αφορισμοί

Η κόλαση των άλλων

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

/// 

Η αγάπη τελειώνει όταν σταματάς να φέρνεις λεφτά στο σπίτι. Ο γάμος: ένα παιχνίδι προσδοκιών και συμφερόντων, μια καθημερινή παράσταση όπου τα χαμόγελα εξαρτώνται από τις οικονομικές επιδόσεις. Από την ύπαρξη του άλλου παίρνουμε μόνο όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντά μας. Δεν αγαπάμε το πρόσωπο ή την ψυχή του, δηλαδή την ιερότητά του. Αγαπάμε πακέτα παροχών. Όσο δίνεις, όλα καλά. Όταν σταματήσεις, αρχίζουν οι γκρίνιες και τα δράματα. Υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά αυτός είναι ο κανόνας.

~~~

Προκαλούμε το ενδιαφέρον των άλλων στον βαθμό που πιστεύουν ότι κάτι έχουν να κερδίσουν από μας ή όταν η εικόνα που έχουν σχηματίσει για μας ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Όσο υπάρχουν αυτές οι προσδοκίες υπάρχει και μια ψευδαίσθηση σχέσης. Όταν ανακαλύψουν ότι η πραγματική μας κατάσταση –κυρίως οικονομική– δεν είναι αυτή που φαντάζονταν, η αυταπάτη καταρρέει. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει που δεν απαντούν στις κλήσεις μας ή όταν σε κάποια τυχαία συνάντηση στο δρόμο αποφεύγουν να μας κοιτάξουν ή να πιάσουν κουβέντα μαζί μας.

~~~

«Μόνο εγώ θα μπορούσα να σε αντέξω» – η συνηθισμένη δήλωσή μου σε αγαπημένο πρόσωπο. «Κι εγώ εσένα» η απάντησή της.

~~~ (περισσότερα…)

Η τέχνη της γλώσσας

 *

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

2905

Τι θα γινόταν αν ξυπνούσαμε ένα πρωί και διαπιστώναμε ότι όλα τα βιβλία στον κόσμο είναι πλέον ανώνυμα, δίχως ταυτότητα ή σήμανση συγγραφέα, ορφανά; Σε τι ποσοστό τους οι πάγιες αξίες μας θ’ άντεχαν στη νέα τάξη πραγμάτων, πόσα περιώνυμα έργα θα βούλιαζαν στην ανυποληψία και τη λήθη, πόσα σήμερα ασήμαντα θα αναδύονταν θριαμβικά; Άραγε θα θύμιζε ο καινούργιος κανόνας που αργά ή γρήγορα θα σχηματίζαμε, σε τίποτα τον παλιό;

3005

书不尽言, 言不尽意. «Η γραφή προδίδει τη λαλιά. Η λαλιά προδίδει την ιδέα». Το κομφουκιανό τρίτον από της αληθείας. Είτε λαλούμενη είτε γραφόμενη, η γλώσσα εμπρός στη βαθύτερη πραγματικότητα υστερεί αθεράπευτα, όσο και να τη μιμείται δεν μπορεί ποτέ να τη χωρέσει ακέραια.

3105

Ξεφυλλίζοντας μιαν όποια ιστορία της λογοτεχνίας, τον κατάλογο των εκθεμάτων ενός κορυφαίου μουσείου, το διαπιστώνεις: η συντριπτική πλειονότητα των δημιουργών του παρελθόντος που ακόμη θαυμάζουμε, ήταν διάσημοι ήδη εν ζωή. Κι όμως το bon mot ότι «οι μεγάλοι αναγνωρίζονται μετά θάνατον» δεν χάνει ποτέ τη δημοτικότητά του. Για τις στρατιές των «παραγνωρισμένων», των «υποτιμημένων», των «αγνοημένων» του σήμερα, οι αναξιοπαθούντες του χθες είναι συνάδελφοι. Σαν την ελπίδα, η αλληλεγγύη τους πεθαίνει τελευταία.

0106

Σ’ ένα μόνο κοινό απευθύνεται ο συγγραφέας: της εποχής του. Το μέλλον έχει γούστα απρόβλεπτα και ούτως ή άλλως δεν δίνει δεκάρα για τις δικές μας προθέσεις. Ακόμη και όταν ταχυδρομεί τα έργα του στην Αιωνιότητα, ο συγγραφέας συνομιλεί πρωτίστως με το Παρόν.

0206

Στην τέχνη της γλώσσας, η ιθαγένεια και να μην την επιζητείς προκύπτει. Φυσάει μέσ’ απ’ τις λέξεις όπως το μελτέμι τον Αύγουστο.

