Βυζάντιο

Τὸ τετράπλευρον θαῦμα τῶν μεταρσίων

Ο κτιστός οβελίσκος του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, όπως διατηρείται σήμερα στο At Meydanı.

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #15
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Τὸ τετράπλευρον θαῦμα τῶν μεταρσίων

Το σημερινό At Meydanı —η πλατεία των αλόγων— της Κωνσταντινούπολης, καλύπτει  μεγάλο μέρος της θέσης όπου βρισκόταν άλλοτε ο Ιππόδρομος της βυζαντινής πρωτεύουσας, δίπλα στο Μέγα Παλάτιον και την Αγία Σοφία. Στο κέντρο της πλατείας παραμένουν ακόμη στη θέση τους τρία μνημεία που κοσμούσαν τη spina —τη νησίδα ή εύριπο— του στίβου των αρματοδρομιών: ο αρχαίος αιγυπτιακός οβελίσκος που τοποθετήθηκε εδώ το έτος 390, επί  Θεοδοσίου του Α΄, η χάλκινη στήλη των όφεων από τον τρίποδα που αφιέρωσαν οι ελληνικές πόλεις στο μαντείο των Δελφών μετά τα Περσικά, και ο λεγόμενος κτιστός οβελίσκος. Ο τελευταίος θα μας απασχολήσει εδώ για την επιγραφή της ανακαίνισής του.

Ο κτιστός οβελίσκος ιδρύθηκε στο νότιο άκρο της spina του Ιπποδρόμου, την εποχή που στήθηκε ο αιγυπτιακός ή λίγο νωρίτερα. Σε αντίθεση με αυτόν, που έχει λαξευτεί σε σκληρό γρανίτη, ο δεύτερος οβελίσκος είναι δομημένος με μεγάλους ορθογώνιους λίθους — εξ ου και κτιστός ή örme (πλεκτός) στα τουρκικά. Το συνολικό του ύψος ανέρχεται στα 32 μέτρα, όσο ακριβώς εκείνο του αιγυπτιακού οβελίσκου του Λατερανού στην Παλαιά Ρώμη. Η βάση του βρίσκεται τώρα δύο περίπου μέτρα χαμηλότερα από το επίπεδο της πλατείας, καθώς τα ιζήματα της ιστορίας έχουν ανυψώσει το έδαφος. (περισσότερα…)

Νικαίας εγκώμιον

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Οι θεολογικές εκδηλώσεις, προφανώς, θα είναι αρκετές. Στο σημείωμα αυτό ας θυμηθούμε την κάποτε λαμπρή ελληνική πόλη της Βιθυνίας, που γνώρισε κι αυτή τις συνέπειες της κατάκτησης και του εξανδραποδισμού, μέσα από το εγκώμιο που έγραψε ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, τον καιρό που η πόλη ήταν έδρα του εξόριστου βυζαντινού κράτους (μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, την 13η Απριλίου 1204) και το οποίο σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση παραθέσαμε στο βιβλίο Το στέμμα των αυγών (Καστανιώτης, 2020). Το 1331, μετά από τριετή πολιορκία, η Νίκαια έπεσε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών. Έκτοτε παρήκμασε και το 1920, πριν εισέλθει σε αυτήν ο ελληνικός στρατός, για μια τελευταία ελπίδα ελευθερίας, γνώρισε τη δήωση από τους τσέτες του Κεμάλ, τη σφαγή των κατοίκων της και την καταστροφή του ιστορικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (φωτογραφία). Ο άλλος ιστορικός της ναός, η Αγία Σοφία, που μετατράπηκε σε μουσείο, σήμερα λειτουργεί και πάλι ως τζαμί. Το κείμενο που ακολουθεί, ενός λαμπρού διανοούμενου βασιλέα που πέθανε δυστυχώς νεότατος, αφήνοντας όμως έργο στιβαρό, φιλοσοφικό, θεολογικό αλλά και υμνογραφικό (δικός του ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας), ας είναι ένα πενιχρό μνημόσυνο των χιλιάδων αφανών μαρτύρων της Νικαίας, θυμάτων της φρίκης που οι άνθρωποι ονομάζουν Ιστορία.

