Month: Φεβρουαρίου 2024

Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Η υπογραφή του Νικήτα στο τέμπλο των Αγίων Θεοδώρων της Καφιόνας.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #7
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

 Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Οι καλλιτέχνες στο Βυζάντιο καλύπτονταν από μία γενική ανωνυμία, καθώς υπέγραφαν τα έργα τους πάρα πολύ σπάνια. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται κατά βάσιν στο γεγονός ότι η τέχνη τους –πρωτίστως η ζωγραφική– ήταν θρησκευτική και η άσκησή της αποτελούσε μια συνάντηση με το θείον, που συνεπαγόταν ταπείνωση και εκμηδένιση του “εγώ”. Στην ανωνυμία συνέτεινε επιπλέον η χαμηλή κοινωνική τους θέση, αφού λογίζονταν ως τεχνίτες και όχι ως καλλιτέχνες με την περιωπή που απολαμβάνει σήμερα η συγκεκριμένη ιδιότητα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που ξέφυγαν από τον παραπάνω κανόνα και απέκτησαν προσωπική φήμη, ή υπέγραφαν τα έργα τους. (περισσότερα…)

Ανεμόεσσα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Στρατόκαυλοι όλων των χωρών, γαμηθείτε!

Όταν πήρα το απολυτήριο – επιτέλους – με ρώτησε ο διοικητής πώς πέρασα στον στρατό. Γύρισε το μάτι μου ανάποδα, βράχνιασε η φωνή μου καθώς απάνταγα:

«Ντρέπομαι που είμαι Έλληνας! Καταντήσατε την σημαία μουνόπανο! Αν γινόταν πόλεμος, δεν θα πυροβολούσα τους εχθρούς αλλά τους αξιωματικούς μου!»

Αυτός χαμογέλασε με κατανόηση και είπε:

«Η Ελλάδα δεν είμαστε εμείς, παιδί μου! Είναι η μάνα σου, το σπίτι σου, το αλώνι του χωριού σου που έπαιζες μικρός».

~.~

Απ’ το Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων Κορίνθου, έφτασα στην Λήμνο στις δεκατρείς Γενάρη. Γρουσούζικη μέρα. Χαράματα, με χιονόνερο. Ύστερα από είκοσι τρεις ώρες ταξίδι, πιάσαμε λιμάνι. Πάνωθέ μας ο φαλακρός λόφος με το κάστρο της Μύρινας. Ένα μέρος απόκοσμο και ηφαιστειογενές. Λήμνος: η αρχαία Πυρόεσσα ή Ανεμόεσσα ή Αιθάλεια ή Δίπολις ή Σταλημένη ή Αμπελόεσσα ή Σιντηίς ή Υψιπύλεια ή Κρανίου Τόπος, όπως θα ταίριαζε στην περίπτωσή μας.

Οι φήμες οργίαζαν για το διαολόνησο: τάγματα ανεπιθύμητων, άτεγκτοι αξιωματικοί, αυτοκτονίες στην σκοπιά, κόψιμο φλεβών με ξιφολόγχη, αναβολές και τρελόχαρτα…

Τα στρατιωτικά φορτηγά – τα ονομαζόμενα REO – περίμεναν στην σειρά σαν χακί νεκροφόρες, να μεταφέρουν τα σκοτωμένα απ’ την κούραση και την αϋπνία κορμιά μας. Αφού μας χωρίσανε σαν πρόβατα, μέσα σε φωνές, σφυρίγματα και βρισιές, μας τσουβάλιασαν στις καρότσες κι αρχινήσαμε ν’ ανηφορίζουμε…

Κάποτε, φτάσαμε στην σφηκοφωλιά του στρατοπέδου. Ένα κοπάδι γλάρων τσακώνονταν μ’ ένα τσούρμο κοράκια για το ποιο θα πρωτοφάει απ’ τα σκουπίδια. Ο αέρας σ’ έπαιρνε και σε σήκωνε, κατέβαζε απ’ το βουνό μεγάλες μπάλες από ξεριζωμένα αγκάθια και τις έπαιζε κλοτσοσκούφι. Δεν λεγόταν τυχαία η Λήμνος αρχαιόθεν Ανεμόεσσα, ούτε βγήκε στον βρόντο ο αστεϊσμός πως το ψηλότερο δέντρο της είναι το ραδίκι. (περισσότερα…)

