*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1946 το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας παρουσίασε στο ευρύ κοινό και στον τύπο της εποχής τον ENIAC, έναν από τους πρώτους υπολογιστές και τον πρώτο τέτοιο με την καθιερωμένη πλέον σημασία του (υλοποιούσε εσωτερικά τη λεγόμενη αρχιτεκτονική φον Νώυμαν και ήταν πλήρως προγραμματιζόμενος). Ζύγιζε τριάντα τόνους και άνετα θα καταλάμβανε όλα τα δωμάτια ενός μεγάλου, σύγχρονου διαμερίσματος. Ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό του όμως που τράβηξε την προσοχή των δημοσιογράφων. Ο ENIAC είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει την τροχιά ενός βλήματος σε λιγότερο χρόνο απ’ αυτόν που θα διαρκούσε η ίδια η τροχιά (το παράδειγμα με τις τροχιές βλημάτων δεν ήταν βέβαια τυχαίο, εφόσον ο ENIAC είχε σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιους σκοπούς στα πλαίσια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσαν οι υπολογιστικές δυνατότητες του ENIAC ώστε δεν ήταν σπάνιες οι αναφορές περί ενός «ηλεκτρονικού εγκεφάλου».
Παρά την υπαρκτή υπερβολή αυτών των χαρακτηρισμών, θα ήταν ωστόσο προπέτεια να διαβάσει κανείς τις τότε αντιδράσεις απλά ως ένα ακόμα δείγμα δημοσιογραφικής εντυπωσιοθηρίας. Την αμέσως επόμενη δεκαετία μετά το ντεμπούτο του ENIAC θα εισαγόταν στο επιστημονικό λεξιλόγιο ο όρος «τεχνητή νοημοσύνη». Όχι από τους δημοσιογράφους, αλλά από τους ίδιους τους επιστήμονες της νεοαναδυόμενης τότε επιστήμης της πληροφορικής. Ο σκοπός τους ήταν τόσο μεγαλεπήβολος όσο αφήνει να εννοηθεί ο όρος: η αναβίωση της παλιάς εκείνης φιλοδοξίας του Λάιμπνιτς περί κατασκευής μιας καθολικής άλγεβρας του Λόγου μέσω της αναγωγής του σε μηχανικά διατυπώσιμους κανόνες. Κλεισμένοι στα εργαστήριά τους, οι ειδικοί επιστήμονες πιθανότατα δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε την διάθεση να ασχοληθούν με τον Λάιμπνιτς. Ακόμα κι εν αγνοία τους όμως, συνέχιζαν πάνω στον δρόμο που αυτός είχε διανοίξει πριν μερικούς αιώνες, όταν ο Ορθός Λόγος είχε αρχίσει να ξυπνάει ξανά μετά από τον παρατεταμένο του ύπνο κάτω από το βαρύ πάπλωμα της θεολογίας. Βασιζόμενοι στην αναλογία (που οι ίδιοι διέβλεπαν) μεταξύ των ηλεκτρονικών διακοπτών – τρανζίστορ των υπολογιστών και των εγκεφαλικών νευρώνων θα έθεταν στον εαυτό τους τον στόχο να κατασκευάσουν μηχανές που «πραγματικά θα σκέφτονταν». Το εγχείρημα αυτό τελικά θα κατέρρεε εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια όταν και έγινε αντιληπτό το μέγεθος των δυσκολιών που ανέκυψαν για την επίλυση ακόμα και των απλούστερων προβλημάτων που θα όφειλε να μπορεί να αντιμετωπίσει μια «σκεπτόμενη» μηχανή. Όπως ήταν φυσικό, μαζί με την επιστημονική αλαζονεία, στέρεψαν και τα χρηματοδοτικά κονδύλια. Το εγκεφαλογράφημα της τεχνητής νοημοσύνης εκφυλίστηκε σε μια επίπεδη γραμμή για αρκετά χρόνια πριν εμφανίσει πρόσκαιρα κάποια σημάδια ζωής τη δεκαετία του 1980. Για να πέσει πάλι σε κωματώδη αδράνεια για το υπόλοιπο του 20ού αιώνα. Και για να ανανήψει για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ένα νέο κύμα επενδύσεων και υπερφίαλων (ξανά) υποσχέσεων.