~.~

Νικαίας εγκώμιον

«Νου θεϊκό θα πω αυτή την πόλη και τους πολίτες της αγαθούς διότι πράξη και θεωρία ευγενικά ενώνουν, τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας του λόγου με βήμα σταθερό, και από τη δύναμη της λογικής κοσμούμενοι, τον οικείο τους νου περιτειχίζουν· την πολιτεία τους, για να την κάνουν πιο περίβλεπτη κι από τον μηδικό τον πλούτο κι απ’ τη χρυσή ομηρική αλυσίδα που κρέμεται απ’ τον ουρανό. Έτσι έγινε αυτή η βασιλική πόλη ανώτερη κάθε άλλης, τους κατοίκους της περιβάλλοντας με τον πιο ωραίο ήχο, το πλέον εξέχον άκουσμα. Και σεμνυνομένη σεμνύνεται και στηριζομένη στηρίζει κι αν υπάρχει ακόμη κάποια ενάντια πολιτεία, αυτή με την ευστάθειά της είναι λιμάνι που από κείνη τους κατοίκους της προστατεύει. Διότι το σώμα τότε δεν παρεκκλίνει μόνον, όταν υπάρχει ευρυθμία ανάμεσα στα μέλη, τα μέρη και τα όργανά του…».

Μέρα λαμπρή, σε ώρα μελιχρότατη ο λαός της Νικαίας άκουγε το εγκώμιό του και ήταν χυμένο ολόγυρα κάτι πιο χαϊδευτικό κι από το αεράκι της Προποντίδας, πιο δροσερό από το βάλσαμο των ολοπράσινων πευκώνων του Ολύμπου που ντύνανε τη γιορτή της επιστροφής του βασιλέα, μουσική υπόκρουση στα λόγια του διαδόχου για την πόλη που είναι κέντρο των γραμμάτων του καιρού μας, Αθήνα του αιώνα μας. Μα ο ρήτορας ήξερε και πώς μια πόλη στην παρακμή ξεπέφτει – δεν εγκωμίαζε μόνο: (περισσότερα…)

Γεώργιος Πισίδης, Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο

*

Προλεγόμενα – Μετάφραση
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Ποίημα εγκωμιαστικό για τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), με θέμα τις πολεμικές επιτυχίες του έναντι των Περσών και των Αβάρων, αλλά και την ανατροπή του προηγούμενου αυτοκράτορα, Φωκά, στα τέλη του 610. Το στιχούργημα, όπως και συμβαίνει και σε άλλα του Πισίδη για τον Ηράκλειο, κατασκευάζει την εικόνα του ιδανικού Βυζαντινού αυτοκράτορα: Είναι ο εκλεκτός και το όργανο του Θεού, μία ακριβής αποτύπωση του Χριστού, καθώς και ένας ευσεβής, δραστήριος και ικανός πολεμιστής. Σε ποιητικό επίπεδο, ο Πισίδης έφερε τη μεγάλη αλλαγή στη βυζαντινή λογοτεχνία, καθώς αυτός πρώτος επέβαλε τη χρήση του ιαμβικού τριμέτρου του αρχαίου δράματος στη βυζαντινή ποίηση, καταφέρνοντας να τερματίσει την πρωτοκαθεδρία του ομηρικού μέτρου που ίσχυε μέχρι τότε. Στους επόμενους αιώνες οι Βυζαντινοί λόγιοι τον θεωρούν σταθερά ως τον κορυφαίο ποιητή του δικού τους «λογοτεχνικού κανόνα».

///

Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο, που ήρθε από την Αφρική
και ανέβηκε στον θρόνο, και κατά του αυτοκράτορα Φωκά

Τα λόγια δεν αρκούν για να σε περιγράψουν·
ο Θείος Λόγος όρισε ψηλά να στέκεις
εκεί που ο λόγος τούτος ο ρευστός δεν φτάνει.
Πολλοί σ’ υμονολογούν, το βλέπω, βασιλιά μου,
δεινοί πολεμιστές, καβάλα στα άλογά τους,
που δεν διακρίνονται για το σοφό μυαλό τους
κι ο χαρακτήρας τους θεϊκή σκευή δεν έχει.
Όμως σ’ εμένα φαίνεται σωστό να υμνήσω
τη φρόνηση, την οδηγό της θείας ψυχής σου.
Από ψηλά την έλαβες για πανοπλία
κι έτσι στις Ιερές Γραφές τον νου σου στρέφεις· (περισσότερα…)

H πύλη της κυράς Άννης

Η επιγραφή της κυράς Άννης, όπως σώζεται σήμερα.

