σάτιρα

Στιχάκιας, Σάτιρες

*

Μέντιος

Δεμένος στο μαγγανοπήγαδο της θλίψης
γυρίζω γύρω, γύρω και πηγαίνω
χωρίς να ξέρω δίχως να καταλαβαίνω
το μέγεθος ή το βαθμό της σήψης

Στην πλάτη μου δυο ψάθινα καλάθια
και στο κεφάλι –πάλι– ψάθινο καπέλο
τα αυτιά μου εξέχουν και τα δυο (θέλω δε θέλω)
και τα ποδάρια μου ματώνουν απ’ τα αγκάθια

Και πάω πάντα μια πορεία γύρω, γύρω
φτάνω ή δε φτάνω –πια– δεν έχει σημασία
Τα χνώτα μου βρομοκοπούν απελπισία
αγκομαχώντας τον αγώνα μου το στείρο

Χρόνο ξεκλέβοντας καμιά φορά κοιμάμαι
όρθιος όμως μη με πάρουνε χαμπάρι
κι έρθουνε να μου κλέψουν το κριθάρι
Αυτό μονάχα. Τίποτα άλλο δε φοβάμαι

Και πάω πάλι… με το φως ή με σκοτάδι
(Πι ρο τετράγωνο του κόσμου το εμβαδόν)
Κι ας παραμένω κατά τύχη εδώ παρών
κι ας μην, στο κέντρο του, έχει ο κύκλος μου πηγάδι

~.~

Αχ!

Για κοίτα μικρή μου πώς κάνω στροφές
και πώς περπατώ στον αέρα
Σα χάρτινο φύλο του ανέμου οι ριπές
με πάνε μια δώθε μια πέρα….

Το χαίρομαι όμως, γελώ σα χαζός
αυτό το μια κάτω μια πάνω
Του κόσμου ο κόσμος πηγαίνει πεζός
μα εγώ ουρανό πάντα πιάνω

Και κοίτα πώς πάω σα χαρταετός
που εσύ –ναι εσύ!– κουμαντάρεις
Ματάκια που λάμπουν στη νύχτα σα φως
κανόνισε να… με στουκάρεις (περισσότερα…)

Advertisement

Να τηρείς τις παραδόσεις! (διήγημα)

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τι θυμάσαι απ’ τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησα και πάτησα το record στο κινητό μου. «Ε τι, Χριστούγεννα ήταν, τα γιορτάζαμε». Έγειρε όλο το σώμα της μπροστά κι έπιασε να ισιώνει με το πάσο της την ποδιά της. «Εσύ, δηλαδή» μου είπε γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι «πώς τα γιορτάζεις;» Το ήξερε πως εγώ δεν γιόρταζα τίποτα, επίτηδες το έκανε. «Έλα, ρε γιαγιά» διαμαρτυρήθηκα. «Εσύ θα μου πάρεις συνέντευξη ή εγώ;» Με κοίταξε στα πεταχτά, ικανοποιημένη. Αν ήθελα τη «συνέντευξη» έπρεπε να παίξω το παιχνίδι – και να κερδίσω. Γιατί, τι; Όποτε θυμάται η εγγονή μας ότι υπάρχουμε έρχεται να μας κάνει δυο ερωτήσεις και να φύγει; Σαν να διάβαζα το «Τώρα θα δεις» και «Θα σου πω εγώ» μες στο μυαλό της, σαν να τα ’βλεπα, να τα, σάλευαν στα σκασμένα χείλη που ’χε αρχίσει να πασπατεύει με την κυρτή της παλάμη, θέλοντας να κρύψει το χαμογελάκι της – σχεδόν διαβολικό. «Κοίτα, γιαγιά» ξαναπροσπάθησα. «Μπορείς να μου πεις πώς γιορτάζατε τα Χριστούγεννα όταν ήσουν μικρή, στο σπίτι στα Ταμπούρια;» Ίσιωσε τον κορμό της. Θα μου μιλήσει, σκέφτηκα. Μπα. Κοίταξε προς το πατάρι, ψηλά κι αριστερά της. «Μόλις κατέβει αυτή από πάνω, να της πεις να βάλετε τη σκάλα και να βγάλετε απ’ το πατάρι δυο μεγάλους αγιοβασίληδες που έχει, κουνιστούς, με μπαταρίες, και να βγάλετε και τα λαμπιόνια, καινούρια είναι, να τα δώσεις στις μικρές. Κι εσύ να πάρεις ένα πλαστικό δεντράκι, μικρό, δεν πιάνει τόπο, να το στολίσεις, μέρες που ’ρχονται. Πρέπει ν’ αρχίσεις να τηρείς τις παραδόσεις. Τις παραδόσεις» τόνισε γέρνοντας προς το μέρος μου και κουνώντας το δάχτυλό της. Έτσι μου ’ρθε να της το δαγκώσω. «Ρε γιαγιά!» ύψωσα τη φωνή μου. «Τα παιδιά δεν τα θέλουν αυτά τα πράγματα, έχουν μεγαλώσει. Και τι μου λες τώρα με τις κινέζικες πλαστικούρες, πηγαίντε τα όλ’ αυτά στην ανακύκλωση, επιτέλους. Κι εγώ δε στολίζω, αφού το ξέρεις!» Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν το ’χα πάει καλά. Θα την έχανα την παρτίδα. «Αλήθεια» είπα σε μια ξαφνική έμπνευση «εσείς είχατε τέτοια τη δεκαετία του τριάντα; Έβαζε πλαστικούς αγιοβασίληδες η Αννιώ;»

Αυτό ήταν. Αμέσως τσίμπησε το υπέργηρο διαβολάκι.

