Τάσος Αναστασίου, Η υπομονή και το πείσμα

*

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Η υπομονή και το πείσμα, μυθιστόρημα,
μυθιστόρημα, Αθήνα, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2022

Ένας ανασφαλής νεαρός, προσκολλημένος πεισματικά σε μια ολιγόμηνη ερωτική σχέση των φοιτητικών χρόνων του. Ο ερωτύλος φίλος του, αφοσιωμένος παράλληλα στη φιλολογική επιστήμη, προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίζει τα πάντα με την ψυχρή λογική. Ανάμεσά τους η αληθινή πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, με τον ανάλαφρο ευδαιμονισμό της, υπερβολικά αυθόρμητη, υπερβολικά παρορμητική.

Μια αντιπαράθεση διαφορετικών χαρακτήρων στην κυνική και επιπόλαιη δεκαετία του 1990, μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου, μετά τη διάψευση της επαναστατικής επαγγελίας, κυριαρχεί το κυνήγι του εύκολου κέρδους, η υστερική ηδονοθηρία, η έμμονη ενασχόληση με την τρομοκρατία, η ενθουσιώδης προάσπιση πάσης φύσεως δικαιωμάτων.

Κινούμενοι σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι ήρωες του μυθιστορήματος θα κατορθώσουν άραγε να ωριμάσουν, να αναγνωρίσουν τα όριά τους, να συναισθανθούν την τραγικότητα της ζωής;

~.~

Ακολουθεί ένα απόσπασμα (κεφάλαια 11 και 12 του τρίτου μέρους), στο οποίο παρουσιάζεται ένα τυπικό βράδυ από τη συναναστροφή του ανασφαλούς και δειλού ήρωα με την τωρινή αγαπημένη του, την οποία θέλει αγωνιωδώς να απομακρύνει από κοντά του, θεωρώντας την εμπόδιο στη μονομανή ενασχόλησή του με την Ειρήνη, την ιδανική ερωτική φίλη του παρελθόντος.

~.~

Αντικρίζοντας το χαμόγελό της, λίγο ντροπαλό, λίγο αγχωμένο, ένιωσε τον εκνευρισμό του να διοχετεύεται σε κακόβουλες σκέψεις: το πετάρισμα των βλεφάρων της, τα μακριά πατημένα σαν λιγδερά μαλλιά της. Φιλήθηκαν και η Λίνα κατευθύνθηκε στο σαλόνι, έπειτα στράφηκε μισοκλείνοντας τα μάτια της, κι ενώ αυτός ήδη προχωρούσε, τον κάλεσε να μπει μέσα.

Πάντα το ίδιο αλάφιασμα. Φόβος απέναντί μου, καχυποψία.

Ίσως όμως οι ερωτικές εικόνες που, όπως του είχε εξομολογηθεί, απασχολούσαν το μυαλό της όσο βρισκόταν στη δουλειά της, την είχαν κυριεύσει αναστατώνοντάς τη.

Ο Αργύρης εκνευριζόταν επειδή ένιωθε υποχρεωμένος να έρθει μέχρι τη Λένορμαν, πράγμα που τον ανάγκαζε να υποστεί την κυκλοφοριακή συμφόρηση, τη μυρωδιά των καυσαερίων, την αγένεια των άλλων οδηγών. Άξιζε τον κόπο; Ήξερε: θα έτρωγαν στην κουζίνα, έπειτα θα κάθονταν στον καναπέ βλέποντας γαλλικό θέατρο στο Seven X, η Λίνα γκρινιάζοντας για την απαράδεκτη ποιότητα του ελληνικού θεάτρου («Οι Γάλλοι ηθοποιοί», έλεγε, «είναι παρασάγγας ανώτεροι απ’ τους Έλληνες»), έπειτα θα την αγκάλιαζε και θα φιλούσε το μισάνοιχτο στόμα της· η Λίνα θα σηκωνόταν να κλείσει την κουρτίνα του καθιστικού (κίνηση γεμάτη δισταγμό και προσδοκία), έπειτα θα έβγαζε τα ρούχα της.

