*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
Έπρεπε να σηκωθεί για να ξεπιαστούν επιτέλους τα πόδια του και η πλάτη του. Μετά από δυο ώρες αράγματος πάνω στο κρύο τσιμέντο, ανάμεσα σε πετραδάκια, σπασμένα γυαλιά και ξεκοιλιασμένους σκελετούς θρανίων, δεν υπήρχε στάση στην οποία να μπορούσε να κάτσει για πάνω από ένα λεπτό χωρίς να αρχίσει να τον πονάει η πλάτη του.
«Έλα, άργησες, πάμε να τους βρούμε. Κοντά είναι.», του είπε ο Νίκος αμέσως μόλις έφτασε στο σπίτι του, κάπου στο Αιγάλεω. Χωρίς να του πει τον προορισμό.
Για τον Νίκο, που είναι ξερακιανός και κυκλοφορεί όλη μέρα με το ποδήλατο, η απόσταση ανάμεσα στο Αιγάλεω και στα ορεινά της Πετρούπολης χρεώνεται ως κοντινή. Αυτός όμως τα χρειάστηκε στην ανηφόρα. Είχε κλειδώσει τα μάτια του στην πίσω ρόδα του Νίκου και σε κάθε καινούρια περιστροφή της περίμενε να ξαναδεί εκείνο το μπλε σκουπιδάκι που είχε κολλήσει στο λάστιχο. Η περιοδικότητα της εμφάνισης και της εξαφάνισης αυτής της μπλε σημαδούρας από το οπτικό του πεδίο τον είχε πείσει ότι μπορούσε να αντέξει. Το μπλε σκουπιδάκι έγινε σιγά-σιγά ένα μπλε σημαδάκι, μετά μια μπλε κουκκίδα και στο τέλος κάθε γαλαζωπή υποψία χάθηκε τελείως μέσα στο ρευστοποιημένο από την ταχύτητα γκρι της ρόδας που όλο και απομακρυνόταν. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου για να πάρει μερικές ανάσες και να ξεκουράσει τους τετρακέφαλούς του που καίγονταν. Όσο βαθιές κι αν ήταν οι ανάσες του, δεν τις χόρταινε. Κατέβαιναν σαν την τελευταία μπουκιά που καταπίνεις στα γρήγορα το πρωί όταν έχεις ήδη αργήσει για τη δουλειά και τη νιώθεις να κολλάει στο βάθος του λαιμού σου. Τα ρεύματα αέρα που έστελναν πάνω του τα αυτοκίνητα καθώς τον προσπερνούσαν με ταχύτητα τον έκαναν να νιώθει σαν Προμηθέας πάνω στον βράχο. Τα μουγκρητά των μηχανών που περιστρέφονταν γύρω του τού έτρωγαν μπουκιά-μπουκιά τον αέρα μέσα από τα διεσταλμένα πνευμόνια του. Ανέβηκε πάλι στο ποδήλατο και άρχισε να κάνει πεταλιές με μανία. Ο Νίκος είχε σταματήσει και τον περίμενε λίγο παραπάνω. Τον προσπέρασε χωρίς να του πει τίποτα. Έριξε μόνο μια ματιά στην πίσω του ρόδα, αναζητώντας φευγαλέα το μπλε σκουπιδάκι. Δεν το είδε πουθενά.
Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει όταν φτάσανε.
«Πού στο διάολο είναι οι μαλάκες; Αφού μου είπαν στο σχολείο.», είπε με έναν κάπως επιτηδευμένο εκνευρισμό ο Νίκος.
Άρπαξε τα σιδερένια κάγκελα της κλειδωμένης πόρτας του προαυλίου και τα τράνταξε δυο-τρεις φορές, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η πόρτα ήταν όντως κλειδωμένη. Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα κάγκελα και πλησίασε το πρόσωπό του, σφηνώνοντάς το σχεδόν ανάμεσα σε δύο μπάρες, για να μπορέσει να δει καλύτερα μέσα στο προαύλιο. Έτσι όπως είχε μπλέξει χέρια και πρόσωπο με την πόρτα, έμοιαζε με παγιδευμένο ψάρι που παλεύει να κόψει τα μεταλλικά δίχτυα καθώς αυτά τον τραβάνε προς τα κάτω, προς τον βυθό της νύχτας, προς τον βυθό της πόλης.
«Μην κάνεις φασαρία, ρε! Από δω ελάτε, εδώ!».
Γυρίσανε μαζί τα κεφάλια τους για να εντοπίσουν την πηγή του κατσαδιάσματος. Χωρίς επιτυχία.
