Ἡ ἄλλη ὄψη τῆς κωμωδίας

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἂς ξαναθυμηθοῦμε ἕν’ ἀπὸ τὰ πιὸ κωμικὰ ἐπεισόδια τοῦ Πατούχα, ἐκεῖ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βιβλίου. Ὁ πρωτόγονος, ζαλισμένος ἀπὸ τὸ περίσσεμα τῆς δύναμης τῆς ζωῆς του, ἔφηβος ἀποφασίζει νὰ κλέψει μὲ τὴ βία τὴν πεισματάρα, ψηλομύτα Μαργή, ποὺ δὲν λέει ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸν ἔρωτά του. Μπαίνει κρυφά, τὴ νύχτα, στὸ σπίτι της, σιμώνει τὸ κρεβάτι της κι ὅπως κοιμᾶται, μὲ τὰ σκεπάσματα, τὴ σηκώνει στὰ χέρια του καὶ τὴν φέρνει στὸ μαγαζί του. Μ’ ὅλο του τὸ μεθύσι παραξενεύεται ποὺ δὲ συναντᾶ καμιὰν ἀντίσταση σ’ ἐτούτη τὴν πράξη του. Ὅμως εἶναι τόση ἡ χαρά του καὶ τὸ θόλωμα τοῦ μυαλοῦ ἀπὸ τὸ κρασί, ποὺ δὲν τοῦ μένει καιρὸς γιὰ πολλὲς σκέψεις. Καὶ μόνο σὰν ἀνάψει τὸ λύχνο καὶ παραμερίσει τὰ σκεπάσματα, τότε θὰ βρεῖ τὴν ἐξήγηση: Δὲν ἔκλεψε τὴν κόρη, παρὰ τὴ μάνα. Θυμωμένος μαζὶ καὶ ντροπιασμένος θὰ διώξει τὴν ἐρωτευμένη μεσόκοπη χήρα καὶ θὰ γιατρευτεῖ ἀπὸ τὴν «κουζουλάδα» του. Θὰ ζητήσει συχώρεση ἀπὸ τὸν πατέρα του, θὰ φιλιωθεῖ μαζί του καὶ σὲ λίγες μέρες θὰ γίνει ὁ γάμος μὲ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του, τὴν Πηγή. Κι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Πατούχα θὰ τελειώσει εὐτυχισμένα.

Κι ἡ χήρα; Ὁ Κονδυλάκης μᾶς πληροφορεῖ μὲ λίγες γραμμές: «Μετ’ ὀλίγον ἦλθε μία γυναίκα ἐκ τοῦ συγγενολογίου, ἡ ὁποία ἀνήγγειλεν ὅτι ἡ χήρα ἡ Ζερβούδαινα εἶχε παραφρονήσει. Καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπανελάμβανε μίαν φράσιν: «Ντὰ δὲ σ’ ἀρέσω;» Αὐτὸ εἶν’ ὅλο. Μέσα στὴ γενικὴ χαρά, μέσα στὸ εὐτυχισμένο τέρμα τῶν παθημάτων τοῦ Μανώλη, δὲν ἀξίζει ν’ ἀπασχολήσει τὸ συγγραφέα παραπάνω ἡ ἱστορία τῆς Ζερβούδαινας. Αὐτὸ ἄλλωστε θὰ χαλοῦσε τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἔργου. Οἱ ἀναγνῶστες πρέπει κλείνοντας τὸ βιβλίο νά ’χουν ἕνα χαμόγελο στὰ χείλια.

Κάθε ἱστορία ἔχει δυὸ ὄψεις. Τὴν ἐξωτερική, αὐτὴ ποὺ βλέπομε ἐμεῖς οἱ «ἀπ’ ἔξω» καὶ τὴν ἐσωτερική, αὐτὴ ποὺ ζεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἥρωάς της. Κι ὁ Κονδυλάκης μᾶς δείχνει ἐδῶ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τῆς ἱστορίας τῆς Ζερβούδαινας. Ἡ ἁρπαγὴ τῆς μάνας ἀντὶ γιὰ τὴν κόρη εἶν’ ἕνα θαυμαστὸ κωμικὸ εὕρημα. Ἀκριβῶς γιατὶ εἶναι κοιταγμένο ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ Πατούχα. Ἐμεῖς οἱ ἀναγνῶστες, διαβάζοντας τοῦτο τὸ ἐπεισόδιο, γινόμαστε θεατές. Παρακολουθοῦμε τὸ Μανώλη στὴν τελευταία του «κουζουλάδα». Δὲν ἐνδιαφερόμαστε τί γίνεται στὴν ψυχὴ τῆς γυναίκας πού ’χει ζαρώσει καὶ τρέμει κάτω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα. Ἁπλὰ καὶ μόνο βλέπομε. Καὶ τὸ θέαμα, στ’ ἀλήθεια, εἶν’ ἀστεῖο.

Ἂν μπορούσαμε νὰ ζήσομε τὶς στιγμὲς τῆς ἁρπαγῆς καθὼς τὶς ἔζησε ἡ χήρα εἶναι σίγουρο πὼς δὲ θά ’χαμε καμιὰν ὄρεξη γιὰ γέλια. Γιὰ τὴ γυναίκα αὐτὴ ἡ κωμωδία γίνεται τραγωδία. Ἡ τραγωδία τοῦ ἐρωτικοῦ πάθους ποὺ ὄχι μόνο μένει ἀνικανοποίητο, μὰ ποὺ κουρελιάζεται ἴσα ἴσα ἀπὸ κεῖνον ποὺ τὸ ἐμπνέει, γιατὶ αὐτὸς δὲ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ παρὰ ἀπ’ ἔξω.