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #12
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

H πύλη της κυράς Άννης

Ψηλά στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης, στο σημείο όπου τα ανατολικά τείχη της πόλης συναντούν εκείνα της ακρόπολης, ανοίγονται δύο πύλες, μία προς το εσωτερικό της δεύτερης και μία προς την —άλλοτε— ύπαιθρο. Και οι δύο εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους πεζούς, οι οποίοι διαβαίνοντάς τες προσθέτουν νέα βήματα επάνω στα χιλιάδες που έχουν προηγηθεί, εδώ και αιώνες, και τις κρατούν έτσι ζωντανές και οικείες, μακριά από την αποστείρωση που αναπόφευκτα τυλίγει κάθε απρόσιτο αρχαιολογικό μνημείο.

Στη δεξιά πύλη —για αυτόν που έρχεται μέσα από την πόλη— υπάρχει μία επιγραφή χαραγμένη στην παραστάδα της, η οποία μνημονεύει τα πρόσωπα που τη διάνοιξαν. Όπως και η η πύλη, το κείμενο διατηρεί ακόμα την αρχικό του σκοπό: βρίσκεται στη θέση του, έτοιμο να «μιλήσει» σε όποιον σταθεί να το διαβάσει. Τα γράμματα είναι κεφαλαία, στο ωραίο σχήμα της γραφής του ύστερου Βυζαντίου, και σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, πλην των τελευταίων σειρών, όπου μερικά έχουν σβηστεί εξαιτίας μιας βαθιάς ρωγμής και κάποιων ανθρώπινων χεριών. (περισσότερα…)

Τὸ νῆμα ποὺ δὲν κόπηκε

*

Ἀπὸ τὸν Θεοφύλακτο Σιμοκάττη ὤς τὸν πατριάρχη Νικηφόρο Α΄ μεσολαβεῖ ἑνάμισης αἰῶνας ἱστοριογραφικῆς σιωπῆς. Τὴ δεκαετία τοῦ 630 εἰκάζεται ὅτι συνέγραψε τὸ πόνημά του ὁ Σιμοκάττης, ἐνῷ ἡ Ἱστορία σύντομος τοῦ δεύτερου θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἔργο ὁλοκληρωμένο πρὸ τοῦ 780. Ὅπως ὁ Ξενοφῶν ξεκινάει τὰ Ἑλληνικά του ἀπὸ τὸ 411 π.Χ., ἀπὸ ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου, τοῖς Ἅδου ρήμασι πειθόμενος, ἐγκαταλείπει τὴν Ξυγγραφή του ὁ Θουκυδίδης, ἔτσι καὶ ὁ, νεαρὸς τότε, Νικηφόρος παραλαμβάνει τὴ σκυτάλη στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ποὺ τὴν ἀφήνει ὁ Θεοφύλακτος: τὸ ἔτος 602, χρονιὰ τῆς τελευτῆς τοῦ βασιλέως Μαυρικίου, γιὰ νὰ τὴν κουβαλήσει μὲ τὴ σειρά του ὤς τὸ κοντινό του 769. Ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν συνηλικιώτη του Θεοφάνη τὸν Ὁμολογητή, ποὺ θὰ γράψει ὡστόσο τρεῖς δεκαετίες ἀργότερα, ὁ Νικηφόρος εἶναι ἡ κυριότερη πηγή μας γιὰ τοὺς λεγόμενους «σκοτεινοὺς αἰῶνες» τοῦ Βυζαντίου, τοὺς φτωχοὺς σὲ γραπτὲς μαρτυρίες καὶ σημαδεμένους βαθιὰ ἀπὸ τὴν εἰκονομαχικὴ ἔριδα.

Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς σιωπῆς εἶναι τὸ μόνο. Ἀπὸ τὸν Ἐκαταῖο τὸν Μιλήσιο καὶ τοὺς Ἴωνες χρονογράφους ὣς τὸν Πολύβιο καὶ τὴν Ἄννα Κομνηνὴ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς ὣς τὶς μέρες μας, ἡ συνέχεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίγνωση τῆς συνέχειας καὶ τῆς διαδοχῆς, εἶναι ἐντυπωσιακή. Ἀκόμη καὶ τοὺς αἰῶνες μετὰ τὸ 1453, ὅταν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα πέφτουν σὲ βαθιὰ ὕφεση καὶ οἱ λόγιοι ἀναζητοῦν καταφύγιο στὴν Εὐρώπη, καταπὼς ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ οἱ νεοπλατωνικοὶ τῶν Ἀθηνῶν στὴν Περσία, τὰ ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος κείμενα δὲν ἐξέλιπαν. Ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς Ἅλωσης ὤς ἐκείνους τοῦ 19ου αἰῶνα ποὺ ξαναδίνουν στὴν ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία ἕνα ὕψος κλασσικό, τὸ διάστημα καλύπτεται ἀπὸ μιὰ πληθώρα ἱστοριογραφικῶν μαρτυριῶν, χρονογραφικοῦ ἐπιπέδου καὶ ὕφους συνήθως, ἀλλὰ ὄχι γι’ αὐτὸ λιγότερο πολύτιμων.