Θρύλοι μιας άλλοτε ζωής

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 02:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Γεώργιος Σεφεριάδης και Μαρία Καλογεροπούλου, θρύλοι μιας άλλοτε ζωής. Λονδίνο, Royal Albert Hall, 27 Φεβρουαρίου 1962.* Ο πρώτος υπηρετούσε τους τελευταίους μήνες της πρεσβευτικής θητείας του στην αγγλική πρωτεύουσα, η δεύτερη έχει έρθει για μια εμφάνιση στο φημισμένο συναυλιακό θέατρο. Τη συνάντησή τους μετά την παράσταση, ο ποιητής δεν τη μνημονεύει στις Μέρες, ίσως δεν ειπώθηκε και τίποτε αξιομνημόνευτο αναμεταξύ τους. «Τραγούδησε, μικρή Αφροδίτη, τραγούδησε…»

(Σημειώσεις, ίσως, για ένα ποίημα.)

*Για την ακριβή χρονολόγηση της φωτογραφίας, ευχαριστώ τον Αλέξανδρο Δαμίγο.

~.~

Η αδιάλειπτη ακτινοβολία του Κωστή Παλαμά (σαν σήμερα πέθανε, στις 27.2.1943) για κάποιο δυσπροσδιόριστο λόγο φαίνεται να ενοχλεί κάμποσους στο ποιητικό μας σινάφι.
«Ποιοι διαβάζουν σήμερα Παλαμά;» ρωτούν και ξαναρωτούν. Στο ερώτημα αυτό προσωπικά έχω επανειλημμένα απαντήσει, αλλά δεν πειράζει, επανάληψις μήτηρ μαθήσεως. Ας (ξανα)δούμε λίγο τα νούμερα.

Η ανθολογία Κασίνη βγήκε τον Δεκέμβρη του 2004. Ώς το 2011 είχαν κυκλοφορήσει άλλες έξι ανατυπώσεις της (έχω την 7η εκτύπωση) και ακολούθησαν κι άλλες (ώς το 2017 τουλάχιστον, κατά τα αναγραφόμενα στην ιστοσελίδα του Πατάκη). Η κλασσική ανθολογία Κατσίμπαλη-Καραντώνη (πρώτη έκδοση 1973), μόνο από το 1994 και εντεύθεν έχει ανατυπωθεί τουλάχιστον 10 φορές από την Εστία. Η ίδια ανθολογία (σε επιτομή) κυκλοφόρησε το 2014 από την Καθημερινή – οι προσφορές της εφημερίδας συνήθως τυπώνονται σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα.

Σε αυτές πρέπει να προστεθούν: η Ανθολογία Λάγιου (Ερμής, 2001), η Ανθολογία του Κ. Χατζηαντωνίου (Κέδρος, 2018), οι έντεκα τόμοι των παλαμικών ποιημάτων στη σειρά των νέων Απάντων (Ίδρυμα Παλαμά, 2018-2021), η ερωτική ανθολογία Βουτουρή (Μελάνι, 2018), τουλάχιστον άλλες δύο ανθολογίες (ΑΛΔΕ 2017, Ενάλιος 2013) και καμιά 15αριά νέες εκδόσεις μεμονωμένων συλλογών του ποιητή.

Τα Σατιρικά γυμνάσματα και μόνον κυκλοφόρησαν σε 2 (εξαντλητικά σχολιασμένες!) εκδόσεις την τελευταία δεκαετία (Μερακλή και Κοκόλη), ο Δωδεκάλογος κυκλοφόρησε σε 5 διαφορετικές αυτοτελείς νέες εκδόσεις μετά το 2014, κ.ο.κ., κ.ο.κ. Ιδίως μετά την απελευθέρωση των δικαιωμάτων του έργου του το 2013, ο Παλαμάς ζει κανονική εκδοτική αναγέννηση: κοντά 50 διαφορετικές εκδόσεις μετράει η Βιβλιονέτ, σχεδόν 5 νέες τον χρόνο, χώρια οι ανατυπώσεις! Για πόσους άλλους Έλληνες συγγραφείς μπορούμε να πούμε κάτι παρόμοιο;

Ώστε ότι διαβάζουν σήμερα κάποιοι (πολλοί!) τον Παλαμά είναι εντελώς αδιαμφισβήτητο. Το μεγάλο ενδιαφέρον για το έργο του το δείχνουν άλλωστε και οι νέες μελοποιήσεις, οι κριτικές μελέτες, οι σκηνικές παραστάσεις, τα επιστημονικά συνέδρια, οι νέες μεταφράσεις.

Εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι όμως και το γεγονός ότι η πλειονότητα των σημερινών ποιητών τον Παλαμά ΔΕΝ τον διαβάζει. (Τονίζω το «πλειονότητα», αρκετοί και διαρκώς αυξανόμενοι είναι τα τελευταία χρόνια οι ποιητές μας, ιδίως οι νεώτεροι, που εμπράκτως έχουν δείξει το ενδιαφέρον τους γι’ αυτόν). Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με δύο διακριτούς κόσμους.

Μήπως να αναδιατυπώναμε τότε το ερώτημα; Αυτούς τους πρώτους, τους ποιητές που ΔΕΝ διαβάζουν Παλαμά, ποιοί τους διαβάζουν σήμερα; Τι σημασία έχει τέλος πάντων, ποιον μπορεί να αφορά η όποια γνώμη τους;

~.~ (περισσότερα…)

Το βάρος της Ιστορίας

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Κυριάκος Χαραλαμπίδης,
Η νύχτα των κήπων,
Ίκαρος, 2022

Στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη καταλύτη αποτελεί, ως γνωστόν, το τραύμα της τουρκικής εισβολής αλλά και ευρύτερα των ιστορικών περιπετειών της Κύπρου, που πυροδότησε έναν πολύχυμο στοχασμό για την απώλεια και τον ακρωτηριασμό της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Αυτό που στην παγκόσμια ιστορία είναι ένα περιφερειακό επεισόδιο, για την συνείδηση των Κυπρίων αποτελεί το κέντρο και αυτή την αντίφαση καλείται να υπερκεράσει η ποιητική πράξη που επαναφέρει ως εστιακό και αφετηριακό αυτό που η λησμοσύνη του χρόνου και η καλούμενη αδήριτη ιστορική αναγκαιότητα εξοστρακίζουν ως περιθωριακό. Επιχειρώντας να αναγάγει το γηγενές σε παγκόσμιο. Δίπλα στο στίγμα της τραυματισμένης κυπριακότητας πορεύεται μόνιμα και ο διάλογος με την ελληνικότητα και η αναμέτρηση με τις ιδρυτικές μυθολογικές και ιστορικές ταυτότητες που συνθέτουν το συλλογικό φαντασιακό της. Για όλα αυτά βέβαια έχουν γραφτεί πολλά και καλά, στην πολύχρονη διάρκεια της καταξιωμένης πορείας του Χαραλαμπίδη στην ποίηση.

Σε αυτό το μήκος κλίματος και ως συνέχεια της προγενέστερης δουλειάς του κινείται και η τελευταία συλλογή του. Ποιήματα που συνομιλούν με τον αρχαιοελληνικό μύθο, τη χριστιανική και λογοτεχνική παράδοση, την ελληνική και την κυπριακή ιστορία. Ιστορικά επεισόδια και πρόσωπα, μυθικές μορφές, παραλειπόμενα της επίσημης ιστορίας αποτελούν την πηγή της έμπνευσης και επανεγγράφονται στην ποίησή του ως θρυαλλίδες ενός στοχασμού που περιελίσσεται στην παλαιόθεν θεμελιωμένη θεματική του. Η Σαπφώ, η Αφροδίτη, ο Αμφιτρίωνας και η Αλκμήνη, ο Μινώταυρος, ο Κύπριος βασιλιάς Κινύρας, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μεγαλέξανδρος, η Παναγία, ο Κανάρης, ο Ευαγόρας και οι λοιποί πεσόντες του απελευθερωτικού αγώνα εναντίον των Άγγλων, οι αγνοούμενοι της εισβολής, οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους είναι κάποια από τα πρόσωπα ενός αφηγήματος που τα επεισόδιά του αποτελούν τις ψηφίδες ενός πολυστρωματικού υλικού που επιχειρεί να συνθέσει μια συνολική αφήγηση. (περισσότερα…)

