Κώστας Κουτσουρέλης, Καντάτα γιὰ ἕναν μύθο

*

ΚΑΝΤΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ

Δὲν ξέρω πῶς ξεκίνησα νὰ πέφτω
πῶς ἄρχισε ὅλο αὐτὸ δὲν τὸ θυμᾶμαι
τὴ μιὰ στιγμὴ ἀνέβαινα τὴν ἄλλη
χωρὶς νὰ ξαφνιαστῶ ἢ ν’ ἀναρριγήσω
βρέθηκα νὰ γλιστράω πρὸς τὸ κενό
Γιατὶ ὣς τότε ἀνέβαινα Ἀκόμη
νιώθω στὰ μάγουλά μου τὴν ἀνάσα
ἀπὸ τὴν κάψα τοῦ ἥλιου τῶν ἀνέμων
τὸ ρίπισμα στὸ μέτωπο Ὁ ἀέρας
στὰ ὕψη ἐκεῖ λὲς πὼς δὲν ἔχει σῶμα
ὅσο ἀνεβαίνεις τόσο καὶ ἀραιώνει
διαστέλλεται διογκώνεται στὸ στῆθος
σ’ ἁρπάζει σὰν ἀνάλαφρη εὐφορία
τὶς φλέβες σου ποτίζει ἀργὰ σὰν μέθη
σὲ πείθει πὼς ἀλήθεια ἔχεις φτερά

Ἀνέβαινα ἀνέβαινα ὁλοένα
πάνω ἀπὸ στέγες κι ἀπ᾿ αὐλές πάνω ἀπ᾿ ἀνθρώπους
πάνω ἀπὸ κήπους καὶ πηγὲς καὶ βουρκοτόπους
ἄφηνα πίσω συνεπεῖς καὶ καιροσκόπους
ἄφηνα πίσω μου δικά καὶ ξένα

Ἀνέβαινα ἀνέβαινα ἐγὼ μόνο
πάνω ἀπὸ κάθε μου λαχτάρα κάθε τύψη
πάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀρώματα καὶ πάνω ἀπό τὴ σήψη
ρουκέτα ἐγὼ ἐκτοξευόμουν πρὸς τὰ ὕψη
ἀνέβαινα ψηλὰ πάνω ἀπ᾿ τὸν χρόνο

Νά ᾿χεις φτερά στοὺς ὤμους τίποτε ἄλλο
Ὅποιος ποτὲ δὲν πέταξε δὲν ξέρει
τί ᾿ναι νὰ κολυμπᾶς στὸν ἄδειο χῶρο
νὰ ἐλέγχεις τὸ κορμί σου σὰν μιὰ σκέψη
ποὺ γράφεις καὶ ξεγράφεις μ’ εὐκολία
σὰν σκοινοβάτης στὸ σκοινί του ἐπάνω
τὸν νόμο τῆς βαρύτητας ν᾿ ἀρνεῖσαι
πέρα ἀπ᾿ τὸν δέσμιο κόσμο νὰ αἰωρεῖσαι
ποὺ σὲ κρατᾶ ἀπ’ τὰ πέλματα σφιχτά
Τὸ νήπιο πού ᾿χει μόλις περπατήσει
ὁ ἀνάπηρος ποὺ νοσταλγεῖ τὸ βῆμα
ἴσως γιὰ μιὰ στιγμὴ μπορεῖ νὰ νιώσει
νὰ διαισθανθεῖ τί εἶναι νὰ πετᾶς
Ὄρθιος πάει νὰ πεῖ καθηλωμένος
μπηγμένος σὰν καρφὶ στῆς γῆς τὴν πλάτη
δεμένος σὰν σκυλάκι στὸ λαιμό της
μόλις ἀνώτερος ἀπὸ ἑρπετό
Ἄ πόσο ἀλλιώτικα εἶν᾿ ἐκεῖ ψηλά

Ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὅλα ἡμέρα
ἐμπρός της στέκεσαι γυμνός
σταλίτσα ἀπ᾿ τὴ δροσιὰ τοῦ αἰθέρα
γίνεσαι κύμα ὠκεανός

Ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὅλα τώρα
τὸ αὔριο τὸ χθὲς εἶναι πλαστά
τοῦ χρόνου ἡ λαδωμένη αἰώρα
ξάφνου σκουριάζει σταματᾶ

Δὲν ξέρω πῶς ξεκίνησα νὰ πέφτω
πῶς ἄρχισε ὅλο αὐτὸ δὲν τὸ θυμᾶμαι
τὴ μιὰ στιγμὴ ἀνέβαινα τὴν ἄλλη
σὰν νά ᾿ταν κάτι τὸ συνηθισμένο
τὸ πράγμα τὸ πιὸ φυσικὸ στὸν κόσμο
βρέθηκα νὰ γλιστράω πρὸς τὸ κενό
Εἶναι πολὺς καιρὸς τώρα ποὺ πέφτω
μέρες βδομάδες μῆνες χρόνια μήπως
δὲν ξέρω δὲν μπορῶ νὰ λογαριάσω
τί νόημα θά ᾿χε κἄν Πέφτω σημαίνει
δὲν θέλω δὲν ἐπείγομαι νὰ φτάσω
Κάτω θροΐζει ἡ γῆ μὲ περιμένει
τρίζουν στ᾿ αὐτιά μου οἱ πάταγοι τῆς πόλης
ἀκούω τοὺς κρότους τῆς ἀσφάλτου ἤδη
τὰ κύματα νὰ σφίγγουν τοὺς ὑφάλους
ἀφρίζοντας ὁλοένα πιὸ λευκὰ
Δὲν ξέρω πῶς ξεκίνησα νὰ πέφτω
ἕνα μονάχα ξέρω Πάνω ἢ κάτω
πτήση ἢ πτώση εἶναι τὸ ἴδιο Κάθε
θητεία στὸ φῶς εἶναι μιὰ ἀνταύγεια
πρόσκαιρη μιὰ στιγμὴ μιὰ ἁδρὴ πορεία
ἀπ’ τοὺς ἀνείδωτους κρατῆρες τοῦ ἥλιου
πρὸς τὰ πηγάδια τοῦ ἄναστρου βυθοῦ

Μόνη μου φύση
εἶναι ἡ πτήση
δὲν ἔχω πόδια
μόνο φτερά

Μόνη μου γνώση
εἶναι ἡ πτώση
βουτιὰ ἐξόδια
στ᾿ ἀρχαῖα νερά

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*