Τζακαράντες

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ο Γιώργος Σεφέρης φαίνεται πως έκθαμβος πρωταντίκρισε σε πλήρη ανθοφορία τις τζακαράντες τον Οκτώβριο του 1941, στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Γράφει στο ημερολόγιό του (Μέρες Δ΄) την Τρίτη [14] Οκτώβρη 1941: «Η τζακαράντα, το δέντρο με τα μενεξεδένια μάτια, που κρατά καστανιέτες». Και συμπληρώνει δέκα μέρες σχεδόν μετά (Σάββατο, 25 Οκτώβρη):

«Οι τζακαράντες αρχίζουν τώρα να πρασινίζουν. Σε λίγο η μενεξεδένια χάρη τους θα έχει χαθεί. Μοιάζουν σαν τα όμορφα παιδιά που ασκημίζουν μεγαλώνοντας».

Το μενεξεδένιο χρώμα της κι οι καρποί της που μοιάζουν στις ισπανικές καστανιέτες υποβάλλουν ακαριαία στον ποιητή την αίσθηση της χορευτικής κίνησης. Κι έτσι χορεύοντας τις παρουσιάζει στο ποίημα που γράφει πάλι εκεί στην Πρετόρια, μάλλον προς το τέλος του ίδιου μήνα, όπως φανερώνει κι η αναφορά στον Ευπλόκαμο Νυχθήμερο, που απάντησε στον Ζωολογικό κήπο (26 Οκτώβρη. Την ίδια αυτή χειρόγραφη ένδειξη του ποιητή φέρει εξάλλου κι ο φάκελος που περιέχει το αυτόγραφο, στο Αρχείο του: «Της Μαρώς KERK STR. OOST 1941 τ’ άη Δημήτρη»).

KERK STR. OOST, PRETORIA, TRANSVAAL

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας
ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.
Αδιάφορα όλα τ’ άλλα, κι αυτό
το Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς
του πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια
ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο.
Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας
γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια.
Στο τέλος του δρόμου μάς περίμενε
δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του
ο ασημένιος φασιανός της Κίνας
ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος, όπως τον λένε.

Και να σκεφτείς πως ξεκινήσαμε αποχαιρετώντας
με την καρδιά γεμάτη σκάγια
τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο — αυτόν
που είχε ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού
στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου.

Οχτώβρης 1941

Στις 14/11 στέλνει το ποίημα στον Τίμο Μαλάνο στην Αλεξάνδρεια, επισυνάπτοντας και ορισμένες σημειώσεις. Αντιγράφω ό,τι αφορά στις τζακαράντες.

«Jacaranda. Το λεξικό της Οξφόρδης δίνει τη χρονολογία της γέννησης της ονομασίας αυτού του δέντρου το 1753. Είναι ένα δέντρο της τροπικής Αμερικής. Το έχω περιγράψει, γράφοντας τις προάλλες σε κάποιον από τους Αλεξαντρινούς φίλους, του Ξύδη νομίζω, είναι ολάκερο ένα μπουκέτο μενεξές και το χαρούπι του, χωρίς υπερβολή, είναι σαν καστανιέτα. Έχει έναν τέτοιο “αέρα” που νομίζεις πως χορεύει. Τ’ άνθια τους, όταν πέφτουν, στρώνουν ένα χαλί μενεξεδένιο στα πόδια τους. Άμα προσέξει κανείς τις τζακαράντες και τις αγαπήσει, δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο»

Γ. Σεφέρης & Τ. Μαλάνος, Αλληλογραφία 1935-1963, 1990

Ο Σεφέρης αγάπησε τις τζακαράντες, και δεν τις ξέχασε, παρότι εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται για τόσα και τόσα άλλα. Έτσι τον Μάϊο του 1945, από το Κάιρο, απαντώντας στον Μαλάνο, σχετικά με τη μετάφραση ενός ελιοτικού τραγουδιού (Fragment of an Agon) που έκαμε ο Αλεξανδρινός, του επισυνάπτει το παστίς που σκάρωσε κι αυτός «με πυρετό», πάνω στον ρυθμό του –χορευτικού, τζαζ– τραγουδιού του Έλιοτ, «για να διασκεδάσεις, αν μπορείς». Κι αυτό είναι το περιπαιχτικό «ΧΟΡΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟΝ “ΜΑΘΙΟ ΠΑΣΚΑΛΗ ΔΕΣΜΩΤΗ”». Στη δεύτερη στροφή λοιπόν ξεπετάγονται κι οι τζακαράντες:

