Ψυχροί συλλογισμοί

*

Ενώπιον του τάφου τα πάντα ακυρώνονται – σχεδόν τα πάντα.

 

Τι μένει από μια ανθρώπινη ζωή; Σχεδόν τίποτα. (Επιμένω να γράφω τη λέξη «σχεδόν» γιατί δεν είναι εύκολο να πιστέψω ότι η ζωή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα).

 

Να νοιώθεις ξαφνικά, μπροστά στον τάφο του άλλου, ότι είσαι ένα τίποτα, ενώ λίγο πριν, έξω απ’ το νεκροταφείο, ένοιωθες πως είσαι τα πάντα – αυτή κι αν είναι επίγνωση!

 

Κάποτε θα πεθάνω, θα ξεχαστώ, θα είναι σα να μην υπήρξα ποτέ – αυτό είναι όλο.

 

Σκέφτομαι τον θάνατό μου: θα μου λείψει το μέλλον που δεν έζησα.

 

Οι προσευχές παρηγορούν αλλά δεν σώζουν.

 

Η σελίδα με τις κηδείες παραμένει η πιο χρήσιμη σελίδα μιας εφημερίδας: αντισταθμίζει την υπερβολική σοβαρότητα των θεμάτων που παρουσιάζονται σε όλες τις άλλες σελίδες. Μια ματιά σ’ αυτήν την σελίδα και όλα μπαίνουν στη θέση τους – έστω και για λίγο.

 

Να θάβει ο γονιός το παιδί, ο φίλος τον φίλο. Να θάβουν οι άνθρωποι αυτούς που αγαπούν. Να χωρίζονται για πάντα χωρίς ελπίδα να ξαναβρεθούν. Αν αυτό δεν είναι κόλαση, τότε τι είναι;

 

Πάνω στα ερείπια της ματαιότητας ο άνθρωπος χτίζει διαρκώς τις  αυταπάτες του: είναι ηρωικό όσο και ανεξήγητο το να επιμένεις να υπάρχεις και να δημιουργείς μέσα σε ένα φαινόμενο που ξέρεις ότι κάποτε θα σε σκοτώσει.

 

Η αδυναμία του ανθρώπου να εξηγήσει και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του είναι η βασική πηγή της δυστυχίας του.

 

Χιλιάδες χρόνια τώρα και δεν βρήκαμε ούτε μια εξήγηση για τη ζωή και τον θάνατο. Όσα έχουμε καταφέρει δεν είναι παρά μια συλλογή από θεωρίες και δοξασίες, δηλαδή εικασίες, ελπίδες, σπαραγμοί και υποθέσεις – χρήσιμες αυταπάτες και ευκαιριακά αντίδοτα για να συντηρούμε την ύπαρξή μας μέσα σε ένα φαινόμενο που κρύβει καλά τα μυστικά του.

 

Δουλειά, διασκέδαση, δράση – όλα μας αποκοιμίζουν. Τις λίγες στιγμές που βλέπουμε την αλήθεια κατάματα, όλα καταρρέουν. Ύστερα πάλι συνεχίζουμε με την ίδια παθιασμένη σοβαρότητα ένα παιχνίδι που στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ολοφάνερα γελοίο και μάταιο.

 

Τι κερδίζει ο άνθρωπος από την ύπαρξή του; Αν όλα τελειώνουν στον τάφο, τίποτα. Αν κάτι επιβιώνει πέρα από το σώμα, ίσως οι ανθρώπινες εμπειρίες να έχουν κάποιο όφελος.

 

Σώμα = Πτώμα = Χώμα. Αλλά αυτό που δεν ησυχάζει ποτέ μέσα μας; Αυτό που ονομάζουμε ψυχή, συνείδηση; Αυτό το ερώτημα άρχισε να με βασανίζει από νωρίς στη ζωή μου – και θα με βασανίζει μέχρι την στιγμή που θα βρω κι εγώ την τελική απάντηση.

 

Ούτε η πίστη ούτε η λογική μπορούν να προσφέρουν αληθινή παρηγοριά στον άνθρωπο. Ριγμένος στο ακατανόητο φαινόμενο της ύπαρξης, χτυπημένος αλύπητα από τους βιολογικούς και φυσικούς νόμους, ο άνθρωπος είναι συνεχώς αναγκασμένος να αυτοσχεδιάζει ιδέες και αυταπάτες για μια σωτηρία που εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει. Αν όλα αυτά έχουν κάποιο νόημα θα το μάθει μόνο με τον θάνατό του – και αυτό ακριβώς είναι το αποκορύφωμα του παραλογισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.