Έχοντας την πικρία από τους πρώτους «χειμώνες της τεχνητής νοημοσύνης», οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες εμφανίζονται πλέον λιγότερο επιρρεπείς προς τη μεγαλαυχία, τουλάχιστον όσον αφορά σε πιο οριακά, φιλοσοφικά ζητήματα. Οι φιλοδοξίες τους εστιάζονται σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένες από το στοιχείο της υπερβολής και της (με μαρξιανή έννοια) ιδεολογίας· η μόνιμη επωδός περί επικείμενης εξαφάνισης της ανθρώπινης εργασίας αποτελεί ένα μόνο δείγμα. Οι περισσότερο φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του κλάδου έχουν βρει καταφύγιο πίσω από τον όρο «Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη», με τον οποίο υποδηλώνεται η έρευνα περί της δυνατότητας κατασκευής «πραγματικά σκεπτόμενων» μηχανών, σε αντιπαραβολή με την πιο στενή έννοια της τεχνητής νοημοσύνης όπου το ζητούμενο είναι η κατασκευή «έξυπνων» αλγορίθμων για πιο πρακτικούς σκοπούς και ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ή αναλογία προς την ανθρώπινη σκέψη.
Όσοι έχουν αναπτύξει θετικιστικού τύπου εξαρτημένα αντανακλαστικά πολύ πιθανό να περίμεναν ότι, για να λαμβάνουν χώρα τέτοιες ορολογικές διχοτομήσεις, αυτό δεν θα μπορούσε παρά να συμβαίνει μόνο αφού πρώτα θα είχαν επιλυθεί ακόμα πιο βασικά ζητήματα ορισμών. Όπως αυτό του ορισμού της «τεχνητής νοημοσύνης» ή ακόμα και απλά της «νοημοσύνης». «Παραδόξως», τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Δεν υφίσταται κανένας επακριβής κι επιστημονικά αυστηρός ορισμός της «τεχνητής νοημοσύνης», ακόμα και στην πιο «στενή» εκδοχή της – η μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων θεωρείται μια τετριμμένη στατιστική τεχνική και όχι ακριβώς δείγμα τεχνητής νοημοσύνης, την ίδια στιγμή που ένα πολύ μεγάλο μέρος της λεγόμενης μηχανικής μάθησης (υποκλάδου της τεχνητής νοημοσύνης) δεν είναι τίποτα άλλο παρά πιο επεξεργασμένες κι εκλεπτυσμένες εκδοχές αυτής της μεθόδου. Αν όμως η επιστήμη αδυνατεί να παραγάγει εγγενώς έναν τέτοιο ορισμό (φαινόμενο που εξάλλου παρατηρείται και για άλλες βασικές επιστημονικές έννοιες), αυτό δεν συνεπάγεται φυσικά ότι αποκόβεται κάθε οδός κατανόησης των βασικών προκείμενων που υποβαστάζουν τον πυρήνα της τεχνητής νοημοσύνης. Αρκεί να αντικαταστήσει κανείς τις θετικιστικές παρωπίδες με το ιστορικο-κοινωνικό τηλεσκόπιο.