0306

Να μην έχεις ιδέα απο σχέδιο και να σκαρώνεις ready-mades, νά ’χεις μεσάνυχτα από ριμάδες και ν’ ανεβάζεις τον Ερωτόκριτο, να συνθέτεις όπερες αλεατοριστί ενώ δεν είσαι καν σε θέση ένα νανούρισμα να φτιάξεις, δεν σε κάνει πρωτοπόρο. Σε κάνει φουκαρά.

0406

Αιωνόβιες δέλτοι με τετιμημένα ονόματα, Κανόνες, κατάλογοι λαμπρών ονομάτων, έπαθλα εν παρατάξει στις αστραφτερές προθήκες, επετηρίδες δαφνοστεφών ποιητών. Οι λίστες, όλες οι λίστες, άρα και οι αντιλίστες που φτιάχνουμε τώρα, αποδεικνύουν απλώς πόσο πρόσκαιρα και παροδικά είναι τα γούστα μας. Σ’ έναν αιώνα από τώρα, οι ειδήμονες θα γελούν μαζί μας για τους συγγραφείς που θεωρούμε μεγάλους, όπως κι εμείς γελάμε με τους ειδήμονες του Μεσοπολέμου.

(περισσότερα…)

Ἐμίλ Σιοράν, Ἔκπτωτος τοῦ χρόνου…

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

 

 

Πολεμῶ νά κρατηθῶ γερά ἀπό τίς στιγμές, ἀλλά αὐτές ξεγλιστροῦν καί φεύγουν: ὅλες τους εἶναι ἐχθρικές ἀπέναντί μου, μέ ἀποδιώχνουν, μέ μιά πεισματική ἄρνηση μοῦ δείχνουν ὅτι δέν θέλουν καμιά ἀνάμειξη μαζί μου. Εἶναι ὅλες τους ἀπλησίαστες, ἀπό κοινοῦ διασαλπίζουν τήν ἀπομόνωση καί τήν ἧττα μου.

Μποροῦμε νά δράσουμε μόνο ὅταν νιώθουμε ὅτι οἱ στιγμές τοῦ χρόνου μᾶς ὑποστηρίζουν καί μᾶς προστατεύουν. Ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπουν, εἶναι τότε πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας νά προχωρήσουμε στήν ὑλοποίηση μιᾶς πράξης, σπουδαίας ἤ ἀσήμαντης. Ἄποροι καί ἀνυπεράσπιστοι, χωρίς ἔρεισμα, ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ μιά ἀξιοπαρατήρητη ἀτυχία: νά μήν ἔχουμε δικαίωμα στόν χρόνο.

*

Σωρεύω παρελθόντα χρόνο, τόν φτιάχνω συνεχῶς ρίχνοντας μέσα του ὅλο τό παρόν, καθώς δέν τοῦ δίνω ποτέ τήν εὐκαιρία νά ἐξαντλήσει τή διάρκειά του. Ζῶ σημαίνει ὅτι ὑφίσταμαι τή μαγική ἐπήρεια τοῦ δυνατοῦ∙ ὅταν ὅμως διαβλέπω στό ἑκάστοτε δυνατό τήν ἐπικείμενη ἔλευση τοῦ παρελθόντος, ὅλα τότε ἀνήκουν δυνητικά στό παρελθόν, δέν ὑπάρχει παρόν καί μέλλον. Ἀκούω τήν κομμένη ἀνάσα καί τόν ἐπιθανάτιο ρόγχο τῆς κάθε στιγμῆς∙ οὐδέποτε συλλαμβάνω τή στιγμή νά διαβαίνει σέ μίαν ἄλλη. Ἀσφυκτιῶν μέσα στό γίγνεσθαι, γίνομαι φορέας νεκροῦ χρόνου.

*

Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ἔγχρονοι∙ ἐγώ εἶμαι ἔκπτωτος ἀπό τόν χρόνο. Ἡ αἰωνιότητα πού ἀνυψωνόταν πάνω ἀπό τόν χρόνο δίνει τή θέση της σέ μιά κείμενη ὑποκάτω τοῦ χρόνου αἰωνιότητα∙ μιά ἄγονη οὐσιαστικά ζώνη ὅπου ἕνα μόνο πρᾶγμα ἐπιθυμοῦμε διακαῶς: νά ἐπαναφέρουμε τόν χρόνο, πάσῃ θυσίᾳ νά τόν ἀνυψώσουμε καί πάλι, νά οἰκειοποιηθοῦμε ἕνα κομμάτι του γιά νά τό κατοικήσουμε, νά δώσουμε στόν ἑαυτό μας τήν ψευδαίσθηση μιᾶς φιλόξενης στέγης. Ὅμως ὁ χρόνος εἶναι κλειστός, ἀπρόσιτος∙ καί τούτη ἡ ἀρνητική, κακή αἰωνιότητα εἶναι καμωμένη ἀπό αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀδυναμία εἰσόδου στόν χρόνο.

