Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στη σύντομη εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του Α΄ μέρους των αποσπασμάτων του έργου.

~.~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα: §§14-36[1]

7. 14.  Τώρα θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. Και χωρίς να προσπαθήσω να σου παραθέσω ανοιχτά την Καθολική πίστη, θα σoυ δείξω ότι, όσοι ενδιαφέρονται να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια της και μεριμνούν για την ψυχή τους, μπορούν να ελπίζουν στη θεϊκή εύνοια ενόσω προσπαθούν να βρουν την αλήθεια. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι εκείνος που αναζητά την αληθινή θρησκεία είτε πιστεύει ήδη στην αθανασία της ψυχής -την οποία αυτή η θρησκεία χαρίζει-, είτε θέλει να βρει αυτήν την αθανασία στην ίδια τη θρησκεία. Επομένως, κάθε θρησκεία ορθώνεται για χάρη της ψυχής. […]

15 .  Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε ακούσει ακόμη τον κατηχητή καμίας θρησκείας. Είναι, ας πούμε, για εμάς ένα καινούργιο θέμα έρευνας. Μα τότε θα αναζητήσουμε, θαρρώ, ανθρώπους που διδάσκουν το αντικείμενο, όποιο και αν είναι αυτό. […]

16 .  […] Την αλήθεια την κατέχουν μόνον λίγοι. Γνωρίζουμε λοιπόν ποια είναι η αλήθεια, όταν γνωρίζουμε με ποιους βρίσκεται. […] Kαι αν από την ίδια τη φύση της αλήθειας συνάγουμε ότι λίγοι την κατέχουν, αυτό δεν συνεπάγεται ότι γνωρίζουμε και ποιοι είναι αυτοί. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε όταν υπάρχουν τόσο λίγοι που γνωρίζουν την αλήθεια, και οι οποίοι, μάλιστα, ελέγχουν το πλήθος δια της αυθεντίας τους, όμως από το πλήθος αυτό είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που ξεγλιστρούν από την αυθεντία και φθάνουν να διαλευκάνουν τη μυστική αλήθεια; […]

8. 20.  Έχοντας θέσει αυτές τις βάσεις, οι οποίες, νομίζω, είναι τόσο θεμιτές ώστε να μου εξασφαλίσουν τη νίκη σε αυτήν την υπόθεση ενώπιόν σου όποιος και αν είναι ο αντίπαλός μου, θα σου εκθέσω όσο καλύτερα μπορώ ποιο μονοπάτι ακολούθησα όταν αναζητούσα την αληθινή θρησκεία με τη στάση που, όπως εξήγησα παραπάνω, πρέπει να αναζητείται. Όταν σε άφησα και διέσχισα τη θάλασσα[1], ταλαντευόμουν και ακροβατούσα: τι πρέπει να κρατήσω και τι να αφήσω; Και αυτή η αμφιταλάντευση φούντωνε μέσα μου κάθε μέρα και πιο πολύ. Έχοντας δε υπάρξει μαθητής εκείνου του άνδρα[2] του οποίου η άφιξη μας είχε διαμηνυθεί, όπως γνωρίζεις, ως ουρανόπεμπτη, αυτός δε ως προορισμένος να ξεκαθαρίσει όλες μας τις απορίες, έφθασα πια να συνειδητοποιήσω ότι τούτος, εάν εξαιρέσεις κάποια ευγλωττία, δεν διέφερε και πολύ από τους υπολοίπους. Εγκατεστημένος πια στην Ιταλία διαλογιζόμουν και αναρωτιόμουν βαθιά, όχι αν θα παρέμενα σε αυτή την αίρεση, στην οποία μετάνιωσα που είχα ενταχθεί, αλλά με ποιον τρόπο θα έβρισκα την αλήθεια, για την οποία ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πόσο έχει στενάξει η καρδιά μου. Συχνά μου φαινόταν αδύνατο να τη βρω, και μέσα στον κλυδωνισμό των σκέψεών μου ένιωθα έλξη προς τους Ακαδημεικούς. Άλλοτε, πάλι, στον βαθμό που μπορούσα, έκανα ενδοσκόπηση βρίσκοντας παρηγοριά στη δύναμη του ανθρώπινου νου: του τόσο ζωηρού, του τόσο διεισδυτικού, του τόσο οξυδερκούς. Θεωρούσα πως, αν η αλήθεια παραμένει κρυμμένη από αυτόν, τούτο θα συμβαίνει μόνον επειδή το μέσο αναζήτησής της παραμένει κρυμμένο μέσα της, και πως είναι απαραίτητο να λάβουμε αυτό ακριβώς το μέσο από κάποια θεϊκή αυθεντία. Έμενε λοιπόν να διερευνήσω ποια θα ήταν αυτή η αυθεντία, αφού, σε συνθήκες οξύτατης διαφωνίας, όλοι επαγγέλλονται πως την κατέχουν και την παραδίδουν. […]