Μιλώντας κατ’ αρχάς με πιο αφηρημένα φιλοσοφικούς όρους, μια βασική παραδοχή της τεχνητής νοημοσύνης, άνευ της οποίας θα ήταν αδύνατο να στηριχτεί το εγχείρημα μηχανοποίησης του νου, είναι ότι η σκέψη «σε τελική ανάλυση» ανάγεται σε υπολογιστικές διαδικασίες χειρισμού συμβόλων (το αυτό ισχύει και για τα δημοφιλή σήμερα νευρωνικά δίκτυα). Οι εν λόγω διαδικασίες τώρα λαμβάνουν χώρα εντός ενός νου ο οποίος παραμένει σε μια σχετική μόνωση τόσο ως προς το περιβάλλον του όσο και ως προς άλλους νόες. Η αλληλεπίδραση με τον εξωτερικό κόσμο δεν αποφεύγεται φυσικά, αλλά συμβαίνει μόνο σε δεύτερο χρόνο, σχεδόν ως αναγκαίο κακό. Η εσωτερική αναδίπλωση διατηρεί πάντα μια απόλυτη προτεραιότητα. Για την ακρίβεια, ο νους είναι σε τέτοιο βαθμό αυθυπόστατος ώστε να παρουσιάζει και αυτό που καλείται «τυπική ανεξαρτησία ως προς το μέσο», ήτοι του είναι αδιάφορο αν το υλικό του υπόστρωμα αποτελείται από βιολογικούς νευρώνες, από ηλεκτρονικά τρανζίστορ ή εν πάση περιπτώσει από την οποιαδήποτε υλικοτεχνική υποδομή μπορεί να φέρει εις πέρας τους απαραίτητους υπολογισμούς. Αυτό που έχει σημασία είναι οι τυπικοί κανόνες που ένα νοήμον πλάσμα ακολουθεί όταν σκέφτεται. Άπαξ και αυτοί ανακαλυφθούν, τότε η κατασκευή σκεπτόμενων μηχανών εκπίπτει σ’ ένα λίγο – πολύ τεχνικό ζήτημα και η επιλογή του μέσου υλοποίησης αυτών των κανόνων γίνεται τελικά με συμβατικά κριτήρια ευκολίας και αποδοτικότητας.
Σε σχέση με τη θετικιστική αφωνία, η παραπάνω πρωτόλεια απόπειρα ορισμού της (τεχνητής ή μη) νοημοσύνης αποτελεί οπωσδήποτε ένα πρώτο βήμα. Δυστυχώς, σε πλείστες όσες σχετικές φιλοσοφικές συζητήσεις (μιλώντας για τον αγγλοσαξωνικό χώρο, ο οποίος όμως είναι και συντριπτικά κυρίαρχος σε αυτούς τους τομείς), αυτό το πρώτο βήμα είναι ταυτόχρονα και το τελευταίο, μια στάση που ενδεχομένως οφείλεται στο βάρος της διαισθητικής προφάνειας του εγχειρήματος αναγωγής της νοημοσύνης σε μια γραμμή παραγωγής και μεταποίησης συμβόλων. Η διαισθητική προφάνεια όμως, ειδικά σε σχέση με έννοιες που φέρουν ένα ιστορικό βάρος, δεν είναι συχνά τίποτα άλλο παρά η μία όψη ενός νομίσματος του οποίου η άλλη όψη είναι η ιδεολογική κατασκευή. Με άλλα λόγια, ορισμοί που φιλοδοξούν να αυτοπροσδιορίζονται ως προφανείς, διαχρονικοί και υπεριστορικοί, σε πιο προσεκτική εξέταση αποδεικνύονται τελικά βολικά ιδεολογήματα.