«Όχι δα!» είπε υψώνοντας περήφανα τη φωνή της. Ύψωσα κι εγώ τα φρύδια και τράβηξα την πετονιά:

«Μμμ… Δεν είχατε λεφτά για τέτοια, ε; Δε στολίζατε;»

Με κοίταξε θιγμένη: «Τι λες εκεί! Άκου τι λέει! Φυσικά και στολίζαμε, πώς, δε στολίζαμε εμείς; Είχε η μαμά μου μια ωραία γυάλινη φρουτιέρα, μ’ ένα πόδι χαμηλό, πού να την έχω τώρα, άμα τη βρω θα σου τη δώσω, τη γέμιζε πορτοκάλια, ωραία στρόγγυλα πορτοκάλια, και την έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού, της τραπεζαρίας, αυτής ντε, που είναι μέσα. Παντού έβγαζε φρουτιέρες, στο σερβάν πάνω, στο κομό, γεμάτες με πορτοκάλια και ρόδια και καρύδια και κάστανα. Κι έφτιαχνε τηγανίτες. Σηκωνότανε πρωί πρωί, πριν από μας, έβαζε ένα καζάνι με λάδι να βράζει, κι έπαιρνε το ζυμάρι, να, σα την παλάμη μου, το ’ριχνε μέσα, το τράβαγε και τις έβαζε μετά στην πιατέλα. Έριχνε από πάνω το μέλι, κι άμα ξυπνούσαμε εμείς ήταν έτοιμες, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα». (περισσότερα…)

Κριτική Επιτροπή Κρατικών Βραβείων

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

«Τις βραχείες λίστες των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων 2021 ανακοίνωσε το Υπουργείο».

Η Κριτική Επιτροπή στα Κρατικά Βραβεία
έμαθα είναι τριετής. Νομίζω, δίχως άλλο,
άλλο σημαίνει «τριετής» και άλλο «για τα τρία»,
γιατί ήθελα τ’ αρχίδια μου Επιτροπή να βάλω.

Η Κριτική Επιτροπή είναι διορισμένη
κι όχι με κλήρωση, αλλά πληρώνεται απ’ το Λόττο.
Σ’ υπηρεσία, βέβαια, δεν είν’ διατεταγμένη,
μα διορίστηκε απλώς έτσι, για το γαμώτο!

Η Κριτική Επιτροπή δεν κρίνεται, κι ας κρίνει
– γαμώ τα υπουργεία μου! – όπως της κατεβάσει.
Κι αν κριτική τής άσκησα, ας κρίνει εμέ κι εκείνη
απ’ το βιβλίο μου, που ’κρινε δίχως να το διαβάσει.

Προτείνω, αντί διορισμού Επιτροπής και τέτοια,
στην κληρωτίδα όλα μαζί να μπούνε τα βιβλία
κι όποιο σταθεί πιο τυχερό να βραβευτεί, ρουσφέτια
έτσι κανένας δεν θα πει πως είναι τα βραβεία!

Παρακαλάω τον Θεό να μην με ξαναφέρει
σε τέτοια ανάγκη άλλη φορά για να ξαναμιλήσω.
Ξαναγυρίζω στην σιωπή τώρα, σαν τον Σεφέρη,
κι άμα μου δώσουν Κρατικό, έρχομαι πάλι πίσω –

όχι, βεβαίως, να βραβευτώ – στο στόμα μου πιπέρι –
μα την ψωλή μου ν’ αρνηθώ να κρατικοποιήσω!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ

*

Λάμπρος Λαρέλης, Αθήνα

athina
με τον τρόπο του Γ.Σ.

Ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης προχθές στο Ελληνικό
παράδεισο ευκαιριών την είπε την Αθήνα,
στεφάνι τής απόθεσε αναπτυξιακό
και με resorts τη στόλισε, μαρίνες και καζίνα,
την είπε ευρωπροορισμό παρά την πανδημία,
μητρόπολη επενδύσεων, κι ας μην υπάρχει μία.

Πάει καλά… Ο Μητσωτός ας την εγκωμιάζει,
σ’ έναν Κυριάκο ο καθείς τα πάντα επιτρέπει,
ως κυβερνήτης είθισται να μας διασκεδάζει
κι εμπρός του όλα ευάερα κι ευήλια να τα βλέπει.
Όμως εγώ τα βλέπω αλλιώς, μία ιδέα πιο σκούρα,
και μου ’ναι χούι ανίκητο η χλεύη κι η καζούρα.

