της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Χρήστος Κούκης,
Outsider, Κέδρος 2022
Το Outsider του Χρήστου Κούκη, όγδοο ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα, περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα δύο τάσεων: κείμενα ανατομίας της κοινωνικής πραγματικότητας και θέσης πάνω στα διαχρονικά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης και ποιήματα προσωπικά, ερωτικά που εκπέμπουν την ευδαιμονία του εκπληρωμένου έρωτα. Ενίοτε τέμνεται η προβληματική τους, καθώς ο έρωτας ορίζεται ως η προνομιακή περιοχή της ελευθερίας που ωριμασμένη εντέλει στην αγάπη εξανθρωπίζει το άτομο ως μονάδα και ως κοινωνικό υποκείμενο και το αίρει πάνω από τη χθαμαλότητα του μετρίως ζην. Παρόλο που εντοπίζουμε κάποια καλά ή ενδιαφέροντα κείμενα, η συλλογή υπονομεύεται από δύο κυρίως παράγοντες, τη φλύαρη ρηματική κατάστρωση και την αβαθή προβληματική που αυτή παράγει. Ενώ εκκινεί από ένα λόγο σχετικά μετρημένο, διαπιστωτικό, που επιχειρεί να εγγράψει σε συνοπτικά κείμενα και με αφοριστική πρόθεση τον στοχασμό, καθώς η συλλογή εξελίσσεται, το μέγεθος των ποιημάτων μεγαλώνει σε αντιστοιχία με την έκταση της πλατιάς φράσης που μετέρχονται, η οποία εκπίπτει στο αναμενόμενο και στην τετριμμένη καλολογία. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο καλό ποίημα της συλλογής:
«Το πραγματικό νόημα του αναθεωρητισμού»
Είτε πιστεύει κανείς είτε όχι στον Θεό
ένα ερώτημα το ίδιο κτηνώδες με το να ζει κανείς ή να μη ζει
το βέβαιο είναι πως με το πέρασμα του προφήτη
απ’ τον πλανήτη με την ιδανική απόσταση απ’ τον Ήλιο
κατέστη σαφές, ιδίως στον άνθρωπο της Δύσης, τι σημαίνει
η αγάπη ως ελεύθερη βούληση στην τύχη του κόσμου
η αναγκαιότητα του θρήνου στην ανατροφή της άνοιξης
η σπουδή της ελπίδας στην αναχαίτιση της ματαιότητας
η συντριβή ως προϋπόθεση της αναγέννησης
το καλό και το κακό ως διάγνωση και πρόγνωση, μα και αντιστρόφως.
Η απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας
από δω και στο εξής είναι
«ο άνθρωπος που είναι παρών».
Το ποίημα δίνει το πνευματικό στίγμα του βιβλίου, που είναι η αγάπη, η ευθύνη του γρηγορούντος ανθρώπου να ανθίσταται σε ό,τι απαξιώνει την ανθρωπιά. Και σε αυτό ωστόσο το ισορροπημένο γλωσσικά κείμενο, εντοπίζουμε φάλτσους στίχους που σε κάνουν να διερωτάσαι γιατί είναι κτηνώδες το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη του θεού και γιατί ιδίως στον άνθρωπο της Δύσης είναι περισσότερο σαφές το νόημα της αγάπης ως ελεύθερης βούλησης. Ίσως γιατί έχει ασπαστεί το κήρυγμα του προφήτη – Χριστού ή του Διαφωτισμού; Αυτό συνιστά έναν ιδεολογικό προϊδεασμό, ανοιχτό σε στρογγυλοποιήσεις.