Το κατ’ αρχήν ανυπόστατο της υποτιθέμενης ανιστορικότητας της έννοιας της νοημοσύνης μπορεί να καταδειχθεί ακόμα και με μια απλή ιχνογράφηση της λέξης μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Ως λέξη, λοιπόν, η «νοημοσύνη» (intelligence) αποτελεί μια μάλλον πρόσφατη προσθήκη στο φιλοσοφικό λεξιλόγιο. Η συγγενής λέξης «intellectus» εμφανίζεται κατά τον όψιμο Μεσαίωνα, ως μετάφραση του ελληνικού «νου», όμως ενταγμένη στο πλαίσιο της σχολαστικής φιλοσοφίας, με όλη την πνευματιστική και θεολογική σκευή που αυτή η ένταξη συνεπάγεται. Ακόμα και η σχετικά συγγενής έννοια της «συνείδησης» απουσιάζει πλήρως από την αρχαιοελληνική γραμματεία και δεν τέθηκε σε κυκλοφορία παρά μόνο διαμέσου του στωικισμού. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω βρίσκεται στο ότι η χρήση της έννοιας εκ μέρους των στωικών είχε κατά βάση ηθικές συμπαραδηλώσεις και μόνο δευτερευόντως γνωσιολογικές. Η «συνείδηση» αναφερόταν σε αυτόν τον σκληρό ηθικό πυρήνα εντός κάθε ατόμου που παραμένει αδιατάρακτος από έξωθεν τριγμούς. Η εισαγωγή της λέξης «συνείδηση» ήταν επομένως μια χειρονομία αναδίπλωσης του ηθικού στοιχείου προς το εσωτερικό των ατόμων και απόσυρσής του από τη δημόσια αρένα της πολιτικής διαπάλης, σε αντίθεση φυσικά με τα ειωθότα της αρχαιοελληνικής πόλης – κράτους, αλλά σε συγχρονισμό με τις ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις – στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας όπου το δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής είχε περισταλεί δραστικά, μια εσωτερική αναδίπλωση και επανεπένδυση του ηθικού στο αυστηρά ατομικό φάνταζε σχεδόν αναπόδραστη.
Η εννοιολογική μετάπτωση της σκέψης από άσκηση του Λόγου σε υπολογιστική νοημοσύνη χρειάστηκε ένα βάθος αιώνων μετά τον όψιμο Μεσαίωνα για να βρει την αρχετυπική πλήρωσή της στη Βρετανία του 18ου αιώνα. Για την πρώιμη νεωτερικότητα, λέξεις όπως «νους», «intellectus» ή «Λόγος» εξακολουθούσαν να διατηρούν ένα στοιχείο καθολικότητας, η οποία συχνά εξασφαλιζόταν μέσω της αναφοράς σ’ ένα θεϊκό ον, είτε με την πιο παραδοσιακή μορφή του χριστιανικού θεού που διατήρησε ο Καρτέσιος είτε με την πιο αιρετική και απρόσωπη μορφή του Σπινόζα (ο Λάιμπνιτς, ο τρίτος μεγάλος εκπρόσωπος του ορθολογισμού, είχε επίσης φροντίσει να διατηρήσει τέτοια στοιχεία καθολικότητας για τον Λόγο, κάτι που τον φέρνει σε σύγκρουση με μεταγενέστερες αντιλήψεις, παρά το γεγονός ότι και αυτός ονειρευόταν μια άλγεβρα του Λόγου). Ακόμα και ο γερμανικός ιδεαλισμός, παρά το ότι, εντεύθεν του Χέγκελ, εντάσσει τον Λόγο μέσα στον δυναμικό ρου της ιστορίας, δεν θα έφτανε στο σημείο να του αφαιρέσει το στοιχείο της καθολικότητας· εξ ου και ο Λόγος στον γερμανικό ιδεαλισμό παρέμεινε πάντα συνδεδεμένος μ’ ένα Δέον (ή, εν πάση περιπτώσει, μ’ ένα στοιχείο απολύτρωσης). Καταλυτική επίδραση προς την κατεύθυνση αποκαθήλωσης του Λόγου θα είχε τελικά η Βρετανία, τόσο σε φιλοσοφικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων που επέτρεψαν στις αντίστοιχες φιλοσοφικές θεωρήσεις να βρουν έδαφος για να αναπτυχθούν. Τα πρώτα βήματα προς μια πιο μηχανιστική αντίληψη της σκέψης είχαν ήδη βέβαια γίνει με τον Χομπς