Τέσσερις μήνες

*

Ανοίγει τον υπολογιστή να χαζέψει λίγο. Τα μάτια του πέφτουν στην ημερομηνία. Τέταρτη μέρα σήμερα. Αν δεν ήταν εκείνος ο ηλίθιος που συνόδευσε τον αδελφό του στο νοσοκομείο και κυκλοφορούσε χωρίς μάσκα, δε θα έμπαινε σε καραντίνα. Τώρα θα ήταν στη δουλειά. «Ποια μέρα να είναι σήμερα»; σκέφτεται. Πέμπτη. Τώρα θα είχε εφημερία. Εδώ που τα λέμε λίγη ξεκούραση την ήθελε. Μόνο που πρέπει κάθε μέρα να βάζει θερμόμετρο να βλέπει αν κάνει πυρετό. Άσε την καραντίνα για δυο εβδομάδες.

12:22. Τέτοια ώρα είναι ήσυχα στην εντατική. Όλο το εικοσιτετράωρο είναι ήσυχα, αλλά μετά τις 10:30 το βράδυ ακούγεται κι η πατημασιά μυρμηγκιού που λέει ο λόγος. Τόση ησυχία! Δε μαθαίνει ποτέ τα ονόματα όσων περνάνε από εκεί μέσα. Δεν ξέρει αν είναι επειδή φοβάται ή για πρακτικούς λόγους. Μήπως μένουν για πολύ; Ή πάνε σε κανονικό θάλαμο ή σε νεκρικό. Έχει το δικό του σύστημα. Δίνει στον καθένα το όνομα ενός μήνα. Ξεκινά από τον Μάρτιο και μετράει τα κρεβάτια με τη σειρά. Διάλεξε τον Μάρτιο, επειδή στις 12 Μαρτίου είναι τα γενέθλιά του. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο, για να μπει σε καραντίνα, στην εντατική ήταν ο «Μάιος», ο «Ιούλιος», ο «Αύγουστος» και ο «Νοέμβριος». Τρεις εποχές. Σκέφτεται ότι λείπει ο χειμώνας. Ο επόμενος που θα μπει στο θάλαμο θα ήταν καλό να μπει σε ένα μήνα του χειμώνα, έτσι για την τάξη .

Ο «Μάιος» είναι ο πιο ηλικιωμένος από όλους. 85 χρόνων. Έχει μανία με τα γυαλιά του. Όλο ζητάει να του τα φέρουν. «Τι θα δεις με τα γυαλιά;» του είπε μια μέρα. «Να εδώ μία νοσοκόμα έχει το ίδιο χρώμα με τα μάτια της μάνας μου ή της γυναίκας μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος∙ αυτό ψάχνω να δω». Σκέφτεται πώς θα ήταν ο «Μάιος» στην ακμή του. Τον φαντάζεται με λεπτό μουστάκι να βλασταίνει πάνω από τα χείλη του και να σκαλώνουν εκεί οι σταγόνες της θάλασσας το καλοκαίρι. Θα έχει και φωτογραφία ασπρόμαυρη, δίπλα στη θάλασσα, με φαρδιά παντελόνια σαν τεντόπανα σφιχτά δεμένα στη μέση με πέτσινη ζώνη. Δίπλα του, άλλοι δυο νέοι και δυο κορίτσια. Γελάνε και έχουν σγουρά μαλλιά. Να δεις που θα τα τύλιγαν το βράδυ με κορδέλες από παλιό φθαρμένο νυχτικό. Τώρα που το σκέφτεται, στη φωτογραφία θα μπορούσε να είναι κι η «Νοέμβριος» από απέναντι. Κοντά στα χρόνια του είναι κι αυτή. Είναι γεννημένη κοκέτα, πάντως. Τη βλέπει πώς σιάζει τα μαλλιά της με τα χέρια, όταν μπαίνει ο γιατρός. Και το νυχτικό της δεν είναι βαμβακερό λουλουδάτο. Είναι λευκό με δαντέλα στο άνοιγμα του λαιμού. Άκου λευκό με δαντέλα! Τη φαντάζεται στη φωτογραφία του «Μαΐου» στο κέντρο, με το κεφάλι γερμένο λίγο στο πλάι, το δεξί πόδι λυγισμένο σαν τρυφερός βλαστός κι ένα καπέλο να καθορίζει το φως στο πρόσωπό της. Το απόβραδο, πριν φύγει η παρέα από την παραλία, φαντάζεται τον «Μάιο» να της βάζει κρυφά στο χέρι ένα λευκό βότσαλο κι επάνω να έχει γράψει κάτι, αλλά τι άραγε;

