Κρίκοι γιά κρεμασμένα κοριτσάκια

*

της ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ

«Τώρα τούς φορᾶνε ὅλοι, ἀνεξαρτήτως φύλου, μικρούς καί μεγάλους. Δέν ἦταν ἔτσι τότε. Μόνον ἀρτίστες, θεατρίνες, γυναῖκες σέ μικρογειτονιές λιμανιῶν, στά νησιά. Ὑπῆρχαν πολλά εἴδη καί σχέδια, ἀπό τίς λεπτεπίλεπτες ἀνελέτες ὥς τούς χοντρούς χρυσούς κρίκους. Οἱ μόνοι προσιτοί σέ μένα», διηγήθηκε κάποτε μιά γυναίκα:

«Ἦσαν προσιτοί ἀπό μακριά ἤ μᾶλλον ἀπό ψηλά. Ἔπρεπε νά περιμένω πότε θά κατέβουν οἱ κουρτίνες γιά νά πλυθοῦν. Τότε τούς ἔβγαζαν ἀπό τό μπρούτζινο κοντάρι τους. Ἄλλοτε κατέβαζαν καί τό κοντάρι, ἄλλοτε μόνο τούς κρίκους, κι ἄν εἶχαν μαυρίσει τούς ἔτριβαν μέ μπράσο γιά νά ξαναβροῦν τή λάμψη τους.

Εἶχαν πολύ κοφτερά, χοντροκαμωμένα δόντια γιά νά γραπώνουν τίς κουρτίνες. Μέ κάθε προφύλαξη διάλεγα μερικούς. Δοκίμαζα στά δάχτυλα τά δόντια τους, καί κράταγα τούς δύο πού μοῦ φαίνονταν λιγότερο ἐπικίνδυνοι. Μετά δίπλωνα κάμποσες φορές κομματάκια ἐφημερίδας καί προσπαθοῦσα νά τά κρατήσω στ’ ἀφτιά μου. Πρῶτα στό ἕνα καί μετά στό ἄλλο. Ἄνοιγα ὅσο περισσότερο μποροῦσα τήν ἁρπάγη τοῦ κρίκου καί δάγκωνα μ’ αὐτήν τά διπλωμένα κομμάτια τῆς ἐφημερίδας πού ἄλλοτε σκίζονταν ἀπό τά δόντια, ἄλλοτε ἡ ἁρπάγη γλιστροῦσε ἀπό τά χέρια μου καί ἔκλεινε πιό γρήγορα ἀπ’ὅσο χρειαζόταν, ὁπότε τά ἀφτιά μου ἔμεναν γυμνά… Μέ χίλιες δυό προσπάθειες ἐπέμενα νά ἐπαναλαμβάνω τήν ἴδια διαδικασία καί, καμιά φορά, κατάφερνα ἐπιτέλους νά στερεώσω τόν ἕνα κρίκο. Ὥσπου νά καταφέρω τό ἴδιο καί μέ τόν δεύτερο γιά τό ἄλλο μου ἀφτί, τό πρῶτο ἄρχιζε ἤδη νά πονάει, γιατί τά δοντάκια δέν χωράτευαν στά παιδικά ἀφτιά.

— Θά μοῦ βάλεις καί μένα;

Ρώταγαν κορίτσια πού τύχαινε νά παρακολουθοῦν τήν ἱεροτελεστία τῆς φιλαρέσκειας πού συνέχιζε πεισμωμένη, ἀδιαφορώντας γιά τά κακοκομμένα χαρτάκια ἀπό φύλλα ἐφημερίδας, διπλωμένα ξανά καί ξανά».

Ἦταν πραγματικά φιλαρέσκεια; Ὄχι, ἦταν φαντασία. Κι αὐτή ψαλίδιζε ὁ,τιδήποτε ἔξω ἀπό τήν περιφέρεια τῶν χρυσῶν κρίκων. Ἀφαιροῦσε τίς μουντζοῦρες στό πρόσωπο καί τά χέρια ἀπό τόν ἡμερήσιο τύπο. Ἀφαιροῦσε ἀρχαϊκά καί ὅσα ἄλλα, μελλοντικά κρεμαστάρια γιά ἄβγαλτα ἤ ξεβγαλμένα κοριτσάκια-κουρελιασμένα στό ξέβγαλμα μπερντεδάκια, σκέτα κουρτινόξυλα. Τώρα ὅλοι, ἀνεξαρτήτως φύλου, φορᾶνε ποκιλίες κρίκων. Μπορεῖ νά παραμένει ἀκόμη ὑπόθεση τῆς φαντασίας.

