~ . ~
Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
~.~
Μια εποχή στην οποία η δημιουργική ζωή του έθνους συντελούνταν σε έναν κλειστό πνευματικό χώρο, τον οποίο δεν είχαν διασπάσει ούτε οι εσωτερικοί αγώνες – οι αγώνες της μιας γενιάς εναντίον της άλλης και οι αγώνες των κοσμοθεωριών μεταξύ τους – καθώς μια πίστη, ένα αίσθημα παρέμεναν άτρωτα πέρα από όλες τις μεταβολές, μια τέτοια εποχή φαίνεται ότι υπήρξε για τη Γερμανία ο 17ος και ο 18ος αιώνας, και τη βλέπομε να τελειώνει περίπου με τον θάνατο του Γκαίτε. Η πίστη ή το αίσθημα που βρισκόταν στην ανατολή της εποχής αυτής λεγόταν: Θεός, ενώ στο τέλος λεγόταν: η Φύση. Αλλά μια Φύση, η αντίληψη για την οποία είχε διαμορφωθεί κάτω από την επιρροή του Λάϊμπνιτς και του Σπινόζα· Φύση: ένα πανθεϊστικό Όλον, βέβαια ήδη ατομικοποιημένο, ή μάλλον, καθώς δεν υπήρχε ακόμη η έκφραση άτομο – δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το 1805 με τις χημικές έρευνες του Dalton – ένα Όλον που έχει ήδη διαιρεθεί σε Μονάδες, αλλά η ανώτατη Μονάδα λεγόταν ακόμα Θεός, και μάλιστα διαβάζομε την έκφραση τούτη πολύ συχνά ακόμη και στον Γκαίτε. Βέβαια, ακόμη συχνότερα την απρόσωπη οικουμενιστική[1] έκφραση «Φύση», που είναι η αυθεντική του έκφραση, μιας φύσης που την αισθάνεται ακόμη εντελώς ανορθολογικά, που την χαιρετά λυρικά με στροφές προς τη σελήνη, για μιαν ακόμη φορά η παλιά, καλυμμένη, μητρική Φύση. Δεν της αποσπά κανείς από το σώμα της εξηγήσεις, λέει, αυτή είναι τα πάντα, της εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, μπορεί να με μεταχειρίζεται, την υμνώ σε όλα τα έργα της.[2] Και οι προτάσεις αυτές από τον «Ύμνο στη Φύση» του έτους 1782, που βρίσκονταν στο Tiefurter Journal, είναι κατά κάποιον τρόπο τα αποχαιρετιστήρια λόγια της Δύσης προς έναν κόσμο, ο οποίος θεωρούνταν εδώ και 2000 χρόνια, άρα ήδη από την ελληνική μυθολογία ως έμψυχος, σε δένδρα και πλάσματα, ότι ήταν γεμάτος θεούς, και είχε δοθεί στον άνθρωπο.
Γύρω στην εποχή του θανάτου του Γκαίτε άρχισε να διαλύεται το αίσθημα αυτό. Ο άνθρωπος χωρίστηκε από τη συνάφεια της Φύσης και τοποθετήθηκε πάνω απ’ αυτήν ως εκμεταλλευτής και πειραματιστής. Δημιουργήθηκε ένα κοσμοείδωλο από το οποίο έλειπε οποιαδήποτε ένταση προς ένα επέκεινα, οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντι σε ένα Είναι έξω από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος έγινε η κορωνίδα της δημιουργίας και ο πίθηκος το αγαπημένο