Ο Αργύρης άνοιξε την τηλεόραση περιμένοντας να ετοιμαστεί το τραπέζι.

Ειδήσεις, πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, επεισόδια στην Παλαιστίνη· το πρώτο γεγονός φρέσκια επανασύνδεση με μια σταματημένη εξέλιξη, το άλλο παλιομοδίτικο, σισύφειο, αιώνια επιστροφή. Το πρώτο μπορούσε κάποιος να το δει θετικά: παλιές αδικίες της Ιστορίας επρόκειτο ν’ αποκατασταθούν, έθνη που είχαν στερηθεί τον αυτοπροσδιορισμό είχαν μια ακόμα ευκαιρία. Η Παλαιστίνη όμως; Υπενθύμιζε τη βαρβαρότητα μέσα στην οποία κυλιόταν το ανθρώπινο γένος. Πώς θα κατάφερναν να ξεμπερδέψουν οι Ισραηλινοί; Με εθνοκάθαρση; Το ότι δεν την αποτολμούσαν ήταν άραγε πρόοδος, σημάδι για το μέλλον;

Η Λίνα τον φώναξε να έρθει. Κάθισαν στο τραπέζι, έχοντας πίσω τους τις ηλεκτρικές συσκευές, βλέποντας απέναντί τους τον τοίχο, δημιουργώντας έναν απομονωμένο χώρο που, σε συνδυασμό με το λιτό φαγητό –δυο μπριζόλες και μια μικρή σαλάτα–, το γκρίζο φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο του φωταγωγού και το ένρινο μουρμούρισμα του ψυγείου, θύμιζε αγωνιώδες γεύμα πριν από θυσία. Ο Αργύρης επαίνεσε το φαγητό και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Άρχισε να μιλά για τη μέρα της στο γραφείο: H Σήλια βγήκε εκτός εαυτού, όταν την επισκέφτηκε ο πρώην άντρας της, ο Διευθυντής του Κόσμου.

— Για την κόρη τους. Τη θυμάσαι από τη Σίφνο. Σπουδάζει ζωγράφος κι αλληλοκατηγορούνται, εσύ την κακόμαθες, όχι, εσύ  – καταλαβαίνεις.

Όμορφη κοπελίτσα. Το βλέμμα της, νυσταλέο περιμένοντας να της δώσουμε παραγγελία, ζωντάνεψε όταν αστειεύτηκα. Η φωνή της σέρνοντας τις λέξεις. Το πλουσιοκόριτσο, έλεγε η Λίνα.

Καθώς δεν μπορούσε να συνοδεύσει τη στεγνή άνοστη μπριζόλα που του έγδερνε το λαρύγγι με μια γουλιά κρασί, γιατί η Λίνα είχε την ανυποχώρητη συνήθεια να πίνει μόνο μετά το φαγητό, σηκώθηκε να βάλει ένα ποτήρι νερό. Τύψεις τον πλημμύρισαν.

Καθαρό, χωρίς στίγματα: πρόσωπο για το οποίο άξιζε να παρατήσεις τη δουλειά σου, τις συνήθειές σου. Ενώ της Λίνας: θαμπό. Ίσως σε μερικούς αιώνες να βασανίζουμε ο ένας τον άλλον στα λόγια. Τα κράτη να συγκρούονται συμβολικά, το ισχυρότερο εξοντώνοντας το αδύναμο μ’ ένα συντριπτικό σκορ σε αγώνα ποδοσφαίρου. Ο  πόλεμος παρελθόν. Αλλά τότε μπορεί κάποιοι από μας να είναι πιο ευάλωτοι. Να πεθαίνουν όταν ο αγαπημένος τους λέει ότι δεν τους αγαπά. Όταν λέει ότι από λύπηση για τον εαυτό του πήγε μαζί τους.

