Month: Σεπτεμβρίου 2024

Φόνος: Τρεις περιπτώσεις

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Strange darling, Mικρή ιστορία για έναν φόνο, Cure: Tρεις ταινίες με θέμα τον φόνο, που μιλούν για το κακό, ακόμη κι όταν αυτό είναι το απόλυτο κακό που εκφράζεται με τον «αναίτιο» φόνο. Ένας φόνος δεν είναι, βέβαια, απλώς ένας φόνος, μπορεί να είναι ένας στραγγαλισμός, μια αιματοχυσία, ένας πυροβολισμός, έχει και το κακό τα δικά του συμφραζόμενα, την κοινωνία που το γεννά, όσο κι αν η αιτιότητά του είναι πολλές φορές κρυμμένη.

Στο Strange darling η κοινωνική αιτιότητα είναι η λιγότερο διαφανής. Δύο νέοι συναντιούνται για περιστασιακό σεξ σε ένα μοτέλ. Ήδη αυτές οι προϋποθέσεις παραπέμπουν σε μια προϋπόθεση κοινωνικής παθογένειας. Ευκαιριακό σεξ: μεταξύ ανθρώπων άγνωστων ουσιαστικά μεταξύ τους, σε ένα μοτέλ με το ειρωνικό (ή και διακειμενικό) όνομα Γαλάζιος Άγγελος. Τα εκρηκτικά της βίας είναι διαθέσιμα εξαρχής: φόβος της κοπέλας ότι θα τη σκοτώσουν, αμηχανία για τις διαδικασίες της συνεύρεσης («Θέλεις να φασωθούμε πρώτα;»), διερεύνηση για τους τρόπους με τους οποίους θα παρέχει ο έναν στον άλλον ηδονή, σαδομαζοχιστικές τελετουργίες με το δέσιμο των χεριών με χειροπέδες, λεκτικές στρατηγικές επιφύλαξης, υπεκφυγής, ασφαλιστικές αποστάσεις έτσι ώστε η «έκθεση» απέναντι στον άλλον να μην είναι προφανής και τελεσίδικη, φόβος ανικανοποίησης και ανεπιτυχούς εκτέλεσης (το φάντασμα του διακυβευόμενου ανδρισμού, της θηλυκής ανοργασμικότητας).

Με βάση τα όσα βλέπουμε το σεξ είναι μια τεχνική που δεν λειτουργεί πάντα, όπως το δέσιμο και το σφίξιμο στον λαιμό της κοπέλας, και μπορεί να οδηγήσει σε ματαίωση, και, ως γνωστόν, η ματαίωση στο σεξ μπορεί να είναι ένας δυνητικός παράγοντας βίας. To σώμα πρέπει να πιεστεί, να σφιχτεί, μέχρι πνιγμού, μέχρι να παραχθεί ο αποπνικτικός οργασμός, οι υπαναχωρήσεις και οι δισταγμοί, ιδίως εκ μέρους του άνδρα, είναι συνεχόμενοι. Καμιά διείσδυση, λίγα φιλιά, έλλειψη αληθινού πάθους, υποτυπώδης ψυχική επαφή δύο ατόμων εγκλωβισμένων μέσα στις φαντασιώσεις μιας ηθελημένα εκτροχιαστικής δήθεν ηδονής, διατυπωμένες στο ύφος των life-syle περιοδικών. Οι νέοι είναι όμορφοι, καλοσχηματισμένοι, άτομα απρόθυμα όμως να παραχωρήσουν μιαν αδυναμία τους στον άλλον. Μέσα από το σεξ πρόκειται να αποδειχθεί μια υπεροχή ιδεολογική και στυλιστική όπως την επιτάσσουν οι κοινωνίες συμπεριφορές του 21ου αιώνα ή δεν ξέρω κι εγώ ποιας generation. Θα επιστρατευθεί η κοκαΐνη, και τελικά η βία, οι ρόλοι κυρίαρχου-κυριαρχούμενου ως αφροδισιακή επικουρία. (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γλῶσσα καὶ κοινωνία

*

Τὸ πλῆρες πρόγραμμα τῶν εκδηλώσεων ἐδῶ

~.~

Lingua nova Greca inventa… «Ἀνεκαλύφθη νέα τις γλῶσσα καλουμένη Ἑλληνική· προσέχετε ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι ὄργανον τυγχάνει μαγείας, ἀκολασίας καὶ πάσης μαγγανείας· πλήρης δὲ ἐστὶ βλασφημιῶν, καὶ οὐαὶ τῷ γινώσκοντι καὶ μίαν ἢ δύο ἐξ αὐτῆς λέξεις».