«Εδώ, εδώ!», ακούστηκε πάλι σχεδόν ψιθυριστά η ίδια φωνή κι ένα χαλικάκι προσγειώθηκε ανάμεσα στα πόδια τους. Στα αριστερά τους, πάνω σε ένα πλαϊνό ταρατσάκι, μια σκοτεινή φιγούρα με κουκούλα στο κεφάλι κουνούσε τα χέρια της.
«Ανεβείτε από δω. Προσέξτε αυτό το θρανίο. Κουνιέται. Ένας-ένας.»
Σκαρφάλωσαν και οι δύο, πρώτα ο Νίκος, με την άνεση και τη χάρη που του έδινε το λιπόσαρκο σώμα του, ύστερα αυτός, με λίγο μεγαλύτερη δυσκολία.
«Κάντε λίγο ησυχία γιατί αν μας ακούσουν από τα σπίτια ότι είμαστε μέσα στο σχολείο τέτοια ώρα μπορεί να φωνάξουν κάνα μπατσικό.»
Προχωρήσανε λίγα μέτρα, στρίψανε σε μία γωνία και βγήκανε σ’ ένα άλλο ταρατσάκι που έβλεπε προς το εσωτερικό του σχολείου. Μια παρέα τεσσάρων-πέντε ατόμων καθόταν αμίλητη σε κύκλο, κάτω στο πάτωμα, παρόλο που γύρω υπήρχαν καρέκλες. Αυτές οι μπλε, μεταλλικές καρέκλες με τις ξύλινες πλάτες που φροντίζουν να ισιώνουν όλους τους μαθητές. Από το κέντρο του κύκλου έβγαινε ένα φως και μια μελωδική ηλεκτρονική μουσική.
«Έλα, ανοίξτε να κάτσουν και τα παιδιά. Κλειδώσατε τα ποδήλατα, έτσι; Αράξτε. Να βάλω κάτι άλλο; Θα κοιμηθούμε εδώ πέρα.», είπε ο κουκουλοφόρος και σήκωσε το κινητό αργά-αργά από το κέντρο του κύκλου. Το φως από την οθόνη του κινητού αποσύρθηκε από τα πρόσωπά τους σαν τα φώτα από τους προβολείς μιας κάψουλας που αναδύεται ράθυμα από κάποια υποθαλάσσια τάφρο. Όπως αφήνουν πίσω τους τον βυθό, οι ακτίνες τους διακόπτονται για μια φευγαλέα στιγμή από ένα τερατόμορφο πλάσμα που αμέσως αποσύρεται ξανά, μακριά από τα ανθρώπινα μάτια και μυαλά. Μια υποβρύχια σιωπή έπεσε απαλά πάνω στον κύκλο, σαν χιονόπτωση υπνηλίας πάνω σε παιδικά βλέφαρα.
… αν κάνεις Muay Thai είναι απαραίτητο να κάνεις και Brazilian Jiu Jitsu αν θες να κατέβεις σε αγώνες; Το IDM είναι όντως πειραματική μουσική ή άλλο ένα ποπάκι; Ο Σταύρος έχει μια καλή άκρη για LSD. Θα ανέβουμε Πάρνηθα να δοκιμάσουμε. Να πάρουμε και σκηνές. Θα είναι γαμάτα μέσα στο δάσος. Μήπως ο Timothy Leary ήταν καραγκιόζης τελικά; Έναν καλό μηχανικό για το μηχανάκι, ρε παιδιά. Είναι απαραίτητο για τη δουλειά. Πας το πακέτο στον μαλάκα και σου δίνει χάλκινα για φιλοδώρημα. «Να’ σαι καλά, φιλαράκι. Κράτα τα.». Έχει ραγίσει το ένα ταμπλώ κάτω στα γηπεδάκια. Να πάρουμε τηλέφωνο το δήμο; Μην κάνεις μαλακίες. Θα έρθουν να το ξηλώσουν για να μη σπάσει τελείως και κόψει κανέναν κι έτσι να έχουν αυτοί καλυμμένο τον κώλο τους, αλλά δεν θα ξαναβάλουν καινούριο μέχρι τις επόμενες εκλογές, και αν…
Σηκώθηκε για να κάνει μια βόλτα και να ξεπιαστεί. Τους άφησε να συνεχίσουν το δαίδαλο της κουβέντας τους. Δεν μιλούσε πολύ. Εκτός από τον Νίκο, δεν τους ήξερε τους άλλους, αλλά ένιωθε άνετα. Βοηθούσε και το σκοτάδι που έπεφτε και η σχεδόν συνωμοτική αίσθηση που δημιουργούσε η προσπάθειά τους να μιλάνε κάπως χαμηλόφωνα. Πήγε προς το κράσπεδο για να χαζέψει τα κτίρια του συγκροτήματος, τα παράθυρα και τις αίθουσες, γεωμετρικά παρατεταγμένα σαν μπετονένιες κυψέλες. Άφησε το μπουκάλι της μπύρας να γλιστρήσει από τα χέρια του για να σκάσει στα σκαλάκια της αυλής από κάτω.