κατά τον 17ο αιώνα. Όταν η Ευρώπη (με τη Βρετανία στην πρωτοπορία και τη Γερμανία ασθμαίνουσα ακόμα) μπαίνει με ταχύ βηματισμό στη λογική της οικονομίας της αγοράς, οι παλαιότερες αντιλήψεις περί του Λόγου και της όποιας καθολικής δεσμευτικότητάς του δεν έχουν πλέον σημείο να σταθούν. Το ζητούμενο για τα υποκείμενα δεν είναι η ανακάλυψη των ιεραρχιών του Λόγου και η συμμόρφωσή τους προς τις επιταγές του, αλλά ο κατά το δυνατό ακριβέστερος υπολογισμός κερδών και ζημιών, η λυσιτελής στάθμιση όλων των παραγόντων προς επίτευξη του εκάστοτε σκοπού και σε αντιπαράθεση προς τα υπόλοιπα υποκείμενα για τα οποία καμμία βεβαιότητα δεν υφίσταται ότι συμμερίζονται τις ίδιες ηθικές αρχές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος ώστε ο Λόγος να γίνει Υπολογισμός. Η μετατροπή του κοινωνικού πεδίου σε κινούμενη άμμο είχε ωστόσο και μία ακόμα συνέπεια: την αδυναμία συγκρότησης μιας αίσθησης ταυτότητας χρησιμοποιώντας ως σημεία σύναψης όψεις του εξωτερικού (φυσικού ή κοινωνικού) κόσμου. Αν ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται ως πρωτογενώς ανταγωνιστικός προς το άτομο, δεν δύναται φυσικά να προσφέρει και την πρώτη ύλη για την κατασκευή της ταυτότητας του ατόμου (παρά μόνο ίσως κατά έναν μαζοχιστικό τρόπο). Ο Χιουμ και ο Λοκ μπορούσαν πλέον να εγείρουν υποψίες για το κατά πόσο η αίσθηση του εαυτού συνιστά μια ψευδαίσθηση, βήμα που δεν διανοήθηκε να κάνει ποτέ ακόμα και ο πρωτεργάτης της αμφιβολίας, ο Καρτέσιος· έθεσε όλον τον εξωτερικό κόσμο εντός παρενθέσεων για να τον ανασυστήσει μετέπειτα, βασιζόμενος όμως πάντα στη βεβαιότητα του cogito ergo sum. Ο εαυτός, λοιπόν, αν και σε όποιον βαθμό υπάρχει, συγκροτείται επί τη βάσει αυστηρά εσωτερικών καταστάσεων και ανεξαρτήτως του (κοινωνικού ή φυσικού) μέσου στο οποίο εκφράζεται, αντίληψη η οποία έτσι συναντάει και συμπληρώνει την παλιότερη στωική και κατόπιν χριστιανική θεώρηση της συνείδησης ως αυστηρά ατομικής λειτουργίας[1]. Η ηθική αναδίπλωση συμπληρώνεται έτσι και από μία αντίστοιχη γνωσιολογική.
Όταν η νοημοσύνη αρχίζει να λαμβάνει το σημερινό της περίγραμμα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα (όπου σημαντικό ρόλο έπαιξαν τόσο διάφορες κοινωνιοβιολογικές θεωρίες περί προσαρμοστικότητας των οργανισμών απέναντι σε ένα περιβάλλον που τους θέτει συνεχώς δοκιμασίες όσο και τα περιβόητα τεστ IQ που εισήγαγαν την ιδέα περί μετρησιμότητας της ευφυίας), δεν εισήχθη στις επιστημονικές, ψυχολογικές και εν γένει φιλοσοφικές αναζητήσεις ως μία άμωμη και άσπιλη έννοια ούτε διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα ενός αυστηρά επιστημονικού ενδιαφέροντος. Την αναδέχθηκαν στο εσωτερικό τους τα διανοητικά και ιδεολογικά αγγεία που είχαν ήδη πλαστεί πάνω στον τροχό της ιστορικής κεραμικής για να της δώσουν τη σύγχρονη μορφή της. Όπως θα έπρεπε να είναι προφανές, ο επιστημονικός κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά είχε επί της ουσίας ελάχιστα να προσθέσει στις βασικές ιδεογραμμές της έννοιας της νοημοσύνης. Προέβη όμως στο (ιδεο)λογικά επόμενο βήμα, προσθέτοντας το επίθετο «τεχνητή», εισάγοντας δηλαδή την ιδέα περί κατασκευασιμότητας της νοημοσύνης.