Ἱεροκήρυξ Γάλλος τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος, διδάσκων ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀκροατάς του τὰς ἀνωτέρω πληροφορίας. Καὶ τότε μὲν ἡ διδαχή του ἤχησεν εἰς τὰ ὦτα τοῦ ποιμνίου του ὡς ἐπίκαιρος νουθεσία· ἀλλὰ ποῦ νὰ ἤξευρεν, ὁ μακάριος, ὅτι ἔμελλε νὰ ἔλθῃ ποτὲ χρόνος ὁπότε καὶ προφητικήν τινα ἔννοιαν ἴσως θὰ προσελάμβανον οἱ λόγοι του.

Τότε μὲν εἰς τὸ Παρίσι εἶχεν ἀνακαλυφθῆ, ὡς φαίνεται, νέα γλῶσσα, Ἑλληνικὴ καλουμένη· σήμερον δέ, ὄχι μία, ἀλλὰ περισσότεραι ἑλληνικαὶ γλῶσσαι συγχρόνως ἔχουν ἐπινοηθῆ· ἄλλη μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸ Παρίσι, καὶ ἄλλη ἐπιδημεῖ ἐνθρονισμένη ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ὅλαι λαλούμεναι, γραφόμεναι, καὶ ἀναγινωσκόμεναι ἀνὰ Ἑλλάδα πᾶσαν καὶ τὴν ἄγλωσσον, ἠχοῦσιν ὡς «σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας». (περισσότερα…)

Όλος ο κόσμος μια σκηνή

*

— Νέλληηηη! Νέλληηηη!

Τους κοιτούσαμε, καθισμένοι εμείς στα τραπέζια μας, τρώγοντας το φαγητό μας, πίνοντας το αναψυκτικό μας, λες και ήταν ηθοποιοί εκείνοι που έπαιζαν σε ένα υπαίθριο θέατρο και εμείς θεατές που είχαμε έρθει να δούμε ένα θέαμα μετά μεσημεριανού φαγητού. Μόνο που δεν ήταν διασκεδαστικό. Δεν ήταν κατάλληλο για τόσο ευχάριστη καλοκαιρινή μέρα. Δεν ήταν κωμωδία ούτε επιθεώρηση.

— Νέλληηηη! Νέλληηηη! φώναζαν με τρόπο σπαρακτικό και καταλάβαμε ότι είχαν χάσει το παιδί τους.

Ήμασταν σε μια μικρή πλατεία απ’ την οποία ξεκινούσαν πέντε δρόμοι: οι δυο οδηγούσαν στη λεωφόρο με τα αυτοκίνητα και την κίνηση, οι άλλοι τρεις προς την παλιά πόλη που ήταν όλη πεζοδρομημένη αλλά γεμάτη με κόσμο, κυρίως με τουρίστες αλλά και ντόπιους που είχαν έρθει να ψωνίσουν στη λαϊκή.

Ήρθε ο πατέρας με αγωνία και ελπίδα να μας ρωτήσει έναν-έναν στα τραπέζια των διαφόρων εστιατορίων αν είχαμε δει ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών με ξανθά μαλλιά, ροζ μπλουζάκι και τζην βερμούδα και ένας-ένας οι θεατές του απαντήσαμε όχι αλλά αν τη βλέπαμε θα την κρατούσαμε κοντά μας τη Νέλλη μέχρι να έρθει ο ίδιος ή η γυναίκα του να την ζητήσουν.

Έφυγε ο άνθρωπος αναψοκοκκινισμένος, με τον φόβο και την ενοχή στο βλέμμα του. Με τον φόβο ότι μπορεί ποτέ να μην ξανάβλεπε το παιδί του που ίσως το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο ή το είχε αρπάξει κάποιος με κακούς σκοπούς. Με την ενοχή ότι δεν είχε υπάρξει αρκετά προσεκτικός και την είχε χάσει τη μικρή από τα μάτια του. (περισσότερα…)

Τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα [1/3]

*

Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Αυτά ήταν τα θέματα που τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση για τη «Σκέψη στην Ελλάδα σήμερα» που διεξήχθη στις 16 Ιουλίου στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις εφετινές «Νύχτες του Ιουλίου». Εισηγητές ήταν ο Κώστας Ανδρουλιδάκης, ο Σωτήρης Γουνελάς και η Ιωάννα Τσιβάκου και συντονιστής της συζήτησης ο Κώστας Κουτσουρέλης. Την εισήγηση του Κ. Ανδρουλιδάκη που δημοσιεύουμε παρακάτω, θα ακολουθήσουν προσεχώς οι ομιλίες των άλλων δύο συνεισηγητών.   —  ΝΠ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ 

Υπάρχει ένα είδος πολυάσχολων στη Ρώμη, που τρέχουν
εδώ κι εκεί καταϊδρωμένοι, έχουν σαν ασχολία τους
την απραξία, ασθμαίνουν χωρίς λόγο, κι ενώ κάνουν
πολλά δεν κάνουν τίποτα.
ΦΑΙΔΡΟΣ, Ανέκδοτα κατά τον τρόπο του Αισώπου  [1]
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε
— ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»