Γυρίσανε όλοι να τον κοιτάξουν με αυστηρό βλέμμα. Τους έκανε ένα νεύμα συγγνώμης και τους ξαναπλησίασε.
«… δεν ξέρετε γιατί τον λένε Forever Dream; Έλα, ρε μαλάκα. Ούτε εσύ; Χαχα. Μπήκε μέσα για κάποιους μήνες. Τον μπουκώσανε στα χάπια και στα φάρμακα. Λάλησε χειρότερα, σου λέω, ρε. Άρχισε να δαγκώνει τα τσιμέντα και να φωνάζει Forever Dream. Χεχε. Ε, τον μαλάκα.»
Ο Θύμιος αφηγείται τις περιπέτειες του Forever Dream με μια ένρινη, μακρόσυρτη φωνή ενώ ρουφάει κάθε τρεις και λίγο τη μύτη του. Ένα πηχτό, άσπρο σάλιο έχει κολλήσει στις άκρες των χειλιών του όσο μιλάει καμπουριασμένος, με τα χέρια του να αγκαλιάζουν τα τρύπια του παπούτσια. Ήρθε στην παρέα λίγο μετά από αυτόν και τον Νίκο.
«Ο πούστης θα προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να σκαρφαλώσει μέχρι εδώ πάνω γιατί νομίζει ότι θα βρει μπάφο. Ααα, θα απογοητευτεί.», είπε ο κουκουλοφόρος όταν είδε το ασουλούπωτο κορμί του Θύμιου να ξεκινάει το σκαρφάλωμα, αφού πρώτα του είχε κάνει νόημα να ανέβει, περισσότερο για πλάκα.
Πήγε πάλι στο άλλο ταρατσάκι, αυτό που έβλεπε στο δρόμο. Κοίταξε προς την κατηφόρα. Τα σπίτια προεξείχαν μέσα από το σκοτάδι σαν εξογκώματα, παρατεταγμένα εκατέρωθεν του δρόμου σαν οδοντοστοιχία που έχει αρχίσει να χαλάει από υπερβολική κατανάλωση ξοδεμένων ζωών και από την πέτρα των αξόδευτων ονείρων που απλώνεται πάνω στα διαμερίσματα. Όλα τα δορυφορικά και τηλεοπτικά πιάτα που κρέμονταν από ταράτσες και μπαλκόνια ήταν ευθυγραμμισμένα να κοιτάνε προς την ίδια κατεύθυνση, σαν μεταλλικά άνθη που συγχρονισμένα στρέφονται προς το ψύχος ενός αόρατου ήλιου που εκπέμπει νανουρίσματα· ενός ήλιου που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας λαμπτήρας θερμοκηπίου.
Γύρισε πίσω στον κύκλο που ακόμα ασχολιόταν με τον Forever Dream. Το τηλέφωνο που έπαιζε μουσική στο κέντρο του κύκλου χτύπησε. Ο ήχος της κλήσης ήταν κι αυτός από κάποιο κομμάτι ηλεκτρονικής μουσικής και για μια στιγμή κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, νομίζοντας ότι το κινητό άλλαξε από μόνο του κομμάτι. Το σήκωσε ο κουκουλοφόρος. Είπε δύο κουβέντες στα γρήγορα, κάνα-δυο «ναι» κι «εντάξει» και το έκλεισε.
«Εντάξει, σκάσε τώρα. Ήρθε ο Βαγγέλης.», είπε απότομα στον Θύμιο. «Πάμε».
Περάσανε στο διπλανό ταρατσάκι και κατέβηκαν όλοι, πατώντας ένας-ένας στο θρανίο που έτρεμε. Αυτός τελευταίος και ο Θύμιος μπροστά του προτελευταίος. Το καθυστερούσε ο Θύμιος. Έκατσε με τον κώλο στην άκρη της ταράτσας, με την πρόθεση να πηδήξει μετά πάνω στο θρανίο. Τον έπιασε από τον ώμο να τον σταματήσει. Διαφορετικά θα σκοτωνόταν αν επιχειρούσε τέτοιο ακροβατικό κι αυτός θα ξέμενε πάνω στην ταράτσα μέχρι οι άλλοι να βάλουν το θρανίο στη θέση του ή, ακόμα χειρότερα, μέχρι να βρουν καινούριο θρανίο έτσι και το παλιό σακατευόταν. Του έδωσε το χέρι του και τον βοήθησε να κατέβει σιγά-σιγά.
