Το αντιέπος της Μεσσηνίας

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Η συμμιγή,
Εκδόσεις Ρώμη, 2022

Με την όγδοη ποιητική κατάθεσή του που τιτλοφορείται Η Συμμιγή, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο στο δομημένο πλαίσιο μιας ευφάνταστης και υβριδικής ποιητικής σύνθεσης που διαλέγεται δημιουργικά και κριτικά με την ποίηση της γενιάς του. Κι αυτό γιατί, παρά το γεγονός ότι το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο εντάσσεται αφενός στο γραμματολογικό πλαίσιο της Γενιάς του ’80 ή αλλιώς Γενιάς του ιδιωτικού οράματος, την ίδια στιγμή εντοπίζουμε αρκετά στοιχεία που απομακρύνουν το όλο εγχείρημα από την ποιητική περιχαράκωση στο ιδιωτικό πάθος-δράμα. Πιο συγκεκριμένα, η υβριδική αυτή ποιητική σύνθεση (πεζή και ποιητική), δεν αποτελεί μόνο μια σύνοψη συναισθημάτων και ιδεών που αναπηδούν από ιδιαίτερα προσωπικά βιώματα απώλειας, αλλά εξακτινώνεται θεματικά στον ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό χώρο, αποκαλύπτοντας μια γενικότερη θέαση του συλλογικού. Παράλληλα, η τριμερής και φιλόδοξη δόμηση του βιβλίου, καθώς και οι σαφείς ιστορικές και μυθολογικές αναφορές, απομακρύνουν αισθητά την ανά χείρας ποιητική σύνθεση από τη μορφολογική δεσπόζουσα της μικρής σύνθεσης, που κυριαρχεί στη Γενιά του ’80.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Όπως ορθά έχει επισημάνει η Χλόη Κουτσουμπέλη,[1] στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο δωδεκάχρονος Λαέρτης βρίσκει κάποια ποιήματα κατά τον Εμφύλιο κρυμμένα μετά από χρόνια στο στρίφωμα του ράσου του ιερομόναχου Ιερεμία. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο ενήλικας πια Λαέρτης και διαπρεπής καθηγητής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ή Μήτσος Ντουνιάς, επιστρέφει μετά από χρόνια στο πατρικό του στη Μεσσηνία-Ιθάκη, το οποίο αποχωρίστηκε στον εμφύλιο. Στο καταληκτικό μέρος  ο ήρωας βιώνει την τραγική αντιστροφή του ομηρικού νόστου, καθώς η ποθητή επιστροφή του ήρωα στην πατρίδα-ουτοπία της παιδικής ηλικίας συντρίβεται κάτω από ένα εκφυλισμένο και αλλοτριωμένο παρόν. Η καταγωγική μνήμη, επομένως, τραυματίζει διπλά. Στην τρυφερή παιδική ηλικία από τη μια, ο Μελιγαλάς, όπου ο κόσμος λειτουργούσε ως μία ενότητα, ως μια ασφαλής κοιτίδα, χαρακώθηκε βίαια από το μαχαίρι του Εμφυλίου και τραυμάτισε ανεξίτηλα το ποιητικό υποκείμενο. Στην ενηλικίωση από την άλλη, ο διάσημος καθηγητής, παρά τις γνώσεις, εμπειρίες και τα ταξίδια που μεταφέρει, δεν επιτυγχάνει ούτε να θεραπεύσει τη ματωμένη μνήμη ούτε να ευτυχήσει σε ένα μεταλλαγμένο και αλλοτριωμένο παρόν. Παραμένει, λοιπόν, αποσπασματικός και μάταιος τόσο πολιτικά, κοινωνικά και εθνικά όσο και υπαρξιακά, ερωτικά.

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω στοιχεία υπόψη, κατανοούμε σαφώς ότι ο Τασιόπουλος δεν επιχειρεί να φωτίσει μόνο το υπαρξιακό, ιδιωτικό δράμα, που αποτελεί, νομίζω, μόνιμο κλίμα και μοναδικό πυρήνα της ποίησής του, αλλά ταυτόχρονα να μιλήσει με θάρρος για τα σύγχρονα οικολογικά, πολιτικοκοινωνικά και ιστορικά αδιέξοδα σε μια χώρα που ο εμφύλιος ακόμα δεν έχει ξεχαστεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας ο στοχασμός γύρω από τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, το πεπερασμένο και το εφήμερο, η συναίσθηση του θανάτου, η έννοια του χρόνου, το απροσπέλαστο και μεταφυσικό του θείου κόσμου, η δυναστευτική εμφύλια μνήμη ως εφιάλτης της σχέσης με τον εαυτό μας και τους άλλους, η μοναξιά, υπαρξιακή και οντολογική που προέρχεται από το αδύνατο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η σιωπή αλλά και η κραυγή αγωνίας, είναι ουσιαστικοί άξονες που διαπερνούν τη συλλογή και αποκαλύπτουν, εν τέλει, ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα συλλογική-εθνική βίαια καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Ακόμη και η ποίηση ή ο έρωτας, άλλα βασικά και επίμονα θέματα της ποίησης του Τασιόπουλου, αν και δρουν προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου, προβάλλουν, εντούτοις, αντιθετικά τις περισσότερες φορές, από τη μια το τυραννικό δράμα του συχνά ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου έρωτα και από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου.

