ἀκακία ἢ ἀνεξικακία

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ναι, η αλήθεια είναι πως αρχικά με παραξένεψε το όνομά της, κατόπιν όμως αυτή καθαυτή η ύπαρξη ενός τέτοιου αντικειμένου στα χέρια του βυζαντινού αυτοκράτορα, μα, κι εξαιτίας αυτού, με ξάφνιασαν πολύ περισσότερο οι σημασίες της και οι μνείες που ανακαλούσε. Η ακακία λοιπόν (ή κι ανεξικακία ενωρίτερα, όπως θα δούμε) αποτελούσε ένα από τα βυζαντινά αυτοκρατορικά διάσημα και απεικονίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, στα νομίσματα.

Η ακακία ήταν ένα κυλινδρικό πουγκί από μεταξωτό ύφασμα, που περιείχε εντός του μια φούχτα χώμα, και την κρατούσε ο αυτοκράτορας, σε τελετουργικές περιστάσεις, στο δεξί του χέρι (ή σύμφωνα με άλλους στο αριστερό) ενώ στο αριστερό κρατούσε το σκήπτρο, τη σφαίρα (globus cruciger) ή τον σταυρό. Η πλέον γνωστή (και μάλλον η μόνη) απεικόνιση της ακακίας, εκτός νομισμάτων, είναι το πασίγνωστο ψηφιδωτό στην Αγιασοφιά με τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο (870-913), γιο του Βασίλειου Αʹ και αδελφό του Λέοντος ΣΤʹ του Σοφού, αυτόν που πρώτος εισήγαγε και τον όρο αυτοκράτωρ στον τίτλο του βασιλέα των Ρωμαίων.

*

*

Αυτά λοιπόν γράφει ο -ομώνυμος του βυζαντινού βασιλέα- Alexander Kazhdan στο βυζαντινό λεξικό του για την ακακία, προσφέροντας και τις μαρτυρίες δύο υστεροβυζαντινών πηγών (του 14ου-15ου αι.), σχετικά με τη σημασία της. Σύμφωνα με αυτές η ακακία δηλώνει το ευμετάβλητο και το άστατο της εξουσίας αλλά και αποτελεί ταυτόχρονα μία διαρκή υπενθύμιση, στον -που στο χέρι την κρατεί- αυτοκράτορα, της θνητότητάς του και της εξ αυτής απορρέουσας ταπείνωσης. Σύμφωνα με τον ψευδο-Κωδινό, ο αυτοκράτορας έχει: «ἐν δὲ τῇ ἀριστερᾷ βλάτιον κώδικι ἐοικός, δεδεμένον μετὰ μανδυλίου· ὃ βλάτιον ἔχει χῶμα ἐντός, καὶ καλεῖται ἀκακία… δείκνυσι… διὰ τοῦ χώματος, ὅπερ καλεῖται ἀκακία, ὡς εἴπομεν, τὸ τὸν βασιλέα ταπεινὸν εἶναι ὡς θνητὸν καὶ μὴ διὰ τὸ τῆς βασιλείας ὕψος ἐπαίρεσθαι καὶ μεγαλαυχεῖν, διὰ τοῦ μανδυλίου τὸ ταύτης ἄστατον καὶ τὸ μεταβαίνειν ἀφ᾽ ἑτέρου εἰς ἕτερον»· ας κρατήσουμε το κώδικι ἐοικός. Ο δε Συμεών Θεσσαλονίκης σημειώνει: «καὶ τὴν ἀκακίαν, ὅπερ χοῦς ἐστιν ἐν μανδυλίῳ, σημαῖνον τὸ φθαρτὸν τῆς ἀρχῆς, καὶ τὴν ἐκ τούτου ταπείνωσιν».

Εάν τώρα στραφούμε στον -σύγχρονο- του Αλεξάνδρου ανιψιό του, Κωνσταντίνο Ζʹ τον Πορφυρογέννητο, θα διαπιστώσουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις σχετικά με την ονομασία, την ύλη και τις σημασίες αλλά και τους φέροντες αυτό το παράδοξο αντικείμενο, καθώς και τις συγκυρίες της εμφάνισής του. Μιλώντας για τις τελετουργικές εθιμοτυπίες της βυζαντινής αυλής σε διάφορες εορτάσιμες ημέρες, καταγράφει
α) σχετικά με την ονομασία:

«ὁ βασιλεὺς… ἐξέρχεται, κρατῶν ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ, χειρὶ ἀνεξικακίαν»·

«Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα ἐξέρχονται οἱ δεσπόται ἀπὸ τοῦ παλατίου… καὶ περιβάλλονται τοὺς λώρους καὶ στέμματα… ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ χειρὶ τὴν ἀνεξικακίαν»·