9. 21.  «Γελοίο», θα πεις, «είναι αυτό, την στιγμή που όλοι επαγγέλλονται ότι κατέχουν και διδάσκουν την αλήθεια». Πράγματι, όλοι οι αιρετικοί το επαγγέλλονται αυτό, δεν μπορώ να το αρνηθώ. Και μάλιστα, καθώς υπόσχονται σε αυτούς που γοητεύουν ότι θα τους προσφέρουν λογική εξήγηση των πιο δυσεξιχνίαστων ζητημάτων, για αυτό καταγγέλλουν την Καθολική Εκκλησία, μεμφόμενοί την ότι όσοι προσέρχονται σε αυτήν παρακινούνται μόνον να πιστέψουν. Από την άλλη, εκείνοι παινεύονται ότι δεν επιβάλλουν ζυγό πίστης, παρά φανερώνουν μια πηγή διδασκαλίας. «Μα δεν αξίζουν για αυτό», θα ρωτήσεις, «τον ύψιστο έπαινο»; Ε, λοιπόν, αυτό δεν ισχύει. Τούτοι το κάνουν αυτό χωρίς να βασίζονται στην παραμικρή ουσία και επειδή ελπίζουν πως θα δελεάσουν τα πλήθη επικαλούμενοι το όνομα της λογικής. Στο άκουσμα αυτής της υπόσχεσης, η ανθρώπινη ψυχή χαίρεται και αγαλλιάζει, δίχως βέβαια να υπoλογίζει τις πραγματικές της δυνατότητες ή την κατάσταση της υγείας της. Επιθυμώντας να ακολουθήσουν τη δίαιτα των υγιών, η οποία, όμως, ενδείκνυται μόνον για όσους έχουν ευεξία, πολλοί καταπίνουν δυστυχώς τα φαρμάκια των ψευτογιατρών. Εάν κάποιος πρώτα δεν πιστέψει όσα μετέπειτα -υπό την προϋπόθεση, ασφαλώς, ότι διάγει βίο καλό και είναι άξιος- θα κατακτήσει και θα συλλάβει, και, γενικά, χωρίς την ισχυρή επίδραση της αυθεντίας, είναι παντελώς αδύνατο να μυηθεί κανείς ορθά στη θρησκεία. […]