του ζώο, από αυτόν μπόρεσε τώρα να επιβεβαιώσει φυλογενετικά μέχρι ποιο βαθμό λαμπρότητας είχε ισχυροποιηθεί μέσα από την ανταλλαγή της ύλης και τον μεταβολισμό του. Στην πορεία αυτή έχουν εξαιρετική σημασία δύο χρονολογίες, αυτές προσδίδουν στη νέα εποχή τη χρονολογική της βάση και στην αλήθεια της την υποτιθέμενη σταθερότητα. Η πρώτη χρονολογία είναι η 23η Ιουλίου 1847, είναι η ημερομηνία της συνεδρίασης εκείνης στην Φυσική Εταιρεία του Βερολίνου, στην οποία ο Χέλμχολτς θεμελίωσε μηχανικά το πρόβλημα της διατήρησης της δύναμης που είχε θέσει ο Ρόμπερτ Μάγερ και το καθιέρωσε ως γενικό φυσικό νόμο. Την ημέρα αυτή ξεκίνησε η αντίληψη για τον πλήρως κατανοητό χαρακτήρα του κόσμου, τον κατανοητό του χαρακτήρα ως μηχανισμού. Η ημερομηνία αυτή έχει ακριβώς τόση ιστορική σημασία όσο και μια προηγούμενη που ζει ανάμεσά μας με «προ» και «μετά» [= π.Χ., μ.Χ.]. Πρέπει να συνειδητοποιήσομε ότι μέχρι την ημέρα εκείνη, ο κόσμος δεν ήταν κατανοητός, αλλά βιωνόταν, ότι δεν τον προσέγγιζαν ή τον υπολόγιζαν μαθηματικά-φυσικοεπιστημονικά, αλλά τον αισθάνονταν, τον βίωναν ως χάρισμα της Δημιουργίας, τον εκλάμβαναν ως έκφραση του υπεργήινου.
Η δεύτερη χρονολογία είναι το έτος 1859, η εμφάνιση της θεωρίας του Δαρβίνου. Σε εποχές φυλετικής ακμής, στον αξεδιάλυτο συμφυρμό γιγαντιαίας αύξησης του [ανθρώπινου] γένους, επέμβασης της Ουώλλ Στρητ στην αγορά κεφαλαίου, αποικιακής μέθης, ανόδου των ορμών και της πολυτέλειας σε ολόκληρους πλανήτες, οικονομικής προόδου κοινωνικών τάξεων πρόθυμων για τοκογλυφία, ιδρυτικών δυσχερειών, ανακήρυξης και κατάρρευσης βασιλείων, παρουσιάστηκε η θεωρία αυτή για την ενδυνάμωση της ζωικής φυλής και για την ανταμοιβή του ισχυρού στον αγώνα και τη νίκη. Από τις δύο αυτές χρονολογίες πήρε, λοιπόν, η Ευρώπη τη νέα ορμή. Γύρω από τις δύο αυτές χρονολογίες συνάχτηκε ο αιώνας, συγκεντρώθηκαν οι φυσικές επιστήμες, συντάχθηκε η Βιολογία, οργανώθηκε η ηθική, εν ονόματί τους απώθησε η θετικιστική φιλοσοφία τα υψιπετή θεωρητικά συστήματα του ιδεαλισμού, και ως ανθρώπινος τύπος δημιουργήθηκε ο νοησιαρχικός τύπος του Διαφωτισμού, ξεριζωμένος από κάθε παλιά ουσία,[3] ο υλιστικός και σοσιαλιστικός χρηστικός τύπος, ο τύπος του μοντάζ, αισιόδοξος και με επίπεδη ματιά, χρήσιμος και επιρρεπής στις απολαύσεις, όσο το δυνατόν λιγότερο πόνο για το άτομο και όσο το δυνατόν περισσότερη άνεση για όλους, έτσι είχε δα χαιρετίσει φιλοσοφικά ο Κοντ τη νέα εποχή.