Αρκετά άλλα ποιήματα της συλλογής κινούνται στο κλίμα του ιστορικού ντοκουμέντου που λειτουργεί ως ποιητική παραβολή, με αφετηρία πρόσωπα ιστορικά, όπως της Carolyn Bryant Donham, λευκής Αμερικανίδας εμπλεκόμενης ύποπτα στη δολοφονία του αφροαμερικανού Emmett Louis Till στο ρατσιστικό μεταπολεμικό νότο της Αμερικής, του μπασκετμπολίστα Sam Bowie, του Βαραββά κ.λπ. Και σε αυτά τα ποιήματα, σε μικρότερο βαθμό, η ένστασή μου εντοπίζεται στην θέση που τελικά υιοθετείται, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις πάσχει από μια εύκολη ρητορική, όπως στο ποίημα για την συνάντηση Ιησού και Πιλάτου που καταλήγει: «Έκαναν τα πάντα για να σταυρωθεί / μα ούτε που είχαν φανταστεί την Ανάσταση / ούτε που είχε νιώσει κανείς τους / πως ο σταυρός δεν είναι παρά η σκαλωσιά / για να χτιστεί ο ουρανός». Ή στο καταληκτικό συμπέρασμα για την ανέλπιστη σωτηρία του Βαραββά: «Δεν του έμελλε του Βαραββά να σώσει τον κόσμο / Μα κυρίως δεν του έπρεπε του ληστή να κλέψει την Ανάσταση». Η Ανάσταση που αποκλείει τους «ληστές» δεν αντίκειται στην μακρόθυμη διαθεσιμότητα της χριστιανικής συγχώρεσης; Στο κείμενο για την συνάντηση των Pink Floyd με το εκδιωχθέν ιδιόρρυθμο μέλος τους Syd Barrett διαβάζουμε στο τέλος: «Δεν απομένει στη συνείδησή μας / παρά η δύναμη της μουσικής / και αυτή η αρχέγονη ομορφιά των ανθρώπων / που όταν συντρίβονται γλεντούν / και όταν υπάρχουν θυσιάζονται / Ευοί ευάν!». Η αποφθεγματικότητα, για να αποκτήσει την αιχμή της, έχει ανάγκη τη συστοιχία με το γεγονός που την πυροδότησε αλλά και την νηφαλιότητα της γενίκευσης που δεν εξασφαλίζεται με διαπιστώσεις του τύπου «όταν υπάρχουν θυσιάζονται». Περί ποίας θυσίας επρόκειτο και ήταν αναγκαία μια τέτοια θυσία;
Μια άλλη ομάδα ποιημάτων έλκουν την έμπνευσή τους από το διάλογο με παλιότερους ποιητές όπως το «Να φυλάγεστε» και το «Ρομαντική βόλτα στην πραγματικότητα» που απηχούν τη «Διαθήκη μου» του Κατσαρού και το «Επιφάνια, 1937» του Σεφέρη, αντίστοιχα. Εδώ υιοθετείται η πλατιά φόρμα που ως κύρια τεχνική ρυθμοποίησης χρησιμοποιεί την επανάληψη της βασικής γλωσσικής μονάδας, όπως στο πρώτο ποίημα, που, κατ’ αναλογία προς το «Αντισταθείτε» του Κατσαρού, δομείται με την επαναφορά της ειρωνικής προτροπής «Να φυλάγεστε»: «Να φυλάγεστε / Απ’ αυτούς που κοιμούνται στους δρόμους / έξω από νεοκλασικές τράπεζες, ανακαινισμένα ξενοδοχεία και εθνικά ιδρύματα». Κι ενώ το τρισέλιδο αυτό ποίημα αρχικά διατηρεί κάποια σαρκαστική ευστοχία, καθώς αναπτύσσεται, καταλήγει σε άνευρες επαναλήψεις: «Να αποφεύγετε επιμελώς / όσους ξεφύγανε από την καταστολή του κέρδους / Όσους με κρεμασμένο χέρι ζητιανεύουν λίγα ακόμα καρφιά […] Σε όλους εκείνους που μείνανε ακέραιοι κι ας είχαν αδικηθεί […] Στους αφοσιωμένους ανθρώπους, με τη μοίρα του Σίσυφου / ή του Χριστού». Εδώ η πεζολογία δίνει την θέση της στην πεζότητα και η αντίσταση στην παθητική αυτοθυσία.
Η ίδια φραστική αδολεσχία χαρακτηρίζει και αρκετά άλλα ποιήματα, κυρίως τα ερωτικά. Και αυτά, στην πλειοψηφία τους, στηρίζονται στην πλατιά φράση που στην ελεύθερη ανάπτυξή της τροφοδοτεί την επόμενη αλλά στη συστρωμάτωσή τους καταλήγουν στην κυριολεξία, στη συναισθηματική καλλιέπεια, αγγίζοντας επικίνδυνα την περιοχή του κοινόχρηστου λόγου, παράγοντας εντέλει μια γλωσσική σωρεία κι όχι τη μουσική του επαναλαμβανόμενου μοτίβου ή της αισθαντικής στοχαστικότητας. Μερικά επιβαρύνονται κάποτε και από γλωσσικές αστοχίες: «Το φεγγάρι μάς φωνάζει με όλη τη λάμψη του / προχωράει σαν εραστής ψηλαφώντας το άπειρο / Ξαποσταίνει σαν εργάτης κουρασμένος στο κοτσάνι του ουρανού / προτού κυλήσει μες στη σιωπή όσων ξενυχτάμε / όσων παραφυλάμε μην πειράξει κανείς τον ύπνο των παιδιών / Αυτός ο ύπνος θα ξυπνήσει το μέλλον μας / Σε τι χρησιμεύει εντέλει ο χρόνος; Τόσα κάγκελα τριγύρω που και τα ρολόγια νιώθουν ανίσχυρα». Εδώ, πέρα από το άστοχο «κοτσάνι του ουρανού», ο ποιητής μοιάζει να προχωράει χωρίς καταστρωμένο σχέδιο, σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο ρεμβασμό που ολισθαίνει σε κοινότοπες φόρμουλες φθαρμένες από την πολυχρησία, όπως στα ακόλουθα: «Έχουμε ευθύνη, αυτός ο τόπος ήτανε κάποτε ψηλά / Έχουμε ευθύνη όσο υπάρχουν άνθρωποι που καλούν σε βοήθεια / Ποιος θα διηγηθεί τις σκιές και ποιος θα εκπληρώσει το μέλλον / Ένα έθνος υπάρχει μες στη μιλιά μου / κι όλο δαγκώνω τη γλώσσα μου».