24 .  Εσύ όμως λες: «Δεν θα ήταν καλύτερο να μου δώσεις ένα λογικό επιχείρημα, ώστε, όπου και αν με οδηγήσει, να ασπαστώ τα συμπεράσματά του χωρίς προπέτεια;». Ίσως να ήταν. Αλλά, επειδή το να φθάσει κανείς μέσω λογικών επιχειρημάτων στη γνώση του Θεού είναι πολύ σπουδαίο ζητούμενο, πιστεύεις ότι όλοι είναι σε θέση να αντιληφθούν το νόημα των λογικών επιχειρημάτων δια των οποίων ο ανθρώπινος νους οδηγείται στην κατανόηση του Θεού; […] Πιστεύεις, λοιπόν, ότι στους άλλους ανθρώπους, σε όσους δηλαδή δεν είναι προικισμένοι με ακέραιο πνεύμα, πρέπει να στερήσουμε τη θρησκεία; Ή πιστεύεις ότι πρέπει να οδηγηθούν βήμα-βήμα και βαθμηδόν, στα ύψιστα και ενδότερα; Βλέπεις ξεκάθαρα τι είναι πιο θεοσεβές. Σου φαίνεται αδιανόητο να εγκαταλειφθεί ή να αποκλειστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο άνθρωπος που λαχταρά κάτι τόσο σπουδαίο. Διαφωνείς άραγε πως ο άνθρωπος αυτός είναι αδύνατον να κατακτήσει την αλήθεια εάν πρώτα δεν πιστέψει ότι όσα διδάσκεται θα του επιτρέψουν όντως να φθάσει σε αυτήν και ταυτόχρονα, με τον νου του να μετατρέπεται σε έναν ικέτη, υποταχθεί σε σπουδαία και αναγκαιότατα παραγγέλματα που θα εξαγνίσουν τον τρόπο ζωής του; Συμφωνείς, δίχως άλλο. Τι ισχύει λοιπόν για εκείνους (στους οποίους σε συγκαταλέγω) που έχουν σε μεγάλο βαθμό την άνεση να εμπεδώσουν τα θεϊκά μυστικά με βέβαιες λογικές αποδείξεις; Αποτελεί για αυτούς φραγμό το να προσέλθουν με τον ίδιο τρόπο που θα το κάνουν όσοι καλούνται πρώτα να πιστέψουν; Νομίζω πως όχι. Όμως, θα πεις: «Και ποιος ο λόγος να καθυστερήσουν;». Διότι, αν και δεν πρόκειται να βλάψουν σε καμία περίπτωση τον εαυτό τους, θα βλάψουν τους υπόλοιπους με το παράδειγμά τους. […] Αυτή είναι η πρόνοια της αληθινής θρησκείας, αυτή είναι η εντολή του Θεού, αυτό έχει παραδοθεί από τους ευλογημένους προγόνους μας και τηρείται μέχρι και τις μέρες μας: το να θέλουμε να το ανατρέψουμε ή να το διαστρέψουμε, δεν ισοδυναμεί με τίποτε άλλο από το να αναζητούμε έναν ιερόσυλο δρόμο προς την αληθινή θρησκεία. Και όποιοι το κάνουν αυτό, ακόμη και αν τους δοθεί κάπως αυτό που επιθυμούν, δεν θα μπορέσουν να φθάσουν στο τέρμα του στόχου. Διότι όσο εξέχουσα και αν είναι η ευφυΐα τους, εάν δεν τους παραστέκει ο Θεός, έρπουν στο χώμα. Και ο Θεός εκείνους μόνον παραστέκει, όσους πασχίζουν να τον ανταμώσουν μεριμνώντας ταυτόχρονα για τους συνανθρώπους τους. […]

11. 25.  […] Υπάρχουν τρεις καταστάσεις του ανθρώπινου πνεύματος οι οποίες, παρόλο που είναι όμορες, αξίζει να διακριθούν: το να κατανοείς, το να πιστεύεις, το να διατηρείς μια δοξασία. Εάν εξετάσουμε το καθένα ξεχωριστά, θα διαπιστώσουμε ότι το πρώτο δεν σφάλλει ποτέ, το δεύτερο σφάλλει κάποιες φορές, ενώ το τρίτο σφάλλει πάντοτε. Ευτυχέστερη κατάσταση είναι, ασφαλώς, το να κατανοείς: σπουδαίο, έντιμο, ακόμη και θεϊκό. Και το να κατανοείς ακόμα και περιττά πράγματα δεν είναι καθεαυτό κάτι επιζήμιο. Επιζήμιος ίσως να είναι ο χρόνος που δαπανήθηκε για να τα κατανοήσεις, στερώντας από εκείνον που θα μπορούσε να αφιερωθεί για άλλα πράγματα, πιο αναγκαία. […] Το να πιστεύεις είναι επιλήψιμο σε δύο περιπτώσεις: αφενός όταν πιστεύεται κάτι αναξιοπρεπές για το Θεό και αφετέρου όταν πιστεύουμε αφελώς κάποιον άνθρωπο. Δεν υπάρχει όμως τίποτε το επιλήψιμο στο να πιστεύει κανείς πολλά πράγματα, υπό την προϋπόθεση ότι κατανοεί πως δεν τα γνωρίζει. […] Εκείνο που κατανοούμε, το οφείλουμε στη λογική. Εκείνο που πιστεύουμε, στην αυθεντία. Εκείνο για το οποίο διατηρούμε μια δοξασία, στο σφάλμα. Καθένας όμως που κατανοεί, επίσης πιστεύει. Και πιστεύει επίσης, εκείνος που διατηρεί μια δοξασία. Δεν κατανοεί όμως καθένας που πιστεύει. Και κανένας ο οποίος διατηρεί μια δοξασία, δεν κατανοεί. […] Και τονίζω αυτά τα πράγματα προκειμένου να καταλάβουμε ότι, διατηρώντας την πίστη ακόμη και για πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε, είμαστε ασφαλείς απέναντι στην κατηγορία ότι προσχωρούμε σε προπετείς δοξασίες. Διότι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε τίποτα πέραν όσων γνωρίζουμε, προστατεύονται μόνον ενάντια στη δοξασία, η οποία -οφείλουμε να ομολογήσουμε- είναι κάτι φαύλο και αθλιότατο. Διαφέρει όμως σημαντικά το να θεωρεί κάποιος (ψευδώς) ότι γνωρίζει από το να πιστεύει -κατ’ επίδραση της αυθεντίας- κάτι που κατανοεί πως δεν γνωρίζει. Ο τελευταίος σίγουρα θα αποφύγει να κατηγορηθεί για σφάλμα, απανθρωπιά και αλαζονεία. […]