Τα ερωτήματα που τέθηκαν ως αφετηρία για τη συζήτησή μας είναι: Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών επιστημών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Το θέμα μας ταυτίζεται ουσιαστικά με το θέμα της πνευματικής κατάστασης της χώρας μας στην εποχή μας – ένα πραγματικά τεράστιο πλέγμα θεμάτων, το οποίο έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους πνευματικούς ανθρώπους και που εδώ μόλις μπορούμε να θίξουμε.[2] Επειδή τα θέματα τούτα είναι βέβαια μεγάλα και σύνθετα, θεώρησα σκόπιμο να τα ξεχωρίσω στα ακόλουθα ειδικότερα ερωτήματα.

1) Υπάρχει στοχασμός στη σημερινή Ελλάδα;   

Ο Κώστας Αξελός, στο νεανικό βιβλίο του Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας (1954), θεωρεί ότι: «Η σύγχρονη Ελλάδα δεν απέκτησε σκέψη· κι ακόμη περισσότερο της λείπει μια πολύ αρθρωμένη γλώσσα».[3] Με τη λέξη «σκέψη», ο Αξελός εννοεί κυρίως: φιλοσοφία πρωτογενή και συστηματική, και δεν έχει άδικο. Εδώ πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στη συστηματική φιλοσοφία και στον στοχασμό ή τη σκέψη με μιαν ευρύτερη (ουσιαστική) έννοια, όπως εκφράζεται λ.χ. στο δοκίμιο, στη λογοτεχνία, στο θέατρο και αλλού. Αλλά τι εννοούμε με τις λέξεις «σκέψη» και «στοχασμός»; Με επίγνωση ότι το θέμα είναι σύνθετο, θα πρότεινα: η έλλογη θέση ερωτημάτων και η προσπάθεια αναζήτησης απαντήσεων σε ζητήματα και προβλήματα που υπερβαίνουν την ικανοποίηση των αμέσων βιοτικών και πρακτικών αναγκών του ανθρώπου· που υπερβαίνουν τα φυσικά ένστικτα και τις αισθήσεις. Σύμφωνα με την κλασική διατύπωση του Καντ:

«Ο Λόγος μέσα σ’ ένα πλάσμα είναι η ικανότητα να επεκτείνει τους κανόνες και τις προθέσεις της χρήσης όλων των δυνάμεών του πολύ πέρα από [το σημείο που φτάνει] το φυσικό ένστικτο, και δεν γνωρίζει όρια στις απόπειρές του. Αλλά ο ίδιος δεν ενεργεί ενστιγματικά· χρειάζεται δοκιμές, άσκηση και διδαχή, για να προχωρεί σιγά-σιγά από τη μια βαθμίδα της νόησης στην άλλη».[4] (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Νεκρὸς ταξιδιώτης

Ἔργο τοῦ Χρήστου Μποκόρου (2024)

*

ΟΤΑΝ ΕΥΡΕΘΗ Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ, ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ Κοιμητηρίου, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μεγάλην Ἄμμον κ᾿ εἰς τὸν Ταρσανάν, ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, ἢ μᾶλλον νὰ κρυφθῇ ὀπίσω ἀπὸ τὸ γεῖτον βουνὸν ἀντικρύ. Τότε αἱ ἀρχαὶ τοῦ τόπου ―ὁ Εἰρηνοδίκης τοῦ πάλαι ποτὲ εἰρηνοδικείου, κι ὁ Νωματάρχης ὁ ἀστυνομεύων― ἀπεφάνθησαν ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνῃ ὁλονυχτὶς ἄταφος, ἐπειδὴ ἦτο ἀνάγκη νὰ τὸν σχίσουν οἱ γιατροί, διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἂν ἦτον πνιγμένος ἢ δὲν ἦτον.

Κ᾿ ἦτον καλῆς ψυχῆς ἄνθρωπος, ὁ συχωρεμένος ὁ Κώστας τοῦ Σταματάκη. Φαίνεται, εἶχε τάξει εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ ταφῇ εἰς τὸ χῶμα τῆς μικρᾶς νήσου του ―ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν θαλασσόπληκτον βράχον, ὅπου τὰ κύματα φαίνονται νὰ τραγουδοῦν μυστηριῶδες νανούρισμα εἰς τοὺς νεκρούς― κ᾿ ἡ Παναγία ἡ Κ᾿νιστριώτισσα τοῦ παρεχώρησε τὸ ταπεινὸν αἴτημα, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἔπλευσε ναυαγὸς εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἀπέδωκε τὴν ἁπλοϊκὴν ψυχήν του πελαγωμένος εἰς τὴν πάλην μὲ τὸν Χάρον τὸν θαλάσσιον, δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀντικρύζῃ τὸν ἔρημον ναΐσκον της πέραν, εἰς τὸ δυτικὸν πλάγι τοῦ χαριτωμένου νησιοῦ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἀγνάντευε, κ᾿ ἐκεῖ ἦτον προσκολλημένος ὁ πόθος του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς του. Κ᾿ ἐκεῖ ἄσπριζεν ἀκόμη τὸ παλαιὸν ἔρημον μοναστηράκι, προκῦπτον μέσα ἀπὸ βαθεῖαν χλόην ἀνάμεσα εἰς τὰς πίτυς καὶ τὰς καστανέας, ὀλίγον ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν ὡραίαν θαλασσίαν ἀγκάλην τοῦ Ἀσέληνου, ὅπου ἐβασίλευε γλυκὰ σιγὰ ὁ ἥλιος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον τὰ χρυσᾶ καὶ στίλβοντα στολίδια του μέσα εἰς τὸν θησαυρόν του.

