Τροφή για Σκέψη | Ποιήματα για φάγωμα

*

Επιλογή – Μετάφραση : ΜΑΡΙΑ Σ. ΜΠΛΑΝΑ

~.~

Γκουέντολυν Μπρουκς

Αυτοί που τρων φασόλια

Φασόλια τρων κυρίως, τα δυο γερόντια με την όψη την ωχρή.
Το δείπνο, υπόθεση απλή.
Φθηνά πιατάκια σε τραπέζι ξύλινο, άστρωτο, που τρίζει,
τσίγκινα κουταλάκια.

Δυο άνθρωποι Κυρίως Καλοί.
Δυο άνθρωποι που οδεύουν προς τη δύση,
Μα συνεχίζουν να φορούν τα ρούχα τους καθημερνά
να μην πετάνε μικροπράγματα που έχουν κρατήσει.

Και να θυμούνται…
Να θυμούνται, μ’ αναλαμπές χαράς και δάκρυα,
σκύβοντας πάνω απ’ τα φασόλια, στο νοικιασμένο δώμα τους που βλέπει στον ακάλυπτο
και που είν’ γιομάτο μπιμπελό και κούκλες κι αποδείξεις και ριχτάρια, τρίμματα καπνού,
βάζα και σεμεδάκια.

Gwendolyn Brooks (1917-2000): Αφροαμερικανίδα ποιήτρια από το Σικάγο. Ήταν η πρώτη μαύρη λογοτέχνης που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ (για την ποιητική συλλογή Annie Allen τον Μάιο του 1950). Με ευρεία θεματολογία, η ποίηση της Μπρουκς δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο αλλά ούτε και στη μορφή, καθώς η ποιήτρια έγραφε με χαρακτηριστική άνεση τόσο σε ελεύθερο στίχο όσο και σε πιο περιοριστικά σχήματα όπως π.χ. σονέτα, διατηρώντας τη «λαϊκή αφήγηση», όπως έλεγε η ίδια. Το ποιήμα «Αυτοί που τρων φασόλια» προέρχονται από ομώνυμη ποιητική συλλογή της Μπρουκς που κυκλοφόρησε το 1960.