Ας κλώθει ο πρωθυπουργός οράματα στον νου του
κι ας τον δοξάζουν της τιβής τα πρώτα τα κλαρίνα,
αν όμως κάποιος από σας το θέλει, εξεπιτούτου
θα του το εξηγήσω εγώ ποια είναι η Αθήνα.
Ο Μητσοτάκης την υμνεί σε κάποια virtual σφαίρα
εγώ όμως δεν το κούνησα στιγμή από δω πέρα.

Αθήνα… Ξέρεις τι θα πει, μαλάκα μου, Αθήνα;
Απ’ την αυγή ένας σαματάς ώς το βαθύ σκοτάδι,
κρότοι βομβών στα Εξάρχεια και τακουνιών στη Σίνα,
βρισίδια και ξεφωνητά λες απ’ το στόμα του Άδη,
κόρνες και ποδοβολητά στη ράχη της ασφάλτου,
διαδηλωτών κοάξ κοάξ, κρωξίματα του βάλτου.

Αθήνα ξέρεις τι θα πει;… Των οφθαλμών καούρες,
στην ντάλα του μεσημεριού τα φλας να κάνουν στράκες,
πόζες της Γιάννας, κι άλλα φλας, δημοσιογράφων μούρες,
κυρίες φιλανθρωπικές, κλάκες, τράκες, φενάκες,
και πλάι στα εξαμβλώματα του Ωνάση και του Νιάρχου
οι παρδαλοί περίπατοι κάθε βλαχοδημάρχου.

Κι αν στου Μαξίμου οι ιθύνοντες ξυπνούν μες στους μπαξέδες
και βλέπουν γάργαρα νερά και δροσερές καράφες,
λουλούδια βλέπουμε κι εμείς σε γκαζοντενεκέδες
και φοινικιές μισόξερες μέσα σε κάτι σκάφες.
Και κάθε μέρα σούμπιτοι βουτάμε ώς το κεφάλι
στης σκόνης μέσα τις βραγιές και μέσα στην αιθάλη.

Αθήνα ξέρεις τι θα πει; Ένας λαός γκαρσόνια,
ντελιβεράδες, αιρ-μπι-εν-μπι και ρουμ-του-λετατζήδες,
ουρές στα προποτζίδικα, εισαγωγέων καμιόνια,
δικηγορίσκοι, εξέκιουτιβζ, κλόουν και φασουλήδες,
φάτσες βαλκάνιες δηλαδή οπού γελάει η Ευρώπη,
παράσιτα και πίθηκοι, μίμοι και λογοκλόποι.

Αθήνα ξέρεις τι θα πει;… Της ιστορίας οι τύψεις,
καμπάνιες διαφημιστών, καθηγητών ατάκες,
του Βέλτσου η διανόηση, του Αυτιά οι αποκαλύψεις,
γκασμάδες μ’ ένα-δυο post-doc και ειδικευμένοι βλάκες,
σαβούρα ακαδημαϊκή και λίγδα στη βιτρίνα,
αυτό θα πει πρωτεύουσα, αυτό θα πει Αθήνα.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

Διονύσης Η. Στράνης, Ο κουρδιστός φιλόσοφος ή Ως και οι Κυνικοί ξεσκύλιασαν (Κόμικ)

cynical

Άδεια, μεγάλη πλατεία, τύπου ιταλικής Piazza. Στο κέντρο της – σε μια στήλη –, η προτομή ενός φιλοσόφου, κυνικότατου και περίφημου, με την επιγραφή

Δ.Η.Σ. (1984 – ∞)
ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ, ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΙΠΕ, ΑΦΟΥ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΚΟΝΤΟΣΤΑΘΗΚΕ:
«ΑΜΒΛΥΝΟΟΝ ΤΙ. – ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΣΥΜΠΙΠΤΕΙ ΜΕ ΤΟ ΟΡΘΟ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΓΙΑ ΛΑΘΟΣ ΛΟΓΟΥΣ»

Παραπέρα, σ’ ένα παγκάκι κάθεται μια γυναίκα ταπεινή που κρατάει ένα αριθμητάρι.

Από την απλωτή ησυχία ξετυλίγεται ένα τρίκι-τρίκι σιγανό, κι ολοένα δυνατότερο.

Σαν – από λήψη αέρος – να κάλυπτε τη διαγώνιο της πλατείας, φτάνει – σε τέλεια ευθεία πορεία – Ο ΚΟΥΡΔΙΣΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, βαστώντας επ’ ώμου κάτι που ήταν καλυμμένο μ’ ένα σεντόνι, και κάθεται στο πεζούλι κάτω απ’ την προτομή.

Κοιτάζει κατά δω – κοιτάζει κατά κει – ούτε ψυχή ζώσα, μόνο κάτι σειρήνες ακούγονταν – και ύστερα λέει δυνατά:

«Μαύρισαν οι ουρανοί! Τάφοι – Τάφοι ολούθε! …»

Η γυναίκα με το αριθμητάρι τον κοίταζε. «Πράγματι. Ας είναι για λίγο.» ψέλλισε κι έσκυψε πάλι, δύστυχη, το κεφάλι στο όργανο που κρατούσε.

«Τι πράγματι λες εσύ ανόητη; Δεν εννοώ αυτό που κατάλαβες.» είπε εκείνος οργισμένος. «Της λευτεριάς εννοούσα τους τάφους!»