«Καὶ μετὰ τὸ ἐνδυθῆναι τοὺς λώρους τοὺς δεσπότας… λαμβάνουσιν ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ χειρὶ τὴν ἀκακίαν»·

β) σχετικά με ορισμένες ιδιαίτερες συγκυρίες -πέραν των θεσμοθετημένων- της παρουσίας της ακακίας καθώς και σχετικά με όσους μπορούν να την κρατούν:

«Περὶ τῆς γενομένης δοχῆς ἐν τῷ περιβλέπτῳ καὶ μεγάλῳ τρικλίνῳ τῆς μανναύρας ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Ῥωμανοῦ τῶν Πορφυρογεννήτων ἐν Χριστῷ βασιλέων Ῥωμαίων, ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ τῶν παρὰ τοῦ Ἀμεριμνῆ ἀπὸ τῆς Ταρσοῦ ἐλθόντων πρεσβέων περὶ τοῦ ἀλλαγίου καὶ τῆς εἰρήνης… ἰστέον, ὅτι οἱ μάγιστροι καὶ οἱ εὐειδέστεροι τῶν ἀνθυπάτων ἐφόρεσαν τοὺς λώρους· σκεπεῶνας δὲ ἢ ἀνεξικακίας οὐκ ἐβάσταξαν»·

«τῇ δὲ ϛʹ τοῦ Αὐγούστου μηνὸς, ἤγουν τῇ ἑορτῇ τῆς λαμπρᾶς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐτελέσθη ἡ ἑορτὴ κατὰ τὸν ἐξ ἀρχαίων χρόνων παρακολουθήσαντα τύπον αὐτῆς, πλὴν διὰ τοὺς φίλους Σαρακηνοὺς ἐφόρεσαν οἱ βασιλεῖς τοὺς λώρους, βαστάσαντες καὶ τοὺς σταυροὺς καὶ τὰς ἀκακίας. οἱ δὲ μάγιστροι καὶ ἀνθύπατοι καὶ πατρίκιοι ἐφόρεσαν καὶ αὐτοὶ τοὺς λώρους, οὐ μέντοι δὲ σκεπεῶνας ἢ ἀκακίας ἐβάστασαν»·

και επιπροσθέτως γ) σχετικά με την ύλη και τις σημασίες της:

«τὸ δὲ ταῖς χερσὶ κρατεῖσθαι παρ᾽ αὐτῶν ἀνεξικακίας τόμους, καθὼς ἡ ἐγχώριος κατονομάζει φωνή, οὐχ οὕτως ἔχει τὸ ἀληθὲς, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τοῦ Σωτῆρος τοῖς μαθηταῖς ἐοίκασι δῆθεν οἱ πατρίκιοι, καὶ αὐτῷ τῷ βασιλεῖ κατὰ τὴν σωτηριώδη νομοθεσίαν αὐτῶν τόμους κρατεῖν ταύτην ἐγγεγραμμένους»·

«διὸ καὶ ἐν ταῖς δεξιαῖς χερσὶν αὐτῶν [οι βασιλείς] τὸ νικητικὸν τοῦ σταυροῦ κατέχοντες τρόπαιον, τὴν ἐξανάστασιν τῆς χοϊκῆς ἡμῶν οὐσίας ἐν ταῖς εὐωνύμοις κατέχουσι».

Συνοψίζοντας τα λεγόμενα του Πορφυρογέννητου συγγραφέα, σημειώνουμε πως αναφέρει το περί ου ο λόγος αντικείμενο με δυο εναλλασσόμενες ονομασίες, ακακία και/ή ανεξικακία. Δεν την κρατούσε μόνον ο αυτοκράτορας (είτε στο δεξί είτε στο αριστερό χέρι) μα ενίοτε και ανώτεροι αξιωματούχοι της βυζαντινής αυλής. Παράλληλα δε, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί -πέραν των εθιμοτυπικά καθορισμένων περιστάσεων- μόνον από τον βασιλέα είτε για απόδοση τιμών είτε πιθανόν ως επίδειξη μεγαλείου. (Τουλάχιστον σε ορισμένες περιστάσεις) η ακακία/ανεξικακία -λεγόταν πως- ήταν ένα περγαμηνό ειλητάριο. Η δε παρουσία του μπορούσε να δηλώνει τον σωτήριο ευαγγελικό νόμο που έφερε ο Χριστός ή να συμβολίζει την ανάσταση της θνητής χοϊκής ουσίας των ανθρώπων (επιτείνοντας μάλιστα αυτό τον συμβολισμό, από την χρήση της ακακίας ανήμερα την Κυριακή της Αναστάσεως). Περιττό να υπογραμμίσει κανείς πως αυτή η σύνδεση παραπέμπει συνειρμικά σε συγκεκριμένες απεικονίσεις της Αναστάσεως (Εις Άδου Κάθοδος), με τον Ιησού να κρατά στα χέρια του είτε τον σταυρό είτε ένα ειλητάριο, αλλά θα μας ξεστράτιζε εδώ μια τέτοια διαπραγμάτευση (παρά το γόνιμα προκλητικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει μια τέτοια αναφορά για την εξέλιξη της συγκεκριμένης απεικόνισης, τη συγκεκριμένη περίοδο). Αρκεί να υπενθυμίσουμε μόνον ότι η εμφάνιση του αυτοκράτορα, των μαγίστρων και των πατρικίων με τους λώρους, τα επινίκια σκήπτρα και τους της ἀνεξικακίας τόμους, με όλες τις περιγραφόμενες αναστάσιμες συνδηλώσεις τους, επιτελείται την ημέρα της Κυριακής του Πάσχα (Περὶ τοῦ τίνι τρόπῳ τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ κυριακῇ τοῦ πάσχα περιβάλλονται τοὺς λώρους ὅ,τε βασιλεὺς καὶ οἱ μάγιστροι καὶ ἀνθύπατοι καὶ πατρίκιοι.).