Ἂν τὸ Χρονικὸν τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ ἐκτείνεται ὤς τὸ ἔτος 1477, ὁ Χρονογράφος του Ψευδο-Δωροθέου φτάνει ὤς τὸ 1579, ἡ Νέα Σύνοψις τοῦ Ματθαίου Κιγάλα ὤς τὸ 1637, ἡ Ἐπιτομὴ τῆς ἱεροκοσμικῆς ἱστορίας του Νεκταρίου τοῦ Κρητὸς ὣς τὸ 1677 κ.ο.κ. Συγγράμματα ὅπως ὁ Χρονογράφος καὶ ἡ Ἐπιτομὴ ἀνατυπώθηκαν ἐπανειλημμένα καί, συμπληρωμένα κάποτε, συνέχισαν νὰ ἐπανεκδίδονται ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα. (περισσότερα…)

Η μοναρχία στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων αβασίλευτης δημοκρατίας, μετά την οριστική ως φαίνεται λύση του πολιτειακού ζητήματος, επιτρέπει πλέον μια νηφάλια αποτίμηση της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα, στο πεδίο της ιστορικής πράξης και ως προς τα κοινωνικά της θεμέλια, πέραν των θεωρητικών απόψεων για τον θεσμό ή τη λαϊκή του απήχηση. Απήχηση που, όπως το αδιάβλητο (τουλάχιστον σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: 1924, 1935, 1946, 1973) δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 κατέδειξε, παρέμεινε υψηλή (σχεδόν 31%) παρά την πληθώρα πολιτικών λαθών και τις εθνικές κρίσεις που επανειλημμένα προκάλεσαν οι αποφάσεις της δυναστείας η οποία υπήρξε ο φορέας του θεσμού.

Ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας αποτέλεσε ίσως η έλλειψη εθνικής δυναστείας, την εποχή που σε όλη την Ευρώπη η μορφή αυτού του πολιτεύματος εθεωρείτο αυτονόητη αρχή νομιμότητας. Μια έλλειψη η οποία υπήρξε απότοκος της γενικής καταστροφής της ελληνόφωνης ηγέτιδας τάξης, συνεπεία της διάλυσης της ανατολικής χριστιανορωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν αυτή εξελιχθεί φυσιολογικά, όπως συνέβη στη Δύση, προς τα νεώτερα εθνικά κράτη. Η τουρκοκρατία δεν απορφάνισε το υπόδουλο γένος μόνο από τη φυσική του αριστοκρατία ή τις προϋποθέσεις συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης (όπως θα διαφανεί αργότερα), αλλά και από τη νόμιμη διαδοχή. Οι δύο αδελφοί και τυπικοί διάδοχοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αποδείχθηκαν ανάξιοι των ιστορικών τους καθηκόντων, εκχωρώντας ο ένας στη Δύση και ο άλλος στον Σουλτάνο τα δικαιώματά τους, προκειμένου να παρατείνουν με κάποιαν άνεση τη θλιβερή ύπαρξή τους, θεωρώντας άνευ περιεχομένου την ιδέα της θυσίας, η οποία σφράγισε τη ζωή και τη δράση του αδελφού τους.

Όταν, μετά από αιώνες, έφτασε η ώρα της Επανάστασης και της Παλιγγενεσίας, οι λαϊκοί θρύλοι που ενίσχυαν το φρόνημα αντίστασης των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, δεν είχαν σαφή αναφορά σε έναν υποψήφιο βασιλέα. Η δημοκρατική ιδέα άλλωστε ήταν κυρίαρχη στις διακηρύξεις αλλά και την ιδεολογία όλων των επαναστατών- πολιτικών, στρατιωτικών ή διανοουμένων. Δύο δυνητικοί υποψήφιοι για το Θρόνο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αδύνατο (όπως αποδείχθηκε) να γίνουν αποδεκτοί από τους επαναστάτες και εξέλιπαν πρόωρα. Ο πρώτος στα κελιά της Αυστροουγγαρίας (ενώ η Φιλική Εταιρία είχε εξοβελιστεί από κάθε αναφορά της επαναστατικής ηγεσίας) και ο δεύτερος από ελληνικά χέρια, και μάλιστα (τι ειρωνεία) από χέρια τα οποία είλκυαν την καταγωγή τους από το μετέπειτα «κάστρο» της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα. (περισσότερα…)