*

Ὁ χρόνος ἀποσύρθηκε ἀπό τό αἷμα μου∙ κάποτε τά δύο αὐτά συνδέονταν μ’ ἕνα πνεῦμα ἀλληλεγγύης, κυλοῦσαν συντονισμένα. Δέν εἶναι ἄξιο ἀπορίας ὅτι τίποτα δέν συμβαίνει τώρα πού πάγωσαν. Ἄν ἄρχιζαν καί πάλι νά κινοῦνται θά μποροῦσα νά ξαναβρῶ τή θέση μου ἀνάμεσα στούς ζωντανούς, νά βγῶ ἔξω ἀπό αὐτό τό τέλμα τῆς κατω-παντοτινότητας [sous-éternité] ὅπου λιμνάζω. Δέν τό θέλουν ὅμως οὔτε καί τό μποροῦν. Λές καί ἔχουν καί τά δυό τους βασκαθεῖ: δέν τό κουνᾶνε ρούπι, εἶναι παγωμένα. Καμιά στιγμή δέν εἰσχωρεῖ στίς φλέβες μου. Πολικό αἷμα πού βαστᾶ γιά αἰῶνες!

Ὅ,τι ἀναπνέει, ὅ,τι καλύπτεται μέ τό χρῶμα τῆς ὕπαρξης, ναυαγεῖ στό ἀμνημόνευτο. Εἶναι, ὄντως, ἀλήθεια ὅτι κάποτε γεύτηκα τούς χυμούς τῶν πραγμάτων; Καί ποιά ἦταν ἡ γεύση τους; Μοῦ εἶναι τώρα ἀπροσπέλαστη – καί ἀνούσια. Κορεσμός, χωρίς νά κάνω τό παραμικρό. (περισσότερα…)

Νέες διαγνώσεις

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Πριν πέσει η αυλαία και της δικής μου ζωής θα προσφέρω στον εαυτό μου ένα τελευταίο ταξίδι, μια τελευταία χαρά αντάξια της κούρασης και της λύπης μου. Όρθιος στο κατάστρωμα ενός πλοίου, μια τρυφερή νύχτα, ακούγοντας εξαίσιες μουσικές και γέλια ανθρώπων, θα κοιτάζω άπληστα τα χρυσά φώτα των λιμανιών και θα εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ αυτή η νύχτα και αυτό το ταξίδι. Και καθώς τα δάκρυα θα ανεβαίνουν αργά μέσα μου θα σκέφτομαι όλους τους βασανισμένους ανθρώπους που γνώρισα στη διάρκεια της ζωής μου και θα τους προσκαλέσω νοερά σ’ αυτό το πανηγύρι της λύτρωσης και της λήθης. Ριγμένοι ανεξήγητα μέσα σε αυτό το σκληρό και παράλογο φαινόμενο οφείλουμε να διατηρήσουμε ζωντανή την ιδέα μιας ελάχιστης συμπόνιας – έστω και σαν ιδέα.

///

Χωρίς βιβλία, καφέ, αγκαλιές και λουλούδια η ζωή θα ήταν ανυπόφορη – και χωρίς τα φώτα των δρόμων τη νύχτα.

///

Τι είμαι στα πενήντα πέντε μου; Το τυχαίο αποτέλεσμα της τυχαίας κατάληξης μιας τυχαίας ζωής – μπορεί και όχι.