*


*
Χάλκινος φόλλις του Κωνσταντίνου Ζʹ, κομμένος στην Κων/πολη πιθανόν στα 944-959, Barber Institute of Fine Arts B4597

*

Κι ενώ ο Κωνσταντίνος μάς λέει όλα τα παραπάνω, η μαρτυρία ενός ξένου αυτή τη φορά, αλλά πρωϊμότερου του Κωνσταντίνου, μεταφέρει τα ακόλουθα, που αντιβαίνουν κάπως σε ορισμένα από του Πορφυρογέννητου τα λεγόμενα. Ο Άραβας Χαρούν ιμπν Γιάχια, αιχμάλωτος των Βυζαντινών διαμένει στην Πόλη, την περιηγείται ελευθέρως και, αυτόπτης κι αυτήκοος ων, περιγράφει τα όσα παρατηρεί, κατά το τελευταίο τέταρτο του 9ου αι. Μεταφράζω από ενός άλλου -μεγάλου- Αλεξάνδρου, του Βασίλιεφ, τη μετάφραση. Ο βασιλέας, σε μία τελετή, μεταβαίνει από το Παλάτιο προς τη Μεγάλη Εκκλησία:

«Στα χέρια του αυτοκράτορα βρίσκεται ένα μικρό χρυσό κουτί που μέσα του έχει μια φούχτα χώμα. Πορεύεται πεζός και σε κάθε δυο βήματα, ο ῾υπουργός᾽ του, τού λέει στη γλώσσα τους: «μέμνησο του θανάτου»! Όταν του λέει αυτό, ο αυτοκράτορας σταματά, ανοίγει το κουτί, κοιτάζει το χώμα, το ασπάζεται και κλαίει…».*

Μα τι έχει συμβεί; Τι πάει στραβά; Ποιος έχει δίκιο και ποιος λαθεύει;

Όπως όλα δείχνουν, κανείς. Όλα καλά είναι ειπωμένα. Ο Κωνσταντίνος, όπως αναγκαστικά επιτάσσει το έργο του (Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως, το γνωστό στη Δύση De ceremoniis aulae byzantinae), κρατάει μέσα στις περιγραφές των εθιμοτυπικών πράξεων και παλαίφατα έθιμα και τελετουργικά μα και ορολογίες που βαστάν από παλιότερα χρόνια. Και τούτο το αυτοκρατορικό διάσημο, όπως κι η πολιτεία που το αποδέχτηκε, κρατάει από τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Ξαναγυρίζω πίσω πάλι στο βυζαντινό λεξικό του Καζντάν όπου διαβάζω πως η ακακία είναι μετεξέλιξη ενός κατεξοχήν υπατικού διάσημου. Η μάππα, ένα λευκό μαντήλι, σύμβολο της υπατικής εξουσίας, χρησίμευε στους ύπατους για να δηλώσουν με το ρίξιμό της στη γη την έναρξη των αγωνισμάτων στον διαβόητο Circus ή στον βυζαντινό Ιππόδρομο, όπως φαίνεται και στην παρακάτω γνωστή ελεφαντοστέϊνη δίπτυχη παράσταση του ύπατου Φλάβιου Αναστάσιου (517).