Ἐλευθερία ἢ λογοτεχνία

*

του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Κάπου ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν γράφει ὅτι εἶναι παράδοξο τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ Βυζάντιο εἶχαν ἀναγέννηση ἐνῶ το κράτος κατέρεε. Ὁ Τόινμπι ἀργότερα ἔδωσε τὴν ἑρμηνεία ὅτι αὐτὸ ἀποδεικνύει πὼς τὸ βυζαντινὸ κράτος ἦταν βραχνὰς γιὰ τοὺς Ἕλληνες: Μόνο ὅσο «ἀπελευθερώνονταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο», ἀναπτύσσονταν λογοτεχνικὰ καὶ καλλιτεχνικά. Πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἀναγέννηση ἢ τοῦ ὅρου Οὐμανισμὸς εἶναι παρακινδυνευμένη γιὰ τὸ Βυζάντιο (παντοῦ ἀνακαλύπτουν —φιλοβυζαντινοὶ Ἕλληνες καὶ ξένοι βυζαντινολόγοι— Ἀναγεννήσεις καὶ Οὐμανισμούς, μὴν τυχὸν ξαναχαρακτηρίσουν σκοταδιστικὸ οἱ αἰώνιοι γιββωνιστὲς τὸ Βυζάντιο), οἱ ἀντιλήψεις τῶν δύο Ἄγγλων προϋποθέτουν ὅτι ἡ λογοτεχνία καὶ τὰ γράμματα εἶναι τὸ ὕψιστο κριτήριο γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἀκμὴ ἢ παρακμὴ μιᾶς κοινωνίας. Κι ὁ Κοραῆς ἀπέδιδε στὴν ἔλλειψη ἐπαρκοῦς παιδείας τὴν ὀθωμανικὴ προέλαση: Λὲς καὶ οἱ Ὀθωμανοὶ τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰ. ἦταν μορφωμένοι.

Μπορεί κανεὶς νὰ κάνει μιὰ ἀναδρομὴ στὴν ἑνετοκρατούμενη Κρήτη: Τὰ περισσότερα καὶ πιὸ σπουδαῖα ἔργα της γράφτηκαν ἀφότου ἔπαυσαν, μετὰ τὴν Ἅλωση, οἱ ἐπαναστάσεις τῶν Κρητικῶν κατὰ τῶν Βενετῶν. Ἐνδεικτικά: Ἐρωτόκριτος (17ος αἰ.), Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (17ος αἰ.), Ἐρωφίλη (1595). Τὸ ἴδιο καὶ ἀλλοῦ.

Ἡ ἀποδοχὴ τῆς δουλείας, ἡ παραίτηση, τὸ νὰ «καταλάβεις» ὅτι εἶναι μάταιο νὰ θὲς πολιτικὴ ἐλευθερία, καὶ νὰ ἀποσυρθεῖς στὸν κόσμο τῆς φαντασίας, εἶχε ἀποτέλεσμα τὴν ἐντονότερη ἐνασχόληση τῶν Κρητικῶν μὲ τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, ἀφοῦ δὲν ἀπέμενε τίποτε ἄλλο πιά -σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Δύση ὅπου ἡ ἐνασχόληση αὐτὴ ἐντάθηκε μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐνδυνάμωση τοῦ (ἐθνικοῦ) νεοτερικοῦ κράτους. Ἡ ἀνατρεπτικότητα τῶν ἀντισυμβατικῶν Γάλλων συγγραφέων καὶ καλλιτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. δὲν ροκάνιζε τὸ ἐθνικὸ μεγαλεῖο τῆς Γαλλίας, τὸν «ἐθνικισμό» της, ἀκόμη κι ἂν αὐτοὶ ποθοῦσαν αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀντιθέτως τῆς προσέδιδε παγκοσμίως ἀκόμη μεγαλύτερη αἴγλη, ἀντιεξουσιαστική, αὐτὴ τὴ φορά, ἐπαναστατικὴ κ.λπ. Ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα, συνέβη τὸ ἀντίθετο — ὅπως στὰ περισσότερα μικρὰ κράτη μὲ διανοούμενους ποὺ «πνίγονται». (περισσότερα…)

Προχωρούμε ανάποδα

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

«Κάναμε ό, τι μπορούσαμε στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, για να καταστρέψουμε το μυθικό, να παραχωρήσουμε το μη λογικό στις «καλές τέχνες», τις οποίες διαφοροποιήσαμε από την σοβαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι κατα­στρέψαμε την κοσμοθεωρία (η έμφαση στήν λέξη κόσμος), την κατανόηση του κόσμου, στον οποίο ζούμε, ως μυστηρίου, ως ιερής πραγματικότητας πολύ πιο ευρύτερης από ό, τι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συλλάβει ή να περιλάβει, ως μιας κοσμικής λειτουργίας, όπως περιγράφει τον κόσμο ό Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον έβδομο αιώνα.»

Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, Η Κτίση ως Ευχαριστία, Ακρίτας, σ. 43.

«[…] υψώθηκε ενας ουμανισμός, ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάν­των καί η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στό εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστή­μη θα προσφέρει την εξουσία […] για να γίνει δύ­ναμη και αναγγελία της βασιλείας του ανθρώπου, βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφα­ση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει».

Κώστα Παπαϊώάννου, Η αποθέωση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σ. 110-111.

«Οι δύο τελευταίοι πόλεμοι δεν ήσαν παγκόσμιοι∙ ήσαν ευρωπαϊκοί. Όχι μόνον επειδή είχαν γενέθλιο τόπο και επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και διότι συνέβαλαν στην αυτοκτονία της Ευρώπης. Αυτό το έβλεπε με καθαρό μάτι ο Μαλαπάρτε, όταν παρακολουθούσε τα πεδία των μαχών στις στέπες της Ρωσίας. Την αυτοκτονία δεν την είδε στον φόνο των τέκνων της Ευρώπης. Καθώς υποχωρούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα, οι χωρικοί έσπευδαν να μετατρέψουν σε εκκλησίες τις αποθήκες των κολχόζ, που ήσαν πρώην εκκλησίες. Ύστερα έρχονταν οι Γερμανοί και εστάβλιζαν εκεί τα άλογά τους. Εδώ είναι που είδε την αυτοκτονία της ψυχής της Ευρώπης: ότι ο πολιτισμός αυτός πλέον εξήντλησε τα περιθώρια του πνεύματός του».

Χρήστου Μαλεβίτση, «Πολιτεία και ερημιά», Άπαντα, τόμ. 3, Αρμός, σ. 227.

Από χρόνια μου κάνει εντύπωση ένα πράγμα: αφού υπάρχουν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες κείμενα σπουδαία, κείμενα που αποκαλύπτουν όχι μονάχα τις όψεις της ζωής αλλά και τις παραμορφώσεις της, γιατί δεν ασχολούμαστε με αυτά, γιατί ψάχνουμε ολοένα κάτι άλλο και γιατί στο τέλος παραμερίζουμε όλα αυτά –αυτό κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος– για να βάλουμε στη θέση τους ποιο πράγμα; Τις έξυπνες μηχανές;

Μου φαίνεται ότι ένας λόγος είναι ότι δεν ξέρουμε ανάγνωση! Συν τω χρόνω ό τρόπος που διαβάζουν οι άνθρωποι άρχισε να κάνει νερά, χανόταν η συγκέντρωση στο συγκεκριμένο, προωθούσαν αφηρημένο λόγο και αφηρημένες καταστάσεις με αποτέλεσμα μαζί με την εισβολή θετικισμού και θετικών επιστημών, μαζί δηλαδή με τη γενική μαθηματικοποίηση να χάσουμε το νόημα των λέξεων, των φράσεων, των στίχων, των συλλογισμών, προπαντός των συνθέσεων και να παραδοθούμε σε ένα είδος διογκωμένου παρόντος που στραμμένο εντελώς στο μέλλον θέλει ο άνθρωπος να ζει τη στιγμή χωρίς μνήμη και χωρίς διάρκεια. (περισσότερα…)

W. B. Yeats, Για το Βυζάντιο

*

Ο Αριστοτέλης λέει ότι αν δώσεις μια μπάλα σ’ ένα παιδί, δεν πα’ να κοστίζει τρεις δεκάρες, αν είναι η καλύτερη στην αγορά, είναι υπόδειγμα μεγαλείου – και το ύφος, είτε στη ζωή είτε στη λογοτεχνία, πηγάζει, νομίζω, από την υπερβολή, απ’ αυτό το κάτι πέρα και πάνω από τη χρησιμοθηρία που σφίγγει την καρδιά. Στα όψιμα ποιήματά μου το ονομάζω Βυζάντιο, από εκείνη την πόλη όπου οι αναλωμένες μορφές των Αγίων πρόβαλλαν πάνω σε χρυσό ψηφιδωτό φόντο, και ένα τεχνητό πουλί τραγουδούσε πάνω σ’ ένα χρυσόδεντρο εμπρός στον αυτοκράτορα – και σ’ ένα ποίημά μου έχω φανταστεί τα πνεύματα να κολυμπούν, καβάλα σε δελφίνια που σχίζουν τις αισθησιακές θάλασσες, για να χορέψουν στα πλακόστρωτά της.