Κι ὅταν ἡ μικρὰ καμπάνα ἐκάλει τοὺς ἀγροίκους βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ εἰς τὴν προσευχήν ―οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπήγαιναν, ἀλλ᾿ ἴσως νὰ ἔκαναν μακρόθεν ἕνα σταυρόν, ἂν ἤξευραν ἀκόμη νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους― κ᾿ ἐδιάβαζεν ὁ πάτερ Ἐφραὶμ ὁ πνευματικὸς τὸν Ἑσπερινόν, μαζὶ μὲ τὸν Μιχαίαν τὸν ὑποτακτικόν του, κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια ὁ γέρων ἕως τὴν βρύσιν, διὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ καὶ ἅπαξ ἀκόμη τὴν γλυκεῖαν μελαγχολίαν τῆς μοναξιᾶς μέσα εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν αὐτὸς εἶχεν ὀνομάσει «γωνίαν τοῦ Παραδείσου». Καὶ τῆς βρύσης τὸ μάρμαρον, τὸν κρουνὸν καὶ τὴν λεκάνην, τὰ εἶχε φάγει τὸ νερόν. Καὶ μόλις ἠμποροῦσε νὰ διαβάσῃ τις, μισοσβησμένους, τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους, τοὺς ὁποίους εἶχε γράψει ποτὲ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς πηγῆς, ὁ διάσημος ἀσκητής, ὁ ἀββᾶς Διονύσιος: «Χεῖρας, πρόσωπα καὶ πόδας νίπτων ἁβρῶς, ὁμοῦ δὲ καὶ διαυγὲς νῦν ὕδωρ πίνων, τῆς καλλιρρείθρου τῆσδε τῆς κρήνης, ξένε, ψυχῆς τότε μνήσθητι Διονυσίου». (περισσότερα…)

«Αχ! Χρόνε-Κρόνε-δολοφόνε»: Θωμάς Π. Λαλαπάνος (1903-1989)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Κι ο μύθος δεν τελειώνει.
Μια θάλασσα μας νανουρίζει τ’ όνειρο
και μια στεριά την περιπέτεια.
ΘΩΜΑΣ Π. ΛΑΛΑΠΑΝΟΣ
«Αργώ», Χρυσά κύπελλα, 1967

Ένας χρόνος πέρασε από το πολύνεκρο ναυάγιο του προσφυγικού σκάφος ανοιχτά της Πύλου και διαβάζω για ένα άλλο: αυτό του πλοίου «Χειμάρρα», επιβατηγού με την αρχική ονομασία “Hertha”, το οποίο δόθηκε στην Ελλάδα από την βρετανική κυβέρνηση στο πλαίσιο των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, μιαν άλλην εποχή με κρύο, ημέρα Κυριακή 19 Γενάρη του 1947, και όπου πνίγηκαν 383 άνθρωποι, γεγονός που επικυρώνει το ψευδές της εισαγωγής του ποιητή «βγάζει ασημί η θάλασσα κι ο έρωτας χρυσάφι».

Το πρωί της προηγούμενης μέρας, στις 8.30 π.μ., το 42 ετών σκαρί, απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά. Ο πλοίαρχος Σπύρος Π. Μπιλίνης εξαιτίας της κακοκαιρίας, αποφάσισε να μην ανοιχτεί στο Αιγαίο αλλά να πλεύσει δυτικά της Ευβοίας, περνώντας από την Χαλκίδα και τον Ευβοϊκό κόλπο, εκεί όπου το συγκλόνισε τρομερή έκρηξη. Η πρώτη υποψία ήταν ότι έπεσε πάνω σε νάρκη, σύνηθες φαινόμενο εκείνον τον –μετά τον Πόλεμο– καιρό.