Είναι ο καπιταλισμός, pula mea…

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Η τελευταία ταινία του Ράντου Ζούντε, Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου, διατρέχεται από μια έμμονη εικόνα, που συγχρόνως υπερβαίνει τη γραμμική της συνέχεια και διαχέεται στο σύνολό της: η νεαρή γυναίκα οδηγεί νευρικά το αυτοκίνητό της στους δρόμους του Βουκουρεστίου, μασώντας τσιχλόφουσκα και ταυτόχρονα προτείνοντάς τη με αυθάδικο ύφος σε «κάποιον» απέναντί της που μπορεί να είναι ο εργοδότης της, οι άντρες γενικά ή ο άντρας της ζωής της ή ολόκληρη η κοινωνία. Οδηγεί στους δρόμους της ρουμανικής πρωτεύουσας: θα πρέπει να περάσει πολλές συμπληγάδες, να υποστεί πολλά δηκτικά και υβριστικά σχόλια που δεν φτάνουν μέχρι, αλλά αρχίζουν από, έναν άγριο σεξισμό και πηγαίνουν όπου παραπέρα. Κι αυτή αρνείται πεισματικά να υπαναχωρήσει στην αναμέτρηση της ασφάλτου που της έτυχε. Χυδαιολογεί, και η τσιχλόφουσκα γίνεται μια μετωνυμία της χυδαιολογίας της, της μόνιμης σύσπασης που κρατά σε άκρα διέγερση το πρόσωπό της, που την κάνει να μένει ξύπνια πάνω στο τιμόνι, μιας και δουλεύει, όπως λέει, δεκάξι ώρες την ημέρα. Είναι ένας τρόπος να ανασαίνει μέσα στο περιβάλλον αυτό. Κάποτε ημερεύει κάπως μπροστά στη μητέρα της κι όταν πρόκειται για τον τάφο των παππούδων της, μιας και το «ακραίο» σύμπαν του Ζούντε δεν είναι μονολιθικό. Το εξαγριωμένο του σκώμμα δεν είναι χωρίς διάκριση. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τις πολεμικές αντιδράσεις της ηρωίδας του, επιχαίροντας με τη συγκρουσιακή της αύρα, αλλά και μένοντας στις αδυναμίες της. Οπότε και φαντάζει μέσα σε τούτο τον ηλεκτρισμό ως αντίστιξη, συνεχής και δραστική, το ringtone με τον «Ύμνο στη χαρά» από την Ενάτη που ακούγεται κάθε λίγο και λιγάκι όταν χτυπά το κινητό της για να της δώσουν οδηγίες πάνω στη δουλειά της. Ολύμπια μεταρσίωση μέσα από το λιγδερό μπάχαλο. (περισσότερα…)

Παρατηρήσεις μπροστά στον Υμηττό

*

1 . Πρωινή ομίχλη
στη μικρή χαράδρα.
Βαδίζω. Μπαίνει ο Μάρτης.

2 . Υγρή νύχτα.
Το ζωάκι βγήκε βόλτα.
— Βρε σαλιγκάρι!

3 . Μια πεταλούδα
κεντάει με χρώμα
του κήπου τον αέρα.

4 . Φωλιές για τον πρωινό ήλιο
– και του απογεύματος.
Γάτες… Υπομονή χορτάρι.

5 . Του γάτου η ουρά
παίζει με τα στάχυα.
Κρεβάτι μεσ’ στο πράσινο.

6 . Στη θηλή της γάτας
πιτσιλιές από γάλα.
Την αγγίζουν τα χόρτα.

7. Μέσ’ στο στάχυ
μασουλάει η γάτα
γλυκά σποράκια.

