐου 2018.

~.~

I

Με την εξαίρεση των πρώτων πρώτων δημοσιευμάτων του στον περιοδικό τύπο, Γιώργη Παυλόπουλο ποιητή νεαρό δεν γνωρίσαμε. Το Κατώγι βγαίνει όταν ο Παυλόπουλος ζυγώνει τα πενήντα – δεν ξέρω άλλον ονομαστό ποιητή μας που να βγαίνει στα φόρα τόσο αργά. Όμως και στον τόνο της, η ατμόσφαιρα του πρωτόλειου βιβλίου του είναι υπερώριμη, για να μην πω γεροντική. Οι στίχοι του, αργόσυρτοι και βαρύθυμοι, γέμουν από σύμβολα, εικόνες και ρυθμούς δάνειους – από τα βάθη τους αντηχεί η φωνή του Γιώργου Σεφέρη. Λ.χ.:

Πιο χαμηλά το πέλαγο θρυμματισμένο
φύλλα χρυσά σκοτεινιάζοντας στο κατέβασμα του αγέρα

ή

Κοντά σε τούτες τις πέτρες
μαύρες μέσα στο φως

ή

Ταξιδεύαμε απ’ την αυγή.
Στο πλευρό μας η θάλασσα
λαμπερή σα γιαταγάνι
κόβοντας ίσκιους από πεύκα

ή ακόμη

Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια

κ.ο.κ., κ.ο.κ. Η αλληλογραφία Σεφέρη-Παυλόπουλου είναι σε πολλά αποκαλυπτική για τη σχέση του δασκάλου με τον υπερήμερο ήδη μαθητή. Ο πρεσβύτης ποιητής θα φροντίσει για την έκδοση της συλλογής του ομοτέχνου του, θα αναλάβει ακόμη και το παρεδώσε με τον εκδότη, θα του κάνει παρατηρήσεις πάνω σε συγκεκριμένους στίχους. «Και το νερό ρόδινο γύρω στα λαγόνια της» γράφει αρχικά ο Παυλόπουλος στο ποίημα «Αλφειός». Νερό ρόδινο, δυο ρο απανωτά, κακοφωνία, του υποδεικνύει ο Σεφέρης, κάν’ το καλύτερα «το ρόδινο νερό». Και ο Παυλόπουλος πράγματι τον ακούει.

ΙΙ

Με βήμα γερό ενδιάμεσο το Σακί του 1981, τον απογαλακτισμό ο Παυλόπουλος τον επιτυγχάνει πλήρως μόλις στα 65 του χρόνια, το 1988-1989, όταν δημοσιεύει τα Αντικλείδια. Στο μεταξύ έχει πεθάνει και ο ποιητής της Στροφής και ο στενός φίλος και συντοπίτης του Παυλόπουλου, Τάκης Σινόπουλος, συμμαθητής του παιδιόθεν στα θρανία της ποίησης, και ιδίως αυτά του Σεφέρη. Όσοι αρέσκονται στους ψυχαναλυτισμούς, θα βρουν στη σύμπτωση τη χρονική πολλά να σχολιάσουν. Το Κατώγι βγαίνει στα 1971, χρονιά που εκδημεί ο Σεφέρης, και το ομότιτλο ποίημά της του είναι αφιερωμένο. Η δεύτερη συλλογή του Παυλόπουλου, το Σακί, κυκλοφορεί δέκα χρόνια αργότερα, το 1981, τη χρονιά που πεθαίνει ο Σινόπουλος, και περιέχει κι εκείνη ένα ποίημα αφιερωμένο στον επί δεκαετίες πολλές συνοδοιπόρο (κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου, θυμίζω, είναι γραμμένα από κοινού με τον Παυλόπουλο). Φέρει τον βιογραφικό, προφανώς, τίτλο «Ιβήρων 14, 1949». (περισσότερα…)

Τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα [3/3]

*

Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Αυτά ήταν τα θέματα που τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση για τη «Σκέψη στην Ελλάδα σήμερα» που διεξήχθη στις 16 Ιουλίου στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις εφετινές «Νύχτες του Ιουλίου». Εισηγητές ήταν ο Κώστας Ανδρουλιδάκης, ο Σωτήρης Γουνελάς και η Ιωάννα Τσιβάκου και συντονιστής της συζήτησης ο Κώστας Κουτσουρέλης. Των εισηγήσεων της Ι. Τσιβάκου και του Κ. Ανδρουλιδάκη, που προηγήθηκαν, έπεται σήμερα η ανάρτηση της ομιλίας του Σ. Γουνελά.   —  ΝΠ