///

Είμαστε, λοιπόν, τόσο ασήμαντοι; Ο τάφος και τέρμα όλα; Δεν μπορώ να το πιστέψω – όχι εγώ αλλά κάποιος άγνωστος μέσα μου. (περισσότερα…)

Eμπειρογνώμονας των ντόπιων ηθών

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 08:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

 

Για τον Χρήστο Γιανναρά, το πιο καίριο εγκώμιο το χρωστάμε στον Κωστή Παπαγιώργη. Ήταν, πράγματι, «εμπειρογνώμονας των ντόπιων ηθών». Από τα χρόνια του ’60 κρατούσε, επίμονα, έναν καθρέφτη μπροστά μας και μας έδειχνε τι είμαστε: μασκαράδες σε χώρα μασκαρεμένη. Πώς να του το συγχωρήσουμε έπειτα;

Αντιγράφω (από παλιό Αθηνόραμα) τη φράση του Παπαγιώργη:

«Όπως έχουν τα πράγματα τις τελευταίες δεκαετίες στη Γραικία, για να εγκολπωθείς τη γνώμη ενός εμπειρογνώμονα επί των ντόπιων ηθών, πρέπει αρχικά να γίνεις εχθρός του. Είναι μοιραίο. Ωσότου να καταλάβει κανείς ότι η χώρα είναι μασκαρεμένη και βιώνει βίο μασκαρά, περνάει περίπου μισός αιώνας. Και μετά; Άδηλον. Διότι αναγκάζεσαι να ζεις μεταξύ “εχθρών” και “νεωτεριστών” της δεκάρας και να σε διαβάζουν άνθρωποι τυφλοί που έχουν όμως μάτια από τον κώλο. Όλοι οι καλοί σ’ αυτόν τον τόπο πήγαν από μαράζι και μελαγχολία.»

~.~

Στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων, η Μεταπολίτευση συνοδεύεται από μια σημαντική αλλαγή φρουράς. Για πρώτη φορά σ’ αυτούς τους δύο αιώνες μετά το ’21, οι αμιγώς λογοτέχνες, εν προκειμένω οι ποιητές, χάνουν τα πρωτεία. Οι πλέον επιδραστικές προσωπικότητες, οι συγγραφείς που πρωταγωνιστούν, προέρχονται οι πιο πολλοί από το πεδίο του στοχασμού: Γιανναράς, Ράμφος, Παπαγιώργης, Μαλεβίτσης, Λορεντζάτος, Ζηζιούλας, μέσω Γαλλίας ο Πουλαντζάς αρχικά και αργότερα ο Καστοριάδης, δευτερευόντως ο Παπαϊωάννου και ο Αξελός, μέσω Γερμανίας ο Κονδύλης και κάποιοι ακόμη. Μιλώ γι’ αυτούς που είτε έδωσαν το κύριο έργο τους μετά το 1974, είτε αυτό εμπεδώθηκε στη συνείδηση του εγχώριου αναγνωστικού κοινού ιδίως τότε. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί απ’ αυτούς είναι και σπουδαίοι τεχνίτες της γραφής, συνδιαπλάθουν το γλωσσικό μας αισθητήριο – είναι λογοτέχνες δηλαδή, με την πρωταρχική, την πλατιά έννοια του όρου.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι γραμματολόγοι μας ενώ μιλούν για μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την ποίηση στην πεζογραφία, αυτήν την μετάθεση του κέντρου βάρους προς τον στοχασμό και το δοκίμιο δεν τη συζητούν.

~.~ (περισσότερα…)

Ανατομία της ματαιότητας

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Κάθε απόπειρα εξωραϊσμού της ζωής είναι μασκάρεμα. Όλες οι καθιερωμένες δράσεις ισοδυναμούν με λήθη και απώθηση, νάρκωση και αποχαύνωση. Βιασύνη, άγχος, ιδρώτας, λαχάνιασμα, κόπωση, μίμηση, φιλοδοξίες, σχέδια, στόχοι: συμπτώματα μιας συλλογικής υστερίας που βυθίζει το εγώ μας στην αυταπάτη μιας αδιατάρακτης μονιμότητας, το εθίζει σε μια τυπική διαχείριση της ζωής και το καθιστά ανίκανο να στοχαστεί με θάρρος τα βασικά δεδομένα της ύπαρξης. Όμως οι απωθημένες αλήθειες κάποτε φανερώνονται. Μπορεί η είδηση ενός ξαφνικού θανάτου ή η αποκάλυψη μιας τερματικής ασθένειας να μας θυμίσει το αναπότρεπτο. Ή μπορεί κάποιο βράδυ η κούραση να έχει ασυνήθιστη κατάληξη. Μπροστά στον καθρέφτη, το είδωλό μας μάς κοιτάζει περίεργα. Η μάσκα ξεθωριάζει, το κρανίο αποκαλύπτεται: σύμβολο της ματαιότητας, τελική μορφή του μέλλοντός μας, υπαινιγμός θανάτου που διαρκεί όσο και το κοίταγμα. Το ίδιο φευγαλέα είναι και τα ερωτήματα. Γιατί υπάρχουμε; Τι νόημα έχει τόση κούραση; Προς τι όλα αυτά αφού κάποτε θα πεθάνουμε; Ενοχλητικά ερωτήματα. Τα απωθούμε ξανά. Τα προσπερνάμε και συνεχίζουμε. Ξεγελάμε τον εαυτό μας και περιμένουμε.