Παρότι μια τέτοια κατάληξη της έννοιας της νοημοσύνης φαίνεται να διέπεται από μια ιστορική και γενεαλογική συνέχεια, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και απαλλαγμένη από λογικές και φιλοσοφικές αντιφάσεις. Πίσω από τις διάφορες μεταμορφώσεις και προσωπεία που έχει κατά καιρούς φορέσει η νοημοσύνη, το ελάχιστο που θα έπρεπε να της αναγνωριστεί, εφόσον γίνεται αναφορά σε όντα (φυσικά ή τεχνητά) που «πραγματικά σκέφτονται», θα ήταν το ότι αυτά τα όντα οφείλουν να διαθέτουν αυτοσυνείδηση. Ωστόσο, η αυτοσυνείδηση αναγκαστικά προκύπτει από ένα τραύμα, από ένα εσωτερικό σχίσμα του εαυτού και μία οιονεί αντικειμενοποίησή του. Η αυτοσυνείδηση αναδύεται τη στιγμή εκείνη που ο εαυτός αναδιπλασιάζεται και η μία εικόνα του τίθεται έναντι της άλλης. Μιλώντας με φαινομενολογικούς όρους, το υπερβατολογικό Εγώ οφείλει να αποσπαστεί από το εμπειρικό Εγώ ώστε να μπορέσει να το συλλάβει αναστοχαστικά. Μέσα από αυτή τη ρωγμή το υποκείμενο αποκτάει τη δυνατότητα να φανταστεί τον εαυτό του σαν να ήταν κάποιος άλλος, να μεταθέσει την οπτική του γωνία απόβλεψης του κόσμου φορώντας τα μάτια κάποιου άλλου. Τελική συνέπεια των παραπάνω είναι ότι το υποκείμενο μπορεί να συλλάβει τον εαυτό του ως μη ον, ως ενδεχομενικότητα, οδηγώντας τη σκέψη στο όριό της, δηλαδή στη συνείδηση του θανάτου. Στο τέλος της διαδρομής του, το εσωτερικό σχίσμα έρχεται να συναντήσει και το εξωτερικό, ήτοι τη συνειδητοποίηση ότι «εκεί έξω» υφίσταται ένας κόσμος πέρα από τη βούληση του υποκειμένου ο οποίος και θέτει σε αυτό τα όριά του (αν και όχι με κάποιον απόλυτο τρόπο· τα όρια προκύπτουν πάντα ως αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης, ενός διαλόγου ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο).