*


*

Κατά τον 6ο αι., η μέχρι τότε αποκλειστικά υπατική λειτουργία του ορισμού του σήματος για την έναρξη των αγώνων, πέρασε κυριολεκτικά από τα χέρια των υπάτων στα αυτοκρατορικά χέρια κι έτσι η μάππα αυτόχρημα μεταβλήθηκε σε σύμβολο αυτοκρατορικής εξουσίας. Ήδη ο Φωκάς κι ο Κώνστας Βʹ απεικονίζονται σε νομίσματα με το χέρι υψωμένο να κρατούν την μάππα έτοιμοι να την αφήσουν να πέσει στη γη. Εν συνεχεία, όπως μας βεβαιώνουν οι νομισματολόγοι, μέχρι τις αρχές του 8ου αι. ολοκληρώθηκε η μετεξέλιξη και μεταμόρφωση της μάππας στην ακακία και πλέον στα νομίσματα εμφανίζεται μόνον η ακακία. Η μορφή της είναι πλέον κυλινδρική, και θυμίζει και τα ειλητάρια (τόμους) του Πορφυρογέννητου ή το κώδικι ἐοικός του μεταγενέστερου ψευδο-Κωδινού, παρότι παραμένει πάντα ένα υφασμάτινο, μεταξωτό, μαντήλι (όπως εξαρχής σήμαινε η λατινική της ονομασία). Οι δυναστείες των Ισαύρων και του Αμορίου χρησιμοποίησαν την ακακία ως το καταφανέστερο αυτοκρατορικό διάσημο στα νομίσματά τους, ενώ από το 867 αραιώνει η συχνή του χρήση στα νομίσματα, ίσως λόγω της προτίμησης των βασιλέων της Μακεδονικής δυναστείας να απεικονίζονται οι βασιλείς ανά ζεύγη να κρατούν τον σταυρό, εξηγεί ο κορυφαίος βυζαντινός νομισματολόγος Grierson. Έκτοτε η ακακία από καιρού εις καιρόν κάνει σποραδικά την εμφάνισή της στα βυζαντινά νομίσματα μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας.

*

Ο Ιωάννης Ηʹ Παλιολόγος, κρατώντας τον σταυρό στο δεξί και την ακακία στο αριστερό του χέρι. Γεννημένος το 1392, ο προτελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας εξέπνευσε το 1448, μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα από την αυτοκρατορία του. Η χρυσή σφραγίδα του από τη συλλογή του Dumbarton Oaks.
*

Τις νιώθω ήδη να φιδοσέρνονται στο μυαλό παρέλκουσες εδώ οι ερωτήσεις. Ποιος τάχα κύριος, απόλυτος αυθέντης και δεσπότης, πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, πότε άραγε, γιατί και για ποιον έκαμε δική του την ακακία ή την ανεξικακία; Ή σαν ποιος και να συγκινήθηκε τάχατες ποτέ από τέτοιους λεκτικούς ευφημισμούς; Και ποιος άραγε ποτέ ισχυρός να τρόμαξε, με ταπείνωση βαθιά, αναλογιζόμενος το μέγα κράτος του θανάτου;

Ο δήμος πάντως (ἡ ἐγχώριος φωνή) διάλεξε κι επιμένει ανεξικακία κι ακακία να επιζητεί, να επιδιώκει, να κατονομάζει.

Κλείνοντας πια, ξαναπλάθω στον νου μου την εικόνα: ο απόλυτος κυρίαρχος της οικουμενικής αυτοκρατορίας, κρατά στο ένα του χέρι τη σφαίρα ολάκερης της υπό τον ουρανόν οικουμένης, και στο άλλο μια χούφτα γης, λίγη σκόνη τόση δα, λιγότερη κι από όσο θα είναι ποτέ ο ίδιος· τη μόνη ενθύμηση ουσιώδη κι αναγκαία για κάθε βασιλέα αυτοκράτορα, ή μη.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
iliasmalevitis.wordpress.com

~·~

* Παίρνω το θάρρος και διορθώνω το -ταλαιπωρημένο έτσι κι αλλιώς- αραβικό κείμενο του de Goeje, καθώς δεν θα ήταν δυνατόν στα ελληνικά οι βυζαντινοί να απευθύνονταν στον αυτοκράτορα σε βʹ πληθυντικό της (γαλλικής) ευγενείας, και το μέμνησθε το αλλάζω σε μέμνησο.

~·~

Π Η Γ Ε Σ
Alexander Kazhdan, The Oxford Dictionary of Byzantium.
Philip Grierson, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection, τόμ. 3.1.
Paul A. Underwood and Ernest J. W. Hawkins, “The Mosaics of Hagia Sophia at Istanbul: The Portrait of the Emperor Alexander: A Report on Work Done by the Byzantine Institute in 1959 and 1960”, Dumbarton Oaks Papers, τόμ. 15 (1961), σ. 187-217 (απ᾽ όπου και η εικόνα του Αλεξάνδρου).
Alexander Vasiliev, “Harun-Ibn-Yahia and His Description of Constantinople”, Seminarium Kondakovianum, τόμ. 5 (1932), σ. 159.

*

Advertisement