Θεώνη Κοτίνη, Ποιήματα

*

Laissez-faire, laissez passer

Στις οθόνες ανδρείκελα
αναγγέλλουν προτάγματα
Προελαύνει το μέλλον
στου πολέμου τα τύμπανα
στων φτωχών τον ανήλιαγο χρόνο
Εφορμούν εκστρατείες
ανεμίζουν συνθήματα
ξεδιπλώνονται σβάστικες
Διακινούνται κεφάλαια
συμψηφίζουν ναυάγια
στου Αιγαίου τα κάτεργα
Καταυλίζονται ανώνυμοι
αποφαίνονται επώνυμοι
συνωθούνται ακόλουθοι
Σ’ ερμηνεύουν τα δίκτυα
Διατιμώνται τα βήματα
που μπορείς να διανύσεις
απ’ τα πλήκτρα
ως τη σκέψη σου

~.~

Νόμιμα μόνιμα

Όλα είναι εντάξει στη ζωή σου.
Είσαι απ’ αυτούς που διαθέτουν
δουλειά, εισόδημα και σπίτι.
Πόρτα ασφαλείας και ιδέες.
Χρόνια συντάξιμα. Τους φίλους.
Ορίζεις κάποιο παρελθόν.
Κατά καιρούς το ανακαινίζεις.

Τότε γιατί ξυπνάς με φόβο;
Ακούς τριξίματα. Ίσως κλέφτης.
Λες να πλημμύρισε το σπίτι;
Να πήρε ο άνεμος την τέντα;
Να πήρε ο διάβολος τον κόσμο;

Κοιτάς τριγύρω κι ησυχάζεις.
Όλα στη θέση τους ακόμα.
Το μποτιλιάρισμα στους δρόμους.
Οι εθνικές μας εορτές.
Μέτρα ελάφρυνσης και φόροι.
Το Αιγαίο λιάζει τους τουρίστες.
Ο ουρανός τις ψευδαισθήσεις.

Μα κάτι στάζει στο μυαλό σου.
Των ειδικών οι αναλύσεις;
Τα απόνερα της Ιστορίας
στις βάρκες των ναυαγισμένων;
Των αριθμών οι προθεσμίες;
Το φάσμα της δημοκρατίας;
Κρυπτονομίσματα και βάσεις
των πάγκοινών σου δεδομένων;
Η ευφάνταστη γεωγραφία
όσων μοιράζουνε εκ νέου
σε νέα οικόπεδα στον κόσμο;

Πολύ μικρός για να απαντήσεις.
Πολύ παλιός ν’ ανησυχήσεις.
Σε σώζει η τέχνη του επιζώντος
που χρόνια εξάσκησες με ζήλο.
Ίσως και τώρα τα βολέψεις,
αν δεν φανείς, αν δεν σαλέψεις.

~.~

Ο νέος Ερμής

Πάλαι ποτέ
ήταν κάπως ανυπόληπτος.
Παραγγελιοδόχος και τελάλης
παιδί για όλες τις δουλειές
ο αεικίνητος μεσάζων.

Και κοίτα τώρα,
απ’ όλη αυτή τη συντροφιά,
ο μόνος που επέζησε.
Ο μόνος που λιπαίνεται
με τσίκνα ανθρώπινης σαρκός
στα θυσιαστήρια,
ο μόνος που ευφραίνεται
απ΄ το ατέλειωτο κουβεντολόι των επίκαιρων.
Κι άλλοι έντεκα απλώς
οι αναχρονισμοί του φόβου
που εξολόθρευσε
η ευπρεπής λογιστική των νέων χρόνων.

Γελάει
ομηρικώ τω τρόπω
και εποπτεύει
τη βαρετή οδύσσεια των βροτών
που αγγέλλουνε ψηφιακώς τ’ ακοινολόγητα,
των φουκαράδων
που μετρούν με τοκοχρεολύσια τον βίο.

Αλχημιστής του ευτελούς.

Ψυχοπομπός
σε αχερούσιο κέρδος.

~.~

Στο καφενείο

Κάθεται μόνος στο σκαμπό μπροστά στη τζαμαρία
σκυμμένος χρόνια τώρα στο ποτήρι
και γύρω γκρίζος ο καπνός
σαν άλως μιας φθαρμένης αγιότητας τον σβήνει

Είναι απ’ αυτούς που προσπερνάς κι εκείνοι μένουν
να συσσωρεύουν τα τσιγάρα στο τασάκι
όπως τις ώρες να κινήσουνε τις μέρες

Τόσο λιγνός σαν να γεμίζει απ’ όλο το άδειο
αυτού του κόσμου αργά η σάρκα
στα χέρια ουλές, του χρυσοθήρα τρύπια φλέβα
ανάσα χέρσα σε κορμί στεγνό πηγάδι

Αν σε κοιτάξει θα αποστρέψεις το κεφάλι
λύπη αδιάγνωστη ραγίζει αργά τα μάτια
που απλώνουν ίσκιο μακρινό σε άδηλο πέρα

Είναι η ώρα που ο ουρανός πάνω στ’ αγάλματα σωπαίνει
η ώρα που άνθρωπος ζητά ανθρώπου μάτι,
έστω ένα φως να ανάψει βιαστικά φτάνοντας σπίτι

Μα αυτός δεν έχει να κρυφτεί ούτε στις λέξεις
το μόνο βλέμμα που είναι πάνω του να πέσει
μια συγκατάβαση που αρκείται να υπερέχει

Στο καφενείο προσπερνάς και τον αφήνεις
όπως το βότσαλο που βρίσκεις στο ακρογιάλι
να ξεθωριάζει περιττό κάτω απ’ τον ήλιο
κι εσύ κοιτάς, το ψηλαφείς και το επιστρέφεις
μες στο βυθό να ξεχαστεί
άγνωστο θραύσμα

~.~

Άνοιξη των εγκλείστων

Ο κόσμος γαλανή επιφάνεια.
Ώσπου το μάτι να χορτάσει.
Γεννιέται νέο χνούδι στην ψυχή.
Την ψαύει αεράκι.
Μια λίμνη το απόγευμα.
Και μέσα πλέουν ανερώτητα
άνθρωποι, πόες, φλοίσβημα
τα πρώτα έντομα, φωνές,
μεγάλη ανάγκη σαν αγάπη.
Ό,τι αναπνέει μεγαλύνεται
όσο η δύση προχωράει,
Μια βασιλεύουσα του τέλους.
Αργοί πανσέδες και μεγάλοι στον ορίζοντα,
ξανθό αντιφέγγισμα τα πρόσωπα.
Μιλούν, γελούν, πηγαίνουν.
Να γνωρίζουνε;
Αυτό το χρίσμα του φωτός πάνω στο δέρμα;

Ζεστό ένα νεύρο πάλλει μες στο βήμα,
και δες το, λύνεται, τροχάζει
να πιάσει μία μπάλα απ’ τα νερά,
το χέρι της χαριτωμένης
που όλο θέλει και δε θέλει,
σκυλίτσας έφηβης τη βία στο λουρί.
Η ευεξία του χρόνου που δεν βιάζεται
μα ταλαντώνεται
σε κουβεντούλα, χασομέρι, αγνάντεμα,
αργοπορία του σκοπού
μες στην προσωρινότητα.
Και αγαθό και μελιχρό,
μακρόθυμο το φως
στην οικουμένη
να ζεις μαζί, μοιάζει να ξέρει, να σου λέει.
να ζεις μαζί, μοιάζει σαν μόλις να μαθαίνεις.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

~.~

Advertisement