~.~

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Αρχίζω με ένα απόσπασμα του Σεφέρη από τον Πρόλογο στην Έρημη χώρα του Έλιοτ:

«Το δίλημμα είναι αμείλικτο: είτε θ’ αντικρύσουμε τον δυτικό πολιτισμό, που είναι κατά μέγα μέρος και δικός μας, μελετώντας με λογισμό και με νηφάλιο θάρρος τις ζωντανές πηγές του –κι αυτό δεν βλέπω πως μπορεί να γίνει αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες και χωρίς ένα συστηματικό μόχθο για τη δική μας παράδοση– είτε θα του γυρίσουμε τις πλάτες και θα τον αγνοήσουμε, αφήνοντας τον να μας υπερφαλαγγίσει με κάποιο τρόπο από τα κάτω, με τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία, τη χειρότερη μορφή της επίδρασής του».

Και σε σημείωση πρόσθετε: «Αυτού του είδους το υπερφαλάγγισμα έχει προχωρήσει απελπιστικά και ανεμπόδιστα».

Αυτός που ασχολήθηκε με την προτροπή του Σεφέρη ήταν ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα, στο βιβλίο του Δύο κείμενα παραλληλίζει τον Σωκράτη με τον Πασκάλ. Ο Σωκράτης έλεγε πως όταν ήταν νέος, ασχολήθηκε με την «περί φύσεως ιστορίαν», αλλά όταν κατάλαβε ότι δεν ξέρει ποιος είναι, κατέφυγε στους λόγους για να μάθει την αλήθεια. Ο Πασκάλ από την άλλη, η μεγάλη αυτή διάνοια της φυσικομαθηματικής επιστήμης, δήλωσε ότι οι επιστήμες αυτές δεν είναι κατάλληλες για τον άνθρωπο και κλείστηκε σε ένα παλιό γυναικομονάστηρο όπου μελετούσε και έγραφε για τις χριστιανικές αλήθειες. Ο Πασκάλ προέβη και στην παρακάτω διατύπωση: «Υπάρχει μια λογική της καρδιάς που η άλλη λογική δεν την γνωρίζει». (περισσότερα…)

Τελειώνει ποτέ ένα κείμενο;

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τελειώνει ποτέ ένα κείμενο; Όταν το παραδίδεις στον εκδότη, άψογο όπως νομίζεις, έχεις για λίγο την ψευδαίσθηση ότι ξεμπέρδεψες μαζί του. Φτάνουν όμως οι πρώτες διορθώσεις και συνέρχεσαι. Ακολουθεί πάλη κανονική με τις λέξεις, τα μολύβια βγαίνουν από το συρτάρι, οι κόκκινες πένες πιάνουν δουλειἀ, πρώτο και δεύτερο και τρίτο πέρασμα, μέχρι το τυπωθήτω. Ο διορθωτής και ο επιμελητής (τι φιλάνθρωπα επαγγέλματα – έπρεπε να έρθει το ίντερνετ για να το κατανοήσουμε πλήρως!), οι τροχονόμοι της γραφής λοιπόν σου ανοίγουν τα μάτια: το άψογο δεν είναι τόσο άψογο όσο το νόμιζες, υπάρχουν ακόμη ασάφειες, ανακολουθίες, σημεία θολά.

Αλλά και μετά το τύπωμα, οι φορές που πέφτεις πάνω σ’ ένα λάθος, σ’ ένα στίχο, σ’ ένα χωρίο προβληματικό είναι κάμποσες. Και τότε λυπάσαι που δεν πρόλαβες να το τσιμπήσεις όταν έπρεπε. Και ευελπιστείς ότι, σε μια ξανακοιταγμένη ανατύπωση ή εντελώς νέα έκδοση, θα σου δοθεί κάποτε η ευκαιρία να επανορθώσεις. Και όταν φτάνει επιτέλους αυτή η ευκαιρία (όχι τόσο συχνά όσο θα το ήθελες…), ώ του θαύματος, όλα ξεκινούν και πάλι απ’ την αρχή. Και πάλι διορθώσεις, πρώτο και δεύτερο και τρίτο πέρασμα. Και πάλι ανακολουθίες. Και πάλι λάθη και ασάφειες και σημεία θολά! Μα πού κρύβονταν τόσο καιρό, αναρωτιέσαι. Πώς δεν τα είδα, πώς δεν τα είχαμε δει;