Κουνιούνταν αθόρυβα, σχεδόν αδιόρατοι με τα σκούρα τους ρούχα μέσα στη νύχτα, σαν να ήταν συνεννοημένοι. Οι φιγούρες τους γλιστρούσαν πάνω στο τσιμέντο και στα κάγκελα σαν να μην ήταν ζωντανοί οργανισμοί, αλλά απλά πυκνώματα του σκοταδιού, στάλες μαύρου ιδρώτα να έρπουν πάνω στους κροτάφους της πόλης.
Ξεκλείδωσαν τα ποδήλατά τους από τα κάγκελα και μαζεύτηκαν όλοι τους γύρω από τον Βαγγέλη που τους περίμενε λίγο παρακάτω στον δρόμο. Πάνω σε ποδήλατο κι αυτός. Μόνο που το δικό του ποδήλατο δεν έμοιαζε να είναι κάποιας συγκεκριμένης μάρκας. Περισσότερο έδινε την εντύπωση ενός συνονθυλεύματος από διαφόρων ειδών εξαρτήματα που είχαν συναρμολογηθεί στη μορφή ποδηλάτου σχεδόν παρά τη θέλησή τους. Ακόμα και η πίσω ρόδα έμοιαζε διαφορετική από την μπροστινή. Η μπροστινή ήταν ρόδα πόλης και η πίσω ρόδα βουνού. Όπως τον πλησιάζανε, κατέβηκε από το ποδήλατό του. Ο Βαγγέλης. Τον αναγνώρισε αμέσως από τον σωματότυπο και τις κινήσεις του, παρόλο που δεν έβγαλε από το κεφάλι του τη full face κουκούλα που φορούσε όσο τους περίμενε.
* * *
Δεν ήταν εύκολο να ξεχάσει αυτή την χαρακτηριστική κυκλικότητα που είχαν οι κινήσεις του. Τον Βαγγέλη τον είχε ξανασυναντήσει δυο-τρεις φορές πριν κάνα χρόνο περίπου. Μέσω του Νίκου τον είχε γνωρίσει κι αυτόν. Η πρώτη φορά ήταν όταν τον είχε τραβήξει σχεδόν με το ζόρι ο Νίκος να πάνε να κάνουν προπόνηση με κάτι φιλαράκια του, λέει, πολύ ξηγημένα. Είχαν ανοίξει κάτι σαν δικό τους αυτοσχέδιο γυμναστήριο. Δωρεάν και αυτοδιαχειριζόμενο. Ο Νίκος ήθελε να πάνε για προπόνηση αφού πρώτα είχαν είχαν πιει ένα τσιγάρο.
«Είναι ωραία να κάνεις γυμναστική σε αυτή τη φάση. Αισθάνεσαι ακόμα και τον μικρότερο μυ. Και τις λαβές τις κάνεις πιο αργά και πιο προσεκτικά. Άκου που σου λέω.»
Δεν τον πίστεψε. Ένας άλλος φίλος τού είχε πει παλιότερα ότι είναι ωραία να γράφεις κώδικα αν έχεις πιει πρώτα ένα ελαφρύ τσιγαράκι. Σου δίνει έμπνευση, του είχε πει. Το δοκίμασε μια φορά και μετά έπρεπε να φάει τρεις μέρες για να ξεριζώσει όλα τα bug από το πρόγραμμα που έγραφε εκείνον τον καιρό και που είχε μαρτυρήσει κάτω από τα δάχτυλά του εκείνη τη μέρα. Πήγε χωρίς διάθεση να ξοδέψει στάλα ιδρώτα, περισσότερο από περιέργεια.
Πήραν τα στενά του Αιγάλεω και φτάσανε σε ένα γωνιακό ισόγειο που έμοιαζε με εγκαταλειμμένο καφενείο. Παντού τζαμαρίες με εκείνα τα παλιακά, μεταλλικά κουφώματα από τα οποία είχε αρχίσει να ξεφτίζει η μπεζ βαφή. Τα τζάμια ήταν καλυμμένα από μέσα με παλιές εφημερίδες κολλημένες με πλατιά ταινία. Ο Νίκος δεν χτύπησε καν. Έπιασε το πόμολο και άνοιξε κατευθείαν την πόρτα. Μόλις μπήκαν μέσα τούς χτύπησε η βαριά, πηχτή μυρωδιά του ιδρώτα που γινόταν πιο έντονη από τον σχετικά χαμηλό φωτισμό. Δεν υπήρχαν λάμπες στο ταβάνι, παρά μόνο κάτι επιδαπέδια φώτα με ροοστάτες, συνδεδεμένα σε πολύμπριζα των οποίων το κεντρικό καλώδιο ήταν αδύνατο να καταλάβεις από πού έπαιρνε ρεύμα. Μόλις ο Βαγγέλης είδε τον Νίκο, έτρεξε αμέσως προς το μέρος τους.