 

Άρχισε να φωνάζει «ξέρετε ποιος είμαι ΕΓΩ;». Ήθελα να του πω «ένας μελλοντικός νεκρός όπως όλοι μας» όχι από κακία αλλά για να του θυμίσω το αυτονόητο. Τελικά συγκρατήθηκα. Το ΕΓΩ του ακουγόταν πολύ ευάλωτο για να ακούσει και να αντέξει μια τέτοια ενοχλητική αλήθεια.

 

Τον άκουγα να μιλά με ενθουσιασμό για τις επιχειρήσεις και για τα σχέδια που είχε. Ανέφερε ποσά τεράστια, εξωπραγματικά για τα δικά μου δεδομένα. Όσοι ήταν στην παρέα του τον άκουγαν με προσοχή – είχα την εντύπωση ότι δεν τολμούσαν να διακόψουν τον παθιασμένο μονόλογό του. Ήταν φανερό ότι ένοιωθε σπουδαίος και ότι όσα έλεγε ήταν σημαντικά και σπουδαία. Εγώ απλώς αναρωτιόμουν αν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που δυο μέρες νωρίτερα έκλαιγε απαρηγόρητος στην κηδεία της κόρης του.

 

Κουβέντα ανάμεσα σε δύο εντυπωσιακά ογκώδεις τύπους, παθιασμένους με την  σωματική διάπλαση και την γυμναστική με βάρη. Μιλούσαν για μυϊκή μάζα, για λίπος, για διατροφικά προγράμματα, για συμπληρώματα διατροφής και για ειδικές ηλεκτρονικές μετρήσεις που δείχνουν μια σειρά από σωματικές παραμέτρους απαραίτητες για την βελτίωση των μεθόδων εκγύμνασης και την διόρθωση των διατροφικών λαθών. Δεν ήξερα αν ήθελα να κλάψω ή να γελάσω – τόσο σωματικό σφρίγος, τόσο πάθος, τόσος οίστρος, τόση επιστημονική γνώση για την τελειοποίηση του σώματος και στο τέλος ο σκελετός.

 

Παρά την έπαρσή της, η ανθρώπινη γνώση βρίσκεται ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση. Όσο τα θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα (τι είμαστε, γιατί υπάρχουμε, που οδηγεί ο θάνατος) παραμένουν αναπάντητα, ο άνθρωπος θα αιωρείται πάνω από την άβυσσο της τρέλας και της άγνοιας επινοώντας συστήματα σκέψης που συντηρούν την μεγαλομανία του και την τάση του να καταστρέφει και να αυτοκαταστρέφεται.

 

Ελάχιστες στιγμές συνειδητοποιούμε το συγκλονιστικό γεγονός ότι υπάρχουμε και ακόμα λιγότερες το αδιανόητο γεγονός ότι κάποτε θα πάψουμε να υπάρχουμε.

 

Μια πρόσφατη έρευνα υπολόγισε ότι ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν πάνω στη γη ξεπερνά λίγο πολύ τα 100 δισεκατομμύρια! Τι απέγιναν τόσες ψυχές;

 

Κατά τύχη – διαβάζοντας μια είδηση για τον κορεσμό των νεκροταφείων σε διάφορες περιοχές της χώρας και την ανάγκη εκταφών για να βρεθεί χώρος για τους νέους νεκρούς –έμαθα τι ορίζει ο Κανονισμός Λειτουργίας Δημοτικών Κοιμητηρίων. Στο άρθρο 5, παράγραφος 1, Γενικοί Κανόνες, αναφέρει: «οι τάφοι είναι προσωρινοί πενταετούς (5) ταφής με δικαίωμα παράτασης 1+1 έτος». Μου ξέφυγε ένα στραβό χαμόγελο – ούτε στον τάφο δεν βρίσκεις ησυχία: στα πέντε χρόνια ανοίγουν τον τάφο, στριμώχνουν τον σκελετό σε κάποιο κουτί και τον πετάνε σε κάποιο οστεοφυλάκιο. (Τι άδοξη μοίρα για το άλλοτε ένδοξο και πολύτιμο σώμα μας…)

 

Η ανθρώπινη ύπαρξη θα ήταν αφόρητη χωρίς την ικανότητα της συνείδησης να παράγει ελπίδες και αυταπάτες.