Ο Τύπος, επηρεασμένος από το εμφυλιακό κλίμα, την επομένη του ναυαγίου επικαλέστηκε σαμποτάζ αναρχικών και κομμουνιστών –στο πλοίο επέβαιναν 34 εξόριστοι πολιτικοί κρατούμενοι–, η εφημερίδα Εστία έγραψε ότι «οι κομμουνισταί είχαν κάθε λόγον να εξαφανίσουν μεταφερομένους συμμορίτας διά να λείψουν αι αναμφισβήτητοι αποδείξεις περί της αναρχοκομμουνιστικής δράσεως», οι γνώμες έδιναν κι έπαιρναν. Τελικά το πόρισμα από τις ανακρίσεις που διενήργησε η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων, κατέληξε πως το πλοίο δεν κινούνταν επί της ορθής πορείας, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη βραχονησίδα Γάιδαρο και να προκληθεί ρήγμα. (περισσότερα…)

Ἐλευθερία ἢ λογοτεχνία

*

του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Κάπου ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν γράφει ὅτι εἶναι παράδοξο τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ Βυζάντιο εἶχαν ἀναγέννηση ἐνῶ το κράτος κατέρεε. Ὁ Τόινμπι ἀργότερα ἔδωσε τὴν ἑρμηνεία ὅτι αὐτὸ ἀποδεικνύει πὼς τὸ βυζαντινὸ κράτος ἦταν βραχνὰς γιὰ τοὺς Ἕλληνες: Μόνο ὅσο «ἀπελευθερώνονταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο», ἀναπτύσσονταν λογοτεχνικὰ καὶ καλλιτεχνικά. Πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἀναγέννηση ἢ τοῦ ὅρου Οὐμανισμὸς εἶναι παρακινδυνευμένη γιὰ τὸ Βυζάντιο (παντοῦ ἀνακαλύπτουν —φιλοβυζαντινοὶ Ἕλληνες καὶ ξένοι βυζαντινολόγοι— Ἀναγεννήσεις καὶ Οὐμανισμούς, μὴν τυχὸν ξαναχαρακτηρίσουν σκοταδιστικὸ οἱ αἰώνιοι γιββωνιστὲς τὸ Βυζάντιο), οἱ ἀντιλήψεις τῶν δύο Ἄγγλων προϋποθέτουν ὅτι ἡ λογοτεχνία καὶ τὰ γράμματα εἶναι τὸ ὕψιστο κριτήριο γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἀκμὴ ἢ παρακμὴ μιᾶς κοινωνίας. Κι ὁ Κοραῆς ἀπέδιδε στὴν ἔλλειψη ἐπαρκοῦς παιδείας τὴν ὀθωμανικὴ προέλαση: Λὲς καὶ οἱ Ὀθωμανοὶ τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰ. ἦταν μορφωμένοι.

Μπορεί κανεὶς νὰ κάνει μιὰ ἀναδρομὴ στὴν ἑνετοκρατούμενη Κρήτη: Τὰ περισσότερα καὶ πιὸ σπουδαῖα ἔργα της γράφτηκαν ἀφότου ἔπαυσαν, μετὰ τὴν Ἅλωση, οἱ ἐπαναστάσεις τῶν Κρητικῶν κατὰ τῶν Βενετῶν. Ἐνδεικτικά: Ἐρωτόκριτος (17ος αἰ.), Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (17ος αἰ.), Ἐρωφίλη (1595). Τὸ ἴδιο καὶ ἀλλοῦ.

Ἡ ἀποδοχὴ τῆς δουλείας, ἡ παραίτηση, τὸ νὰ «καταλάβεις» ὅτι εἶναι μάταιο νὰ θὲς πολιτικὴ ἐλευθερία, καὶ νὰ ἀποσυρθεῖς στὸν κόσμο τῆς φαντασίας, εἶχε ἀποτέλεσμα τὴν ἐντονότερη ἐνασχόληση τῶν Κρητικῶν μὲ τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, ἀφοῦ δὲν ἀπέμενε τίποτε ἄλλο πιά -σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Δύση ὅπου ἡ ἐνασχόληση αὐτὴ ἐντάθηκε μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐνδυνάμωση τοῦ (ἐθνικοῦ) νεοτερικοῦ κράτους. Ἡ ἀνατρεπτικότητα τῶν ἀντισυμβατικῶν Γάλλων συγγραφέων καὶ καλλιτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. δὲν ροκάνιζε τὸ ἐθνικὸ μεγαλεῖο τῆς Γαλλίας, τὸν «ἐθνικισμό» της, ἀκόμη κι ἂν αὐτοὶ ποθοῦσαν αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀντιθέτως τῆς προσέδιδε παγκοσμίως ἀκόμη μεγαλύτερη αἴγλη, ἀντιεξουσιαστική, αὐτὴ τὴ φορά, ἐπαναστατικὴ κ.λπ. Ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα, συνέβη τὸ ἀντίθετο — ὅπως στὰ περισσότερα μικρὰ κράτη μὲ διανοούμενους ποὺ «πνίγονται». (περισσότερα…)