27 .  Αλλά τώρα δώσε βάση σε κάτι για το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω να σε πείσω πιο εύκολα πια. Σε θέματα που άπτονται της θρησκείας, δηλαδή της λατρείας και της νόησης του Θεού, πρέπει να αποφεύγουμε πρωτίστως εκείνους που μας απαγορεύουν να πιστεύουμε, υποσχόμενοι ανερμάτιστα τον δρόμο της λογικής. Γιατί κανείς δεν αμφιβάλλει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι είτε ασύνετοι είτε σοφοί. Και αποκαλώ σοφούς όχι τους ευφυείς και χαρισματικούς ανθρώπους, αλλά εκείνους στους οποίους υπάρχει, όσο είναι δυνατόν να υπάρχει στον άνθρωπο, βέβαιη γνώση των ανθρωπίνων και θείων πραγμάτων, καθώς και μια διαγωγή του βίου που συμφωνεί με αυτήν τη γνώση. Και όλους τους άλλους, όποια μορφή και αν λαμβάνει η ευφυΐα και οι δεξιότητές τους, και όποιος και αν είναι ο τρόπος ζωής τους, απορριπτέος και μη, τους συγκαταριθμώ στους ασύνετους. Αφού αυτά είναι ορισμένα έτσι, ποιος, έστω μέτριας νοημοσύνης, άνθρωπος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί καθαρά ότι είναι και πιο υγιές και πιο χρήσιμο οι ασύνετοι να πειθαρχούν στα παραγγέλματα των σοφών, από το να διάγουν τον βίο τους ακολουθώντας την οικεία κρίση; […]

13. 28.  Εδώ τίθεται πάλι ένα πολύ δύσκολο ζήτημα. Με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε εμείς οι ασύνετοι να βρούμε έναν σοφό, τη στιγμή που αυτόν τον τίτλο τον διεκδικούν τόσο πολλοί; Λίγοι, βέβαια, τολμούν να το δηλώσουν άμεσα, οι περισσότεροι το ισχυρίζονται έμμεσα. Οι παρουσιαζόμενοι ως σοφοί διαφωνούν μεταξύ τους για εκείνα ακριβώς τα ζητήματα, στη γνώση των οποίων συνίσταται η σοφία. Από όπου προκύπτει αναγκαστικά ότι είτε ουδείς εξ αυτών, είτε ένας και μόνον είναι πραγματικά σοφός. Αλλά ο ασύνετος ρωτά: «Μα ποιος είναι αυτός ο σοφός; Δεν τον βλέπω καθόλου. Με ποιον τρόπο μπορούμε να τον εντοπίσουμε και να σιγουρευτούμε ότι είναι σοφός;». […] Αυτό που συλλαμβάνεται με τη νόηση βρίσκεται μέσα στο πνεύμα, και το να το έχεις δεν διαφέρει από το να το βλέπεις. Αλλά ο ασύνετος δεν διαθέτει σοφία, επομένως δεν αναγνωρίζει τη σοφία. Γιατί δεν μπορεί να δει τη σοφία με τα μάτια του. Και ούτε βέβαια μπορεί να τη δει χωρίς να τη διαθέτει -διαφορετικά δεν θα ήταν ασύνετος. […]