Τελειώνουν λοιπόν ποτέ όλα αυτά; «Τα ποιήματα δεν τελειώνουν – εγκαταλείπονται», απαντά βαρύθυμα από τον αιώνα του ο Πωλ Βαλερύ. (περισσότερα…)

Τζακαράντες

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ο Γιώργος Σεφέρης φαίνεται πως έκθαμβος πρωταντίκρισε σε πλήρη ανθοφορία τις τζακαράντες τον Οκτώβριο του 1941, στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Γράφει στο ημερολόγιό του (Μέρες Δ΄) την Τρίτη [14] Οκτώβρη 1941: «Η τζακαράντα, το δέντρο με τα μενεξεδένια μάτια, που κρατά καστανιέτες». Και συμπληρώνει δέκα μέρες σχεδόν μετά (Σάββατο, 25 Οκτώβρη):

«Οι τζακαράντες αρχίζουν τώρα να πρασινίζουν. Σε λίγο η μενεξεδένια χάρη τους θα έχει χαθεί. Μοιάζουν σαν τα όμορφα παιδιά που ασκημίζουν μεγαλώνοντας».

Το μενεξεδένιο χρώμα της κι οι καρποί της που μοιάζουν στις ισπανικές καστανιέτες υποβάλλουν ακαριαία στον ποιητή την αίσθηση της χορευτικής κίνησης. Κι έτσι χορεύοντας τις παρουσιάζει στο ποίημα που γράφει πάλι εκεί στην Πρετόρια, μάλλον προς το τέλος του ίδιου μήνα, όπως φανερώνει κι η αναφορά στον Ευπλόκαμο Νυχθήμερο, που απάντησε στον Ζωολογικό κήπο (26 Οκτώβρη. Την ίδια αυτή χειρόγραφη ένδειξη του ποιητή φέρει εξάλλου κι ο φάκελος που περιέχει το αυτόγραφο, στο Αρχείο του: «Της Μαρώς KERK STR. OOST 1941 τ’ άη Δημήτρη»).

KERK STR. OOST, PRETORIA, TRANSVAAL

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας
ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.
Αδιάφορα όλα τ’ άλλα, κι αυτό
το Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς
του πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια
ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο.
Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας
γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια.
Στο τέλος του δρόμου μάς περίμενε
δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του
ο ασημένιος φασιανός της Κίνας
ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος, όπως τον λένε. (περισσότερα…)

Γιώργος Σεφέρης, Λαμπρή, 6 Μάη 1945

*

Στην πλαϊνή ταβέρνα τραγουδούν, μαζί με άλλα τραγούδια, το Χριστός Ανέστη. Όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση.

Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ’ ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό.

Ένα ξαλάφρωμα, και κάπως –αρκετά ίσως– χαμένος· όπως ο ναύτης που γυρίζει στο σπίτι του.

*

*

*

*

 

Μια σημείωση από αφορμή τη χτεσινή μέρα

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την Τρίτη 30 Μάρτη του 1943, από το Κάϊρο, έγραφε ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του:

«Ιωάννου συγγραφέως της Κλίμακος, λέει το εορτολόγιο. Τί να ήταν άραγε αυτός  ο άγνωστός μου συγγραφέας; Ίσως η χάρη του μ’ έκανε να ξαναδιαβάσω σήμερα τον “Βασιλιά της Ασίνης”».

Μέρες Δ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

Όταν είχα πρωτοδιαβάσει αυτό το απόσπασμα από το ημερολόγιο του Σεφέρη, ομολογώ ότι είχα εντυπωσιαστεί από την εκθαμβωτική άγνοια (του Ιωάννη της Κλίμακος) και την ανερυθρίαστη αλαζονεία του ποιητή (να γράφει πως η χάρη του άγνωστου Ιωάννη τον οδήγησε να ξαναδιαβάσει τον δικό του «Βασιλιά της Ασίνης»). Έτσι νόμιζα για καιρό πολύ, κι όχι απολύτως αβάσιμα. Στην πορεία όμως είδα πως τα πράγματα και οι περιπλανήσεις των ιδεών μπορεί να ακολουθούν τελείως διαφορετικά, κι εν πολλοίς ασύνειδα, μονοπάτια από όσα είτε εμείς οι αναγνώστες είτε πολύ περισσότερο οι ίδιοι οι δημιουργοί είμαστε διατεθειμένοι ή μπορούμε να καταλάβουμε.