*

Γκάλγουεϋ Κίννελ

Χυλός βρώμης

Για πρωινό τρώω χυλό βρώμης.
Τον ζεσταίνω στο γκαζάκι με αποβουτυρωμένο γάλα.
Τον τρώω μόνος.
Το ξέρω πως δεν είναι ωραίο να τρως χυλό βρώμης μόνος.
Είναι τέτοια η υφή του που θα ’ταν καλύτερο για την ψυχική σου υγεία
να τον τρως παρέα με κάποιον.
Γι’ αυτό συχνά επινοώ έναν φανταστικό φίλο με τον οποίο τρώμε μαζί πρωινό.
Ίσως βέβαια να ’ναι ακόμα χειρότερο να τρως χυλό βρώμης μ’ έναν φανταστικό φίλο.
Παρόλα αυτά, χτες το πρωί έφαγα το πόριτζ μου, όπως το αποκάλεσε, με τον Τζων Κητς .
Ο Κητς είπε πως έκανα πολύ καλά που τον προσκάλεσα:
εξαιτίας της πηλώδους υφής του, με τους κολλώδεις σβώλους, σαν υπόνοια γλίτσας, και την ασυνήθιστα έντονη τάση του να διασπάται, δεν θα ’πρεπε ποτέ κανείς να τρώει πόριτζ μόνος.
Είπε πως, κατά την άποψή του, πάντως, είναι καλή ιδέα να το τρώει κανείς παρέα μ’ έναν φανταστικό φίλο, και πως κι ο ίδιος είχε απολαύσει αξέχαστα πόριτζ με τον Έντμουντ Σπένσερ και τον Τζων Μίλτον.
Ακόμα κι αν το να τρως χυλό βρώμης παρέα μ’ έναν φανταστικό σύντροφο δεν είναι τόσο ευεργετικό όσο υποστηρίζει ο Κητς, παρόλα αυτά κάτι μπορεί να μάθει κανείς από αυτό.
Χτες το πρωί, για παράδειγμα, ο Κητς μού μίλησε για το πώς έγραψε την «Ωδή σε ένα Αηδόνι».
Ζορίστηκε πολύ με το κλείσιμο του ποιήματος ή όπως είπε κι ο ίδιος με την κόκνεϊ προφορά του, καθώς μάσαγε το πόριτζ του, «μου ’βγαλε την πίστη!», κάπως έτσι το είπε.
Το έγραψε γρήγορα, σε αποκόμματα χαρτιού, που έχωσε, κατόπιν, στην τσέπη του,
μα όταν έφτασε σπίτι του δεν μπορούσε να θυμηθεί τη σειρά των στροφών,
και μ’ έναν φίλο του άπλωσαν τα αποκόμματα σ’ ένα τραπέζι κι έτσι έβγαλαν κάποιο νόημα, αλλά ακόμα και σήμερα δεν είναι σίγουρος αν τα έβαλαν στη σωστή σειρά.
Είναι πιθανό μια ολόκληρη στροφή να γλίστρησε στη φόδρα του σακακιού του, από μια τρύπα στην τσέπη του.
Ακόμα αναρωτιέται για την περιστασιακή αίσθηση ασυνέχειας μεταξύ των στροφών και για το πώς εδώ κι εκεί ένας στίχος θυμίζει Μουσουλμάνο που προσεύχεται κι ύστερα ανακάθεται κοιτώντας τριγύρω κι ύστερα κάνει πάλι τεμενά, κάπως στραβά, μ’ αποτέλεσμα το ποίημα να ξεδιπλώνεται μ’ ένα απερίσκεπτο, λαμπερό τρέκλισμα.
Είπε πως κάποιος του είπε ότι, αργότερα, ο Γουόρντσγουορθ έμαθε την ιστορία με τα αποκόμματα και προσπάθησε ν’ ανακατέψει πάνω στο τραπέζι μερικές δικές του στροφές,
μα το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Όλα αυτά τα έμαθα χάρη στην απροθυμία μου να φάω χυλό βρώμης μόνος.
Όταν τελειώσαμε το πρωινό, ο Τζων απήγγειλε την «Ωδή στο Φθινόπωρο».
Την απήγγειλε αργά, με πάθος, τονίζοντας τις λέξεις με αγάπη, κι η παράταιρη προφορά του ακουγόταν γλυκιά.
Δεν μου είπε την ιστορία για το πώς γράφτηκε η «Ωδή στο Φθινόπωρο» – αμφιβάλλω πως υπάρχει κιόλας κάποια.
Είπε όμως πως εμπνεύστηκε βλέποντας ένα χωράφι όπου μόλις είχε θεριστεί η σοδειά της βρώμης.
Και πως δύο από τους στίχους, «το καλοκαίρι, δες: χυτό χρυσάφι τις κυψέλες τους ξεχείλισε!»
και «με τις ώρες κοιτάς το τελευταίο σταφύλι να στραγγίζει!», του ήρθαν στο μυαλό ενώ έτρωγε χυλό βρώμης μόνος.
Τον φαντάζομαι –να αναδεύει με το κουτάλι του τον χυλό, αγναντεύοντας την αντηλιά στα ρυάκια, μουρμουρίζοντας– και μου έρχεται η επιφοίτηση:
ίσως δεν υπάρχει το υψηλό – μονάχα η λάμψη του κουρελιασμένου αμνίου.
Για βραδινό θα φάω απόψε μια ψητή πατάτα, απομεινάρι απ’ το μεσημεριανό.
Το ξέρω πως μια ψητή πατάτα σαχλιάζει και ταυτόχρονα γίνεται κολλώδης και θρυμματίζεται όταν μένει, κι έτσι θα προσκαλέσω για παρέα μου τον Πάτρικ Κάβανο.

Galway Kinnell (1927-2014): Αμερικανός ποιητής, γεννημένος στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ. Στα νεανικά του χρόνια συμπορεύτηκε με το ακτιβιστικό κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ και την ειρήνη, ενώ η πρώιμη ποίησή του αντανακλά την κοινωνικοπολιτική του δράση. Κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή του «Επιλεγμένα ποιήματα» (1982). Η ώριμη ποίησή του εφορμά από καθημερινά γεγονότα και εμπειρίες, για να επεκταθεί σε επίπεδα φιλοσοφικά, πνευματικά, ψυχολογικά, σε ελεύθερο στίχο, με έντονες εικόνες.