~.~

Νομίζω ότι αν μου χάριζαν έναν μήνα Αρχαιότητας και είχα το ελεύθερο να τον περάσω όπου θέλω, θα διάλεγα το Βυζάντιο, λίγο προτού ο Ιουστινιανός τελέσει τα θυρανοίξια της Αγίας Σοφίας και βάλει λουκέτο στην Ακαδημία του Πλάτωνος. Νομίζω ότι θα πετύχαινα εκεί σε κάποιο ταβερνάκι κανέναν φιλόσοφο φηφιδογράφο ικανό ν’ απαντήσει όλες μου τις ερωτήσεις, που θα ’ταν πιο κοντά στο υπερφυσικό και από τον Πλωτίνο τον ίδιο, γιατί με την υπερήφανη δεξιοτεχνία του, ό,τι ήταν για τους ηγεμόνες και τους κληρικούς όργανο εξουσίας και για τον όχλο φονική παράκρουση, εκείνος θα το ’κανε να μοιάζει μορφή εξαίσια και λυγερή σαν τέλειου ανθρώπινου σώματος. Νομίζω ότι στο πρώιμο Βυζάντιο, ίσως όσο ποτέ πιο πριν ή πιο μετά στην καταγεγραμμένη ιστορία, θρησκευτική, αισθητική και πρακτική ζωή ήταν ένα, ότι οι αρχιτέκτονες και οι καλλιτέχνες –αν όχι, ίσως, και οι ποιητές, αφού η γλώσσα ήταν όργανο για έριδες και πρέπει να ’χε γίνει αφηρημένη– μιλούσαν και στους πολλούς και στους λίγους το ίδιο. (περισσότερα…)

Για όλα φταίει το Βυζάντιο: Ρώσοι και Έλληνες στα μάτια των Δυτικών

*

της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Η ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με την Ρωσία, στη βάση του κοινού, ορθόδοξου, δόγματος και των κοινών ιστορικών δεσμών, που πήγαιναν πίσω στο Βυζάντιο, θεωρούνταν δεδομένη στην δυτική Ευρώπη των Νεώτερων Χρόνων, και ανάλογα λαμβάνονταν υπ’ όψιν και οι ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις της σχέσης αυτής. Από τα τέλη όμως του 18ου , και ολόκληρον τον 19ο αιώνα, ο σύνδεσμος αυτός απέκτησε, στην Δυτική αντίληψη, έναν έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα, που διήρκεσε, και συνέβαλε αργότερα, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, στη διαμόρφωση του Δυτικού ιδεολογήματος στην αντιπαράθεση της Δύσης με την Ρωσία. Οι λόγοι και τα κίνητρα για την ιδεολογικοποίηση αυτή πρέπει να αναζητηθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν την εποχή αυτή στην Ευρώπη, την ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα της μεταναπολεόντειας εποχής, και τις φιλοδοξίες και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ευρωπαικές Δυνάμεις. Βάση, πλαίσιο και αρχικό πεδίο για την προβολή της, υπήρξε η εντεινόμενη τα χρόνια αυτά αντιπαράθεση ανάμεσα στις υπόλοιπες Δυνάμεις και την Ρωσία σχετικά με το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –το γνωστό ΄Ανατολικό Ζήτημα΄– αντιπαράθεση, που μετεξελίχθηκε αργότερα, σε άλλη βάση και με διαφορετικούς όρους, αλλά με πολλές κοινές ιδεολογικές αναφορές, στη σύγκρουση ανάμεσα στην ΄ελεύθερη΄ Δύση και το διαχρονικά ΄ολοκληρωτικό΄ ρωσικό κράτος.