Και συνέχισε:

«Ένα κτήνος, ένα πουλί αόρατο μας κατατρώγει – άνθρωποι – τα σωθικά! …»

Από ένα ανοιχτό παράθυρο ακούστηκε ένας να χειροκροτάει.

«… Του παγκόσμιου Ολοκληρωτισμού ο αητός!» κατέληξε ο κουρδιστός φιλόσοφος «Μ’ ένα ράμφος, να!» κι έδειξε με τα χέρια το μήκος του ράμφους.

Το χειροκρότημα έπαψε. Ζζζζντουπ! – έκλεισε το παράθυρο σβουριχτά.

Η γυναίκα ανεβοκατέβαζε το κεφάλι κι αναστέναζε.

Ο κουρδιστός φιλόσοφος άνοιξε το σεντόνι που είχε αποθέσει στο έδαφος. Μέσα εκεί ήτανε κάτι βέργες ομοιόμορφες και λεπτές. Άρχισε να βιδώνει τη μία πάνω στην άλλη, έως ότου έφτιαξε μια υπερβέργα-πειραχτήρι κάμποσα μέτρα μακριά. Τη σήκωσε – εκείνη λύγιζε ελαφρώς σαν καλάμι ψαρέματος – κι έδωσε μια τσιγκλιά στα μεριά της γυναίκας που κρατούσε το αριθμητάρι.

«Άουτς» έκανε αυτή. Έκατσε παραδίπλα.

«Μην ειρωνεύεσαι εσύ κυρά Κοινή! Ακούς; Θα’ ναι αργά όταν φτάσει ο αητο-Λεβιάθαν! Το πουλί κι αν κάνεις πως δεν βλέπεις, την κουτσουλιά θα τη φας!»

Ύστερα άρχισε να ξεβιδώνει και να λύνει την υπερβέργα, τακτοποίησε μία-μία τις βέργες και τις τύλιξε πάλι με το σεντόνι. Κατόπιν άρχισε να φωνάζει προς τα κτίρια τριγύρω  – σα να μιλούσε σε πατεράδες μιας νύφης –, όπου κάτι κεφάλια εξείχαν απ’ τα παράθυρα, κι άλλα φαίνονταν στα μπαλκόνια:

«Στον διάολο με την ΕΠΙΒΙΩΣΗ! Πού ειν’ η ΖΩΗ ωρέ; Πού την έχετε; Ακούστε δω καλά! Τα καλύτερα ρούχα φορέστε της! Θααα τττττην πάαααω γιααααα χορρρρρρόοοοοοουου ……».

Το τρίκι-τρίκι σταμάτησε. Ο κουρδιστός φιλόσοφος ξέμεινε σε πόζα αιώνιας βλακείας με χέρια και στόμα ανοιχτά. Πίσω από την προτομή άνοιξε ένα πορτάκι. Βγήκε ένας ανθρωπάκος. Πήγε μπροστά (στάθηκε πίσω απ’ την πλάτη του κοκκαλωμένου κουρδιστού φιλοσόφου) και άρχισε μ’ ένα καλέμι να σβήνει την επιγραφή της προτομής από τη δεύτερη σειρά και κάτω. Την οποία αντικατέστησε με τον ακόλουθο αφορισμό του Nicolas Chamfort:

«ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΟΧΕΣ ΟΠΟΥ Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΑΠ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΝΩΜΕΣ[1]»

Εκείνη δεν ήτανε μια τέτοια εποχή.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ Η. ΣΤΡΑΝΗΣ

Το σατιρικό αυτό κείμενο γράφτηκε στις 2.4.2020 και είναι εμπνευσμένο από τις παρεμβάσεις του Giorgio Agamben, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο διάστημα 26.2.2020 – 17.3.2020 με αφορμή το lockdown της Ιταλίας λόγω covid-19.

 [1] ΣΑΜΦΟΡ, Επιλογή από το έργο του, Μετάφραση Π. Κονδύλης, Εκδόσεις Στιγμή, Σειρά Στοχασμοί (11)

Ευσταθία Δήμου, Σατιρικά γυμνάσματα

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΑΡΕΣ ΤΩΝ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ
 
Σε ινστιτούτα ομορφιάς παρκαρισμένη,
σαν ξεχαρβαλωμένη μηχανή,
ακούω να μου λεν∙ «σε περιμένει
ανόρθωση σ’ οπίσθια και σε βυζί.
Και μόλις θα σε δούνε σφριγηλή,
τ’ ανδρός σου τα χείλη ‘θαύμα!’ θα πούνε».
Μα εγώ θα γίνω από στιγμή σε στιγμή
πενήντα και τα εκατό πια δεν αργούνε.
 
Αν δείχνουν οι γλουτοί κατεβασμένοι,
κι αν οι ρυτίδες ξεπροβάλλουνε σερί,
η εξαφάνισή τους είναι ακριβοπληρωμένη.
Νυστέρι κοφτερό με καρτερεί
και το δέρμα μεμιάς θα τραβηχτεί
από γιατρούς που επάξια χειρουργούνε.
Μα εγώ θα γίνω η καψερή
πενήντα και τα εκατό πια δεν αργούνε.
 