Κει που ανθίζει η τζακαράντα
κι αρμενίζει με μια μπάντα
η φελούκα στο νερό
σαν νεγρέσα γκαστρωμένη,
κάτω απ’ το δέ-, κάτω απ’ το -ντρό,
κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού
ακούστη μπαμ, ακούστη μπουμ
και βρεθήκαμε χεσμένοι.

~•~

Φαίνεται πως στην εικόνα του Σεφέρη με τις χορευτικές τζακαράντες που κρατούν καστανιέτες, απαντά ο στενός φίλος του και ναύτης (καπετάνιος) ποιητής Δ. Ι. Αντωνίου. Σ’ ένα από τα σωζόμενα [Αυγή ρόδινη], αλλά αχρονολόγητα ποιήματά του (σίγουρα όμως μετά το πρώτο ποίημα του Σεφέρη που μιλά για τις τζακαράντες), γράφει:

Οι τζακαράντες
για να χορέψεις παίζουν
τις καστανιέτες
Τρελός με πήρε αγέρας
με όσα εσύ ξεχνούσες

Στον τρελό αγέρα
οι τζακαράντες παίζουν
τις καστανιέτες
μαζί τους θα χορέψεις
σαν φυσά ξεφυσώντας. 

~•~

Η επόμενη –ποιητική– τζακαράντα εμφανίζεται (τυχαία;) πάλι από τον άλλο ναύτη ποιητή μας Νίκο Καββαδία, αλλ’ ως γυναικείο πια (προφανώς ισπανικής προέλευσης) όνομα κάπου μεταξύ 1956 και 1975.

Μὲ γάντζους στὸ κατάστρωμα πήδησαν οἱ Μαλαίσιοι
καὶ μαλακὰ τὸν θέσανε σὲ μία σκοινένια μπράντα.
Τοῦ χάιδευε τὰ δάχτυλα μια μαύρη, ἡ Τζακαράντα,
καὶ μια γριὰ μαστόρισσα ποὺ βρώμαγε σὰ λέσι

«Cocos Islands», Τραβέρσο, 1975

~•~

Ο συγκερασμός μεταξύ της γυναίκειας παρουσίας και της χορευτικής κίνησης που υποδηλώνουν οι τζακαράντες αρθρώνεται επιτέλους μέσα από έναν ιδιαίτερο ερωτισμό στο πρόσφατο ποίημα του Ξ. Μαϊντά για τις τζακαράντες, όχι των μακρινών κι εξωτικών τροπικών μα τις πιο νιόφερτες της οδού Αθηνάς αυτήν τη φορά. (Σάμπως κι αυτές που αντίκρισε ο Σεφέρης στην Πρετόρια επήλυδες δεν ήταν από την Αργεντινή στα τέλη του 19ου αιώνα;)

ΟΙ ΤΣΑΚΑΡΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΘΗΝΑΣ

Μ’ ἁπλωμένα κλαδιὰ
σὲ φιγούρα χοροῦ
λυγερὲς μπαλαρίνες

αὐστηρὰ σκυθρωπές,
μιμηλήφυλλες ἄστατες
τῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς.

Μὲ ὀσμὴ στὸν κορμὸ
κοριτσιῶν ἱδρωμένων,
κοριτσιῶν ποὺ ξαπόστασαν
λίγο πρὶν βροῦν πελάτη.

Τσακαράντες μὲ τ’ ἄνθη τους
τόσο μπλὲ μὲς στὸ γκρί
τόσο ἔντονο μπλὲ φωτεινό,
ζυμωμένο ἀπὸ φῶς

ἀπὸ πίκρα, σεργιάνι
ἀπὸ χρῆμα, σεβντά κι ἡδονή.

*

*

*