Ρόλο στην συγκεκριμένη αυτή εξέλιξη, στην αρχική της κυρίως φάση, έπαιξε και η αντίστοιχη, την ίδια περίοδο, πολιτικοποίηση της σχέσης τους με την Ρωσία από τους σύγχρονους Έλληνες, οι οποίοι διεκδικούσαν την επιστροφή τους στο ιστορικό προσκήνιο, και παρέμειναν εμφατικά προσκολλημένοι στην προσδοκία της ρωσικής αρωγής, στο όνομα της κοινής θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης. Αυτό αφύπνισε την διαχρονική, και παροδικώς υπνώτουσα, Δυτική καχυποψία απέναντι στην ΄ελληνική΄Ανατολή, επικεντρωμένη τώρα στον ρόλο που ο επανεργοποιημένος ΄ελληνικός παράγων΄μπορούσε να παίξει στην προώθηση των ρωσικών φιλοδοξιών και συμφερόντων σε βάρος των δικών τους. Άλλωστε, η ελληνική αυτή ΄εμμονή΄με την Ρωσία, υπαρκτή, και που θα παίξει, ως γνωστόν, τον ρόλο της στα ελληνικά πράγματα μέχρι πρόσφατα, λαμβάνεται ακόμα συχνά και χωρίς διαφοροποιήσεις ως δεδομένη στην υπόλοιπη –Δυτική– Ευρώπη. (περισσότερα…)

Γεώργιος Πισίδης, Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο και τους Περσικούς Πολέμους

*

Μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

~.~

[στ. 66-99]

Τον Όμηρο, που είναι η πηγή των λόγων
(τις αρτηρίες του λόγου αυτός διανοίγει
και της ζωηρής του φρόνησης τις σκέψεις
διαρκώς ποτίζει κι έτσι μεγαλώνουν·
και το νερό ποτέ δεν του τελειώνει)
βλέπεις που τις αυτάδελφες μοιράζει
αρετές – μια σε κάθε ποίημα βάζει
και πώς αλλιώς; Στα χρόνια του δεν ζούσε
κανείς με φρόνηση μαζί κι ανδρεία,
αλλά και με άλλες αρετές λουσμένος.
Μα αν κάποιος του έδινε το πρότυπό σου
θα γνώριζε την τελειότητά σου
κι αφήνοντας τους μύθους κατά μέρος
θα ενστάλαζε παντού τον ψυχισμό σου.
Εικόνα τότε θα έπλαθε σπουδαία·
τέσσερις αρετές συνενωμένες
κι αυτό σ’ εσένα πάνω βασισμένο.

Του Νέστορα τα χείλη ας στάζουν μέλι,
της μέλισσας θυμίζοντας τους κόπους,
κατά τον ποιητή. Λοιπόν φαντάσου
πόσο πολύ θα θαύμαζε τον νου σου
που φτιάχνει μέλι νοητά κι αλήθειες
μ’ ευφράδεια πολλή και χάρη αρθρώνει.
Μέσα σου δηλητήριο δεν έχεις.
Απ’ τα άνθη εσύ το χρήσιμο συλλέγεις
διαρκώς κι όχι την άνοιξη μονάχα.
Έχεις, σαν μέλισσα, κεντρί· τους νόμους.
Μα δεν σκοτώνεις, ούτε καν λαβώνεις,
γιατί όταν βρεις κανέναν που το αξίζει
με το κεντρί –τους νόμους– τον φοβίζεις
μα κατά βάθος έλεος του δείχνεις.
Προτάσσεις το κεντρί και το μαζεύεις.
Δεν βλάπτει πια, τελείως το αχρηστεύεις·
με μια εντολή σου πλέον δεν τρυπάει.
Λες έγινε φιλάνθρωπο κι εκείνο
κι αντί για πίκρα μέλι μας κερνάει. (περισσότερα…)

Κυνηγώντας λέξεις σε εικόνες της Μάνης

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Η Μάνη που τριγυρνάω τα τελευταία είκοσι χρόνια αποτελεί πια έναν τόπο διαρκούς μαθητείας στην έκπληξη, όσο περισσότερο την μαθαίνω.  Έναν τόπο όπου το βλέμμα ασκείται στην ενόραση μικρών αποκαλυπτικών στιγμών διαμέσου μιας ακαταπόνητης επιμονής της ενατένισης στη φθορά, την καταπόνηση, την εγκατάλειψη, το ερείπωμα πολλές φορές των στοιχειωδών, που κάποτε-κάποτε φαντάζουν ως στοιχεία εξαρθρωμένα, περιττά,  συνοδευτικά μόνον παραφερνάλια μιας γυμνής, ηλιομαστιγωμένης, βραχόσπαρτης και θαλασσόδαρτης προεξοχής του Ταϋγέτου στη Μεσόγειο. Όχι! τίποτα δεν είναι κρυμμένο, παραχωμένο ή άδηλο· μάλλον το Κλεμμένο γράμμα του Πόε θυμίζουν. Το βλέμμα είναι που πρέπει ν’ ασκηθεί να ψάχνει και να ρωτά, να χαϊδεύει, να (ξανα)βλέπει, πέρα απ’ την προφάνεια και την επιβολή του περιττού και του δεδομένου. (περισσότερα…)