Αφροδίτη της Μήλου

*

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ως την περιστρεφόμενη είσοδο του ξενοδοχείου
με κόπο, θέλει κόπο να σηκώνεις μια βαλίτσα με ροδάκια για δεκατέσσερα σκαλοπάτια
ενώ κρέμεται απ’ τον άλλο σου ώμο η τσάντα
τα γυαλιά ηλίου είχαν γλιστρήσει ως κάτω στη μύτη
αλλά δεν είχα χέρια να τ’ ανεβάσω
Δίπλα μου ένα σωρό άντρες μ’ άδεια χέρια ανέβαιναν και κατέβαιναν
βιαστικοί, χασομέρηδες, μιλώντας στο κινητό, χωρίς κινητό, αγνοώντας με, ρίχνοντάς μου ματιές

Στο δωμάτιο πήρα τηλέφωνο αμέσως την κόρη μου
ήταν καλά, μου μίλησε κοφτά ήταν με την κοπέλα της και το αδερφό της τελευταίας
μου μίλησε κοφτά γιατί είμαι η Μαρία Αντουανέττα που τα πλησιάζω πάντα γλυκερά μ’ έναν δίσκο γεμάτο παντεσπάνι
ενώ τούτες τις μέρες αυτά υπογράφουν μεταξύ τους συναινέσεις για σεξουαλική συνεύρεση
πίνοντας νερό, τρώγοντας βιολογικά τοματάκια κι αλείφοντας τις παλάμες τους κόλλα

Άνοιξα τη βαλίτσα κι έβγαλα πρώτο πράγμα το εισιτήριο του μουσείου
καθρέφτη κρατούσε ή ασπίδα ή τίποτα απλώς – και ποιον κοιτούσε;

Δεν μπόρεσα να μπω
Κάτι νεαρά είχαν κολληθεί στην είσοδο γιατί οι αρχαίοι ήταν δουλοκτήτες
Ένας ομήλικος είχε αναψοκοκκινίσει
Είναι καλύτεροί μας, έλεγε,
και βγήκε απ’ την ουρά
Τα κολλημένα στο δάπεδο παιδιά
Οι υπογραμμένες συναινέσεις
Τα βιολογικά τοματάκια

Ήθελα μόνο να τη δω
Δε μ’ ένοιαζε αν κρατούσε καθρέφτη ή ασπίδα ή τίποτα
Η ελαφριά καμπύλη της θηλυκής γυναικείας κοιλιάς της προς τα μέσα λίγο πάνω απ’ τον αφαλό
Μα – ποιον κοιτούσε;

Κατέβηκα κοπανώντας τη βαλίτσα μου στα σκαλιά ως το ταξί που περίμενε στο δρόμο
Δεν τηλεφώνησα πρώτα στην κόρη μου
Ούτε που πρόσεχα τους άντρες με τ’ άδεια χέρια που με προσπερνούσαν
Μισούσα μόνο
Την κόλλα στις τρομακτικές, νεανικές, ανέραστες παλάμες

Ποιον κοιτούσε;

ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

 

*

 

 

Θεσσαλονίκη: Ρωμαϊκὸ καὶ παλαιοχριστιανικὸ παρελθόν

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια:  Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Οἱ πολλοὶ ἔρχονται στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ δοῦνε τὴν Ἔκθεση.[1] Οἱ λίγοι γιὰ νὰ δοῦνε τὰ μνημεῖα.[2]

Χτισμένη στὰ 315 π.Χ. ἀπὸ τὸ βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας τὸν Κάσσανδρο, ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας του κι ἀδερφῆς τοῦ Μεγαλέξαντρου, πέρασε στοὺς εἰκοσιτρεῖς αἰῶνες τῆς ζωῆς της ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ὅλες τὶς περιπέτειες τοῦ Ἔθνους. Πόλη τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῆς Μακεδονίας. Πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς ὁμώνυμης ἐπαρχίας. «Εὐανδροῦσα»[3] μεγάπολη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τότε εἶναι ποὺ βρίσκεται στὴ μεγαλύτερη ἀκμή της. Κέντρο πολιτικῆς, στρατιωτικῆς καὶ πολιτιστικῆς σημασίας δέχεται τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβαροσλάβων, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Σέρβων, κυριεύεται προσωρινὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τοὺς Νορμανδοὺς καὶ τοὺς λατίνους Σταυροφόρους,  γιὰ νὰ μπεῖ τὸ 1430, ἀκολουθώντας τὴ μοίρα ὁλάκερου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὴ μακρόχρονη τουρκικὴ σκλαβιά, ἀπ’ ὅπου δὲ θὰ λυτρωθεῖ παρὰ μόλις τὸ 1912.