~~~

Υπάρχω σημαίνει υποφέρω, υπομένω, περιμένω. Το τέλος γνωστό: δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Μόνο Ένας γλίτωσε αλλά το μυστικό το πήρε μαζί του. Ο άνθρωπος γεννιέται με τη σφραγίδα του θανάτου. Το επιχείρημα του σκελετού είναι ακλόνητο, όπως και το επιχείρημα της τέφρας. Άρα, κάθε ανθρώπινο εγχείρημα είναι μάταιο. Χιλιοειπωμένη και αυτονόητη, αυτή η παραδοχή δεν είναι απαισιόδοξη, είναι απλώς φυσιολογική. Και χρήσιμη. Όποιος την αποδέχεται ανεπιφύλακτα μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια της υπερβολικής σοβαρότητας που μας μετατρέπει σε γελοία θύματα της ματαιοδοξίας και της έπαρσης. Ίσως η μοναδική νίκη που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος είναι να μη γίνει γελοίος, δηλαδή παράφορα και καταστροφικά σοβαρός. Μόνο όσοι δεν προσβάλλονται από την υστερία του ενθουσιασμού και της παθιασμένης σοβαρότητας διατηρούν πιθανότητες να κρατηθούν μακριά απ’ το κακό ή τουλάχιστον να αποφύγουν περιττά δράματα και ρεζιλίκια.

~~~

Βρήκα καταφύγιο στα βιβλία όπως άλλοι βρίσκουν καταφύγιο στο χρήμα, άλλοι στο αλκοόλ και άλλοι σε κάθε λογής εξαρτήσεις. Χρήσιμο ή καταστροφικό, κάθε στήριγμα έχει τη δική του ιστορία. Εύκολος τρόπος να εξηγήσουμε το πώς οικοδομεί ο καθένας τις αυταπάτες του δεν υπάρχει. (περισσότερα…)

Ψυχροί συλλογισμοί

*

Ενώπιον του τάφου τα πάντα ακυρώνονται – σχεδόν τα πάντα.

 

Τι μένει από μια ανθρώπινη ζωή; Σχεδόν τίποτα. (Επιμένω να γράφω τη λέξη «σχεδόν» γιατί δεν είναι εύκολο να πιστέψω ότι η ζωή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα).

 

Να νοιώθεις ξαφνικά, μπροστά στον τάφο του άλλου, ότι είσαι ένα τίποτα, ενώ λίγο πριν, έξω απ’ το νεκροταφείο, ένοιωθες πως είσαι τα πάντα – αυτή κι αν είναι επίγνωση!

 

Κάποτε θα πεθάνω, θα ξεχαστώ, θα είναι σα να μην υπήρξα ποτέ – αυτό είναι όλο.

 

Σκέφτομαι τον θάνατό μου: θα μου λείψει το μέλλον που δεν έζησα.

 

Οι προσευχές παρηγορούν αλλά δεν σώζουν. (περισσότερα…)

Ανδρέας Καπελλάνος, Περί έρωτος

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το σύγγραμμα στο οποίο η χειρόγραφη παράδοση αποδίδει συχνά τον τίτλο De amore (Περί Έρωτος), είναι αρκετά βέβαιο πως συντάχθηκε περί το 1185. Ο συγγραφέας του συστήνεται με το όνομα «Ανδρέας» και εσωτερικές –κυρίως–αναφορές παγίωσαν την παράδοση να αναφέρεται ως «Ανδρέας, Καπελλάνος της Βασιλικής Αυλής του Παρισιού». Εάν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα και αυτή η πραγματική του ιδιότητα, είναι τουλάχιστον αμφίβολο· ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ο συγγραφέας να ήταν κληρικός. Το έργο στάθηκε εξαιρετικά δημοφιλές. Τη δημοτικότητά του, μάλιστα, δεν κατάφερε να κάμψει σθεναρά ούτε και η περιβόητη condemnatio του 1277 που το οδήγησε στην πυρά. Ο συντάκτης της καταδίκης, Ετιέν Τεμπιέ, επίσκοπος του Παρισιού, πλάι στις 219 φιλοσοφικές-θεολογικές θέσεις που στηλίτευσε και απαγόρευσε εκεί, παρέσχε σε τούτο το έργο τη σπάνια «τιμή» να το περιλάβει σε εκείνα που καταδικάζονται ονομαστικά.

Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το σύγγραμμα του Ανδρέα θεωρήθηκε η επιτομή του «αυλικού έρωτα» (amour courtois): δίνει, υποτίθεται, μια συστηματική αποτύπωση των γενικώς συνεκτικών ιδεών περί έρωτα που ενέπνεαν τους τροβαδούρους και τους συγγραφείς ερωτικής λογοτεχνίας της ώριμης μεσαιωνικής περιόδου. Σήμερα, ωστόσο, η ιστοριογραφική αξία της υπόθεσης του «αυλικού έρωτα» έχει υποβαθμιστεί και αναγνωρίζεται ευρέως ότι οι συγκαιρινές συλλήψεις περί έρωτα ήταν πολύ πιο διαφορισμένες.

Η υποτιθέμενη συνοχή του φαινομένου του «αυλικού έρωτα» δεν θα μπορούσε να αναγνωσθεί ούτε και εντός του ίδιου του Περί Έρωτος. Το έργο αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια εύκολης ταξινόμησης και ερμηνείας. Η πραγματεία, ο διάλογος, ο επιστολικός λόγος, το διήγημα, η συλλογή αφορισμών είναι κάποια από τα γραμματειακά είδη που συμπλέκονται απροσδόκητα στο κείμενο και, παρόλο που το ψυχαγωγικό αποτέλεσμα είναι, ομολογουμένως, εντυπωσιακό, η ποικιλία αυτή, σε συνδυασμό με τις έντεχνες και επιτηδευμένες εξακτινώσεις (και αντιφάσεις) του κειμένου, καθιστούν την ερμηνεία του εξαιρετικά δύσκολη.

Το απόσπασμα που μεταφράζεται εδώ είναι το κεφάλαιο που ολοκληρώνει το δεύτερο βιβλίο του έργου. Με εικονοποιητική δεξιοτεχνία, ο Ανδρέας συντάσσει μια ιπποτική αφήγηση που προλογίζει τη διατύπωση των περίφημων «κανόνων του έρωτα» (regulae amoris) οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα αποτελέσουν το καταστατικό κείμενο ενός «δικαστηρίου του έρωτα».

~.~

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΕΛΛΑΝΟΣ

«Οι Κανόνες του Έρωτα»  [1]

(Περί Έρωτος, βιβλίο ΙΙ, κεφ. 8)

Ας περάσουμε τώρα στους κανόνες του έρωτα. Θα προσπαθήσω να σου παρουσιάσω εν συντομία τους κανόνες που λέγεται ότι ο ίδιος ο βασιλιάς του έρωτα άρθρωσε προφορικά, διατυπώνοντάς τους εν συνεχεία και γραπτά προς χρήση όλων των ερωτευμένων. Ένας, λοιπόν, από τους ιππότες της Βρετανίας διέσχιζε μονάχος το βασιλικό δάσος με σκοπό να συναντήσει τον Αρθούρο. Όταν βρέθηκε στα βύθια του δάσους, αντάμωσε απροσδόκητα μια νεαρή κοπέλα εκπάγλου καλλονής, η οποία καθόταν επάνω σε ένα υπέροχο άλογο και έπλεκε τα μαλλιά της. Ο ιππότης έσπευσε να τη χαιρετήσει και η ίδια ανταποκρίθηκε ευγενικά. Του είπε, λοιπόν, η κοπέλα: «Αυτό που αναζητάς, Βρετανέ, δεν θα μπορέσεις να το βρεις όσο και να προσπαθήσεις, παρά μόνον εάν λάβεις τη βοήθειά μας». Ο ιππότης σάστισε όταν το άκουσε αυτό, και αμέσως τη ρώτησε εάν ήταν σε θέση να του πει για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Εάν ήξερε να του πει, τότε θα έδινε βάση στα λόγια της. Η νεαρή κοπέλα απάντησε: «Όταν γύρεψες τον έρωτα μιας Βρετανίδας δέσποινας, εκείνη σου είπε ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να τον αξιωθείς, παρά μόνον εάν της έφερνες το νικηφόρο γεράκι που λένε πως ριζώνει στην αυλή του Αρθούρου, πάνω σε κούρνια χρυσή». Ο Βρετανός παραδέχθηκε ότι όλα αυτά αληθεύουν. Τότε η κοπέλα του είπε: «Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις το γεράκι που αναζητάς, εκτός και αν πρώτα βεβαιώσεις, μονομαχώντας στο παλάτι του Αρθούρου, ότι απολαμβάνεις τον έρωτα μιας δέσποινας πιο όμορφης από όλες όσες ζουν στο παλάτι του. Δεν θα μπορέσεις καν να μπεις στο παλάτι, παρά μόνον εάν δείξεις στους φρουρούς την περιχειρίδα για το γεράκι. Και ούτε είναι δυνατόν να αποκτήσεις την περιχειρίδα, παρά αγωνιζόμενος σε διπλή μονομαχία εναντίον δύο ισχυρότατων ιπποτών». (περισσότερα…)

Τσέζαρε Παβέζε, Στοχασμοί (μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης)

*

Γιατί δεν ενδείκνυται να χάνουμε την ψυχραιμία μας; Γιατί τότε είμαστε ειλικρινείς.