«Ω, φιλαράκι, ήρθες τελικά;»
«Ναι, ρε μαν. Έφερα και τον φίλο εδώ μπας και πάρει μια μυρωδιά.»
«Ωραία, ωραία, παιδιά. Βγάλτε τα παπούτσια και ξεκινάμε. Με τις κάλτσες μόνο πάνω στο τατάμι, εντάξει;»
Γυμνός από τη μέση και πάνω και ήδη με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι, ο Βαγγέλης πήγε παραμέσα να συνεχίσει το ζέσταμά του. Παρότι μάλλον κοντός, το νευρώδες, σχεδόν αφρικάνικο κορμί του με τα μακριά του άκρα τον έκανε να φαίνεται κάπως ψηλότερος. Τον χάζευαν ενώ έκανε push-up με το ένα χέρι. Κάποια στιγμή τούς φώναξε να τον βοηθήσουν. Έδωσε στον καθένα τους από έναν τετράγωνο στόχο να τον περάσουν στον βραχίονά τους και τους έβαλε να κάτσουν ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο και αυτός μπήκε στη μέση. Άρχισε με μερικές γροθιές, μερικά χτυπήματα με γόνατο και μετά κλωτσιές. Όσο περνούσε η ώρα τόσο οι συνδυασμοί των χτυπημάτων γίνονταν όλο και πιο περίπλοκοι. Κάθε συνδυασμό τον δοκίμαζε πάντα και στον δεξιό και στον αριστερό στόχο. Εντελώς ανώδυνα στην αρχή τα χτυπήματα, μετά από λίγη ώρα είχαν τέτοια σφοδρότητα που έπρεπε να ρίχνει όλο το βάρος του πάνω στον στόχο για να μην τον βγάλει εκτός ισορροπίας ο Βαγγέλης. Τα πυκνά, σγουρά μαλλιά του Βαγγέλη τινάζονταν με τέτοια ευθυμία σε κάθε χτύπημα του που έμοιαζαν με θεατές που σηκώνονται να πανηγυρίσουν. Όλο του το σώμα παλλόταν πλέον σε κυματοειδείς κινήσεις που σκάγανε στις εκρήξεις των χτυπημάτων του. Μια ανεπαίσθητη κυκλικότητα είχε επικαθίσει πλέον πάνω στις κινήσεις του. Μπορούσες να την αντιληφθείς μόνο αν δεν εστίαζες το βλέμμα σου πάνω του έντονα και το άφηνες πιο χαλαρό, όπως σε εκείνες τις οπτικές ψευδαισθήσεις με τα γεωμετρικά, συμμετρικά σχήματα που τα αισθάνεσαι να μετακινούνται γύρω από το επίκεντρο του βλέμματός σου για να στερεοποιηθούν μόλις τα κοιτάξεις απευθείας. Οι ανάσες και των τριών τους είχαν αναγκαστικά συγχρονιστεί πάνω στο κύμα των χτυπημάτων του Βαγγέλη, σε μια μονοφωνική χορωδία μέσα σ’ εκείνον τον ισόγειο καθεδρικό στα στενά του Αιγάλεω που δεν θα την ακούσει ποτέ κανείς, ανάμεσα σε κουρασμένα, μαρτυρικά σώματα που κανένα άγαλμα δεν θα τα αιχμαλωτίσει.
Την επόμενη φορά συναντήθηκαν στη σοφίτα του Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης ήταν μία από τις άκρες του Νίκου για χόρτο και πήγαν μαζί για προμήθειες. Κάπου γράφει ο Μπάροουζ ότι, αν θες να γίνεις έμπορος ναρκωτικών, καλύτερα να γίνεις έμπορος οπιοειδών παρά χόρτου. Οι πελάτες σου έρχονται να παραλάβουν το προϊόν, πληρώνουν κι εξαφανίζονται χωρίς πολλά-πολλά. Τους χασικλήδες δεν τους ξεφορτώνεσαι εύκολα όμως. Αυτοί έχουν όρεξη για κουβέντα πολλές φορές. Ή μπορεί να θέλουν να μοιραστούν μαζί σου και κάνα τσιγάρο. Ο Βαγγέλης ήταν από τους ανθρώπους που είχαν πέσει στην παγίδα του Μπάροουζ. Φτάσανε απογευματάκι στη σοφίτα και φύγανε όταν πια είχε βραδιάσει για τα καλά. Η σοφίτα του Βαγγέλη ήταν ένα ξύλινο πατάρι που ο ίδιος είχε φτιάξει πάνω από το άεργο πλέον ξυλουργείο του παππού του. Εκεί έμενε, εκεί κοιμόταν, εκεί μαγείρευε σ’ ένα μικρό, ηλεκτρικό κουζινάκι που είχε εγκαταστήσει δίπλα από ένα λιλιπούτειο ψυγείο. Ανέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στο πατάρι όπου είχε ήδη θρονιαστεί κάποιος άλλος επισκέπτης, άγνωστός τους. Πελάτης ή φίλος του Βαγγέλη; Δεν μάθανε. Ούτως ή άλλως, σε αυτά τα χαμηλά στρώματα της ιεραρχίας του χόρτου τα διαχωριστικά όρια θολώνουν. Περάσανε κι άλλοι όση ώρα έμειναν στη σοφίτα. Άλλοι για λιγότερο, άλλοι για περισσότερο. Αφού ξεφορτώθηκε τον πρώτο πελάτη-επισκέπτη, κατέβηκε μετά κάτω στο ξυλουργείο και γύρισε μ’ ένα σακουλάκι και μια ζυγαριά ακριβείας.