«Ἐγώ πάντως», πρόσθεσε ἡ κυρία κλείνοντας τήν διήγησή της, «θυμᾶμαι πάντα τό ρόκ εντ ρόλ στή αὐτοσχέδια πίστα τοῦ καταστρώματος ἑνός μικροῦ πλοίου μιᾶς ἡμερήσιας ἐκδρομῆς. Οἱ κοῦκλες περνοῦσαν κάτω ἀπό τά πόδια τῶν ἀγοριῶν πού τίς τραβοῦσαν μέ δύναμη καί οἱ κρίκοι στ’ ἀφτιά τους πήγαιναν πέρα δῶθε μαζί μέ τίς σοῦρες καί τά φουρό… Ἄπιαστοι. Νομίζω πώς ἔβλεπα μιάν ἀόρατη κουρτίνα νά καντράρει τούς χορευτές ὅπως οἱ αὐλαῖες στά θέατρα. Ἀπό ψηλά ἔπεφταν σπάγγοι καί κάτω οἱ μαριονέτες ἔσπαγαν στά δύο, στά τρία, δίπλωναν καί ξαναδίπλωναν σάν νά ἦσαν ἀπό χαρτόνι».

Καθώς τήν ἄκουγα, σκεπτόμουν πώς μπορεῖ νά ἦταν μιά μορφωμένη γυναίκα, ὅπως εἶχα ἀκούσει νά λένε γι’ αὐτήν, ἀλλά ἦταν κλειστή. Ἰδίως τά τελευταῖα λόγια τῆς ἐπέτειναν αὐτή μου τήν ἰδέα. Ἐκείνη τή στιγμή ἡ λέξη πέρασε ἀπό τόν νοῦ μου καί τήν δέχτηκα, ἀλλά ἀργότερα τήν ἐπεξεργάστηκα ξεκινώντας ἀπό τήν ἐρώτηση: τί σήμαινε κλειστή; Ἀπέρριψα διάφορες ἐξηγήσεις ὥσπου νά φτάσω σέ μιά περισσότερο ἱκανοποιητική γιά μένα καί τά ἐνδιαφέροντά μου: Ἡ σκέψη τῆς κυρίας δέν ἔφτανε πιό πέρα ἀπό τό 1950. Δέν γνώριζε γιά παράδειγμα πώς αὐτό πού ὀνόμασε φαντασία ἤ φιλαρέσκεια ἦταν ὄντως μιά ἱεροτελεστία πού πήγαινε πολύ πιό πίσω στούς αἰῶνες, ὄχι ἁπλῶς στά χρόνια. Καί προφανῶς ἡ κυρία ἦταν μεγαλωμένη σέ ἀστικό περιβᾶλλον. Σ’ αὐτό καί ἦταν περιορισμένη. Ἀργότερα, ἐπίσης, ψάχνοντας γιά παλιές προφορικές μαρτυρίες ἤ πληροφορίες ἀπό προικοσύμφωνα, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα διάβασα:

Ἡ λαλά μου ἡ Καλουδώ ἡ Βλασσοπουλίνα, εἴχενε ἕνα ζευγάρι σκουλαρίκια πολύ μακριά, μέ τεσσάρω λογιῶ σχέδιο. Ἀπάνω ἀπάνω ἤτανε ἀνελέτα, παρακάτω φιογκάκι, παρακάτω κουκουναριά καί τελευταία ἀμούρα. Ἐτοῦτα τά σκουλαρίκια ἐπειδή εἴχενε τέσσερις κόρες, τά χώρισε κατά σχέδιο, στήν καθεμιά ἀπό ἕνα. Ἡ Ἐρνώ, ἡ μεγάλη κόρη, ἐπήρενε τίς ἀνελέτες. Ἡ μάνα μου, ἡ Μαρουλίνα, ἐπήρενε τίς φιόγκοι, ἡ Παπανικολάκαινα ἐπήρενε τίς κουκουναριές, καί ἡ ἄλλη πού πήρενε τό Γιανναρό, ἐπήραινε τίς ἀμοῦρες.

Τά σύνθετα αὐτά σκουλαρίκια ἔφταναν στίς Κυκλάδες τόν 18ο καί 19ο αἰώνα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, τήν Βενετία, τήν Ἰσπανία, τή Ρωσία, ἀλλά κι ἀπό τή Νότια Ἰταλία καί Σικελία. Ἄλλωστε annelo σημαίνει δαχτυλίδι. Δέν ἦταν εὔκολο νά φορεθοῦν γιατί ἦσαν πολύ βαριά.

Ὅμως τά ἐνώτια ἤ ἐλλόβια κοσμήματα καί πολύ πιό παλιά ταξίδευαν ἀπό τήν Μεσοποταμία ἤ τήν Αἴγυπτο ὣς τίς δικές μας ἀκτές· τήν δεύτερη προϊστορική χιλιετία οἱ Κροκοσυλλέκτριες στό Ἀκρωτήρι τῆς Θήρας φοροῦσαν μεγάλα στρογγυλά σκουλαρίκια στά τρυπημένα ἀφτιά τους. Κρεμασμένα ἀπό τότε τά κοριτσάκια, ξεραμένοι κρόκοι.

Ἀλλά αὐτή εἶναι μιά μαύρη σκέψη στό ἀρρωστημένο φθινόπωρο τοῦ 2022.

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

*

Advertisement