Η ρίζα στο μαλλί όλο λευκαίνει,
και στην κοιλιά τα λιπαρά έχουν σταθεί,
στα μπράτσα μου η σάρκα κρεμασμένη
κι ο διαιτολόγος όπου να ’ναι θα φανεί,
κόκκαλο να μ’ αφήσει και πετσί.
Μα οι φίλες ποτέ τους δεν ξεχνούνε.
Κεριά θα μπήξουνε στη σαντιγί
πενήντα και τα εκατό πια δεν αργούνε.
 
Δεν είναι ένα – τι κρίμα! – το κερί
όμως με όλα αυτά που θα συμβούνε
εγώ θα φαίνομαι για μια ζωή
τριάντα και τα εκατό ποτέ δεν θα με βρούνε.
 
 
UNA RATSA
 
Πήρε σκύλο κατοικίδιο,
από ράτσα αρρενωπή,
για να πάψει το αιφνίδιο
διαζύγιο να θρηνεί.
 
Του πέρασε σφιχτό λουρί.
του αγόρασε σπιτάκι,
του ’βαλε διαλεχτό φαΐ
και του έστρωσε χαλάκι.
 
Καθόταν και τον κοίταζε,
ήσυχα όπως κοιμόταν,
κι όταν στο τέλος νύσταζε,
στο πλάι του ξαπλωνόταν.
 
Το όνομα εκείνου έδωσε
– όμοια τα είχαν όλα –
και πήγε και τον στείρωσε
πριν του σερβίρει φόλα.
 
 
ΦΛΕΡΤING
 
Απ’ το παράθυρο κοιτώ – στο βάθος
βλέπω ξανθό τεκνό που μου γελάει.
Το βλέμμα του πονηρό με διαπερνάει.
Είναι πασιφανές, δεν κάνω λάθος.
 
Το χέρι του επιδέξια ανασκαλεύει
ό,τι η φύση του ’χει αφειδώς δωρίσει
και με την κίνησή του μ’ έχει πείσει
πως σμίξιμο καυτό μου μαγειρεύει.
 
Κάθε αναστολή μου έχει σβήσει.
Με θέλει και τον θέλω. Δεν κρατιέμαι
άλλο. Μεμιάς πάνω του ξαμολιέμαι
 
μα εκείνος την πλάτη έχει γυρίσει.
Θαρρώ πως μάλλον τρέχει κάτι άλλο.
Το σώβρακο τον κόβει στον καβάλο.
 
 
 
ΆΣΟ – ΔΥΟ
 
Ένα το παντελόνι
και η πρόσληψη αργεί,
το ύφασμα όλο λιώνει,
στο γόνυ έχει σχιστεί.
 
Τα δανεικά τελειώσαν
τελειώσαν κι οι ελπίδες
σ’ αυτούς που μου τα δώσαν
διαρκώς στήνω παγίδες.
 
Μα ο κλοιός στενεύει,
με πήρανε χαμπάρι,
μου μένει ένα ζάρι
 
να ρίξω και στα ερέβη
να χαθώ προτού χάσω
με δύο πάλι κι άσσο.
 
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Ποιητική βραδιά

Ποιητική βραδιά

Ένας ποιητής στυλάτος
που κυοφορεί
καμαρώνει και κορδώνει
και μακρηγορεί
και θαρρεί πως το κοινό του
μόνο αυτόν θωρεί
 
Αν σκεφτεί καμία λέξη
κάπως ασαφή
τα στιχάκια του σκαρώνει
εις το πι και φι
και τα ντύνει με βελούδο
και χρυσαλοιφή
 
Την στιγμή που απαγγέλλει
στο μικρόφωνο
οι κυρίες χύνουν δάκρυ
μεγαλόφωνο
Μα κι ο ίδιος πια δονείται
σώμα μεταλλόφωνο
 
Κι όταν επιτέλους πέσει
χειροκρότημα
για της ποίησης το σπουδαίο
κληροδότημα
θα τον ταλανίσει πάλι
το ερώτημα:
 
«Μήπως έφτασε η ώρα
να μ’ ακούσει κι άλλη χώρα;»
 
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
 

 

Χρίστος Δάλκος, Καταγγελία του οργανισμού τηλεπικοινωνιών Ελβετίας και των Αυστροουγγαρέζων υποτακτικών του

21055028_1544172968954820_8202570881702941270_o.jpg

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΒΕΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΕΖΩΝ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΩΝ ΤΟΥ

Συγχωρῆστε μου τὴν ἀγανάκτηση, ἀλλὰ ὡς πολίτης τῆς Ἑλβετίας ἔχω νὰ κάνω μιὰ καταγγελία ποὺ ἐλπίζω νὰ μὴν περάσῃ στὰ ψιλά.

Ἐγώ, ἀγαπητοὶ συμπολῖτες Ἑλβετοί, ἀνέκαθεν δὲν συμπαθοῦσα τὰ κινητά. Ἔπαιξε ρόλο καὶ ποὺ ἕνας φίλος μου, πανεπιστημιακός, τμῆμα φυσικῶν ἐπιστημῶν, μοῦ ᾿χε μιλήσει γιὰ κάτι αὐγὰ ποὺ τά ᾿χαν βάλει κοντὰ σὲ κινητά, καὶ σὲ λίγα λεφτὰ ἔβραζαν.