 

Επιτυχία, δικαίωση, ευτυχία, πληρότητα: έννοιες χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, φευγαλέες νοσταλγίες, απατηλά αντίδοτα που συντηρούν την πίστη μας στη ζωή και την εντύπωση ότι κάτι μπορούμε να καταφέρουμε – άγνωστο τι.

 

Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτόν τον κόσμο που πάνω του να μπορεί να στηριχθεί απόλυτα ο άνθρωπος. Όλα τα στηρίγματα είναι πρόσκαιρα, επισφαλή, μάταια. Όλα συμβαίνουν, ξεθωριάζουν και χάνονται σα να μην έγιναν ποτέ. Κάθε ατομική και συλλογική εμπειρία χάνεται για πάντα στο κοιμητήριο της λήθης και της ανυπαρξίας. Και ολόκληρη η επίσημη ιστορία: μια συλλογή από τιποτένια περιστατικά προκαλούμενα από τα γελοία κουσούρια γελοίων εξουσιαστών – μια συλλογή από τις ίδιες βαρετές αποτυχίες και τα ίδια ασυγχώρητα εγκλήματα.

 

Αντίθετα με την κοινή άποψη, η απαισιοδοξία δεν έχει τίποτε το αρνητικό. Τα ίδια τα βασικά δεδομένα της ανθρώπινης ύπαρξης την παράγουν και την αιτιολογούν. Το να είσαι απαισιόδοξος δεν σημαίνει να είσαι απελπισμένος, σημαίνει να μην έχεις αυταπάτες. Μια τέτοια στάση δεν απορρίπτει τη δράση, τη δημιουργία, τη χαρά της ζωής, την ελπίδα – απλώς ξέρει τα όρια τους και εν τέλει μας βοηθά να μην γινόμαστε γελοίοι μπροστά στο ανέφικτο και στο ανολοκλήρωτο.

 

Η γέννηση: προνόμιο ή ατυχία, ευλογία ή κατάρα; (Το ίδιο αναρωτιέμαι και για τον θάνατο.)

 

Η απόλυτη ματαιότητα των πάντων δεν με συντρίβει, δεν με απελπίζει, δεν με οδηγεί στην παραίτηση. Η διαρκής επίγνωση του τάφου ως τελευταία στάση της επίγειας πορείας μου είναι  σχεδόν λυτρωτική: με απελευθερώνει από όλες τις υλικές αυταπάτες και δίνει σε κάθε στιγμή της ύπαρξής μου όλο το μυστήριο και όλο το μεγαλείο της.

 

Παρά τα βάσανα και τις πληγές μου, κατά βάθος είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος: γνώρισα από νωρίς την καλή λογοτεχνία και ανεπανάληπτους συγγραφείς που με έσωσαν από όλες τις καθιερωμένες μορφές δυστυχίας. Ήταν πολλές οι νύχτες που σώθηκα διαβάζοντας Καμύ, Σιοράν, Καρούζο, Παπαγιώργη.

 

Βλέπω ανθρώπους να ανεβαίνουν σε ταράτσες ή σε γέφυρες και να απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν. Ίσως να είναι μια κίνηση απελπισίας ή μια πράξη διαμαρτυρίας ή απλώς για να κινήσουν την προσοχή, αλλά το θέαμα είναι κωμικοτραγικό. Η αυθεντική αυτοκτονία, ως πιθανή λύση στο πρόβλημα της ματαιότητας, είναι μια πράξη μοναχική και συγκλονιστική: δεν έχει ανάγκη από θεατές, δεν είναι παράσταση για πολλούς. Κάποιοι άνθρωποι αυτοκτονούν ήσυχα, χωρίς διαμαρτυρίες, χωρίς ξεφωνητά. Ξέρουν ότι ο ουρανός είναι αδιάφορος, ξέρουν ότι οι άνθρωποι δεν νοιάζονται πραγματικά. Το να απειλείς ότι θα αυτοκτονήσεις δημόσια αφαιρεί από την αυτοκτονία την αξιοπρέπεια και τον ηρωισμό της.