Υπάρχει κάτι ακόμα θλιβερότερο από το ναυάγιο των ιδεωδών σου: η πραγμάτωσή τους.

Πηγή όλων των αμαρτημάτων είναι το αίσθημα της μειονεξίας – το ονομαζόμενο και φιλοδοξία.

Η θρησκεία συνίσταται στην πίστη πως ό,τι συμβαίνει είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα εξαφανιστεί ποτέ.

Δεν αρκούν οι συμφορές για να γίνει ο βλάκας έξυπνος.

Πρώτα υπηρετούσε η εξουσία τις ιδεολογίες, τώρα οι ιδεολογίες υπηρετούν τη εξουσία.

Ο επαγγελματισμός στην έκφραση ενθουσιασμού είναι η εμετικότερη ανειλικρίνεια.

Δεν είμαι φιλόδοξος: είμαι περήφανος. Παύεις να ‘σαι νέος όταν καταλάβεις ότι λέγοντας σε κάποιον τον πόνο σου δεν κάνεις τίποτε.

Μπορεί με αγάπη μπορεί και με μίσος, αλλά έτσι κι αλλιώς με τη βία.

Κάθε γυναίκα, εκτός και αν είναι ηλίθια, αργά ή γρήγορα συναντάει κάποιο ανθρώπινο ναυάγιο και προσπαθεί να το σώσει. Κάποτε, επιτυγχάνει. Και κάθε γυναίκα, εκτός και αν είναι ηλίθια, αργά ή γρήγορα βρίσκει έναν υγιή, ολότελα λογικό άνδρα και τον καταντάει ναυάγιο. Αυτό, το πετυχαίνει πάντοτε.

Τί νόημα έχει να ζεις με τους άλλους όταν στα πράγματα που αληθινά είναι σημαντικά για τον καθένα ο καθένας γράφει στα παλιά του τα παπούτσια τον άλλον;

Παύεις να ‘σαι νέος όταν καταλαβαίνεις ότι λέγοντας σε κάποιον τον πόνο σου δεν κάνεις τίποτα.

Το πρόβλημα δεν είναι η σκληρότητα της μοίρας, αφού έτσι κι αλλιώς αποκτάς ό,τι επιθυμήσεις με επαρκή ένταση. Το πρόβλημα είναι μάλλον πως δεν μας αρέσει ό,τι αποκτήσαμε. Και τότε δεν πρέπει να τα βάζουμε ποτέ με τη μοίρα παρά με τις επιδιώξεις μας.

Ή χωροφύλακες ή εγκληματίες.

Δίκιο έχουν οι ηλίθιοι, οι παλαβοί, οι ξεροκέφαλοι, οι βίαιοι, οι πάντες – εκτός από τους λογικούς ανθρώπους. Τί άλλο γίνεται μέσα στην ιστορία πέρα από το να εφευρίσκει ο καθένας λογικές εξηγήσεις για τις παλαβομάρες του; Κι αυτό πάλι σημαίνει ότι έρχονται καινούργιοι παλαβοί στο προσκήνιο που τα κάνουν όλα άνω κατω.

Πρέπει να είμαστε παλαβοί, όχι ονειροπόλοι. Να βρισκόμαστε εντεύθεν του κανόνα, όχι εκείθεν.

Ένας παλαβός μπορεί να ξανάρθει στα σύγκαλά του, όμως ο ονειροπόλος δεν έχει άλλη λύση παρά ν’ απογειωθεί. (περισσότερα…)

Μιχαήλ Μητσάκης, Αφορισμοί

*

Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και σκέψης.

~ . ~

Απόφασις μετά σκέψιν ― ένστικτον βραδυπορούν.

~.~

Το Όνειρον, μήπως τυχόν δεν είναι παρά η Πραγματικότης εν εμβρύω;…

~.~

Οι παλαιοί οίνοι, ωριμάζοντες πολύ, σπάζουν ενίοτε την μποτίλλιαν. Αι παλαιαί ιδέαι, παραμένουσαι επί πολύ εντός αυτού και ανακινούμεναι ανεκτέλεστοι, σπάζουν ενίοτε το κεφάλι.