Σίφνος, Μάιος 1992: Κάθονται σ’ έναν καναπέ στο Κλαμπ του Αλέξανδρου. Κόσμος χορεύει μπροστά τους, στριμωγμένες σκιές. Μια κοπέλα που στέκεται όρθια, σκύβει, πιάνει το χέρι της Λίνας κι ανάβει τσιγάρο από το τσιγάρο της. Ο Αργύρης, αν και τα χάνει όταν πρόκειται να εξομολογηθεί ερωτικές επιθυμίες, ξαφνικά, ίσως επειδή δεν τη θέλει στ’ αλήθεια, ίσως επειδή δεν θα έχει άλλη ευκαιρία γιατί την επόμενη μέρα η Λίνα φεύγει, ψιθυρίζει: «Θα ήθελα να ήμουν στη θέση της και ν’ άγγιζα το χέρι σου». «Μπορείς, από σένα εξαρτάται», λέει η Λίνα κοιτάζοντάς τον κι έπειτα προσηλώνεται ξανά στην πίστα, μια απότομη κίνηση των μαλλιών της, ένα γοργό πέρασμα, καθώς στρέφει το κεφάλι της, ντροπαλού χαμόγελου. Της πιάνει το χέρι, έπειτα την αγκαλιάζει: ωραία αίσθηση, να έχεις την αποδοχή της, να αισθάνεσαι υπεύθυνος για το ζεστό τρεμούλιασμα του σώματός της. Ύστερα από πέντε λεπτά της προτείνει να βγουν έξω. Κάθονται στην άκρη του αυλόγυρου, σ’ ένα σκοτεινό τραπεζάκι, τα φιλιά της σύντομα, σπασμωδικά, τσιμπολογώντας το πρόσωπό του. Αργότερα, στο δωμάτιό του, παρά τις προσπάθειές του, υγραίνεται ελάχιστα, ίσως η γλώσσα του την πονάει, δυσκολεύοντας τη διείσδυση, πράγμα που τον θυμώνει και τον κάνει το πρωί, μόλις αποχαιρετιούνται, να πετάξει το χαρτάκι με το τηλέφωνό της.

Τύψεις τον πλημμύρισαν: το πρόσωπο της κοπελίτσας (Ευρυδίκη την έλεγαν;), εντυπωσιακό, χωρίς τη γλυκύτητα της Ειρήνης αλλά με ανάλογη ομορφιά.

***

Όταν μεταφέρθηκαν στο καθιστικό, η Λίνα τον ρώτησε τι θα ήθελε να έβλεπαν στην τηλεόραση. Τις τελευταίες μέρες δεν απαιτούσε να παρακολουθούν γαλλικό θέατρο· διαισθανόμενη ίσως τις προθέσεις του, ήταν λιγότερο επίμονη κι απαιτητική. Ο Αργύρης ήπιε μια γουλιά κρασί κι ετοιμάστηκε.

Θα ήθελα, ξέρεις, να χωρίσουμε. Θέλω να χωρίσουμε. Αλλά θα ακουγόταν αστείο. Έφαγα και τώρα την ανταμείβω. Δεν πειράζει. Το σοκ θα είναι τόσο μεγάλο που δεν θα καταλάβει τη γελοιότητα του πράγματος.

Η Λίνα όμως ήδη μιλούσε:

— Μετά η Σήλια για να εκτονωθεί τα έβαλε μαζί μου. «Φέρε αυτό. Φέρε εκείνο. Γιατί αργείς; Που σας έχω και κάθεστε. Που η επιχείρηση δεν αφήνει κέρδη, θα πτωχεύσει». Εν τω μεταξύ κάθε μέρα έρχεται πότε με καινούρια τσάντα πότε με καινούρια παπούτσια.