 

Το ιδανικό θα ήταν να βρούμε έναν τρόπο ζωής που ελαχιστοποιεί την δράση, που την περιορίζει στα ουσιώδη. Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ταλαιπωρίας πηγάζει από την ακατάσχετη κίνηση, από την νοσηρή προκατάληψη ότι πρέπει συνεχώς να κάνουμε κάτι – άσχετα τι.

 

Βλέπω τα χέρια μου. Σκέφτομαι ότι κάποτε θα είναι μόνο κόκαλα θαμμένα στα σπλάχνα της γης. Δεν τρελαίνομαι, δεν νοιώθω φρίκη. Η μόνη μου αντίδραση είναι ένα στραβό χαμόγελο, ένας μορφασμός αμηχανίας. Τι βρίσκεται στο βάθος αυτού του μορφασμού; Τι υπάρχει στα βάθη της συνείδησής μου που αγνοώ; Τι γνωρίζει η ψυχή μου και μένει τόσο απαθής στην προοπτική του σωματικού αφανισμού μου;

 

Ο μόνος τρόπος να θεραπευτούμε από τις αυταπάτες μας είναι να τις αναγνωρίσουμε και να τις αποδεχτούμε ως αυταπάτες. Χρήμα, πίστη, τέχνη, κτήσεις, κατακτήσεις, ηρωισμός, έγκλημα, εθισμοί, εξαρτήσεις: όλα συνιστούν κινήσεις απελπισίας για να ξεχάσουμε την θνητότητα και την προσωρινότητά μας. Ενώπιον του τάφου ο καθένας επινοεί τις αυταπάτες του. Ανεξάρτητα από το ηθικό τους περιεχόμενο, όλες έχουν κάποια χρησιμότητα στο βαθμό που μας βοηθούν να αντέξουμε το αφόρητο γεγονός ότι γεννηθήκαμε αυθαίρετα και ανεξήγητα και ότι θα πεθάνουμε αυθαίρετα και ανεξήγητα.

 

Αντέχουμε όσο αντέχουν οι αυταπάτες μας.

 

Συνεχίζω να φθείρω τη ζωή μου συμμετέχοντας σε εμπειρίες απροσδιόριστης χρησιμότητας. Αγνοώ τελείως το νόημα και την αναγκαιότητά τους.

 

Γέννηση: η έξοδος από μιαν άγνωστη εξορία. Θάνατος: η είσοδος σε μιαν άλλη άγνωστη εξορία. (Δεν έχω αρκετή φαντασία για να δεχτώ ότι αναδυόμαστε από το τίποτα και καταδυόμαστε και πάλι στο τίποτα. Ίσως δεν έχω το διανοητικό θάρρος για να σκεφτώ και να αποδεχτώ μια τέτοια εξωφρενική, αδιανόητη και χωρίς νόημα προοπτική.)

 

Ό,τι και αν πετύχουμε στη ζωή μας, κατά βάθος πεθαίνουμε αδικαίωτοι.

 

Κοιτάζω συχνά πίσω στο παρελθόν μου προσπαθώντας να καταλάβω ποιος ήμουν και ποιος έγινα. Μάταια: δεν κατανοώ την πορεία της ζωής μου. Έχω την εντύπωση ότι όλα έγιναν με έναν τρόπο που ήταν αναπόφευκτος και πέρα από την ατομική μου θέληση. Φτάνω, μάλιστα, στο σημείο να αναρωτιέμαι αν υπάρχει τελικά ατομική θέληση και ελεύθερη βούληση.

 

Λυπάμαι που στην κηδεία μου θα είμαι νεκρός. Λυπάμαι που δεν θα μπορώ να μοιραστώ με τους παρευρισκόμενους την λύση του μεγάλου μυστηρίου.

 

Έρχονται οι γάτες και τρώνε από τα πράσινα πιατάκια που τους έχουμε στην αυλή. Τις παρατηρώ. Αγαλλιάζει η ψυχή μου: να δίνεις ζωή μέσα σε ένα σύμπαν πόνου και θανάτου.