8 . Βροχή δυο μέρες.
Χτυπημένα στη λάσπη
στάχυα από βρώμη. (περισσότερα…)

Εν υπνώσει

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 25.ΙI.24
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΕΝ ΥΠΝΩΣΕΙ

Είναι πρωί και τα υπολείμματα της βροχής ενώνονται με τη νυχτερινή δροσιά και ακροζυγιάζονται σαν αιθέριες στάλες πάνω στους λεπτεπίλεπτους μίσχους των χορταριών. Ο κόσμος ακόμα τελεί σε μακάρια ύπνωση. Όμως εσύ τότε γιατί τρέχεις χαράματα μέσα σ’ αυτόν τον ψιχαλιστό και τρεμουλιασμένο κόσμο; Τι ψάχνεις κατάμονος και δεν το βρίσκεις και γίνεσαι σταγόνα που ονειρεύεται ποταμούς;

Θυμάσαι και ψιθυρίζεις σαν απόληξη ποιήματος τις προπαροξύτονες λέξεις «άσματα, χάσματα, φάσματα» κι αφήνεις την ψυχή σου ν’ απλωθεί σαν διάτρητη μνήμη μέσα στ’ απλωμένα νερά του λιβαδιού. Γίνεσαι αμέσως μια πνοή αθόρυβη, αόρατη κι απρόσιτη. Θέλεις να επιστρέψεις, αλλά δεν ξέρεις πού.

*

* (περισσότερα…)

Το Αγόρι και ο Ερωδιός στο Νησί των Νεκρών

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Ο κορυφαίος δημιουργός κινουμένων σχεδίων Χαγιάο Μιγιαζάκι στην τελευταία του, έντονα αυτοβιογραφική, ταινία Το αγόρι και ο ερωδιός ακροβατεί στη λεπτή γραμμή που οριοθετεί τη ζωή με τον θάνατο, το όνειρο με τον εφιάλτη. Ταινία σπάνιας ομορφιάς, κινείται στην ίδια γραμμή της ιαπωνικής σιντοϊστικής παράδοσης με το αριστουργηματικό Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων (2001). Ογδονταπεντάχρονος πλέον ο θρυλικός μαιτρ της χειροποίητης τέχνης του animation, έχει κάθε λόγο να ζωγραφίσει και να ζωντανέψει καρέ προς καρέ αυτόν τον μυστηριώδη «άλλο κόσμο», τον τόσο ιδιαίτερο των isekai anime, όπου ο ήρωας μεταφέρεται σε μια άλλη πραγματικότητα, φανταστική ή εικονική, ή σε μια άλλη διάσταση, ή ακόμα παγιδεύεται μέσα σε ένα περιπετειώδες παιχνίδι ρόλων. Όμως, ο «άλλος κόσμος» του Μιγιαζάκι δεν είναι ένας εξωπραγματικός κόσμος, ούτε βέβαια ο ρεαλιστικός. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα δύο. Είναι, θα λέγαμε, το ψυχικό αποτύπωμα του πραγματικού κόσμου, ο φλεγόμενος πυρήνας του.

Καθόλου παράξενο που το έργο ξεκινάει με μια πύρινη λαίλαπα, που ο τετράχρονος τότε Χαγιάο Μιγιαζάκι δεν μπόρεσε να σβήσει από τη μνήμη του, είναι το Τόκυο, η μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας, που βομβαρδίζεται το 1945, όχι μόνο για συμβολικούς λόγους αλλά και για στρατιωτικούς, καθώς εκεί συγκεντρώνονταν πολλά εργοστάσια παραγωγής στρατιωτικού υλικού και οχημάτων. Η πόλη, με τα πολλά ξύλινα κτήρια και τους φτιαγμένους από χαρτί και ξύλο εσωτερικούς τοίχους, γίνεται παρανάλωμα του πυρός, με θύματα περισσότερα από το Ναγκασάκι και την Χιροσίμα.