Ο «Ιούλιος» τώρα, άλλη περίπτωση. «Νέος άνθρωπος, ρε γαμώτο», σκέφτεται. Μόνο 37 χρονών. Με άσθμα. Θυμάται που μικρός έβλεπε έναν εφιάλτη. Γύριζε, λέει, από το σχολείο κι όταν έφτανε στο σπίτι του κι άνοιγε την πόρτα αντί να μπει στο χολ βρισκόταν ξαφνικά μέσα σε μια τάφρο. Από την άλλη μεριά, στον μπεζ καναπέ του σαλονιού, καθόταν η μητέρα του κι έβλεπε ατάραχη τηλεόραση. Αυτός πνιγόταν. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα κι εκείνη σιγομουρμούριζε το τραγούδι των τίτλων του αγαπημένου της σήριαλ. Αυτό πρέπει να νιώθει κι ο «Ιούλιος» , όταν τον πιάνει κρίση άσθματος. Στην άκρη του κρεβατιού του έχει τη φωτογραφία ενός αγοριού γύρω στα πέντε.

Δίπλα, ο «Αύγουστος». Εξηνταπεντάρης. Όλο γκρίνια και φωνές. Σκέφτεται ότι αυτός φοβάται περισσότερο από όλους. Δεν έχει γνωρίσει γκρινιάρη που να μην είναι, κατά βάθος, δειλός. Ο «Ιούλιος» δε φαίνεται να δυσανασχετεί με τη γκρίνια του. Φαντάζεται αυτούς τους δύο μαζί δίπλα δίπλα. Να βλέπουν έναν σχολικό αγώνα ποδοσφαίρου, λέει. Ξαφνικά, ο «Ιούλιος» μαζεύει και γίνεται έφηβος, γύρω στα δεκατρία. Έχει μακριά μαλλιά που πέφτουν στα μάτια του και τα παραμερίζει κάθε λίγο. Ο αγώνας έχει τελειώσει. Το γήπεδο είναι άδειο. Ο «Αύγουστος» τού δείχνει πώς να κάνει καλές ντρίπλες κι ο «Ιούλιος» τον μιμείται αρκετά καλά. Όταν τα μαλλιά του πέφτουν στα μάτια του, ο «Αύγουστος» τού τα στρώνει με προσοχή.

Ξαφνικά, η οθόνη του υπολογιστή γίνεται μια σφαίρα, όπως αυτές οι χριστουγεννιάτικες διάφανες σφαίρες που έχουν απορροφήσει μέσα τους σα σκούπες ολόκληρους δρόμους και παιδιά που τρέχουν πάνω σε πατίνια. Αυτές που τις παίζεις στα χέρια σου και πέφτει το χιόνι. Και μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα, είναι οι μήνες της εντατικής. Κουνάει τη σφαίρα και οι μήνες μετακινούνται άτακτα.

Ο «Μάιος» είναι πια δίπλα στη «Νοέμβριο». Αναρωτιέται αν η «Νοέμβριος» θα τη θεωρούσε αυτή μια καλή ευκαιρία, για να διαβάσει αυτό που είχε γράψει ο «Μάιος» στο βότσαλο. Αν θα είχε την περιέργεια. Ο «Ιούλιος» βρίσκεται καταπλακωμένος από το άδειο κρεβάτι του «Ιανουαρίου». Φαίνεται να αγωνίζεται να πάρει ανάσα. Η μάσκα του οξυγόνου έχει μετατοπιστεί από το στόμα του.

Δεν κατάλαβε πώς έγινε και βρέθηκε μέσα στην τάφρο που έβλεπε στον εφιάλτη του. Πνίγεται. Χωρίς να το σκεφτεί, δίνει έναν σάλτο και μπαίνει μέσα στη σφαίρα. Το κρεβάτι του «Αυγούστου» είναι αναποδογυρισμένο. Το ανασηκώνει και βλέπει το πρόσωπο της μητέρας του. Μουρμουρίζει τη μουσική μιας διαφήμισης. Νιώθει την ανάγκη να αποκαταστήσει την τάξη. Να βάλει τους μήνες στη θέση τους. Τις ζωές σε μια σειρά. Και τότε, βλέπει ένα πρόσωπο έξω από τη σφαίρα. Είναι το παιδικό πρόσωπο στη φωτογραφία που φύλαγε ο «Ιούλιος». Ύστερα ένα χέρι κούνησε τη σφαίρα κι όλα αναποδογυρίστηκαν.

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ

*

Advertisement