*
Ο χιονιάς από την Ίδη που αφανίζει τα πουλιά
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Αγαμέμνων, 563-564
Στις πρόβες της Ορέστειας, Ανοιχτό Θέατρο, 2003
Η Ηλέκτρα…
Αυτή φταίει για όλα !
Αυτή πλήρωσε τον αρχιερμηνευτή των Δελφών,
(υπάρχουν φήμες που λένε ότι κοιμήθηκε κιόλας μαζί του)
να δώσει το δολοφονικό χρησμό στον Ορέστη.
Δεν πρόλαβε, όμως, να σώσει απ’ το μαχαίρι,
το κρυφό ερωτικό σαράκι της : τον Αίγισθο.
Ας είχε το νου της !
Τώρα καταριέται Θεούς κι ανθρώπους.
Που να φανταστεί, όμως, η δόλια, ότι ο Ορέστης,
Παρορμητικός κι απρόβλεπτος,
ζήλεψε,
όταν συνειδητοποίησε, ότι το βυζί της μάνας του,
που τον έθρεψε μωρό, ριγούσε τώρα, οργασμικά,
στα χάδια ενός ξένου !
~.~
Κλεισμένος στο πειθαρχείο ο Νικίας,
Μια ναι και μια όχι,
Μένει ώρες τρίβοντας τα χέρια του.
Προσπαθεί να σβήσει τ’ αποτύπωμα
Που άφησε στην παλάμη του
Το στήθος της Ιφιγένειας,
Όταν, μαζί με δύο άλλους,
την σήκωσε πάνω απ’ το βωμό,
βορά στο μαχαίρι του Κάλχα.
Σαν περιστέρας σκίρτησε τότε η καρδιά της,
και η κρουστή, παρθενική, της σάρκα ρίγησε,
Μήνυμα ζωής την ώρα του θανάτου.
Αυτό το ρίγος, φορτίο ασήκωτο,
στοιχειώνει τώρα τη ζήση του.
Γι’ αυτό και τά ’σπασε όλα στο μπορντέλο της Λεοντάριον,
Και τραυμάτισε τους εσατζήδες που έτρεξαν να τον συλλάβουν.
~.~
Καλά του έλεγε ο Πυλάδης του Ορέστη,
Να μην ανακατέψει στο σχέδιο την Ερμιόνη,
Δεν είχε καμιά σχέση η κακομοίρα,
Ούτε με τις δολοπλοκίες του πατέρα της,
Ούτε με τα ερωτικά της μάνας της,
Και τον αγαπούσε κι από πάνω η δόλια.
Νά ’μαστε, τώρα, πάνω στο θριγκό του παλατιού,
Με το σπαθί στον λεπτό λαιμό του κοριτσιού,
Που τρέμει από φόβο.
Μετέωροι ανάμεσα σε δύο αποφάσεις,
Το ίδιο ολέθριες κι οι δύο.
Κι όλα αυτά γιατί;
Για το γινάτι της σκύλας της Ηλέκτρας.
~.~
Ήμουν εκεί,
πίσω από το βωμό,
την ώρα που ο Αγαμέμνων βίαζε την Κασσάνδρα.
Έκλεισα τότε τ’ αυτιά μου για να μην ακούω το μαντικό της ρόγχο,
Είδα, όμως, με τα μάτια μου,
τους αφρούς της έκστασης που έβγαιναν από το στόμα της,
ποτάμι πολύκλωνο, που λίγο έλειψε να πνίξει τον τόπον όλον.
Θα φανερωνόμουν, αν καθώς της σύνθλιβε το στήθος,
με τα ματωμένα από το αίμα των αδελφών της χέρια του,
εκείνο δεν άνοιγε, σα ρόδι σκορπίζοντας παντού
τη μοσχομυρισμένη άβυσσο που έκρυβε μέσα της η μάντισσα.
Τώρα, μετά τόσα χρόνια, απόστρατος πια,
θυμάμαι πως, όταν ο στρατηγός σηκώθηκε να φύγει,
ξέφυγε κάτω από κράνος του μια ξανθιά μπούκλα.
Θυμάμαι ακόμα πως τα μακριά δάχτυλά του είχαν νύχια μεγάλα
Σαν των κιθαρωδών,
και τείνω να πιστέψω ότι ο απαρνημένος Θεός
εκδικήθηκε την κόρη που τον ξεγέλασε
τρυγώντας όλη την ύπαρξή της.
Το κρίμα, μετά, το σήκωσε ο Αγαμέμνων.
Τι άλλο θα περίμενες από κάποιον, που, για την εξουσία,
έσφαξε το ίδιο το παιδί του !
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
*