Παρόμοια και ο εντεκάχρονος Μαχίτο, ο ήρωας της anime ιστορίας, χάνει τη μητέρα του σε πυρκαγιά στο νοσοκομείο όπου δούλευε, στον ανελέητο βομβαρδισμό του Τόκυο, και ακολουθεί τον βιομήχανο πατέρα του, κατασκευαστή μαχητικών αεροσκαφών, όπως ήταν και ο πατέρας του  Μιγιαζάκι, στην έπαυλή του στην εξοχή, με την άρρωστη Ματσούκο, την έγκυο νέα του γυναίκα, μικρότερη αδελφή της μητέρας του. Τον περιβάλλουν με αγάπη γηραιές υπηρέτριες, χωρικές κοντόχοντρες με φουσκωτά μάγουλα, κιμονό και ξύλινα πέδιλα γκέτα, ανάμεσά τους η στοργική Κιρίκο, ενώ ένας μαγεμένος γκρίζος ερωδιός με μια φρικτή οδοντοστοιχία από τεράστια δόντια, τον περιτριγυρίζει και τον προκαλεί με τις αλλόκοτες πτήσεις του και τις απρόβλεπτες επιθέσεις του. (περισσότερα…)

«Κάθε γλώσσα είναι κι ένα διαφορετικό κοίταγμα του κόσμου»: Μια άγνωστη συνέντευξη του Νίκου Σκουτερόπουλου

Τη συνέντευξη αυτή ο Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος (1938-2024) μου την παραχώρησε το 2009 ή το 2010, δεν θυμάμαι ακριβώς, όταν εκείνος εργαζόταν πάνω στη μετάφρασή του της θουκυδίδειας Ξυγγραφής, και εμείς, μια παρέα φίλων συγγραφέων μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Αρμάος, ο Ηρακλής Λογοθέτης και ο Αντώνης Ζέρβας, σχεδιάζαμε την έκδοση ενός νέου λογοτεχνικού περιοδικού. Επρόκειτο να περιληφθεί στο πρώτο τεύχος, που ευελπιστούσαμε τότε ότι δεν θα αργήσει. Το σχέδιο τελικά δεν προχώρησε και η συνομιλία μας, αποτυπωμένη χειρογράφως, παρέμεινε αδημοσίευτη. Την αναρτώ σήμερα στη μνήμη του σοφού και παθιασμένου μας δασκάλου. — Κώστας Κουτσουρέλης

— Έχετε μεταφράσει, μεταξύ άλλων πολλών, Πλάτωνα. Την Πολιτεία, πρωτίστως. Και νά που τώρα στρέφεστε στον Θουκυδίδη, έναν συγγραφέα αντιπλατωνικό, όπως τον είπαν, έναν «μαθητή των σοφιστών».

Κοιτάξτε, ο Πλάτων είναι φιλόσοφος και πηγαίνει κατά το χάρτη, ο Θουκυδίδης είναι πρωτίστως ιστορικός και πηγαίνει κατά το έδαφος· εδώ ριζώνουν οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους δύο. Βέβαια ο χαρακτηρισμός της «αντιπλατωνικότητας» μας παραπέμπει σε σχέσεις του Πλάτωνα με τον Θουκυδίδη, ο οποίος ήταν αρκετά παλαιότερος και μάλλον δεν γνώριζε τον Πλάτωνα, ενώ δεν ξέρουμε επίσης αν ο Πλάτων γνώριζε ή είχε προσέξει το έργο του Θουκυδίδη· και αν κάτι στον Πλάτωνα μας φαίνεται ως αντίδραση στον Θουκυδίδη, πάλι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πραγματικά είναι κάτι τέτοιο κι όχι αντίδραση σε διανοήματα άλλου συγγραφέα της εποχής. Όσο τώρα για τη δική μου απόπειρα να μεταφράσω τον Θουκυδίδη, ήδη από τα χρόνια του Πανεπιστημίου αυτό το κείμενο είχε μιλήσει βαθιά μέσα μου και από τότε πάντοτε ήθελα να το μεταφράσω, αλλά το ανέβαλα συνεχώς «για αργότερα», ώσπου πριν από πέντε χρόνια ήλθε τελικά το πλήρωμα του χρόνου και το ξεκίνησα.