Μια σημαντική, κατά την άποψή μου, μηχανή της ανά χείρας συλλογής αποτελεί η  έντονη θεατρικότητα-κινηματογραφικότητα, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό σκηνοθετικό ρόλο στην ανάπτυξη των ποιημάτων. Η συλλογή, με άλλα λόγια, θα μπορούσε να γίνει μια σπονδυλωτή ταινία ή ένα μυθιστόρημα. Η αντίληψη, βεβαίως, ότι η ζωή μοιάζει με θεατρικό έργο με λίγο ή καθόλου νόημα, επανέρχεται σε έργα μεγάλων συγγραφέων, παλαιότερων και νέων (William Shakespeare, Tennyson, Thomas Mann κ.ά.) και εκφράζει μια γενική ειρωνεία, μια εκδοχή της οποίας είναι η κοσμική ειρωνεία, το γεγονός δηλαδή ότι ο άνθρωπος, ενώ επιθυμεί την αιωνιότητα, καλείται να ζήσει έχοντας επίγνωση του τέλους του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συνεχής ροή των ποιητικών εικόνων σε συνδυασμό με έναν απρόβλεπτο, μεταφορικό και σκοτεινό λόγο, ξετυλίγονται πάντα επεισοδιακά και αποκαλύπτουν στον αναγνώστη ότι τίποτε δεν είναι περισσότερο παρόν από την ψεύτικη βεβαιότητα της ύπαρξης.

Ο γυμνασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται, ωστόσο, ότι μέσα σε αυτό το ποιητικό και  θεατρικό δρώμενο το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι απλά και μόνο μια προσωπίδα. Το αληθινό πρόσωπο του ποιητή, με άλλα λόγια, δεν έχει αφανιστεί κάτω από αυτήν, καθώς ο ποιητής κατά διαστήματα ανοίγει οπές προκειμένου να υπάρξει, να ανασάνει και να εκπληρώσει τον ρόλο του. Κι αυτό συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, γιατί απαραίτητη προϋπόθεση της ποίησης του Τασιόπουλου είναι η κρυμμένη βιωματικότητα, αλλά και μια προσπάθεια αναγωγής του προσωπικού βιώματος σε μια καθολική αισθητική εμπειρία. Ο ποιητής, δηλαδή, από τη μια μεταμφιέζεται και την ίδια στιγμή αίρει τις μεταμφιέσεις του· από τη μια καλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο και ταυτόχρονα από την άλλη το επικαλείται. Κάτω, λοιπόν, από αυτό το ερμηνευτικό πρίσμα, η ανά χείρας ποιητική σύνθεση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια προσωπική βιωματική εποποιία, τα ποιήματα της οποίας εκκινούν από την καθημερινότητα, τροφοδοτούνται από τις οικείες και ταπεινές όψεις της, για να αναχθούν όμως στο επίπεδο της αποκαλυπτικής και συλλογικής εμπειρίας, όπου ο φθαρτός κόσμος μεταμορφώνεται μέσα από το φαντασμαγορικό πρίσμα της ποιητικής αίσθησης. Κι έτσι το βιβλίο ισορροπεί  ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο συλλογικό, που συμπλέκονται συνεχώς αδιάλειπτα και οργανικά δημιουργώντας ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που, παρά τη δεσπόζουσα παρουσία της φθοράς, αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.

Συνοψίζοντας, η τελευταία ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η συμμιγή αποτελεί  φυσιολογική συνέχεια μιας ώριμης πορείας, καθώς διευρύνει τα οικεία θέματά του σε μεγαλύτερους κύκλους, δημιουργώντας νέες συλλογικές περιοχές αναζήτησης. Και για τούτο ο αναγνώστης της ανά χείρας συλλογής ανακαλύπτει ξανά τις αρετές ενός προσωπικού ύφους, που βασίζεται στην πυκνή εκφραστική, τον πολυσήμαντο ποιητικό λόγο, αλλά και την έντονη βιωματικότητα και την ψυχική ταπεινότητα. Έτσι, η ποίηση του Τασιόπουλου, υπερβαίνοντας τα θεωρητικά στεγανά της γενιάς του, αποπνέει δραματική ένταση και κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ


[1] Χλόη Κουτσουμπέλη, «Η στοχαστική αλήθεια του τέρματος, Βαγγέλης Τασιόπουλος, Η συμμιγή», ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ,  09/10/2022.

*

 

Advertisement