Άρχισε η εποχή, της οποίας η διδασκαλία κατέληγε σε τούτο: ο άνθρωπος είναι καλός. Ποιου βάθους και ποιας ανατρεπτικής μορφολογικής δύναμης μεταβολή του ψυχισμού εκφράζεται στην αντίληψη αυτή, το περιέγραψε απαράμιλλα η Ρικάρντα Χουχ στο βιβλίο της Παλιοί και νέοι θεοί.[4] Πρόκειται για τις εσώτατες σφαίρες που η αναδιάταξή τους βρήκε εδώ τον τύπο τους. Από το φλεγόμενο σκότος των πολλών εκκλησιών, γράφει η Ρικάρντα Χουχ, σείονταν βαριά και με δάκρυα, βροντούσε ο ήχος των σαλπίγγων: οι επιδιώξεις της ανθρώπινης καρδιάς είναι κακές από τα νεανικά χρόνια κιόλας. Το διαρκές άκουσμα της τραγικής αυτής συγχορδίας, η επίγνωση της ανάγκης για λύτρωση, έδιδε στη μεσαιωνική ζωή το βάθος και την απεραντοσύνη. Ποτισμένος από το συναίσθημα του δικού του περιορισμού, ο άνθρωπος στρεφόταν με λατρεία προς το Τέλειο, το οποίο μπορούσαν να σκεφθούν οι άνθρωποι, χωρίς να το έχουν δει ή να το έχουν βιώσει, ένα αιώνιο βασίλειο πέρα από την εξαγριωμένη γη. Και η αντίθεση τούτη μεταξύ του εκείθεν και του εντεύθεν τα οποία, ενώ είναι διαφορετικά σαν τη φωτιά και το νερό, διαπερνούν εντούτοις το ένα το άλλο, έκανε την ατμόσφαιρα θυελλώδη, γεννούσε πράξεις σαν αστραπές και φώτιζε καταιγιστικά την καρδιά με τη γνώση. Αλλά τώρα ήρθε το νέο τραγούδι: ο άνθρωπος είναι καλός, και ο άνετος τρόπος του απώθησε το αυστηρό χορωδιακό άσμα του παρελθόντος.
Αυτά λέει η Ρικάρντα Χουχ. Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι καλός, δηλαδή εφ’ όσον εμφανίζεται κακός, ευθύνεται γι’ αυτό το περιβάλλον ή η καταγωγή ή η κοινωνία. Όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί, δηλαδή όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, το ίδιο πολύτιμοι, έχουν την ίδια ικανότητα ψήφου, αξίζει να ακούγονται εξίσου σε όλα τα ζητήματα. Αρκεί να μην υπάρχει καμιά απομάκρυνση από τον τύπο του μέσου όρου, τίποτα μεγάλο, τίποτα ασυνήθιστο. Ο άνθρωπος είναι καλός, αλλά όχι ηρωικός, γι’ αυτό ας μην του αναθέτομε οποιαδήποτε ευθύνη· αξιοποιήσιμος πρέπει να είναι, κατάλληλος, ειδυλλιακός – απαξίωση κάθε τραγικού στοιχείου, απαξίωση κάθε στοιχείου Μοίρας, απαξίωση κάθε παράλογου, μόνο το εξηγήσιμο πρέπει να αναγνωρίζεται, μόνο το μπανάλ. Ο άνθρωπος είναι καλός, δηλαδή όχι, τάχα, ότι ο άνθρωπος πρέπει να γίνει καλός, ότι οφείλει να αγωνιστεί για να φτάσει στην χρηστότητα, στην εσωτερική αξία, στην αγαθότητα, όχι, ο άνθρωπος δεν πρέπει να αγωνίζεται καθόλου, αφού είναι κιόλας καλός· το κόμμα αγωνίζεται γι’ αυτόν, η κοινωνία, η εποχή, η μάζα. Να ζει πρέπει και να απολαμβάνει, και αν δολοφονήσει κάποιον, πρέπει να τον παρηγορεί κανείς, επειδή δεν είναι ένοχος ο φονιάς, αλλά ο δολοφονημένος.
Ο άνθρωπος είναι καλός, και όλα τα δεινά του μπορούν να αντιμετωπιστούν με μέτρα υγιεινής και κοινωνικά, αφ’ ενός αυτό – και αφ’ ετέρου, η επιστήμη έχει πρόσβαση στη Δημιουργία. Από τις δύο αυτές ιδέες ήρθε η διάλυση όλων των παλαιών δεσμών, η καταστροφή της ουσίας, η ισοπέδωση όλων των αξιών, από αυτές ήρθε η εσωτερική κατάσταση την οποία χαρακτηρίζει η εξίσου ενδιαφέρουσα όσο και φριχτή έννοια στην οποία ζούμε όλοι μας, από την οποία πίνομε όλοι μέχρι την πίκρα και μέχρι το κατακάθι: ο Μηδενισμός.