— Κάθε μέρα; Μήπως υπερβάλλεις;

— Δεν υπερβάλλω καθόλου. «Και τι είναι αυτή;» της λέω κι αρπάζω την τσάντα της απ’ την καρέκλα και την πετάω πάνω στο γραφείο. «Αν δεν είχατε χρήματα, κυρία μου, θ’ αγοράζατε συνέχεια Λουί Βουιτόν;» Και βγαίνω έξω. «Τι συνέβη;», μου λέει ο Χιονάς. «Άσε με κι εσύ», του λέω, «που σ’ έχουμε εδώ διακοσμητικό στοιχείο. Να πρέπει εγώ να μεταφράζω τα πάντα, γιατί εσύ δεν ξέρεις». Με κοιτούσε φοβισμένα, εξήντα χρονών άνθρωπος. Μετά η Σήλια με φώναξε μέσα. «Παραιτούμαι», της λέω. «Δεν αντέχω άλλο». Και τότε βάζει τα κλάματα. «Τι θα γίνω χωρίς εσένα; Μόνο εσύ με νιώθεις». Τελικά με κατάφερε. Αλλά μη νομίζεις, δεν θα μείνω για πολύ ακόμα.

Ο Αργύρης την κοιτούσε: του φαινόταν αδιανόητο που η Λίνα δεν καταλάβαινε ότι με την εκρηκτική συμπεριφορά της γινόταν θέαμα· ταυτόχρονα ένιωθε ότι όπως στην περίπτωσή του έτσι και στην περίπτωση της Σήλιας είχε δίκιο να θυμώνει.

— Πρέπει πρώτα να βρεις άλλη δουλειά. Μην το ρισκάρεις, της είπε.

— Αν δεν είχα κι εσένα. Σε σκέφτομαι και ξεφεύγω απ’ αυτό το απαίσιο περιβάλλον. Πριν σε γνωρίσω ξέρεις πόσο μονότονη ήταν η ζωή μου;

Την αγκάλιασε νιώθοντας τις τύψεις να δίνουν τη θέση τους στη θλίψη. Όσα είχαν προηγηθεί, η απόφασή του, η γκρίνια της, η συστολή της, λάμβαναν χώρα κάθε φορά προκαλώντας στο τέλος την αφύπνιση της συμπάθειας.

Την ώρα της ερωτικής πράξης το μυαλό του περιφερόταν απ’ την Ειρήνη (πώς αναστέναζε μελωδικά σε αντίθεση με το σκυλίσιο λαχάνιασμα της Λίνας) στην Ιωάννα (η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις σιωπούσε) κι από κει στη Δέσποινα (οι αντιδράσεις της διέφεραν ανάλογα με τον βαθμό ερεθισμού: πότε λαχάνιαζε υποτονικά, ψεύτικα, πότε πήγαινε στο άλλο άκρο και μούγκριζε).

Η κοκκαλιάρικη πλάτη της Λίνας μεγάλωνε, γινόταν τεράστια, μια μονότονη έκταση ερήμου, στεγνό τοπίο κάτω απ’ την αδυσώπητη άπνοια· ο Αργύρης σερνόταν εκεί νυσταγμένος, με άσπρα χείλη, περιστρέφοντας τη βατραχίσια ματιά του, περιμένοντας τη λάμψη της βροχής· τίποτα, μόνο ένας υπόκωφος γδούπος, γκρίζος λυγμός.

Κι όταν αργότερα η Λίνα γύρισε ανάσκελα λέγοντας: «Κάνε με ό,τι θέλεις. Κάνε το κορμί μου ό,τι θέλεις», ο Αργύρης δεν είχε κουράγιο ούτε να χαμογελάσει. Ωστόσο την αγκάλιασε λίγο ακόμα. Στο τέλος-τέλος η κοπέλα ήταν φυσικό να ενθουσιάζεται. Γιατί στο πρόσωπό του άγγιζε τη νιότη εκείνη που έχει σημαία της τον ιδεαλισμό. Ο ίδιος όμως; Ανάξιος, περιφρονητέος. Όχι επειδή με τις πράξεις του πρόδιδε τη νιότη του, αλλά επειδή δεν κατόρθωνε να την προδώσει ολοκληρωτικά, πνίγοντας τη νοσταλγία μέσα του, κλείνοντας τα μάτια στη φτώχεια του παρόντος, στέλνοντας την Ειρήνη εκεί που βρίσκονταν και τ’ άλλα του όνειρα, η φιλία, η πίστη στην ισότητα, ο πρώτος έρωτας.

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

*

*