29 .  Επομένως, σε αυτήν την τόσο κρίσιμη δυσκολία, αφού η έρευνά μας αφορά τη θρησκεία, μόνον ο Θεός μπορεί να μας παρασταθεί, αφού, αν δεν πιστεύαμε ότι ο Θεός υπάρχει και ότι επικουρεί τον ανθρώπινο νου, δεν θα έπρεπε εκ των πραγμάτων να αναζητούμε την ίδια την αληθινή θρησκεία. […] Δεν σου πέρασε από το μυαλό ότι η ίδια η δυσκολία της εύρεσης αυτής της θρησκείας αποτελεί μια άσκηση που προετοιμάζει τον νου να δεχθεί αυτό που θα βρει; […]

31 . Από πού και ως πού όλοι αυτοί οι αιρετικοί μας προτρέπουν να πιστέψουμε στον Χριστό; Σε πόση πια αντίφαση μπορούν να περιέλθουν; Ως προς αυτό πρέπει να ελεγχθούν διπλά. Καταρχάς πρέπει να τους ρωτήσουμε: πού βρίσκεται η λογική την οποία επαγγέλλονται, πού η επίπληξη της προπέτειας, πού η αξίωση της γνώσης; Γιατί, αν είναι επονείδιστο να πιστεύεις κάποιον χωρίς την επίκληση της λογικής, πώς περιμένεις και προσπαθείς να πιστέψω χωρίς λογική, ώστε να καθοδηγηθώ πιο εύκολα από τη λογική σου; Είναι δυνατόν η λογική σου να στήσει κάποιο γερό εποικοδόμημα σε θεμέλια που έχει θέσει η προπέτεια; […] Ας στραφούμε τώρα στο δεύτερο προβληματικό σημείο. Εγώ ομολογώ ότι έχω ήδη πιστέψει στον Χριστό και έχω πείσει τον εαυτό μου ότι όλα όσα είπε είναι αληθινά, ακόμα και αν δεν υποστηρίζονται από κάποια λογική απόδειξη. Αυτό σκοπεύεις να μου μάθεις πρώτα-πρώτα αιρετικέ; Επίτρεψέ μου λοιπόν να εξετάσω για λίγο μόνος (αφού εγώ δεν έχω δει ποτέ τον ίδιο τον Χριστό με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να φανερωθεί στους ανθρώπους που λέγεται ότι τον είδαν ακόμη και με κοινά μάτια) τι έχω πιστέψει για αυτόν, προκειμένου να σε πλησιάσω εφοδιασμένος ήδη με αυτήν την πίστη. Παρατηρώ, λοιπόν, ότι δεν έχω πιστέψει τίποτε άλλο από τη σύμφωνη γνώμη και την ευρέως διαδεδομένη παρακαταθήκη λαών και εθνών. Και τα μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας είχαν σε όλους τους χρόνους και τους τόπους έρεισμα σε αυτούς τους λαούς. Γιατί λοιπόν να μην διερευνήσω ορμώμενος από αυτούς σε σύγκριση με όλους τους άλλους, τι παρήγγειλε ο Χριστός, από την αυθεντία του οποίου έχω ήδη προτραπεί να πιστέψω πως παρήγγειλε κάτι που είναι χρήσιμο; Είναι δυνατόν να μου εξηγήσετε εσείς καλύτερα τι είπε εκείνος, τη στιγμή που δεν θα έπρεπε να πιστέψω ότι τούτος υπήρξε ή υπάρχει αν ακολουθούσα τη δική σας στάση απέναντι στην πίστη; Αυτό λοιπόν το έχω πιστέψει, όπως είπα, εμπιστευόμενος την κοινή παρακαταθήκη, την πλειονότητα, τη συμφωνία των ανθρώπων, την αρχαιότητα. Για εσάς όμως, που είστε τόσο λίγοι, τόσο αφιονισμένοι και τόσο πρόσφατοι, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η αξίωσή σας για αυθεντία είναι ασήμαντη. Μα τι τρέλα είναι αυτή; Είναι σαν να λέτε: «Πίστεψέ τους για το γεγονός ότι πρέπει να πιστέψεις στον Χριστό, και μάθε από εμάς τι είπε». […] Πώς, λοιπόν, θα τους πιστέψω για τον Χριστό, τον οποίο δεν είδαν, και δεν θα τους πιστέψω για εσάς, που ούτε που θέλουν να σας δουν; «Πίστεψε στις Γραφές», λένε. Αλλά για κάθε γραπτό που παρουσιάζεται νέο και πρωτάκουστο, ή επαινείται από λίγους, χωρίς λογική επιχειρηματολογία να το επιβεβαιώνει, ισχύει πως πιστεύουμε όχι αυτό καθεαυτό το γραπτό αλλά εκείνους που το εισηγούνται. Επομένως, για εκείνες τις Γραφές, αν είστε εσείς εκείνοι που τις προβάλλουν, εσείς οι τόσο λίγοι και άγνωστοι, δεν έχω τη διάθεση να τις πιστέψω. Ταυτόχρονα, ενεργείτε πάλι αντίθετα προς αυτό που υπόσχεστε, αναγνωρίζοντας μεγαλύτερη ισχύ στην πίστη, αντί να προσφέρετε λογικό επιχείρημα. […] Επιστρέψτε λοιπόν στα κρησφύγετά σας και μην σκάβετε παγίδες κάτω από το όνομα της αλήθειας, την οποία προσπαθείτε να υφαρπάξετε από εκείνους στων οποίων την αυθεντία υποτάσσεστε.