— Μεταφράσεις του Θουκυδίδη στα σύγχρονα ελληνικά υπάρχουν αρκετές. Πού νομίζετε ότι συγκλίνει και πού ότι αποκλίνει η δική σας εργασία;

Καλύτερη νεοελληνική μετάφραση του Θουκυδίδη είναι η παλιά καθαρευουσιάνικη του Ελευθερίου Βενιζέλου· από τις μεταφράσεις στη δημοτική ξεχωρίζει κατά τη γνώμη μου η μετάφραση του Α. Γεωργοπαπαδάκου. Εγώ προσπάθησα να μεταφέρω στη γλώσσα μας με ακρίβεια και σαφήνεια τα νοήματα του πρωτοτύπου και να περισώσω κάτι από την εκπληκτική πυκνότητα και λιτότητα των διατυπώσεων του Θουκυδίδη, στις οποίες δεν λείπει τίποτα και δεν περισσεύει τίποτα· επίσης να αποφύγω γλωσσικές ακρότητες που υπάρχουν πολλές στις περισσότερες νεοελληνικές μεταφράσεις του. Πρέπει ακόμη να σας πω ότι θα υπάρχουν πολλές υποσημειώσεις που θα ζωντανεύουν το κείμενο και θα το φέρνουν πολύ κοντά στον σύγχρονο αναγνώστη. Ως προς αυτό το τελευταίο, η δική μου εργασία αποκλίνει από όλες τις προηγούμενες.

*

(περισσότερα…)

Αλεξάντρ Μπλοκ, Στον ναό των χρυσών ονείρων

*

Τρία ποιήματα από την ομώνυμη συμφωνική καντάτα

Μετάφραση-Επίμετρο: ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΟΥ

~.~

«Στους αγρούς δια παντός αποσύρθηκες»

Στους αγρούς δια παντός αποσύρθηκες.
Αγιασθήτω τ’ Όνομά Σου!
Του λιογέρματος κόκκινα δόρατα
Ξανατείναν επάνω μου λόγχες.
Μοναχά στο χρυσό Σου σουραύλι,
Μαύρη μέρα, τα χείλη αποθέτω.
Κι αν παράκληση άλλη δε μένει,
Άπελπις, στον αγρό θα ξαπλώσω.
Θα διαβείς, με τη χρυσή πορφύρα,
Κάποιου άλλου πια, μάτια ν’ ανοίξεις.
Στον ενύπνιο κόσμο, μια πνοή άφησέ μου,
Τη θαμβώδη σου οδό ν’ ασπαστώ…
Την ψυχή μου, ω! πάρε, σκουριά την τρώει!
Με αγίους να με ενταφιάσεις,
Συ, στεριών και πελάγων κρατούσα
Σταθερά, με τη Χείρα λεπτή!

16 Απριλίου 1905

(περισσότερα…)

Για όλα φταίει το Βυζάντιο: Ρώσοι και Έλληνες στα μάτια των Δυτικών

*

της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Η ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με την Ρωσία, στη βάση του κοινού, ορθόδοξου, δόγματος και των κοινών ιστορικών δεσμών, που πήγαιναν πίσω στο Βυζάντιο, θεωρούνταν δεδομένη στην δυτική Ευρώπη των Νεώτερων Χρόνων, και ανάλογα λαμβάνονταν υπ’ όψιν και οι ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις της σχέσης αυτής. Από τα τέλη όμως του 18ου , και ολόκληρον τον 19ο αιώνα, ο σύνδεσμος αυτός απέκτησε, στην Δυτική αντίληψη, έναν έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα, που διήρκεσε, και συνέβαλε αργότερα, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, στη διαμόρφωση του Δυτικού ιδεολογήματος στην αντιπαράθεση της Δύσης με την Ρωσία. Οι λόγοι και τα κίνητρα για την ιδεολογικοποίηση αυτή πρέπει να αναζητηθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν την εποχή αυτή στην Ευρώπη, την ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα της μεταναπολεόντειας εποχής, και τις φιλοδοξίες και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ευρωπαικές Δυνάμεις. Βάση, πλαίσιο και αρχικό πεδίο για την προβολή της, υπήρξε η εντεινόμενη τα χρόνια αυτά αντιπαράθεση ανάμεσα στις υπόλοιπες Δυνάμεις και την Ρωσία σχετικά με το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –το γνωστό ΄Ανατολικό Ζήτημα΄– αντιπαράθεση, που μετεξελίχθηκε αργότερα, σε άλλη βάση και με διαφορετικούς όρους, αλλά με πολλές κοινές ιδεολογικές αναφορές, στη σύγκρουση ανάμεσα στην ΄ελεύθερη΄ Δύση και το διαχρονικά ΄ολοκληρωτικό΄ ρωσικό κράτος.