Ἔμεινα λοιπὸν χωρὶς κινητὸ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια –βράζω ἀπὸ μέσα μου- κι ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε δὲν ἔπαθα καὶ τίποτα, μιὰ χαρὰ ἤμουνα μὲ τὸ σταθερό, ἅμα κάποιος μὲ ἀναζητοῦσε, κάποτε θὰ μέ ᾿βρισκε.

Μὲ φάγανε φίλοι καὶ γνωστοί, Ἑλβετοὶ καὶ Αὐστριακοὶ κυρίως, πάρε ἕνα κινητό, μπορεῖ νὰ χρειαστῇ. Μέχρι καὶ ὁ πανεπιστημιακὸς ὁ φίλος μου πῆρε κινητό, «Τί ἔγινε, τοῦ λέω, τὰ ξέχασες τὰ αὐγά;», «Ἔ, μοῦ λέει, σκέφτηκα μήπως βράζω κἀνα αὐγό, νά ᾿χω νὰ τρώω!»

Ὤπα, λέω, ἀφοῦ πῆρε ὁ φίλος μου ὁ αὐγοφοβικός, θὰ πάρω κι ἐγὼ νὰ κάνω καμμιὰ ὀμελέτα. Πάω λοιπὸν στὸ ὑποκατάστημα τοῦ ΟΤἙλβετίας τῆς συνοικίας μου καὶ λέω «δῶστε μου ἕνα κινητό», λέει «τί μάρκα», ἐντωμεταξὺ τὰ γιαπάκια τοῦ ὑποκαταστήματος μὲ ψωνίσανε ὅτι εἶμαι χάπατο, τοὺς λέω «δὲν ἔχω ἰδέα, δὲν ξέρω ἀπ᾿ αὐτά», κοντολογὶς «Νά λιλί, δῶ μ᾿ τσιτσί», ἔ, καλά, λέει, θὰ σᾶς κάνουμε ἕνα συμβόλαιο.

Μοῦ φέρνουνε κάτι ἀκαταλαβίστικα καὶ πολλά, ποῦ νὰ τὰ διαβάζῃς, ποὺ ἔπρεπε νὰ πληρώνω 30 εὐρὼ τὸ μῆνα, τὸ ὑπόγραψα κι ἐγὼ σὰ χάπατο ποὺ εἶμαι καὶ πῆρα τὸ κινητό, ἕνα φτηνό, εὐτυχῶς.

Μετὰ μὲ πιάσανε διάφοροι, Ἑλβετοὶ καὶ Αὐστριακοὶ κυρίως, λέει τί βλακεία ἔκανες, 30 εὐρὼ τὸ μῆνα, σὲ κοροϊδέψανε, μιὰ κάρτα βάζεις 10 εὐρὼ τὸ μῆνα καὶ γίνεται ἡ δουλειά σου. (περισσότερα…)

Στιχάκιας, Πέντε ποιήματα

Don_Quijote.png

Μπουρνάζι

Σε γνώρισα ένα βράδυ δακρυσμένο
(βροχή είχε αρχίσει)
Είχες παράνομα το αμάξι σταθμευμένο
και με είχες κλείσει

Άφησα post it στον υαλοκαθαριστήρα
νεύρα γεμάτο
μα όταν σε είδα έδειξα άλλο χαρακτήρα
πιο πιπεράτο

Γέλασα και σου είπα δεν πειράζει
θα περιμένω
Έτσι όπως έχει γίνει το Μπουρνάζι
καταλαβαίνω

Μου γέλασες κι εσύ πίσω απ’ το τζάμι
(κόπηκε η ανάσα)
Βρήκατε κίνηση καθόλου στο ποτάμι;
(ρίχνω την πάσα)

Δείχνεις διάθεση να συνεχίσεις την κουβέντα
(Τράβηξα άσσο!
Κοίτα να δεις που απόψε έχω ρέντα
μη με ματιάσω…)

Σκοπεύετε να βγείτε από το αμάξι;
(Θεέ μου ευφράδεια!)
Πριν απαντήσεις ήδη είχα αρπάξει
χωρίς καν άδεια

την πόρτα και τραβούσα σαν τανάλια
που είχε σφίξει
Δεν άνοιγε… Αν δε βγάλω την ασφάλεια
λες δε θ’ ανοίξει…

Α! Η ασφάλεια λέω αμήχανα λιγάκι…
Και κοκκινίζω
Βλέπεις εγώ οδηγάω μηχανάκι
Πού να γνωρίζω…

–Τι!!! Δεν είναι δικιά σου η SLK?
Σε άλλον ανήκει;
–Σε άλλον ασφαλώς. Εγώ έχω χρέη
Κι ούτε για… νοίκι…

Αααα λες εσύ απότομα με ύφος
σκοτεινιασμένο
και αφού το έπιασα το νόημα πως τζίφος
δεν επιμένω