32 .  Αν βέβαια ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει καν να πιστέψουμε στον Χριστό εκτός και αν μας δοθεί λογική απόδειξη μη-επιδεχόμενη αμφισβήτησης, τότε δεν είναι Χριστιανοί. Γιατί αυτό λένε ορισμένοι ειδωλολάτρες εναντίον μας, πράγματι ασύνετα, αλλά όχι σε αντίφαση ή ασυμβίβαστα με τις ιδέες τους. Αλλά ποιος μπορεί να υποφέρει εκείνους που ομολογούν μεν το πρόσωπο του Χριστού, αλλά ισχυρίζονται ότι ακόμα και οι ασύνετοι δεν πρέπει να πιστεύουν τίποτα για τον Θεό για το οποίο δεν έχει προσφερθεί ξεκάθαρη λογική απόδειξη. Και όμως παρατηρούμε ότι ο ίδιος ο Χριστός, στην εξιστόρηση της ζωής του που πιστεύουν οι αιρετικοί, δεν θέλησε τίποτε πρωτύτερα ή πιο βαθιά από το να πιστεύουν σε αυτόν. Και τούτο το έκανε διότι εκείνοι με τους οποίους συγχρωτίστηκε δεν ήταν κατάλληλοι να αντιληφθούν τα θεϊκά μυστικά. Για ποιον άλλο λόγο κάνει τόσο σπουδαία και τόσα πολλά θαύματα, όπως εξηγεί και ο ίδιος, παρά για να πιστέψουμε σε αυτόν; Εκείνος καθοδηγούσε τους ασύνετους με την πίστη, εσείς τους οδηγείτε με τη λογική. Εκείνος φώναζε να τον πιστέψουν, εσείς φωνάζετε το αντίθετο. Εκείνος μακάριζε όσους τον πιστεύουν, εσείς τους κατηγορείτε. Θα είχε μετατρέψει το νερό σε κρασί[3] -για να περιοριστώ μόνον σε ένα παράδειγμα- αν οι άνθρωποι μπορούσαν από τη διδασκαλία του και μόνο, χωρίς να καταφύγει σε πράξεις αυτού του είδους, να τον ακολουθήσουν; Δεν πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το σημείο στο οποίο λέει: Να πιστεύετε στον Θεό και να πιστεύετε σε εμένα[4]; Ή μήπως πρέπει να κατηγορήσουμε για προπέτεια τον άνθρωπο που δεν γύρεψε να πάει ο Χριστός στο σπίτι του, πιστεύοντας ότι με έναν μόνον του λόγο η ασθένεια του υπηρέτη του θα γιατρευόταν[5]; Έτσι ο Χριστός, φέρνοντας φάρμακο για τη θεραπεία των διεφθαρμένων ηθών, εδραίωσε την αυθεντία με τα θαύματα, με την αυθεντία εξασφάλισε την πίστη, με την πίστη συγκέντρωσε κοντά του το πλήθος, με το πλήθος απέκτησε διάρκεια και αρχαιότητα, με την αρχαιότητα εδραίωσε τη θρησκεία. Τέτοια που ούτε οι αξιοπερίεργες και φαύλες επινοήσεις των αιρετικών, αλλά ούτε και οι δόλιες πλάνες των εθνών στη βίαιη πάλη τους εναντίον της, μπόρεσαν να την ανατρέψουν έστω και εν μέρει.