Ρόλο στην συγκεκριμένη αυτή εξέλιξη, στην αρχική της κυρίως φάση, έπαιξε και η αντίστοιχη, την ίδια περίοδο, πολιτικοποίηση της σχέσης τους με την Ρωσία από τους σύγχρονους Έλληνες, οι οποίοι διεκδικούσαν την επιστροφή τους στο ιστορικό προσκήνιο, και παρέμειναν εμφατικά προσκολλημένοι στην προσδοκία της ρωσικής αρωγής, στο όνομα της κοινής θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης. Αυτό αφύπνισε την διαχρονική, και παροδικώς υπνώτουσα, Δυτική καχυποψία απέναντι στην ΄ελληνική΄Ανατολή, επικεντρωμένη τώρα στον ρόλο που ο επανεργοποιημένος ΄ελληνικός παράγων΄μπορούσε να παίξει στην προώθηση των ρωσικών φιλοδοξιών και συμφερόντων σε βάρος των δικών τους. Άλλωστε, η ελληνική αυτή ΄εμμονή΄με την Ρωσία, υπαρκτή, και που θα παίξει, ως γνωστόν, τον ρόλο της στα ελληνικά πράγματα μέχρι πρόσφατα, λαμβάνεται ακόμα συχνά και χωρίς διαφοροποιήσεις ως δεδομένη στην υπόλοιπη –Δυτική– Ευρώπη. (περισσότερα…)

Γιώργος Μπλάνας, Η ποίηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

*

Βιώνουμε, για πολλοστή φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, μια ταραγμένη εποχή. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως δεν υπήρξαν μη ταραγμένες εποχές. Οι άνθρωποι είμαστε ζώα σε κρίση, συμπτώματα μιας πτώσης από το οικείο σκοτάδι της μήτρας, στην αφιλόξενη λάμψη του κόσμου και από το σκότος του χάους στο αιχμηρό φως του πολιτισμού. Την δική μας ταραγμένη εποχή την χαρακτηρίζουμε μεταμοντέρνα, μεταπολιτική, μεταβιομηχανική και κάμποσα άλλα «μετά»: προσαγορεύσεις οι οποίες καλύπτονται εν πολλοίς από τον εννοιολογικό πέπλο της Παγκοσμιοποίησης, μιας ακόμα φαντασιακής “στρατηγικής” επιβίωσης του ανθρώπου. Και επιπλέον μιας ακόμα υπερφίαλης προσπάθειας επιβολής του μοντέλου πνευματικής και υλικής ισχύος του επονομαζόμενου Δυτικού Πολιτισμού, εκείθεν του γεωγραφικού ορίζοντά του.

Αυτό που ονομάζουμε Παγκοσμιοποίηση είναι αρχικά ένα σύνολο λίγο ως πολύ συντονισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, που ωστόσο δεν έχει την σχετικά συμπαγή οργάνωση των εθνικών οικονομικών μηχανισμών. Όπως είναι ευρύτατα γνωστό, η καπιταλιστική οικονομία αποτελεί δυναμικό σύστημα δραστηριοτήτων, οι οποίες στηρίζονται σε και στηρίζουν μια κοινωνική λογική με διαρκή τάση διεύρυνσης και ομογενοποίησης των κοινωνικών παραγόντων και λειτουργιών. Η σταθερή ανάπτυξη της παραγωγής απαιτεί αφενός όλο και ευρύτερες αγορές και αφετέρου όλο και εντατικότερο εξορθολογισμό των συνθηκών εμπορικής επικοινωνίας. Δεδομένου δε ότι η εμπορική επικοινωνία υφίσταται εντός της εν γένει κοινωνικής επικοινωνίας, η παραγωγή, διάθεση και κατανάλωση αγαθών απαιτεί την οργάνωση της δεύτερης κατά το πρότυπο της πρώτης ­­– απαίτηση η οποία ναι μεν δεν μπορεί να ικανοποιηθεί απόλυτα, κατορθώνει ωστόσο να αποσπά σημαντικές “νίκες” επί της απροσδιοριστίας της κοινωνικής δημιουργικότητας. (περισσότερα…)