Γυρίζω σπίτι. Βρέχει! Ματαιώθηκε
το όνειρο πως θα ’μαστε μαζί
Και το παπάκι σάμπως να πληγώθηκε
με άφησε στο δρόμο από μπουζί…

~ . ~

Passa Tempo

Δεν τον ενδιέφερε τι θ’ απογίνει
Όλοι του λέγανε να κάνει κράτει
μα εκείνος νόμιζε πως είχε σμήνη
μπροστά τα χρόνια του και ασέλωτο άτι

για να καλπάσει στης γης τα πέρατα
και να γνωρίσει άλλους ανθρώπους
(λες και δεν το ’ξερε πως απ’ τα κέρατα
ο ταύρος πιάνεται σ’ όλους τους τόπους…)

Θεριό ανήμερο! Χέρια τεράστια
και με ένα πείσμα που λυγίζει ατσάλι
Απ’ τα παράλια ως τα προάστια
ολοι τον ξέρανε. Τον μάθαν κι άλλοι…

Τα βράδια σέλωνε το μαύρο άλογο
Και το ξημέρωμα άραζε λίγο
Έκανε μόνος του κάποιο διάλογο
Κι ύστερα έλεγε: «ώρα να φύγω»

Θέριζε θάλασσες, όργωνε όρη
Ετρωγε γλένταγε χόρευε κι όταν
σπάνια έφτανε στο «μη προχώρει»
σαν τους ληστές κι αυτός λαγοκοιμόταν

Σπηλιές κατοίκησε και ουρανοξύστες
Το κρύο ρούφαγε κι έβγαζε λίβα
«Κόλλησε» κάποτε με κάτι αρτίστες
(μάλιστα τα ’μπλεξε και με μια diva)

Παιδιά δεν έκανε (ή δεν του το ’πανε)
–και να του λέγανε, αυτός χαμπάρι–
(κάποτε του ’πε μια «δικό σου κόπανε»
μα έλεγε ψέματα να τον τουμπάρει)

Μα αυτά τα ζόρικα γίναν’ παλιότερα
Τα χρόνια φύγανε σαν τους τουρίστες
Κι αυτός –στον κάμπο πια– θυμάται κότερα
Και τους που είπαμε –πιο πριν– αρτίστες

Σε κάποια -ήντα του στροφή επιτόπια
Και τόσο που άντεξε; – τι λέτε τώρα!–
καλλιέργεια έβαλε με ηλιοτρόπια
«Το πα-σα-τέ-μπο σου να φεύγει η ώρα…»

Και ψάχνει μόνος του να βρει το φταίξιμο
Φταίει που δεν άκουσε τι λέγαν’ οι άλλοι;
Όμοια κατάσταση (Θε μου τι μπλέξιμο)
Κι εμένα σήμερα με βρήκε πάλι…

Εκεί που μόνος μου έτρωγα ηλιόσπορους
(παππού τα τσίμπησες πάλι στο αλάτι…)
πώς αναζήτησα θάλασσες, Βόσπορους
κι ένα ξεσέλωτο που είχα άτι…

~ . ~

Θησαυρός

Είχα παλιά ένα θησαυρό.
Τον έχω χάσει.
Ψάχνοντας χρόνια να τον βρω
έχω γεράσει.

Ανοίγω χάρτες και κοιτώ
τα άστρα πάνω.
Τόσο, που μοιάζει περιττό
ό,τι κι αν κάνω.

Έχω στα χέρια μου σφιχτά
–σα να φοβάμαι–
φανό. Και φώτα ανοιχτά
όταν κοιμάμαι.

Διανύω ασθμαίνοντας κι εγώ
όνειρα, λύπες
και ψάχνοντας φωταγωγό
ανοίγω τρύπες…

Τρύπες στα χέρια. Στο κορμί.
Στο πρόσωπό μου.
Μέχρι να έρθει μια  ρωγμή
σα ριζικό μου.

Να καταπιεί όσα μπορεί
ώστε ένα βράδυ
να εκβάλει ο Αχέροντας με ορμή
καίγοντας λάδι

καίγοντας μνήμες καταργώντας
μέλλον κάποιο
να με εκβάλει εκεί γελώντας
τρύπιο. Σάπιο.

Κι εκεί μετά την εκβολή
σε κάθε τρύπα
λουλούδι –σαν παραβολή–
για ό,τι δεν είπα.

Είχα παλιά ένα θησαυρό.
Φωτιές μου βγάζει.
Τώρα, ακόμα κι αν τον βρω
πια δε με νοιάζει…

~ . ~

Τι τού κάναν του Μάη

Στην απέναντι όχθη
κάποιοι απρόσωποι μόχθοι παράμερα
δε γκρινιάζουν καθόλου
και γιορτάζουν του κώλου τα εννιάμερα

(Οι σιωπές ολοένα
με φλερτάρουν –ωϊμένα– αδυσώπητα
την καρδιά μου θα σφίξω
και μετά θα τους ρίξω χυλόπιτα)

Κι ένα ολόμαυρο πλοίο
σαν του Απρίλη αστείο (ε)μπάρκαρε
μα με άφησε –άκου–
να φωνάζω του κάκου «μια βάρκα ρε!»