~.~

Θεέ μου, φύλαττέ με από τους ανθρώπους και ξεύρω πώς να φυλαχθώ από τα θηρία.

~.~

Οι επαίται κλέπτουν τους πτωχούς.

~.~

Α! διατί ο έρως να μην είναι αιώνιος… και διατί να παρατείνεται περισσότερον από ένα μήνα;

~.~

Πρακτικότης: το συνηθέστερον ψευδώνυμον του ανανδρία και του αχρειότης.

*

Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

*

Οι γλωσσοπρεπιστές

*

του ΛΑΜΠΡΟΥ ΛΑΡΕΛΗ

Οι ινκβιζίτορες μετρούσαν τα φτερά των αγγέλων στους πίνακες και οι κομμισσάριοι την κομματικότητα στους στίχους. Οι γλωσσοπρεπιστές όμως έχουν καλύτερο γιατροσόφι: πιπέρι στο στόμα!

※※※

Οι γλωσσοπρεπιστές είναι πλατωνιστές. Νομίζουν ότι αν φιμώσουν τις κακές λέξεις θα εξαφανίσουν τις πληγές που τις γεννούν. Ακόμα χειρότερα, νομίζουν ότι οι λέξεις είναι οι πληγές. Σαν το μικρό παιδί κλείνουν τα μάτια τους στα πράγματα, ήσυχοι πως αν οι ίδιοι δεν τα βλέπουν ούτε κι εκείνα μπορούν να τους δουν.

※※※

Οι γλωσσοπρεπιστές είναι μαστρωποί. Πουλούν προστασία στις λέξεις.

※※※

Οι γλωσσοπρεπιστές είναι μουλωχτοί. Κάτω απ’ τον τρίβωνα του Γκάντι έχουν κρυμμένο το κνούτο του Μπέρια.

※※※

Η Επανάσταση; Θ’ αρχίσει από τα λεξικά!

※※※

Μιλούν για “ορθότητα”. Εννοούν: ορθοστασία. Θέλουν τους πάντες προσοχή μπροστά τους.

※※※

Στην αρχή είχαμε μόνο τον Νόμο του Γκόντγουιν, τη Reductio ad Hitlerum. Τώρα, και η Εφημερίς της Κυβερνήσεως όλη δεν μας φτάνει.

※※※

Political correctness, το έσχατο στάδιο του φιλελευθερισμού. Η libertas σε κατάσταση υστερίας.

※※※

Απαγορεύονται οι ιστοί των σημαιών! Το απαιτήσαν οι οδοντογλυφίδες.

※※※

«Εμάς τους γύφτους άσε μας τους “οικούντας εν τοις κοίλοις”»· «θα σ’ αγοράσουν έμποροι και κονσόρτσια κι Εβραίοι»· «Ολιγόστευαν οι σκύλοι / και Αλλά’, εφώναζαν, Αλλά’»· ο «Δωδεκάλογος», ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», ο «Γάμος του Καραχμέτη».

(Προτεραιότητες για έναν ελληνικό Index Librorum Prohibitorum.)

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

Μπαλζάκ, Περί δημοσιογραφίας

μτφρ. ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Τον Τύπο τον εξολοθρεύεις με τον ίδιο τρόπο που εξολοθρεύεις μια κοινωνία: αφήνοντάς τον ολότελα ελεύθερο.

Eφημερίδα που δεν αυξάνει τους συνδρομητές της, όσους και να ’χει βρίσκεται σε παρακμή.

Χτύπα πρώτα, εξηγείς μετά. Το δυσφημίζειν και το συκοφαντείν δεν είναι ποινικώς κολάσιμα.

Με τα δώδεκα ή δεκαπέντε φράγκα του τον μήνα ο συνδρομητής τιμά το «Γνώμη μας είναι φυσικά η δική σας».

Ελεύθερος είναι ο Τύπος μόνο απέναντι στους αδύναμους και τους απροστάτευτους.

Ο Τύπος μοιάζει με γυναίκα: υπέροχη όταν ψεύδεται, δεν παραιτείται μέχρι να αναγκαστείς να την πιστέψεις. Και το κοινό, σαν αγαθιάρης σύζυγος, πάντα υποκύπτει.

ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ
Monographie de la presse parisienne, 1843

~.~