«Πόσο είπες ότι θέλετε, ρε Νικόλα;»
«Βάλε ένα κατοστάρικο. Βάλε ξεχωριστά κι ένα δεκάρικο. Χρωστάω στον Θύμιο ένα εικοσάρικο από το μπιλιάρδο και μ’ έχει πρήξει ο βδέλλας. Θα του πάω ένα δεκάρικο χόρτο. Θα μ’ ευχαριστεί κιόλας μετά.»
Ζύγισε τους παπάδες ο Βαγγέλης και τους έχωσε μέσα σε κάτι νάυλον, μικρά σακουλάκια, κρατημένα μάλλον από πακέτα τσιγάρων. Τα έστριψε στην άκρη κι έκαψε τον φιόγκο με έναν αναπτήρα για να λιώσει το νάυλον και να σφραγίσει τα σακουλάκια. Στο τελευταίο τον έκοψε ο Νίκος.
«Ασ’ το αυτό, ρε μαν, να κάνουμε κανένα.»
Ξαπλώσανε σε κάτι μεγάλες, πολύχρωμες μαξιλάρες κι ο Βαγγέλης έβαλε ένα ατμοσφαιρικό, post-rock κομμάτι στο μικρό στερεοφωνικό που είχε δίπλα στο παράθυρο, από αυτά με τις τρεις υποδοχές για CD. Το παράθυρο δεν ήταν ακριβώς παράθυρο. Ήταν τα πάνω κομμάτι της τζαμαρίας του ξυλουργείου, το κομμάτι εκείνο που ανήκε στον εναέριο χώρο που είχε απαλλοτριώσει ο Βαγγέλης για τη σοφίτα του. Είχε προσθέσει κι ένα μικρό κουρτινόξυλο από το οποίο κρεμόταν μια κουρτίνα στα ίδια χρώματα και σχέδια με τις μαξιλάρες. Ίδιο ύφασμα, μάλλον. Ο Βαγγέλης ήταν στις καλές του. Άρχισε να τους λέει για τα σχέδιά του. Μάζευε λεφτά για να ξεκινήσει υδροπονική. Είχε παραγγείλει ήδη από εκείνες τις λάμπες με το σωστό μήκος κύματος και τώρα έφτιαχνε μόνος του τα ενυδρεία. Θα είναι όλα ελεγχόμενα, τους έλεγε. Ξέρεις ακριβώς πόσες ώρες παίρνουν φως, ακριβώς πότε θα ανθίσουν, ακριβώς πότε το THC φτάνει στο peak του. Είχε ενθουσιαστεί τόσο που σηκώθηκε όρθιος και με τα χέρια του έκανε πως περιποιείται τα φυτά. Έπρεπε να προσέχει μόνο με το ρεύμα, μην του έρθει κανένας τετραψήφιος λογαριασμός και μην αρχίσει να υποψιάζεται τίποτα περίεργο η Δ.Ε.Η. Θα έπρεπε να πειράξει το ρολόι, να το παρακάμψει. Μετά θα έφτιαχνε ένα στούντιο, ίσως πίσω, στην αποθήκη του ξυλουργείου. Είχαν αρχίσει να ραπάρουν με κάτι φιλαράκια. Είχαν βρει ωραίο flow.
Μια μουσούδα βρέθηκε ξαφνικά κάτω από το χέρι του Νίκου, ζητώντας επιτακτικά την προσοχή του.
Ανυποψίαστος όπως ήταν και απορροφημένος από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Βαγγέλη, τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα.
«Τι είναι αυτό, ρε μαλάκα;».
«Χαλάρωσε, ρε. Το νέο μου σκυλάκι. Δεν θα σε φάει, ρε χέστη.»