Μιὰ τέτοια πολυκύμαντη ἱστορία εἶναι φυσικὸ νά ’χει ἀφήσει βαθιὰ τὰ χνάρια της στὴ Θεσσαλονίκη. Μνημεῖα, κατάλοιπα ὅλων τῶν ἱστορικῶν περιόδων της, εἶναι σκόρπια σ’ ὁλάκερη τὴν πολιτεία.

Κάτι παράξενο νιώθεις σὰν ἀφήνεις τὸν πολύχρωμο καὶ πολύβουο κόσμο τῆς σύγχρονης Θεσσαλονίκης καὶ τῆς Ἔκθεσης καὶ πλησιάζεις τὴ σιωπὴ τοῦ μνημείου.

Σὰ νὰ παθαίνεις σιγά-σιγὰ μιὰν ἀποτοξίνωση ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς μπίζνες καὶ νὰ ὑψώνεσαι σὲ μιὰ σφαίρα ἀνώτερη. Ἀποχτᾶς μιὰ καινούργια ὅραση. Βλέπεις τὰ πάντα μέσ’ ἀπὸ τὰ κρύσταλλα τῆς Ἱστορίας. Ἡ σιωπὴ αἰώνων στάζει λίγη-λίγη μέσα σου καὶ σὲ μεταμορφώνει. (περισσότερα…)

Αθηναϊκά μικροδράματα. Δοκίμιο για την νεοελληνική αλληλομαχία

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Καλοκαίρι, Αθήνα, είκοσι μέτρα κάτω απ’ τη γη. Σταθμός Αμπελοκήπων, ώρα αιχμής. Αλαφιασμένη κυρία φορτωμένη με κάθε λογής τσάντες αγωνίζεται να τρυπώσει στο βαγόνι. Ο αγώνας είναι άνισος, το πλήθος που στέκει εμπρός της πυκνό και απρόθυμο να την διευκολύνει. Η κυρία ιδρώνει προσπαθώντας να ισορροπήσει ακροβατικά στο κατώφλι της εισόδου, μετέωρη σχεδόν πάνω στην κόψη συρμού και αποβάθρας. Με ώμους, πλάτη, γοφούς, περιφέροντας τα ογκηρά υπάρχοντά της πιέζει την αδρανή σάρκινη μάζα πίσω της σε μια απόπειρα να κερδίζει τα ζωτικά εκατοστά που θα της επιτρέψουν να μείνει. Μάταια. Η αναδιευθέτηση, η νέα μοιρασιά των λίγων εκείνων τετραγωνικών αμέσως μετά τις πόρτες, αποδεικνύεται τελικά πολύ φιλόδοξο αίτημα. Η κυρία εγκαταλείπει την προσπάθεια. Ζαλωμένη τα ψώνια της, με τη γλώσσα στο στόμα, αναζητά άλλη είσοδο, άλλο βαγόνι, ολιγάνθρωπο.

Κι όμως, λίγα μόλις εκατοστά δεξιά και αριστερά του χώρου των ορθίων, στους διαδρόμους εμπρός στα καθίσματα, στο φυσερό που συνδέει τα βαγόνια, ο κόσμος δεν είναι τόσο πολύς. Μ’ ένα απλό βήμα ενός μέτρου, ένα ήπιο γλίστρημα του στοιβαγμένου χορού προς τα έσω, ο τόπος που μπορεί να εξοικονομηθεί για τους όψιμους επιβάτες, και τους πιο φορτωμένους ακόμη, θα ήταν αρκετός. Ωστόσο, αυτό το απλό βηματάκι κανείς δεν το κάνει. Ιδίως οι ακροβολισμένοι στις πόρτες είναι διατεθειμένοι να στριμωχτούν ώς εκεί που δεν παίρνει καλύτερα, παρά να θυσιάσουν την εγγύτητά τους στην έξοδο.

Τα ενδότερα του συρμού μοιάζει για όλους να είναι πεδίο ανεπιθύμητο. Εμπρός στους καινουργιοφερμένους οι «παλιοί» αντιδρούν σαν άτυποι σύμμαχοι, στυλώνουν τα πόδια, προτάσσουν τα στήθη σαν να λένε «Ε λοιπόν όχι, δεν το κουνάω από δω!» Νo pasarán! Οι πιο πίσω κάνουν ότι δεν κοιτούν, ότι η μάχη μπροστά δεν τους αφορά. Με τον τρόπο τους όμως περνούν το μήνυμα στους ακρίτες: κράτα τη θέση σου, μείνε όπου είσαι, αν εσύ υποχωρήσεις, μη νομίζεις ότι θα κερδίσεις σε βάρος μας τις σπιθαμές που σπατάλησες αλλού. (περισσότερα…)

Η Όλγα

*

1

Υπήρξαν γυναίκες που δεν άφησαν κανένα αποτύπωμα στη μνήμη μου και κατά πάσα πιθανότητα ούτε κι εγώ στη δική τους. Υπήρξαν και κάποιες που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους μέσα μου, γυναίκες που τις θυμάμαι με τρυφερότητα και νοσταλγία. Ανάμεσά τους η Όλγα, πρόσωπο αγαπημένο και αλησμόνητο.