Η έννοια αυτή απέκτησε μορφή στη Γερμανία το έτος 1885/86, όταν εν μέρει σχεδιαζόταν και εν μέρει γραφόταν το έργο «Η βούληση για δύναμη», το πρώτο βιβλίο του οποίου φέρει άλλωστε τον υπότιτλο «Ο ευρωπαϊκός Μηδενισμός». Αλλά το βιβλίο τούτο περιέχει ήδη μια κριτική της έννοιας αυτής και σχέδια για την υπέρβασή της. Αν θελήσομε να την παρακολουθήσομε ακόμη παραπέρα, αν θελήσομε να εξακριβώσομε που και πότε η μοιραία τούτη έννοια παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος ως λέξη και ψυχικό βίωμα, πρέπει να στραφούμε προς τη Ρωσία. Η γενέθλια ώρα της ήταν ο Μάρτιος του 1862, ο μήνας στον οποίο κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Πατέρες και Γιοι του Ιβάν Τουργκένιεφ. Παραπέρα δεν μπορούν να αναζητήσουν την έννοια αυτή ούτε οι Ρώσοι ιστορικοί ερευνητές.[5] Αλλά ο ήρωας του μυθιστορήματος αυτού, ονόματι Μπαζάρωφ, αυτός είναι πια ο ολοκληρωμένος μηδενιστής και ο Τουργκένιεφ τον παρουσιάζει με αυτό το όνομα.
Το όνομα τούτο έγινε έπειτα πολύ γρήγορα δημοφιλές, ο συγγραφέας εξηγεί σε ένα επίλογο στο μυθιστόρημά του πώς το ανέφεραν όλοι ύστερα από λίγους κιόλας μήνες, όταν το Μάιο του ίδιου χρόνου επέστρεψε στην Πετρούπολη – ήταν η εποχή των μεγάλων εμπρησμών, της πυρκαγιάς του κτήματος Απράξιν – του φώναζαν: «Βλέπετε τώρα τους μηδενιστές σας, βάζουν φωτιά στην Πετρούπολη». Για το θέμα μας είναι τώρα εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι ο μηδενισμός αυτού του Μπαζάρωφ, ο οποίος ήταν λοιπόν ο πρώτος Ευρωπαίος μηδενιστής, δεν ήταν στην πραγματικότητα καθόλου ένας μηδενισμός με απόλυτη μορφή, μια απόλυτη άρνηση, αλλά μια φανατική πίστη στην πρόοδο, ένας ριζικός θετικισμός σε σχέση με τη φυσική επιστήμη και την Κοινωνιολογία.
Είναι, για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ο αιχμηρός υλιστής, του οποίου τα κάπως αμφίβολα εγγόνια βλέπομε πια να είναι ζωηρά δραστήρια σήμερα ακόμη ανάμεσά μας – ας ακούσομε ποιοι οικείοι ήχοι μάς έρχονται από τη δεκαετία του 1860! Ένας ικανός χημικός, ακούμε, είναι είκοσι φορές πιο πολύτιμος από τον καλύτερο ποιητή. Προτιμώ ένα κομμάτι τυρί από ολόκληρο τον Πούσκιν. Δεν εκτιμάτε διόλου την τέχνη; Ασφαλώς, την τέχνη να βγάζομε χρήματα και να θεραπεύομε τις αιμορροΐδες! Κάθε παπουτσής είναι μεγαλύτερος άνθρωπος από τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ. Η Γεωργία Σάνδη είναι μια οπισθοδρομική γυναίκα, δεν καταλάβαινε τίποτε από εμβρυολογία. Και δίπλα στις αλήθειες αυτές εμφανίζεται ως τελευταία λέξη το περιβάλλον του καπηλειού στη ζωή και στην τέχνη, εδώ και τότε γεννήθηκε λοιπόν το ηθικό ύφος που μπορούμε να παρακολουθήσομε μέχρι και σε ορισμένες όπερες και διασκευές όπερας: η λατρεία του αθλητή, ο ύμνος