«Από πότε έχεις σκύλο εσύ;»
«Από την προηγούμενη βδομάδα. Ήμουν με το ποδήλατο στη Θηβών και κόντεψα να το πατήσω. Ήταν στη μέση του δρόμου το μαλακισμένο. Ακούνητο. Δεν μπορούσα να το αφήσω εκεί. Το έπιασα να το βάλω στο πεζοδρόμιο αλλά μετά δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Ήταν και βράδυ. Πού θα κοιμόταν;»
* * *
Ο Βαγγέλης πήρε παράμερα τον Νίκο και τον κουκουλοφόρο για να συνεννοηθούν.
«Ξεκινάμε. Θα κάνουμε μια διαδρομή που θέλει ο Βαγγέλης.», του είπε ο Νίκος μόλις γύρισε ξανά στην παρέα.
Ανέβηκαν όλοι στα ποδήλατα και παρατάχτηκαν πίσω από τον Βαγγέλη. Πέταξαν τις μπύρες τους στο προαύλιο με μια κίνηση ραβέρσας, συγχρονισμένοι σαν αθλητές καλλιτεχνικής κολύμβησης, και πήραν αργά τη σκοτεινή κατηφόρα. Καθώς το ποδήλατο άρχισε να τσουλάει, γύρισε το κεφάλι του για να δει πίσω. Ο Θύμιος, ο μόνος χωρίς ποδήλατο, στεκόταν ακίνητος κάτω από τον ψυχρό ίκτερο που έσταζε η λάμπα του δρόμου, με ένα χαμόγελο αγγέλου στο πρόσωπο, ένα από αυτά τα χαμόγελα που δεν δείχνουν δόντια, αναδίδοντας αυτοπειθαρχία. Ή την αυτοσυγκράτηση που πρέπει από ευγένεια να επιδεικνύουν οι άγγελοι στον ουρανό για να μη ξεσπάσουν σε γέλια με τα καμώματα ενός γελοίου, μέθυσου θεού. Ο εωσφόρος εξορίστηκε από τον παράδεισο γιατί δεν άντεχε πια τα χαμόγελα και τόλμησε να βάλει τα γέλια.
Το δέρμα της πόλης το διατρέχουν πολλές ρωγμές. Όχι μόνο οι ρωγμές των κτιρίων και της ασφάλτου. Έχει ρωγμές και στους ήχους της, ραγίσματα σε αυτή τη μάζα από θορύβους, φωνές, θεάματα και λυγμούς που παράγει με τογιοτική ακρίβεια. Σαν την κραυγή του ψυχωτικού μέσα στη νύχτα που παγώνει το αίμα των γειτόνων του. Έχει ρωγμές στην ανάσα της, σημεία όπου παγώνει η εισπνοή και η εκπνοή των κινήσεων του πλήθους. Σαν τις εγκαταλειμμένες, σφραγισμένες υπόγειες διαβάσεις και τα αυτοσχέδια νεκροταφεία αυτοκινήτων κάτω από εναέριες λεωφόρους. Έχει ρωγμές πάνω στον οπτικό καμβά της, σημεία διαφυγής από τις τακτοποιημένες γεωμετρίες του μπετόν και το υποταγμένο πράσινο των δέντρων στα πεζοδρόμια. Σαν το μικρό μαρούλι που φυτρώνει στο πλάι μιας υδρορροής.
Μέσα σε αυτές τις ρωγμές κυλάνε τώρα κι αυτοί αθόρυβα με τα ποδήλατά τους, κατεβαίνοντας αμίλητοι την κατηφόρα, με τον Βαγγέλη στην κορυφή της αγέλης. Κανένας τους δεν έχει φώτα. Εκτός απ’ αυτόν. Ούτε κι αυτός τ’ ανάβει όμως. Δεν κάνουν ακόμα πετάλι. Γλιστράνε μέσα στο σκοτάδι σαν τις φευγαλέες σκιές που νομίζεις καμμιά φορά ότι βλέπεις με την άκρη του ματιού σου για να εξαφανιστούν μόλις γυρίσεις να κοιτάξεις, αφήνοντάς σε με την απορία για το αν ήταν απλό παιχνίδισμα των ματιών σου. Έτσι γλιστράνε κι αυτοί από το βλέμμα της πόλης. Μόλις φτάνουν κάτω στην κεντρική λεωφόρο ξεκινάνε το πετάλι κι εξαϋλώνονται πλήρως. Ο Βαγγέλης επιταχύνει. Ανεβάζουν κι αυτοί ταχύτητα. Το φανάρι μπροστά είναι πορτοκαλί. Δεν κόβει ο Βαγγέλης. Κανένας τους δεν κόβει. Περνάνε τη στιγμή που γίνεται κόκκινο. Μπροστά τους ένα λεωφορείο έχει σταματήσει στη στάση. Χωρίς να συνεννοηθούν, απλώνονται σε μία γραμμή ο ένας δίπλα απ’ τον άλλο, καλύπτοντας και τις δύο λωρίδες του δρόμου για να μη μπορεί κανείς να τους προσπεράσει. Λίγο πριν φτάσουν στο ύψος του λεωφορείου εκδιπλώνονται ξανά σε μία γραμμή στην αριστερή λωρίδα, ο ένας πίσω από τον άλλο, για να περάσουν μπροστά. Ο Βαγγέλης ανεβάζει κι άλλο ταχύτητα. Οι τετρακέφαλοί τους καίγονται, αλλά φτύνουν το γαλακτικό οξύ μέσα στις ρωγμές της πόλης.
