Ο Αντώνης έγινε Γιάννης

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Στη βιβλιοθήκη μου βρισκόταν εδώ και αρκετά χρόνια αδιάβαστο το Παιδί  του Jules Vallès σε μια καλαίσθητη έκδοση της Imprimerie Νationale με προμετωπίδα του Γαλάνη (τα πλήρη στοιχεία: Jules Vallès, L’enfant, Paris 1953). Φέτος, λοιπόν, το καλοκαίρι αποφάσισα να διαβάσω αυτό το συναρπαστικό και σκληρό βιβλίο. Καθώς προχωρούσα την ανάγνωσή μου, πέφτω πάνω στο κεφάλαιο της γιορτής του πατέρα:

«Το επόμενο Σάββατο είναι η γιορτή του πατέρα μου. Η μητέρα μου μού το ‘χει πει τουλάχιστον εξήντα φορές τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες. Μου το επαναλαμβάνει με έναν τόνο λιγάκι εκνευρισμένο. Φαίνεται πως δεν είμαι αρκετά συγκινημένος. “Τον πατέρα σου τον λένε Αντώνη”».

Ακολουθεί η αποστήθιση του χαιρετισμού:

«Η ανησυχία μου μεγαλώνει όταν η μητέρα μου μού αναγγέλλει πως πρέπει να χαρίσω στον πατέρα μου μια γλάστρα με λουλούδια. Πόσο δύσκολο είναι! Αλλά η μητέρα μου ξέρει πώς εκφράζονται τα συναισθήματα, πώς εκφράζεται η χαρά να συγχαρώ τον πατέρα μου επειδή τον λένε Αντώνη. Κάνουμε πρόβες».

Η σύνταξη της προσφώνησης δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση: ο Ζακ ή, αν προτιμάτε, Ιάκωβος, (έτσι λέγεται ο γιος) είναι κακογράφος και χαλάει τρία χαρτιά προσφωνήσεων με χρυσές γραμμές και περιστέρια. Στη συνέχεια είναι η σκηνή της αγοράς μιας γλάστρας με γεράνια. Κι έπειτα φτάνει η μέρα της γιορτής. Ο γιος επισκέπτεται τον πατέρα στο κρεβάτι, αλλά όπως προσπαθεί να ανέβει για να του προσφέρει τη γλάστρα, πέφτει και το χώμα της σκορπίζεται πάνω στο κρεβάτι (ό.π., σελ. 82-87).

Σας θυμίζει τίποτε αυτή η ιστορία; Είναι απαράλλακτη «Η Εορτή του Πατρός μου» του Ροΐδη, που περιλαμβάνεται ὠς και στα σχολικά βιβλία!

Ας παραθέσουμε όμως ένα απόσπασμα από την εκδοχή του Ροΐδη:

«Τον πατέρα μου ευρήκαμεν εις το κρεβάτι, φέροντα όμως επί της φαλάκρας του, αντί του καθημερινού άσπρου του σκούφου, το βελούδινον κεντητόν φεσάκι του των επισήμων ημερών. Τούτο όμως δεν τον εμπόδισε να υποκριθεί έκπληξιν, όταν, επαρουσιάσθημεν ενώπιόν του, η μητέρα μου με το μεταξωτόν της φόρεμα και εγώ με την προσφώνησιν και με την γάστραν.

Πώς!, ανέκραξεν, είναι σήμερον η εορτή μου! Εγήρασα ακόμη έναν χρόνον. Έλα γυναίκα, να σε φιλήσω.

Όταν ήλθεν η σειρά μου, ευρέθην κάπως συγχυσμένος, διότι κατά το πρόγραμμα επροηγείτο η προφώνησις, έπειτα ήρχετο η προσφορά της γάστρας και το φίλημα τελευταίον.»

Και τώρα το αντίστοιχο χωρίο του Βαλλές σε πρόχειρη μετάφραση και στο πρωτότυπο:

«Φτάνω το πρωί της επίσημης ημέρας. Εκείνος είναι στο κρεβάτι του.

“Πώς! Είναι η γιορτή μου!”

Χαμογελά και ρίχνει ένα συζυγικό βλέμμα στη μητέρα μου:

“Γέρασα κιόλας. Ελάτε να σας αγκαλιάσω!”

Αγκαλιάζει τη μητέρα μου, που με κρατά απ’ το χέρι λες κι οδηγεί τους Γράκχους σαν άλλη Κορνηλία ή λες και σέρνει το γιο της σαν τη Μαρία Αντουανέττα. Με αφήνει για να πέσει στις αγκάλες του συζύγου της.

Είναι η σειρά μου. Πίστευα πως έπρεπε να πω πρώτα την προσφώνηση και πως αγκαλιάζουν μετά τη γλάστρα. Φαίνεται πως αγκαλιάζουν πρώτα».

[ σελ. 86 ]

«Le matin du jour solennele, j’arrive; il est dans son lit.

“Comment! c’est ma fête!”

Avec un sourire, tournant un oeil d’epoux vers ma mere:

“Déjà si vieux! Allons que je vous embrasse!”

Il embrasse ma mère, qui me tient par la main comme Cornélie amenant les Gracques, comme Marie-Antoinette traînant son fils. Elle me lâche pour tomber dans les bras de son époux.

Ce mon tour; je croyais que je devais dire le compliment d’abord et qu’on n’ embrassait qu’après le pot de fleurs. Il paraît qu’on embrasse avant».

Κανείς δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει τη διαφορά ύφους ανάμεσα στον Έλληνα και τον Γάλλο, που σε κάποιου βαθμό οφείλεται και στη διαφορά του γλωσσικού τους οργάνου: στην καθαρεύουσα του Ροΐδη και την καθομιλουμένη του Βαλλές, που βέβαια κρύβει μιαν πολύ αιχμηρή αντεστραμμένη ρητορική: προσέξτε όλες αυτές τις κοφτές καλοτροχισμένες φράσεις του. Να αναφέρω πως ο εχθρός της τότε αρτηριοσκληρωτικής εκπαίδευσης Βαλλές, ήταν άσσος στη λατινική έκθεση. Θα μας τραβούσε όμως μακριά να συγκρίνουμε την ροϊδική ειρωνεία με το φαρμακερό ύφος του Γάλλου.

Αλλά στο περιεχόμενο, ο συγγραφέας της Παπίσσης ακολουθεί κατά πόδας τον Βαλλές. Ο αθεόφοβος διατήρησε ακόμη και τις λεπτομέρειες της ιστορίας: ακόμη και το χαρτί της πρόσκλησης με τις χρυσές γραμμές και τα περιστέρια! Ακόμα και τα λουλούδια της γλάστρας: γεράνια και στις δυο περιπτώσεις. Μόνο το όνομα του πατέρα άλλαξε. Από Αντώνη τον έκανε Γιάννη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ

Πρώτη δημοσίευση, Νέο Πλανόδιον, τχ. 3, καλοκαίρι-φθινόπωρο 2015, σ. 206.

*

Advertisement