στον κανονικό άνθρωπο, η παιδιάστικη κριτική της κοινωνίας· τα δικαστήρια πρέπει να καταργηθούν, η εκπαίδευση πρέπει να καταργηθεί, οι αρχαίες κλασικές γλώσσες, ως μη ιδιοφυείς, να απαγορευθούν, αντί γι’ αυτά ανακοίνωσαν το πρωτείο των ορμών: βρωμερός πρέπει να είναι ο άνθρωπος· τις γυναίκες πρέπει να τις ανταλλάσσομε και να τις παίρνομε από τους άλλους, να πίνει πρέπει κανείς, γιατί το πιοτό είναι φτηνότερο από το φαγητό, κι εκτός αυτού μυρίζει κιόλας, και μάλιστα ακόμη και τον ντανταϊσμό την εμφάνιση του οποίου στη Ζυρίχη και στο Βερολίνο θεώρησε πρόσφατα η εποχή μας τόσο ενδιαφέρουσα, τον βρίσκομε ήδη σε ένα μυθιστόρημα της δεκαετίας του 1860, στο μυθιστόρημα Τι να κάνομε του Τσερνισέφσκι: η τέχνη σημαίνει, διαβάζομε εκεί, να βάλομε δυο πιάνα σ’ ένα σαλόνι, να καθίσει στο καθένα μια κυρία, να σχηματισθεί γύρω απ’ το καθένα μισή χορωδία, κι ύστερα ο καθένας που συμμετέχει να τραγουδά ή να παίζει συγχρόνως αρκετά δυνατά ένα άλλο τραγούδι. Αυτό χαρακτηρίστηκε ως η μελωδία της επανάστασης και το όργιο της ελευθερίας.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι οι πνευματικές επιπτώσεις του φιλοσοφικοϊστορικού υλισμού ξεκινούν στη δεκαετία του 1860, άρα είναι τουλάχιστον 80 ετών, συνεπώς είναι πράγματι το παλιό και το αντιδραστικό. Στην πραγματικότητα, και με τούτο προχωρούμε στο μέλλον, σήμερα κάθε υλισμός είναι αντιδραστικός, τόσο εκείνος της φιλοσοφίας της ιστορίας όσο και εκείνος της νοοτροπίας: δηλαδή βλέποντας προς τα πίσω, δρώντας προς τα πίσω, διότι μπροστά μας βρίσκεται βέβαια ήδη ένας εντελώς άλλος άνθρωπος και ένας εντελώς άλλος στόχος. Ένας στόχος μπροστά στον οποίο ο άνθρωπος ως καθαρός θεράπων των ορμών και των ηδονών σημαίνει βέβαια ήδη μια θεωρία που συσκοτίζει εντελώς.
Συναρμολόγηση του ψυχισμού, ψηφίδες για κάποιον που θεωρείται συλλογικός και κανονικός άνθρωπος, αυτό πια είναι ευθέως ανούσιο ροκοκό. Όλες αυτές οι επιθέσεις εναντίον του υψηλότερου ανθρώπου, τις οποίες ακούμε 80 χρόνια τώρα, αυτό πια είναι ξεκάθαρα παλιομοδίτικο, ανίκανο, επίπεδο και πνευματικά αχάριστο. Υπάρχει μόνον ο υψηλότερος άνθρωπος, δηλαδή ο τραγικά αγωνιζόμενος άνθρωπος, μόνο γι’ αυτόν μιλά η ιστορία, μόνον αυτός έχει ανθρωπολογικά πλήρες νόημα, και όχι βέβαια τα καθαρά σύνδρομα των ορμών. Θα είναι, λοιπόν, ασφαλώς ο υπεράνθρωπος εκείνος που θα υπερβεί τον μηδενισμό, όχι όμως ο τύπος τον οποίο σκιαγραφεί εντελώς στο πλαίσιο του 19ου αιώνα του ο Νίτσε. Τον σκιαγραφεί ως νέο τύπο, βιολογικά πολυτιμότερο, φυλετικά υψωμένο, ζωτικά ισχυρότερο, από πλευράς ανατροφής πληρέστερο, μέσω της διάρκειας και της διατήρησης του είδους πιο δικαιωμένο τύπο, τον βλέπει από βιολογική άποψη θετικά, αυτά ήταν Δαρβινισμός.