Ο Βαγγέλης από μπροστά σηκώνει το αριστερό του χέρι με ανοιχτή την παλάμη, λίγο πριν φτάσουν σε ένα περίπτερο που από μακριά φαίνεται τεράστιο, σαν μικρό σούπερ-μάρκετ. Σήμα επιβράδυνσης. Με το που φτάνουν στο ύψος του περιπτέρου ο Βαγγέλης βουτάει το χέρι του μέσα στην τσάντα του που τη φοράει κατάστηθα και βγάζει από μέσα έναν φάκελο. Σταματάει μπροστά από το παραθυράκι του περιπτέρου χωρίς να κατέβει από το ποδήλατο και πετάει μέσα τον φάκελο. Ξανασηκώνει το χέρι και τους κάνει επιτακτικά νόημα να τον ακολουθήσουν. Στρίβουν δεξιά στο πρώτο στενό να βγουν από τη λεωφόρο. Και ξαναστρίβουν και ξαναστρίβουν, δεξιά, αριστερά. Κανείς τους δεν ξέρει πια πού ακριβώς βρίσκονται. Τους σταματάει ο Βαγγέλης σε μια μικρή, κακοφωτισμένη παιδική χαρά με σκουριασμένες και στραβωμένες κούνιες.
«Τι ήταν αυτό, ρε Βαγγέλα; Τι τους πέταξες;», τον ρωτάει με κομμένη την ανάσα ο Νίκος.
«Ε, ένας φάκελος.»
«Το είδα αυτό, ρε καμένε. Τι είχε μέσα ο φάκελος;»
«Λεφτά.»
«Τι λες, ρε; Την είδες Ρομπέν των δασών;»
«Όχι, ρε Νικόλα. Πριν κάτι μήνες είχε κάτι ζόρια η μάνα μου. Είχα ξεμείνει κι εγώ. Τι να κάνω; Πήγα και φέρμαρα αυτό το περίπτερο. Νομίζω ότι ήταν αυτό. Δεν είχαν και πολλά οι μαλάκες. Πάνω στη λεωφόρο και μόνο 120 είχαν. Τώρα με το βενζινάδικο τα ξαναμάζεψα. Ε, επέστρεψα λοιπόν το δάνειο.»
«Δεν παίζεσαι, ρε μαλάκα!»
Βάλανε όλοι τους τα γέλια και κάτσανε να ξεκουραστούν στα ανισόρροπα παγκάκια της παιδικής χαράς. Το βλέμμα του Βαγγέλη έπεσε πάνω του.
«Τι κάνεις, φιλαράκι;», τον ρώτησε και τότε πρόσεξε ένα κάποιο ψεύδισμα στη φωνή του Βαγγέλη που δεν θυμόταν να το είχε μερικούς μήνες πριν στη σοφίτα. «Έχουμε να τα πούμε από τότε στη σοφίτα, ε; Ωραίες εποχές. Θυμάσαι την Ονειροπαγίδα; Όχι; Το σκυλάκι μου, ρε συ. Εκείνο που είχε κάτσει στην αγκαλιά σου και δεν έλεγε να σε αφήσει ήσυχο. Πάει το καημένο. Το πήγε για ευθανασία η μάνα μου. Καρκίνο, λέει. Τουλάχιστον δεν χρωστάω κάτι. Πλήρωσε με τα λεφτά από τη φέρμα, μου είπε. Ευτυχώς γιατί είναι λίγο γαμήσι η δουλειά στο βενζινάδικο.»
Απ’ όσο θυμόταν, το σκυλάκι ήταν ακόμα κουτάβι. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από εφτά-οχτώ μηνών τότε. Πότε πρόλαβε να βγάλει καρκίνο; Δεν είπε τίποτα στον Βαγγέλη.
Ο Βαγγέλης έβγαλε επιτέλους την κουκούλα και άφησε να φανούν τα πλούσια, σγουρά μαλλιά του.
«Θα μου μείνει για πάντα αυτό το σκυλάκι. Η Ονειροπαγίδα μου.», του είπε και του χαμογέλασε πλατιά, με χαμόγελο έκπτωτου αγγέλου, για να φανεί μια οδοντοστοιχία από την οποία έλειπαν πια σχεδόν τα μισά δόντια.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
*