Τη γνώρισα πριν από χρόνια, την εποχή που δούλευα στο καρνάγιο. Ήταν χορεύτρια – έτσι δήλωνε η ίδια – στο στριπτιζάδικο της παραλιακής που εκείνα τα χρόνια ήταν στις δόξες του.

Την πρώτη φορά που μιλήσαμε νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Εκείνη με σταμάτησε την ώρα που γύριζα στο σπίτι από μια ακόμα δύσκολη βάρδια στο καρνάγιο. Ήμουν βρώμικος, σκονισμένος, με ρούχα διαλυμένα και με τη μέση μου σακατεμένη από τα βάρη και τις συνθήκες της δουλειάς. Ένοιωθα άσχημα με τον εαυτό μου, με την εικόνα μου, με τη ζωή μου γενικότερα. Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τον χωρισμό μου και το παιδί το έβλεπα μια φορά το μήνα. Οικονομικά ήμουν σε οριακή κατάσταση και με εννιακόσια ευρώ μηνιάτικο μόλις που τα έβγαζα πέρα. Είχα ξεχάσει τον έρωτα και το σεξ και το σενάριο μιας σχέσης σπάνια το σκεφτόμουν. Μοναδική πηγή ανακούφισης εκείνα τα χρόνια ήταν τα βιβλία, το διάβασμα και τα ημερολόγια που έγραφα – μια θεραπεία που με κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας από την τελική χειρονομία.

Εκείνο το καλοκαιριάτικο βράδυ που βρέθηκα με την Όλγα στο παραλιακό ταβερνάκι (εκείνη με προσκάλεσε) αναρωτιόμουν τι μπορούσε να θέλει μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα από μένα – έμοιαζε με μοντέλο στο πρόσωπο και στο σώμα. Ισχυρίστηκε ότι ήθελε να με γνωρίσει από καιρό. Μου είπε ότι ερχόταν τα απογεύματα στην παραλία δίπλα στο καρνάγιο πότε μόνη της και πότε με μια φίλη της. Με έβλεπε που τάιζα τα σκυλιά που ήταν φύλακες του χώρου. Μου είπε ότι της άρεσε πολύ ο τρόπος που τα φρόντιζα και τα χάιδευα. Μου είπε ακόμα ότι της άρεσε το πάνω μέρος του σώματός μου – λόγω της ζέστης έβγαζα το μπλουζάκι όταν έκανα τις βαριές δουλειές. (περισσότερα…)

Η σιωπή της Ταμάρ

*

Η σιωπή της Ταμάρ

— Πήγα να του παρασταθώ και βγήκα ατιμασμένη!
— Τί θέλεις τώρα, σκάνδαλο; Και τί θα πούν οι ξένοι;

— Για πές μου εσύ τί σκέφτεσαι. Του ανήκω; Δέν του ανήκω;
— Στην οικογένεια είναι κι αυτός. Ξέρεις καλά: τὰ ἐν οἴκῳ…

— Κι άν δέν σωπάσω, Αβεσσαλώμ; Κι άν πώ τί μού ’χει κάνει;
— Θα κάνουμε όλοι τους κουφούς. Πρώτος εγώ θ’ αρχίσω.

Λέξη δέν είπε πιά η Ταμάρ. Κι απ’ τη σιωπή-της βγήκε
το βούκινο που σάλπισε για του στραβού το δίκιο,

του στρατηγού η κατεργαριά, του ζήτουλα η κατάρα,
του ξαφνιασμένου μουλαριού η ξαλάφρωτη πηλάλα

κι αυτή η κραυγή στης Μαχανάιμ το αδιάφορο κονάκι:
— Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! Παιδί μου, γύρνα πίσω!

Βασιλειών Β΄ 13,1-19,9
~.~

Οὐαί, ἀδελφέ

Τί σ’ έβγαλε απ’ το δρόμο-μου; Δέν ήταν το πεσκέσι
που ο κουλοχέρης σού ’ταζε με τόση απλοχεριά,
με τόσα καλοπιάσματα. («Σ’ αρέσει. Δέ σ’ αρέσει;»)
Μα του προφήτη απ’ τη Βαιθήλ, του γέρο-ψευταρά

το γαϊδουράκι, το ανοιχτό φλασκί, το παραμύθι.
— Καλώς τον μουσαφίρη-μας! – Πώς απο ’δώ, αδελφέ;
— Στην πόλη δέ σε πρόλαβα. – Βιαζόμουν. Ο Γιαχβέ,
το ξέρεις, είναι σίφουνας κι εγώ ενα σαμιαμίθι. (περισσότερα…)