15. 33.  Επομένως, αν και δεν είμαι σε θέση να διδάξω, εν τούτοις δεν παύω να συμβουλεύω, έχοντας επίγνωση πως αφενός πολλοί επιθυμούν να φαίνονται σοφοί και αφετέρου πως δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ποιοι είναι ασύνετοι, συμβουλεύω λοιπόν πως πρέπει, αν βέβαια η καρδιά σου είναι στραμμένη στην ευτυχισμένη ζωή, με όλες σου τις δυνάμεις, με προσευχές και τέλος με στεναγμούς, ή ακόμα και με δάκρυα, να ικετεύεις τον Θεό να σε ελευθερώσει από το κακό της πλάνης. Και αυτό θα γίνει πιο εύκολα αν υπακούσεις πρόθυμα στα παραγγέλματά του που με τόση αυθεντία θέλησε να εδραιώσει η καθολική Εκκλησία. Σκέψου ότι ο σοφός άνθρωπος είναι τόσο ενωμένος με τον Θεό, ώστε δεν υπάρχει τίποτα που να τον χωρίζει από αυτόν. Γιατί ο Θεός είναι η αλήθεια. Και κανείς δεν είναι σε καμία περίπτωση σοφός, εκτός εάν ο νους του έρθει σε επαφή με την αλήθεια. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ανάμεσα στην έλλειψη σύνεσης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και στη γνησιότατη αλήθεια του Θεού, η σοφία του ανθρώπου χρησιμεύει ως μεσολαβητής. Γιατί ο σοφός, στον βαθμό που η σοφία του έχει χαριστεί, μιμείται τον Θεό. Αλλά για έναν άνθρωπο που είναι ασύνετος, δεν υπάρχει τίποτα εγγύτερο στον Θεό από έναν άνθρωπο που είναι σοφός, ώστε να τον μιμηθεί σωτήρια. Και αφού, όπως ειπώθηκε, δεν είναι εύκολο για τον άνθρωπο να κατανοήσει τον Θεό με βάση τη λογική, κρίθηκε κατάλληλο να λάβουν χώρα κάποια θαύματα μπροστά στα μάτια του, τα οποία επιδρούν πολύ πιο χρήσιμα στους ασύνετους από όσο επιδρά ο νους. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι, υπό την επίδραση της αυθεντίας, εξαγνίζουν πρώτα τη ζωή και τις συνήθειές τους, και ύστερα καθίστανται ικανοί να δεχθούν τη λογική. […]