Αλλού, πέρα από τη φλύαρη γλώσσα, δεν επιτυγχάνεται η απαραίτητη συνεκτικότητα μεταξύ των διαδοχικών συνταγμάτων λόγου και η γλώσσα γίνεται ασύνδετα και χαλαρά μεταφορική. «Οι λύπες φεύγοντας αφήνουν μία λίμνη / να κολυμπάς, να ψαρεύεις, να ρεμβάζεις / Οι θεοί πεθαίνοντας αφήνουν έναν πολιτισμό / να μελετάς, να θαυμάζεις, να περιηγείσαι / Ο έρωτας ερχόμενος αφήνει πίσω το μέτρημα του χρόνου». Οι συνάψεις μη ομοειδών υλικών αναιρούν τη δραστικότητα της μεταφοράς και ο αναγνώστης μάταια ψάχνει τις κρυφές ομοιότητες των συναριθμούμενων εντυπώσεων.
Σε άλλα σημεία ακούμε τον απόηχο κάποιας παλαιοποιητικής μεγαλοφροσύνης, όπως στο ακόλουθο: «Δεν αγόρασα ούτε πούλησα, δεν έφαγα για να μη φαγωθώ / Γι’ αυτό έγινα ποιητής[…]. Έχω όμως υπάρξει ξερονήσι για αγωνιστές του έρωτα / Κύμα ξεχασμένο στην άπνοια ενός νεανικού κορμιού[…] Βλέμμα παγωμένο μπρος στους προβολείς του πόνου […]». Πίσω από την παρουσίαση της ποίησης ως γενναίας χειρονομίας λανθάνει το υπόρρητο αξίωμα της κοσμοσωτήριου προορισμού της λογοτεχνίας που ακόμα κι αν είναι έτσι ο δημιουργός δεν δικαιούται να το προτάσσει στο λογοτεχνικό σώμα. Αυτό θα το εξάγει ο αναγνώστης, αν το κείμενο παράγει εντός του εκείνο το ανακαινιστικό ψυχικό αποτέλεσμα.
Αλλού εντοπίζουμε κάποια ποιητικίζουσα ωραιολογία: «“Λαμποκόπησε μες στα μάτια μου σαν θάλασσα / Πόνεσε τις ελπίδες μου τη στιγμή που δειλιάζουν / Γίνε πείνα και γονιμοποίησέ με / Τραγούδα μου τα κατορθώματα της δίψας […] Νομοθέτησε τα όνειρά μου με αέρα, φωτιά και νερό / Στάσου εμπόδιο στο λιώσιμο του έρωτα / Κατοίκησε με και άκουσέ με” / ζήτησε το κορίτσι απ’ το αγόρι / γνωρίζοντας καλά πως η θνητή μας ζωή / ήταν και θα είναι η μόνη κερδισμένη υπόθεση του κόσμου». Το καλό τελευταίο δίστιχο δεν σώζει την προηγούμενη παράταξη εύκολων στίχων που δεν έχουν διέλθει τον έλεγχο της αυστηρής επεξεργασίας αλλά αποτελούν το ξεχείλισμα μιας περίσσειας συναισθήματος και καλών προθέσεων. Αυτά δεν αρκούν για να συνθέσουν την αισθητική πρόταση ενός ποιητικού νου που έχει κατακτήσει τη γλωσσική νοημοσύνη του, πράγμα που σημαίνει αυστηρή αναζήτηση της ιδιοπροσωπίας του λόγου και αφαίρεση του περιττού.
Υπάρχουν ωστόσο στη συλλογή και καλές στιγμές, στα συντομότερα ποιήματα που αποφεύγουν τις πληθωριστικές εκτροπές και μένουν σε έναν λόγο λιτό, όπως τα «Ε.Ι.Α», «Χους ει και εις χουν απελεύσει» και αυτή την κατεύθυνση πιστεύω πως πρέπει να καλλιεργήσει ο ποιητής. Αλλιώς, όπως έχω παρατηρήσει και σε προηγούμενες δουλειές του που έχω τουλάχιστον υπόψη μου, οι καλές επιμέρους συλλήψεις και οι μεμονωμένοι δυνατοί στίχοι πνίγονται σε ένα φλύαρο λόγο που δεν ξέρει να θυσιάσει το περιττό για να κρατήσει το καίριο.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
*