Εντωμεταξύ, εμείς μελετήσαμε τις βιοαρνητικές[6] αξίες, αξίες οι οποίες μάλλον βλάπτουν τη φυλή και τη θέτουν σε κίνδυνο, που όμως αποτελούν συστατικά στοιχεία της διαφοροποίησης του πνεύματος, η τέχνη, το ιδιοφυές, τα μοτίβα τα διαλυτικά της θρησκείας, τα εκφυλιστικά στοιχεία, με λίγες λέξεις όλα όσα αποτελούν κατηγορήματα της δημιουργικότητας. Σήμερα, συνεπώς, δεν εντάσσομε το πνεύμα στην υγεία του βιολογικού στοιχείου, ούτε στην ανιούσα γραμμή του Θετικισμού, ούτε όμως βέβαια το βλέπομε σε μια τραγωδία που διαρκεί αιώνια με τη ζωή, αλλά το τοποθετούμε σε μια θέση ανώτερη από τη ζωή, να υπερέχει εποικοδομητικά από αυτήν, ως διαμορφωτική και μορφολογική αρχή. Από τούτη την εντελώς μη υλική υπερβατική στάση προκύπτει ίσως έπειτα μια υπέρβαση, πολύ περισσότερο μια καλλιτεχνική εκμετάλλευση του μηδενισμού, αυτή θα μπορούσε να διδάξει να τον δούμε διαλεκτικά, δηλαδή ότι ενέχει μέσα του την υπέρβασή του. Να αφήσομε να χαθούν όλες οι χαμένες αξίες, να αφήσομε να εξαντληθούν όλα τα εξαντλημένα μοτίβα της θεολογικής εποχής, και να μεταφέρομε όλη την ορμή του μηδενιστικού αισθήματος, όλη την τραγικότητα του μηδενιστικού βιώματος στις μορφολογικές και εποικοδομητικές δυνάμεις του πνεύματος: μορφώνοντας να αναθρέψομε μια εντελώς νέα για την Γερμανία ηθική και μεταφυσική της μορφής.
Κάποια στοιχεία υποδεικνύουν βέβαια ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια τελείως καθολική ανθρωπολογική στροφή, ειπωμένο απλοϊκά: σε μια μετατόπιση από τα μέσα προς τα έξω, εκτροπή των έσχατων ειδοποιών ουσιών προς τη διαμόρφωση: η μοντέρνα τεχνική και η σύγχρονη Αρχιτεκτονική παραπέμπουν άλλωστε προς αυτή την κατεύθυνση: ο χώρος όχι πια εννοημένος φιλοσοφικά-εννοιολογικά όπως στην καντιανή εποχή, αλλά κινούμενος, δυναμικός, τεταμένος από τη λειτουργία. Το αίσθημα του χώρου όχι πια συγκεντρωμένο λυρικά και απομονωμένα, αλλά με προβολή στο τοπίο, γυρισμένο προς τα έξω, μεταλλικά πραγματοποιημένο. Κάποια φαινόμενα, όπως ο εξπρεσιονισμός, ο σουρεαλισμός, η ψυχανάλυση δείχνουν άλλωστε προς την κατεύθυνση ότι πλησιάζομε βιολογικά προς μιαν επανανακάλυψη των μύθων και από πλευράς φλοιού του εγκεφάλου (kortikal) προς μια συγκρότηση μέσω μηχανισμών αποφόρτισης και καθαρής έκφρασης. Το τελευταίο ανθρώπινο περιεχόμενο αναζητεί έκφραση στο τεχνικό πεδίο, και ο πολιτισμός στρέφεται και πάλι προς τον μύθο – έτσι θα είναι ίσως το τελικό στάδιο. Και ο λόγος από τη «Βούληση για Δύναμη»: «μια αντιμεταφυσική κοσμοθεωρία – καλώς, αλλά τότε μια καλλιτεχνική κοσμοθεωρία» θα προσλάμβανε τότε για τον Γερμανό τον χαρακτήρα μιας εντελώς απροσμέτρητης σοβαρότητας ως υπόδειξη μιας έσχατης διεξόδου από τις απώλειές του των αξιών, τις εξαρτήσεις, τη μέθη, τα έρημα αινίγματά του: ο στόχος, η πίστη, η υπέρβαση θα λεγόταν τότε: νόμος της μορφής. Θα αποκτούσε τότε γι’ αυτόν τον χαρακτήρα μιας ριζωμένης στον λαό υποχρέωσης, αγωνιζόμενος, τον αγώνα της ζωής του αγωνιζόμενος, να προσεγγίσει τα, στην πραγματικότητα, απρόσιτα πράγματα, που η κατοχή τους σε αρχαιότερους και ευτυχέστερους λαούς προέκυψε ήδη στη νεότητά τους χωρίς αγώνα, από τις καταβολές τους, τα όριά τους, τους ουρανούς και τις θάλασσές τους: αίσθημα του χώρου, αναλογία, μαγεία της πραγματοποίησης, δέσμευση σε ένα ύφος.