16. 34.  Αυτή είναι, πίστεψέ με, η τόσο λυτρωτική αυθεντία, αυτή που ανυψώνει πρώτα τον νου μας από τη γήινη καταβολή του, αυτή που μετατρέπει την αγάπη αυτού του κόσμου σε αγάπη για τον αληθινό Θεό. Μόνον η αυθεντία ωθεί τους ασύνετους να σπεύσουν στη σοφία. Για όσο αδυνατούμε να κατανοήσουμε την αγνή αλήθεια, είναι πράγματι θλιβερό να μας παραπλανά η αυθεντία, αλλά σίγουρα πιο θλιβερό να μην ασκεί οποιαδήποτε επιρροή πάνω μας. Διότι, εάν η πρόνοια του Θεού δεν προΐστατο των ανθρώπινων υποθέσεων, δεν θα δίναμε εξαρχής καμία σημασία στη θρησκεία. Αναλογίσου πως, αφενός η θέα του σύμπαντος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην πίστη πως τούτο αναβλύζει από μια πηγή ύψιστης καλοσύνης και ομορφιάς, και αφετέρου πως στα βάθη της ψυχής μια συνείδηση παρακινεί τις καλύτερες ψυχές να αναζητήσουν τον Θεό υπό μια έννοια συλλογικά, αλλά και ιδιωτικά. Δεν πρέπει λοιπόν να εγκαταλείψουμε την ελπίδα ότι ο ίδιος ο Θεός εδραίωσε μια αυθεντία που, στεριώνοντας αρχικά τον βηματισμό μας, μας επιτρέπει στη συνέχεια να ανυψωθούμε στον Θεό. Αυτή λοιπόν η αυθεντία, θέτοντας στην άκρη τη λογική (αφού την τελευταία, όπως έχουμε ήδη τονίσει επανειλημμένως, είναι πολύ δύσκολο για τους ασύνετους να την κατανοήσουν καθαρά), επιδρά πάνω μας με δύο τρόπους. Εν μέρει με θαύματα, και εν μέρει από το πλήθος των ακολούθων της. Ναι, κανένα από αυτά δεν είναι απαραίτητο για τον σοφό άνθρωπο -ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό; Αλλά αυτό το οποίο εξετάζουμε τώρα είναι πώς θα μπορέσουμε να γίνουμε σοφοί, να στραφούμε, δηλαδή, στην αλήθεια. Και αυτό είναι κάτι που ένα μιαρό πνεύμα είναι παντελώς αδύνατο να πετύχει. Αυτό που ρυπαίνει το πνεύμα, για να μην μακρηγορήσω, είναι η αγάπη για οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Θεό και την ψυχή μας. Και από αυτήν τη βρωμιά, όσο περισσότερο εξαγνίζεται κανείς, τόσο πιο εύκολα αντικρίζει την αλήθεια. Επομένως, το να επιθυμείς να δεις την αλήθεια προκειμένου να καθαρίσεις την ψυχή σου, τη στιγμή που η πορεία είναι αντίστροφη (καθαρίζουμε την ψυχή μας προκειμένου να δούμε την αλήθεια), είναι σίγουρα διεστραμμένο και απόκοτο. Για τον άνθρωπο που δεν είναι σε θέση να αντικρίσει την αλήθεια, προκειμένου να καταστεί κατάλληλος για αυτήν και να επιτρέψει στον εαυτό του να εξαγνιστεί, στέκει δίπλα του η αυθεντία. […]

17. 35.  […] Όταν, λοιπόν, βλέπουμε τόσο μεγάλη αρωγή από τον Θεό, τόσο μεγάλη πρόοδο και ευόδωση, θα διστάσουμε σοβαρά να εναγκαλιστούμε εκείνη την Εκκλησία, η οποία κατά την ομολογία του ανθρώπινου γένους εκπηγάζει από την αποστολική έδρα και επιβιώνει μέσω της διαδοχής των επισκόπων, και η οποία έχει κατακτήσει την κορωνίδα της αυθεντίας; Οι αιρετικοί μάταια παραμονεύουν γύρω της και καταλήγουν να αναθεματίζονται, πότε από την κρίση των ίδιων των ανθρώπων, πότε από τη βαρύτητα συνόδων, και πότε, τέλος, από το μεγαλείο θαυμάτων. Το να μην θέλεις να της αναγνωρίσεις το πρωτείο, αποτελεί οπωσδήποτε είτε το αποκορύφωμα της ασέβειας είτε ακραία αλαζονεία. Διότι, αν δεν υπάρχει σίγουρος δρόμος για τη σοφία και την υγεία των ψυχών, εκτός από εκείνον στον οποίο η πίστη προετοιμάζει την ψυχή να υποδεχθεί τη λογική, πώς είναι δυνατόν να είσαι τόσο αχάριστος για τη θεία δράση και αρωγή και να επιθυμείς να αντισταθείς στην αυθεντία που έχει ορθωθεί με τόσο μεγάλο κόπο; […]

18. 36.  Επομένως, εάν είτε τα λογικά μου επιχειρήματα, είτε ευρύτερα η ομιλία μου σε επηρέασαν με οποιονδήποτε τρόπο, και εάν σε διακατέχει, όπως πιστεύω, μια γνήσια μέριμνα για τον εαυτό σου, ίσως με ακούσεις, και με ευσεβή πίστη, ζωηρή ελπίδα, και αγνή αγάπη, να εμπιστευθείς τον εαυτό σου σε καλούς καθοδηγητές του καθολικού χριστιανισμού. […]

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Α. αναφέρεται στη μετάβασή του από την Καρχηδόνα στη Ρώμη, το 383 μ.Χ.
[2] Ο ‘άνδρας’ είναι ο Μανιχαίος επίσκοπος Φαύστος.
[3] Ιω. 2:7-9.
[4] Ιω. 14:1.
[5] Ματθ. 8:8.

~.~

*

*

Advertisement