*

Ντάγκλας Νταν

Ρατατούι

Ι

Σκεφτείτε,
παρακαλώ, αυτό το πιάτο ρατατούι.
Δεν θα το δείτε στο Αφγανιστάν τον πόλεμο να κρούει
ούτε τους Ολυμπιακούς με οργή να μποϋκοτάρει .
Του αρέσουν οι πίνακες του Ραούλ Ντάφφυ.
Ταΐζει τον πλεϊμπόι αλλά και τον εργάτη.
Δε χορταίνει ήλιο ούτε κρασί.
Δεν έχει εχθρούς, όχι, ούτε καν
τη σαλάτα νισουάζ ή άλλες, δήθεν συνταγές,
ούτε τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, όχι, ούτε τον Ρόναλντ Ρήγκαν.
Είναι της γης οι καρποί, αυτό το ρατατούι,
κι έχει φίλους πολλούς, συμπεριλαμβανομένου εμού του ιδίου.
Ελάτε, φίλοι του ρατατούι, ενωθείτε!

ΙΙ

Είναι σαν κάποιου είδους όνειρο, που ταυτίζεται με
τους πασιφιστικούς τρόπους χαλάρωσης που ονομάζουμε
Πρωτιμώμενη Πραγματικότητα. Οι άντρες που ξεχνούν
πώς είναι να ψιλοκόβεις σκελίδες σκόρδου με μεράκι, που δεν καταδέχονται
να τεμαχίσουν δυο πιπεριές σε λεπτές λωρίδες,
κι ύστερα δύο κρεμμύδια κι έξι μελιτζάνες –
αυτές τις μακρουλές, φλογερές, μωβ (το αυτοκρατορικό) μελιτζάνες –
αυτές που αλατίζεις μαζί με έξι κολοκύθια
και τα σκεπάζεις μ’ ένα πιάτο, για τουλάχιστον μία ώρα.
Ή οι άντρες που δεν νοιάζονται να μάθουν
να διαλέγουν τις οκτώ ώριμες pommes d’amour που χρειάζονται οι γυναίκες τους
που φτιάχνουν ρατατούι, οι άντρες που περιφρονούν
το λάδι που ζεσταίνεται στο
πιο βαρύ τηγάνι τους, ή τα κρεμμύδια που σοτάρονται με το σκόρδο
για πέντε λεπτά με το ρολόι, πριν προσθέσουν
μελιτζάνες, κολοκύθια, πιπεριές, ντομάτες˙
άντρες που περιφρονούν όσα σκέφτονται οι γυναίκες τους
καθώς στέκονται μπρος στο μάτι της κουζίνας
όταν πασπαλίζουν τα μυρωδικά, προτού
ρίξουν στο φαγητό ένα bouquet garni – αυτοί είναι οι άντρες
που εισβάλλουν στο Αφγανιστάν, μποϋκοτάρουν τους αγώνες,
ακυρώνουν τις αθλητικές διοργανώσεις τους και ετοιμάζονται για πόλεμο.

ΙΙΙ

Μαγειρέψτε για μία ώρα, κι ύστερα σερβίρετε, ζεστό ή κρύο.
Φάτε το, κατά προτίμηση, στη λιακάδα,
αλλά, αν είστε Βόρειος, μπορείτε να φάτε το ρατατούι σας ενώ φαντάζεστε την Προβηγκία.
Πιστέψτε με, πάει με τα πάντα,
όπως κι η αγάπη, η ειρήνη, τα καλοκαίρια,
ή κάθε άλλη εποχή, όπως και η ίδια η ζωή.
Αποκτήστε, λοιπόν, τα απαραίτητα για εσάς υλικά˙
φτιάξτε αυτό το ζουμερό πιάτο της αγάπης, και μη ζητάτε άλλα.
Γρήγορα, προτού να είναι αργά! Bon appétit!

Douglas Dunn (1942- ): Σκωτσέζος ποιητής, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος κατά τα φοιτητικά του χρόνια και έπειτα ως καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του St Andrews. Επηρεάστηκε από τον Φίλιπ Λάρκιν με τον οποίον συνδέθηκαν φιλικά, χωρίς να μοιράζονται τις ίδιες πολιτικές απόψεις. Η ποίηση του Νταν αντλεί τη ζωντάνια και την παραστατικότητα των θεματικών της από την εργατική τάξη, από την οποία κατάγεται. Θεωρείται από τις εξέχουσες ποιητικές φωνές της αγγλικής ποίησης από το ’70 και έπειτα.

*

Advertisement