Αισθητικές αξίες, λοιπόν, στη Γερμανία. Καλλιτεχνία σε μια χώρα, όπου εξαρχής τόσο πολύ ονειρεύεται κανείς και βυθίζεται σε λογισμούς; Ναι, η καλλιεργημένη απολυτότητα της μορφής, της οποίας όμως οι βαθμοί σε γραμμική καθαρότητα και υφολογική τελειότητα δεν επιτρέπεται να είναι κατώτεροι από τους ηθικούς βαθμούς προηγούμενων εποχών του πολιτισμού, ακόμη και μέχρι τους βαθμούς ενώπιον του κυπέλλου με το κώνειο και ενώπιον του Σταυρού, και μάλιστα μόνο από τις έσχατες εντάσεις του μορφολογικού στοιχείου, μόνο από την ακρότατη έξαρση του εποικοδομητικού στοιχείου που προωθείται μέχρι το όριο του άϋλου θα μπορούσε ίσως να διαμορφωθεί μια νέα ηθική πραγματικότητα – μετά τον μηδενισμό.
ΓΚΟΤΤΦΡΗΝΤ ΜΠΕΝ
© Για το ελληνικό κείμενο: Κώστας Ανδρουλιδάκης (2022)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
«Der Nihilismus – und seine Überwindung» (1932), Gottfried Benn, Essays und Reden in der Fassung der Erstdrucke (εφεξής: Essays), επιμέλεια Bruno Hillebrand, Fischer Taschenbuch Verlag, Φραγκφούρτη 1989, σ. 207-213.
[1] Universalistisch: οικουμενιστικός, οικουμενικός, συμπαντικός.
[2] Πρβλ. I. Kant: «Ίσως δεν έχει ειπωθεί ποτέ κάτι υψηλότερο, ή δεν έχει εκφρασθεί μια σκέψη υψηλότερα, παρά σ’ εκείνη την επιγραφή στον ναό της Ίσιδος (της μητέρας-φύσης): ‘Είμαι τα πάντα, όσα υπάρχουν, όσα υπήρξαν και όσα θα υπάρξουν και κανείς θνητός δεν απεκάλυψε τον πέπλο μου’», Κριτική της κριτικής δύναμης, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Κ. Ανδρουλιδάκης, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2002, σ. 252, υποσ.
[3] Substanz.
[4] Ricarda Huch (1864-1947). Γερμανίδα συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, ιστορικός, ιστορικός της λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος.
[5] Εντούτοις, τον όρο και την έννοια «Μηδενισμός» (Nihilismus) αναπτύσσει ήδη το 1802 ο Χέγκελ, βλ. G. W. F. Hegel, Über Glauben und Wissen (Περί πίστης και γνώσης), Werke in zwanzig Bänden (Theorie-Werkausgabe), Φραγκφούρτη 1970, τ. 2, σ. 287-433:410, 412. Ο πρώτος που σχημάτισε τον όρο φαίνεται ότι υπήρξε ο Γιακόμπι σε ένα «παραπεμπτικό κείμενο» (Sendschreiben) του 1799 προς τον Φίχτε.
[6] Bionegativ = βιοαρνητικός, αρνητικός για τη ζωή.
*