 

Τι θα απογίνει η ψυχή μου όταν πεθάνω; Τι νόημα έχει η ζωή μας αν όλα τελειώνουν στον τάφο; Τι είναι αυτό μέσα μου που θέτει αυτά τα ερωτήματα; Από πού πηγάζει η σκέψη; Από πού πηγάζει η συνείδηση; Ποιος (ή τι) έχει στήσει αυτό το τρομερό φαινόμενο που μέσα του βρισκόμαστε; Τι είμαστε και γιατί υπάρχουμε; (Με αυτά τα ερωτήματα θα βασανίζομαι μέχρι το τέλος. Λογικά ο θάνατος θα μου δώσει απαντήσεις).

 

Για να λυθεί το αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου πρέπει να συμμαχήσουν όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου: λογική, πίστη, ενόραση, φαντασία, τρέλα.

 

Ο μόνος τρόπος να υπερβούμε τον παραλογισμό της ζωής είναι να φτάσουμε τον αυτοσαρκασμό στα άκρα και να διατηρήσουμε μια ελάχιστη ικανότητα για συμπόνια.

 

Επανέρχομαι στο ουσιώδες. Το πιο συγκλονιστικό, το πιο τρομερό, το πιο θεμελιώδες ερώτημα παραμένει ένα: τι νόημα έχουν οι ανθρώπινες εμπειρίες αν όλα τελειώνουν στον τάφο; Αν μαζί με το σώμα πεθαίνει και η συνείδηση οριστικά και ανεπανόρθωτα, τότε τι νόημα έχουν όλα αυτά; Και πάνω σε τι να θεμελιώσουμε την ηθική και τις αξίες; Με ποιο κριτήριο να θεωρήσουμε ανώτερη την ηθική του αγίου από την ηθική του παλιάνθρωπου;

 

Χέστηκε το σύμπαν αν πέθανε ο Γιώργος, ο Νίκος, η Μαρία, η Ελένη. Χέστηκαν οι ουρανοί αν υποφέρουν δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα. Ο ανώνυμος ιδιοκτήτης των ουρανών πρέπει κάποτε να λογοδοτήσει για όλες τις απρέπειες του σε βάρος των ανθρώπων.

 

Ολόκληρη η ύπαρξή μας εξαντλείται στη γελοία προσπάθεια να κάνουμε τη μεγαλύτερη δυνατή εντύπωση με όσα κατέχουμε: ο ορισμός της γελοιότητας.

 

Οι πιο σημαντικές στιγμές της ύπαρξής μου: οι ρημαγμένες στιγμές, οι στιγμές της κατάρρευσης, οι στιγμές του ολέθρου. Αυτές μου δίδαξαν το δυο στοιχεία που πάνω τους στήριξα και στηρίζω την πρόσκαιρη παρουσία μου στον κόσμο: τη συμπόνια και την απάθεια – η επίμονη εναλλαγή τους με έσωσε από καταστροφικές ανοησίες και από ανόητες καταστροφές. (Θυμάμαι ακόμα μετά από τριάντα πέντε χρόνια το διαλυμένο σώμα και το αγνώριστο πρόσωπο του πατέρα όταν τον βρήκαμε νεκρό μετά από μέρες αναζήτησης. Τι φρίκη! Αλλά και τι αποκάλυψη στα μάτια ενός παιδιού.)

 

Αδυνατώ να καταλάβω την αναγκαιότητα και την χρησιμότητα της ύπαρξής μου. Αδυνατώ να καταλάβω τον ρόλο μου σε ένα παιχνίδι με το ίδιο πάντα προεικασμένο και άδοξο τέλος. Αυτή η αδυναμία καιροφυλακτεί σε όλο το φάσμα της δράσης μου. Ενίοτε είναι βασανιστική αλλά κατά βάθος είναι χρήσιμη: με βοηθά στο να μην παίρνω υπερβολικά σοβαρά τον εαυτό μου.

 

Παρά τη ματαιότητα της ζωής και την κυριαρχία του θανάτου – ή ακριβώς εξαιτίας αυτών – οφείλουμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, αρνούμενοι να προκαλέσουμε πόνο και θάνατο σε έναν κόσμο παραδομένο από την φύση του στον πόνο και στον θάνατο. Και ίσως αυτή να είναι η μοναδική νίκη που μπορούμε να πετύχουμε.

 

Τελική υπενθύμιση για προσωπική χρήση. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει ο θάνατος. Άρα, χωρίς υπεκφυγές, τα πάντα είναι μάταια. Ζήσε λοιπόν χωρίς αυταπάτες, χωρίς ξεφωνητά, χωρίς να γίνεις γελοίος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ

*