Θὰ μπορούσαμε λοιπόν, νὰ ποῦμε πὼς ἡ κωμωδία εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ὄψη μιᾶς τραγωδίας. Ὄχι πὼς πάντα ἡ ἐξωτερικὴ ὄψη ἑνὸς δράματος μᾶς φέρνει γέλια, κάθε άλλο. Ὅμως σχεδὸν πάντα ἡ κωμωδία κοιταγμένη ἐσωτερικά, μὲ τὰ μάτια τοῦ ἥρωα, εἶναι μιὰ τραγωδία. Ὁ κωμικὸς ἥρωας ὑποφέρει. Πονεῖ.

Ὁ Μαλβόλιο στὴ Δωδεκάτη Νύχτα τοῦ Σαίξπηρ ὅταν διασκεδάζει μὲ τὸ πἀθημά του τοὺς γλεντοκόπους ὑπηρέτες τῆς Ὀλίβιας ‒καὶ τοὺς θεατές‒ βαζανίζεται ὁ ἴδιος. Ὁ Φιλάργυρος ἢ ὁ κατὰ φαντασίαν ἀσθενὴς τοῦ Μολιέρου πάσχουνε. Κι ὁ Δον Κιχώτης, μὲ τὶς ἀπανωτὲς σπαραταριστὲς περιπέτειές του εἶναι ἴσως ὀ πιὸ τραγικὸς ἥρωας τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ἐμεῖς, οἱ θεατὲς ἢ ἀναγνῶστες, βλέπομε τὶς πράξεις ὅλων ἐτούτων κωμικές, γιατὶ τὶς βλέπομε σὲ συνάρτηση μὲ τὴν ἡλικία τους, τὴ μορφή τους, τὴν κοινωνική τους θέση ἢ τὶς δικές μας ἰδέες. Οἱ ἴδιοι ὅμως δὲν μποροῦνε νὰ δοῦνε ψύχραιμα, οὐδέτερα κι ἐξωτερικά, καθὼς ἐμεῖς καὶ νὰ γελάσουνε. Γι’ αὐτὸ τὰ γέλια τῶν ἄλλων προσώπων τοῦ ἔργου τοὺς πληγώνανε. Κι ἂν ἤτανε δυνατὸ ὁ ἥρωας μιᾶς κωμωδίας νὰ δεῖ καὶ τὴν πλατεία τοῦ θεάτρου, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς ὑποφέρει πάνω στὴ σκηνή,  εἶναι σίγουρο πὼς ἡ κωμωδία ποτὲ δὲ θά ’χε εὐχάριστο τέλος.

Μήπως τὸ ἴδιο δὲ γίνεται καὶ στὴν καθημερινὴ ζωή; Στὴν τάξη ἢ στὸ στρατώνα ὑπάρχει συχνὰ κάποιος ποὺ γιὰ ἕνα λόγο ὁποιοδήποτε συγκεντρώνει τὰ πειράγματα καὶ τὶς εἰρωνεῖες τῶν ἄλλων. Ἡ ὁμάδα, τὸ σύνολο περνᾶ διασκεδαστικὲς στιγμὲς σὲ βάρος του. Ὅμως ἐκεῖνος; Ὅ,τι εὐχαριστεῖ τοὺς ἄλλους εἶναι γι’ αὐτὸν μιὰ πηγὴ πόνου. Κάποτε μάλιστα τόσο μεγάλη ποὺ φτάνει ἴσαμε τὴν αὐτοκτονία ἢ τὴν τρέλα.

Τὸ κωμικό, λοιπόν, καὶ τὸ δραματικό εἶναι σχετικά, καθὼς θὰ ἔλεγε ὁ Πιραντέλλο. Εἶναι τέτοια, ἀνάλογα μὲ τὴ σκοπιὰ ἀπ’ ὅπου τ’ ἀντικρύζει ὁ καθένας μας. Γιατὶ ὁ καθένας μας εἶναι φυλακισμένος μέσα στὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰστήματά του καὶ ποτὲ δὲ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ στὴ θέση ποὺ βρίσκεται ὁ ἄλλος.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

~.~

Ἡ παραπάνω ἐπφυλλίδα τοῦ Γιώργη Μανουσάκη εἶναι ἡ δεύτερη ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων τὴν Κυριακὴ 4.6.1961, κάτω ἀπὸ τὸν ὑπέρτιτλο ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ. Ἡ τελευταία ἐπιφυλλίδα του στὴν ἴδια ἐφημερίδα θὰ δημοσιευτεῖ τὴν Κυριακὴ 4.7.1965. Ἔκτοτε διέκοψε τὴ συνεργασία του μὲ «τὴν ἐν λόγῳ ἐφημερίδα», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, λόγῳ τῶν Ἰουλιανῶν τῆς 15ης Ἰουλίου 1965, τῆς ἀποστασίας δηλαδὴ τοῦ ἰδιοκτήτη της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ἀπὸ τὴν κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου.

*

*