Τα υπερπόντια ταξίδια
θα τα κάνω με ξύδια στο σπίτι μου
κι όταν γίνω κουρούπα
θα περάσω δυο ούπα στη μύτη μου

να κρεμάσω στεφάνι
–Αχ! βρε Μάη ποιος σε πιάνει και χαίρεται;–
Ποιος αγύρτης ζητιάνος
Ποιος θεός τσαρλατάνος. (Τον ξέρετε; )

(Η σιωπή περισσεύει
Όλο λέξεις μου κλέβει και πάει
Τις σκορπάει τις πετάει
κι έτσι δεν απαντάει
τι του κάναν’ του Μάη και βρομάει…)

~ . ~

Αχ Πατέρα!

Θα ανέβω ψηλά να κοιτάξω καλά προς τα κάτω
Ο καιρός πάει αλλιώς μη γνωρίζοντας ποιος πιάνει πάτο
Το δικό μου σταυρό καρφωμένο όταν βρω σε ένα λόφο
Με σκισμένο βρακί να ανέβω εκεί έχω στόχο

Από κάτω οι πιστοί –κάποιοι θα ’χουν πιαστεί– κάποιοι άλλοι
Θα κοιτάζουν ψηλά για να δούνε καλά ποιο κεφάλι
ποιο κεφάλι αδειανό –αιωνίως κενό– με στεφάνια
δίνει τόπο εκεί που ο –ποιος λες;– κατοικεί στην αφάνεια

Κι όταν όλοι μαζί –άντε πάλι χαζοί– βγάλουν άκρη
Το ένα μάτι μου θα επιλέξει ορθά κάποιο δάκρυ
να αφήσει να βγει μπας και ανθίσει στη γη άλλο χρώμα
που τα τόξα αυτηνής δεν αρκούν –τι να πεις μάταιο στόμα…–

Με τα χέρια ανοιχτά τα ποδάρια πλεχτά σαν κουλούρι
Την κοιλιά μου γυμνή –τέτοιο ωραίο κορμί κελεπούρι–
Ταλαντώσεις στο φως η εντολή του πατρός μία κι έξω
Δεν το ήθελα μα κοίτα τώρα –που να!– πάω να μπλέξω

Το στεφάνι εκεί. Βασιλιάς –μου αρκεί τόσο λίγο;–
Με ένα θαύμα μικρό –πριν με πάρουν νεκρό– λέω να φύγω
Δίπλα δυο –κι εγώ τρεις– σχηματίζουμε ευθύς μια τριάδα
Τρεις σταυροί –κι όποιος βρει τι σημαίνει– θα πιει λεμονάδα

Το ποτήρι βαθύ –τώρα πώς και γιατί να το αδειάσω–
με μια μπίρα ξανθιά –πιο καλά θα ’ταν να– ξεδιψάσω
Μα εσύ δυστυχώς μια ζωή αυστηρός δε με αφήνεις
Τι κατάλαβες –πες– –Έχεις μάτια; Για δες πού με δίνεις–

Μαλακία εντολή και αυτή η στολή που φοράω
με ενοχλεί αρκετά γιατί πρέπει σφιχτά να κρατάω
το πανί που εκεί έχω αντί για βρακί πέρα ως πέρα
Τι θα πουν οι πιστοί -αν ότι έχω χεστεί– δουν πατέρα;

ΣΤΙΧΑΚΙΑΣ (ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ)

cf83cf84ceb9cf87ceaccebaceb9ceb1cf82-ceb3ceb9ceaccebdcebdceb7cf82-cebccf80ceb5cebbceb5cf83ceb9cf8ecf84ceb7cf821

Ξάνθος Μα·ι·ντάς: Εν Κνίδω, Δ΄ π.Χ. αιώνας

afroditi

~ . ~

Στην πόλη έγινε γνωστό πως συνευρέθη με το άγαλμα της Αφροδίτης.
Αξιοθαύμαστη, του νέου επισκέπτη, η τρέλα και το πάθος
να αισθανθεί την ιερή σάρκα, όμως η θεϊκή η δύναμή της
κι η σύνεση της πολιτείας τιμώρησαν το ανίερό του λάθος.

Καμία έπαρση στην πράξη του αυτή
σαν θέλησε να νοιώσει δική του την άψυχη την πέτρα
και ν’ απολαύσει ολύμπια ηδύτητα ξεχωριστή.
Φτωχέ της καλλιπύγιας εραστή, του κάτεργου τις μέρες τώρα μέτρα.

Ω! πόσο βέβηλοι οι αιώνες που πέρασαν αλλάζοντας τα ήθη.
Φάνηκε, ναι φάνηκε αυτό στο ξέφραγο των Παρισίων Λούβρο
στην ξιπασιά μεσήλικα που χάιδευε χλευαστικά της απαράμιλλης θεάς τα στήθη.

Και δεν κατάλαβε κανείς πως άλλο ο θλιβερός του αιώνα μας επιδειξίας
(που είχε κακάσχημο το απαράδεκτό του μούτρο)
και άλλο ο ερωτευμένος, πάλαι ποτέ, γαμιάς της θεϊκής Κνιδίας.

ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