Αν ωστόσο γίνει δεκτή η παραδοχή περί της δυνατότητας κατασκευής ενός νοήμονος όντος, αυτό το ον εκ των πραγμάτων θα ήταν κατασκευασμένο από τον άνθρωπο (ή από ένα άλλο νοήμον ον σε κάθε περίπτωση). Ταυτόχρονα, εκ του ορισμού του, θα έπρεπε να διαθέτει και αυτοσυνείδηση. Με βάση κάθε έννοια τρέχουσας ή παρελθούσας λογικής αλλά και τα όποια εμπειρικά δεδομένα είναι διαθέσιμα, ένα τέτοιο ον θα ήταν εγγενώς αντιφατικό. Θα επρόκειτο για ένα ον που δεν θα γνώριζε κανένα όριο, έχοντας τη δυνατότητα να αρθεί σ’ ένα αρχιμήδειο σημείο μιας τόσο ενδελεχούς και πλήρους γνώσης ώστε να μπορεί να συλλάβει τόσο τον εαυτό του όσο και τον κόσμο στην ολότητά τους – η πλήρης γνώση του εαυτού θα ήταν αδύνατη χωρίς μια πλήρη γνώση του κόσμου – κι έτσι να κατασκευάσει ανάτυπα του εαυτού του. Τα μόνα του όρια θα ήταν αυτά του εαυτού του, προσομοιάζοντας έτσι σε κάτι το αθάνατο, αν όχι και σχεδόν θεϊκό. Ακόμα και ο Βιτγκενστάιν, στην πιο πρώιμη, θετικιστική του περίοδο, μάλλον θα αναριγούσε μπροστά στην αλαζονεία αυτής της σύλληψης. Η φράση του ότι «το υποκείμενο είναι όριο του κόσμου» φρόντιζε να σταματήσει σε αυτό το σημείο χωρίς να προχωρήσει περαιτέρω στο «το υποκείμενο είναι όριο του εαυτού του».
Γίνεται έτσι καλύτερα κατανοητή η ισχυρή έλξη που ασκούν στη σύγχρονη φιλοσοφία που ενδιατρίβει σε ζητήματα (τεχνητής) νοημοσύνης διάφορα παράδοξα νοητικά πειράματα: από το τεστ του Τιούρινγκ και το κινέζικο δωμάτιο του Σερλ μέχρι τον εγκέφαλο-μέσα-στο-βάζο του Πάτναμ[2]. Το κοινό νήμα που συνέχει όλα αυτά τα σενάρια είναι ότι καταργούν κάθε έννοια του ορίου μέσω μιας χειρονομίας αποθέωσης της κατασκευαστικής δεινότητας του homo faber, είτε πρόκειται για την κατασκευή γλωσσικής ικανότητας (Τιούρινγκ, Σερλ) είτε και για την κατασκευή ολόκληρων προσομοιωμένων κόσμων (Πάτναμ). Η κατάληξη φυσικά είναι να αναπαράγουν σε διάφορες εκδοχές τις ίδιες οντολογικές – φαινομενολογικές αντιφάσεις, παραμένοντας ταυτόχρονα γοητευτικά και αληθοφανή, στο βαθμό που, έστω κι ανεπίγνωστα, κουβαλάνε μέσα τους μια ιστορία αιώνων. Από αυτή την άποψη, ο Καρτέσιος ήταν τουλάχιστον πιο συνεπής όταν, στο δικό του αντίστοιχο νοητικό πείραμα περί της ψευδαισθησιακότητας του κόσμου, κατέφευγε σε έναν δαιμονικό θεό ο οποίος κινούσε τα νήματα των αισθήσεων από το παρασκήνιο. Διότι αυτός θεολογούσε ρητά και εκπεφρασμένα. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι για τον σύγχρονο στοχασμό δεν είναι η πλησμονή μεταφυσικής που οδηγεί σε συγχύσεις και ατέρμονους εννοιολογικούς βρόχους αλλά η έλλειψη αυτής.