Και πρώτα απ’ όλα, μάλλον είχε κάθε δίκιο εκείνη την εποχή ο Σεφέρης να μιλά για τον Ιωάννη της Κλίμακος και το έργο του ως άγνωστο, καθώς είτε θα έπρεπε να στραφεί στην Πατρολογία του Migne (και με ποιαν αφορμή, παραπομπή ή εντυχούσα μνεία άλλωστε;) ή να ανατρέξει παλαιότερες ελληνικές αποδόσεις του 17ου ή και του 19ου αιώνα, που κινούνταν όμως εντός ενός εκκλησιαστικού και μοναστικού περιβάλλοντος. Ή πάλι να στραφεί σε γαλλικές μεταφράσεις (μία μάλιστα εξ αυτών καμωμένη από τους γιανσενιστές που εξόχως εκτίμησαν την Κλίμακα του Σιναΐτη Ιωάννη). Και πάλι όμως, έλειπαν οι εξωτερικές αφορμήσεις, θες ντόπιες θες αλλοδαπές. (περισσότερα…)

-> Από πού να ξεκινήσω; #3 Γιώργος Σεφέρης

*

Νιώθουμε συχνά την επιθυμία να ασχοληθούμε σε βάθος με ποιητές, πεζογράφους, καλλιτεχνικά κινήματα και σχολές. Ωστόσο μας δυσκολεύει πολλές φορές ο όγκος τους, η διαφορά του ύφους τους ανά περιόδους και χρονικές φάσεις, καθώς και ο φόβος μιας εσφαλμένης πρώτης εντύπωσης που θα μας αποθαρρύνει. Στο πνεύμα αντίστοιχων εκλαϊκευτικών και βοηθητικών άρθρων για συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.ο.κ., που αφθονούν σε ιστότοπους του εξωτερικού, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να σκιαγραφήσει έναν οδικό χάρτη ανάγνωσης του νεοελληνικού ποιητικού τοπίου. Έναν χάρτη σε καμία περίπτωση πατερναλιστικό, παρά περισσότερο βοηθητικό για τον νέο, καλοπροαίρετο και –κυρίως– απροκατάληπτο αναγνώστη.

~.~

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
1900-1971

-> Από πού να ξεκινήσω;

Κατά τη δεκαετία του 1930, ο Γιώργος Σεφέρης αποκρυσταλλώνει ένα λόγο μοντέρνο που ανοίγει στο σώμα της νεοελληνικής ποίησης τομές κομβικές και πρωτόγνωρες. Κι αυτή η μεταβολή δεν λαμβάνει χώρα τόσο με την περιβόητη (και σε κάθε περίπτωση πολύ αξιόλογη) παρθενική ποιητική συλλογή του, Στροφή, στην οποία ακόμα κυοφορείται αυτό που πάει να γεννηθεί, όσο με το Μυθιστόρημα και το Τετράδιο Γυμνασμάτων, συλλογές που αποτελούν ενδεχομένως και το αντιπροσωπευτικότερο κατώφλι στο ευρύτερο ποιητικό του σύμπαν. Εκεί ο αναγνώστης θα μπορέσει να ανιχνεύσει μοτίβα από την αρχαιότητα και τη μυθολογία αποτυπωμένα μ’ ένα λόγο καθημερινό και με μια ποιητική φωνή που μετέρχεται τη γλώσσα του μοντέρνου κόσμου, ενώ, παράλληλα, θα είναι σε θέση να παρακολουθήσει το διάλογο περί του τι σημαίνει Ελλάδα και πώς μπορεί αυτή να συνομιλήσει με μια ζωή που αλλάζει πλέον στην παγκοσμιότητα σε ραγδαίο βαθμό. Από αυτά τα έργα, μάλιστα, προέρχονται και αρκετές (αν όχι οι περισσότερες) φράσεις του Σεφέρη που έχουν αποκοπεί από τα αρχικά τους συμφραζόμενα και λειτουργούν έκτοτε ως γνωμικά αυτόνομα και υπερχρονικά.

(περισσότερα…)