Τα εν λόγω σενάρια, παρά τις όποιες λογικές αδυναμίες τους, διαθέτουν μια εσωτερική συνοχή σε ένα άλλο επίπεδο: σε αυτό της κοινωνικής πρακτικής και στις δομικές τους αντιστοιχίες προς τις υλικές συνθήκες που τα γέννησαν. Την ίδια στιγμή που εξυμνείται (έστω και ως υπόθεση εργασίας) η ανθρώπινη τεχνική επιδεξιότητα, το ανθρώπινο υποκείμενο παρουσιάζεται ως άπειρα κατασκευάσιμο, δηλαδή ως ένα υποχείριο και άθυρμα εντός ενός κόσμου που στέκει αποξενωμένος απέναντί του. Το άτομο μετατρέπεται σε υπο-κείμενο, με την έννοια ότι υπό-κειται σε συνεχείς, οιονεί πειραματικές επεμβάσεις των οποίων μπορεί να μην έχει καν επίγνωση. Πόσο πιο ακριβής θα μπορούσε άραγε να είναι μια περιγραφή των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών;
Όταν ο Καρτέσιος, ως κληρονόμος των σχολαστικών, έκανε χρήση του όρου «αντικειμενικός», αναφερόταν στις αναπαραστάσεις του πνεύματος που μόνο αυτές μπορούν να έχουν την απαιτούμενη πάγια σταθερότητα και «αντικειμενικότητα». Σ’ ένα βαθμό επρόκειτο και για μια δήλωση πίστης προς τις δυνάμεις του ανθρώπινου νου, έστω κι αν αυτές ήταν δανεικές, με τον θεό να αναλαμβάνει το ρόλο του μεσεγγυητή. Για τη σημερινή φιλοσοφία, ό,τι το «αντικειμενικό» βρίσκεται «εκεί έξω», στα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Η ανθρώπινη σκέψη, από την άλλη, είναι «υποκειμενική», δηλαδή το προϊόν ενός δύσμοιρου και ανερμάτιστου υποκειμένου που άγεται και φέρεται καταπώς επιτάσσει η τάδε ή δείνα μηχανή με τη γρανιτένια «αντικειμενικότητά» της. Μέχρι η μηχανή να καταπιεί τελείως τη σκέψη κι έτσι να κλείσει ο κύκλος: η σκέψη, από τελείως υποκειμενική, να εκπέσει στην αντικειμενικότητα του αδρανούς πράγματος, να πραγμοποιηθεί η ίδια και αποναρκωμένη να αυτοκαταργηθεί· δίχως λυγμό και δίχως γδούπο.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
[1] Όπως έχει επισημάνει ο Σάλινς, η θεώρηση του εαυτού υπό ένα τόσο ακραία ατομικιστικό πρίσμα είναι ιδιαζόντως δυτική και ανατρέπεται εντυπωσιακά σε άλλους πολιτισμούς όπου ο εαυτός φτάνει ενίοτε να θεωρείται απλώς ως το σημείο διασταύρωσης των διαφόρων κοινωνικών σχέσεων και σε καμμία περίπτωση μια ατομική ιδιότητα (ή, πολύ λιγότερο, ιδιοκτησία).
[2] Με βάση το τεστ του Τιούρινγκ, μπορούμε να αποφανθούμε ότι μια μηχανή σκέφτεται πραγματικά μόνο αν, σ’ ένα γραπτό διάλογο (και όχι προφορικό, κάτι που από μόνο του έχει κρίσιμη σημασία), ένας ανθρώπινος ανακριτής δεν μπορεί να διακρίνει αν συνομιλεί με τη μηχανή ή με έναν άλλον άνθρωπο. Στο σενάριο του κινέζικου δωματίου (προτάθηκε από τον φιλόσοφο Τζων Σερλ) καλούμαστε να φανταστούμε έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει κινέζικα αλλά έχει αποστηθίσει όλους τους κανόνες διάταξης των κινέζικών ιδεογραμμάτων απλώς και μόνο με βάση την οπτική τους μορφή (χωρίς να ξέρει τι σημαίνουν) ώστε να δίνει την εντύπωση ότι πραγματικά μπορεί να συνομιλήσει με κάποιον στα κινέζικα. Η υπόθεση του εγκεφάλου-μέσα-στο-βάζο (διατυπώθηκε από τον Χίλαρυ Πάτναμ) είναι ότι ένας εγκέφαλος έχει τοποθετηθεί σε ένα βάζο όπου του παρέχονται όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά αλλά και αισθητήρια ερεθίσματα μέσω ηλεκτροδίων ώστε αυτός να νομίζει ότι ζει σ’ έναν πραγματικό κόσμο και όχι σε μια προσομοίωση.
*