*
του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ
Έχει ταλανίσει για μεγάλο διάστημα τον δημόσιο λόγο το ερώτημα αν υπάρχει ή όχι καλό ελληνικό μυθιστόρημα. Ενώ αντίθετα, όπως παρατήρησε σε προφορική μας συζήτηση ο διευθυντής του Νέου Πλανόδιου, Κώστας Κουτσουρέλης, δεν έχουμε ποτέ αναρωτηθεί για την ποιότητα, το ανάστημα και το εύρος της ελληνικής ποίησης ή του ελληνικού διηγήματος. Θεωρούμε ότι στα δύο αυτά πεδία διαχρονικά διαπρέπουμε, ενώ το ελαττωματικό παιδί της λογοτεχνίας μας φαίνεται να είναι αποκλειστικά και μόνο το μυθιστόρημα.
Οι λόγοι για τους οποίους το ελληνικό μυθιστόρημα μπορεί να υπολείπεται σε σχέση με άλλα ημεδαπά λογοτεχνικά είδη αλλά και σε σχέση με το μυθιστόρημα του εξωτερικού (των δυτικών χωρών) έχουν αναλυθεί διεξοδικά τα τελευταία χρόνια. Συνοπτικά έχουν να κάνουν με τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, την παράδοση, την κοινωνική διαστρωμάτωση, τη διαφορά κλίμακας και μεγεθών, την έλλειψη στήριξης από την Πολιτεία, την αποσυνάγωγη γλώσσα, την πλημμελή τεχνική κατάρτιση κ.α. Η επισήμανση πάντως των παραγόντων που οδηγούν σε μια τέτοια δυσχέρεια δεν φέρνει και αυτόχρημα προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος, το οποίο μάλλον δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο από το να διαιωνίζεται.
Δεν έχει νόημα λοιπόν να συγκρίνουμε την μυθιστοριογραφία μας με τις μεγάλες ξένες μυθιστοριογραφίες. Αλλά μπορούμε να τη συγκρίνουμε κάλλιστα με τον εαυτό της και να οδηγηθούμε σε κάποια ίσως γόνιμα συμπεράσματα.
Για να μπούμε σε μια λογική σύγκρισης όμως θα πρέπει να ομαδοποιήσουμε το μυθιστόρημα, να το κλείσουμε σε κατηγορίες και να το αξιολογήσουμε συνολικά. Είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Μπορούμε να ορίσουμε μια περίοδο που ξεχωρίζει έναντι των υπολοίπων; Και αν ναι, ποια είναι αυτή; Και με ποια κριτήρια πιστοποιείται η ανωτερότητά της; Πότε δείχνει να πετυχαίνει μια συνολική άνοδο το ελληνικό μυθιστόρημα; Πότε αγγίζει τις κορυφές του, όχι μέσα από μοναχικούς πρωτοπόρους αλλά σε συλλογικό, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, επίπεδο; Πότε σημειώνει κάποιου είδους ολοκληρία; Υπάρχει κάποια περίοδος ή κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα, κάποια γενιά στην ιστορία της πεζογραφίας μας στους κόλπους της οποίας επιτυγχάνεται μια μαζική επιτυχημένη επέλαση; Ή νομιμοποιούμαστε μόνο να μιλάμε για μεμονωμένες περιπτώσεις, για σποραδικές κορυφές που, σαν διάσπαρτα νησιά στο αρχιπέλαγος της νεοελληνικής γραμματείας, αφήνουν το στίγμα τους και χάνονται; Και αν όντως υπάρχει ένα ζενίθ, τότε αυτομάτως δεν θα πρέπει να αναζητήσουμε και το αντίθετό του, ένα ναδίρ της ελληνικής μυθιστοριογραφίας;
Ας προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε εδώ τις οροσειρές του ελληνικού μυθιστορήματος, αν όντως υπάρχουν, και ας αφήσουμε τα χειμαδιά για άλλη φορά.
Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν δύο περίοδοι, με αρκετή απόσταση μεταξύ τους, που το ελληνικό μυθιστόρημα φτάνει στην κορύφωσή του σε συλλογικό επίπεδο. Η μια τοποθετείται στα χρόνια που κυριαρχεί ο ελληνικός νατουραλισμός, δηλαδή χονδρικά το διάστημα 1890-1920 και εκφράζεται μέσα από έργα συγγραφέων όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας, ο Θεοτόκης, ο Χατζόπουλος, ο Κονδυλάκης, ο Μητσάκης, ο Ξενόπουλος κ.α. Η άλλη βρίσκεται στη δεκαετία του ΄60 και εκπροσωπείται από συγγραφείς όπως ο Τσίρκας, ο Αλεξάνδρου, ο Βασιλικός, ο Φραγκιάς, ο Πλασκοβίτης, ο Βαλτινός, ο Ταχτσής, ο Σαμαράκης κ.α.
Τι κάνει αυτές τις δύο εποχές να υπερτερούν; Κατά τη γνώμη μου οι πολύ δυνατοί αφηγηματικοί αρμοί που χαρακτηρίζουν τα έργα τους. Σε αμφότερες τις περιόδους παρατηρούμε αγαστή σύμπνοια, μια ιδεατή ισορροπία, ανάμεσα στους τρεις πυλώνες που στηρίζουν ένα μυθιστόρημα: την ιδεολογία, το ύφος και την τεχνική του. Στην περίπτωση του ελληνικού νατουραλισμού είναι το ίδιο το ρεύμα που χαλυβδώνει τις μυθοπλαστικές τάσεις και τις συσπειρώνει γύρω του. Τους δίνει δηλαδή κάποια ομοιογένεια αισθητική, θεματολογική, ιδεολογική. Ενώ στο μυθιστόρημα της δεκαετίας του ΄60 παίζει ρόλο η γενικότερη εξωστρεφής του διάθεση, η ορμή του και η ανάγκη του για επείγουσα ανανέωση των θεμάτων.
Επιπλέον θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και ένα κοινό χαρακτηριστικό σε αυτές τις κατά τα άλλα εντελώς άσχετες εποχές. Και αυτό είναι ένας ορατά αναβαθμισμένος ρόλος της πλοκής. Η αφηγηματολογία έδειξε για καιρό την περιφρόνησή της σε τούτο το αφηγηματικό εργαλείο που κατατάσσεται στις δομές επιφάνειας του κειμένου. Η κριτική σχεδόν το δαιμονοποίησε ως ίδιον της εμπορικής λογοτεχνίας, ως τέχνασμα που απομακρύνει το κοινό από την ιερή περιοχή του ύφους και τις βαρυσήμαντες εκδηλώσεις της ιδεολογίας και το αποπροσανατολίζει, το κρατάει αγκυλωμένο σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Το μυθιστόρημα, πάντως, στις δυο ιστορικές περιόδους που αναφέρονται, απενοχοποίησε την πλοκή και την αντιμετώπισε σαν αυτό που είναι: ένα αποτελεσματικό εργαλείο της αφήγησης που όταν εντάσσεται σε ένα μυθοπλαστικό έργο αξιώσεων μπορεί να συνεισφέρει στην αρτίωσή του.
Φυσικά, το νατουραλιστικό μυθιστόρημα φτάνει στην πλοκή από πολύ διαφορετικούς δρόμους και την αξιοποιεί με πολύ διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το μυθιστόρημα της δεκαετίας του ΄60.
Στην πρώτη περίπτωση αποφασιστικός παράγοντας μοιάζει να είναι η μεγάλη σημασία που αποδίδεται στον χαρακτήρα για το άνοιγμα της μυθοπλαστικής βεντάλιας. Έχουμε character-driven αφηγήσεις σε μία κάπως πρώιμη μορφή. Τα πρόσωπα φτιάχνουν την ιστορία, παράγουν ουσιαστικά την πλοκή, λόγω των εσωτερικών μετακινήσεων και μεταπτώσεών τους (εκκινούν ψυχολογικά, συναισθηματικά, υπαρξιακά από ένα σημείο Α και καταλήγουν σε ένα σημείο Β – είναι σφαιρικοί χαρακτήρες και όχι στατικοί ή επίπεδοι). Αυτή η μέριμνα, το ενδιαφέρον, η ζέση με την οποία τα έργα της περιόδου ασχολούνται με τον μυθοπλαστικό χαρακτήρα εκπορεύεται φυσικά από τα προτάγματα και τις επιταγές του λογοτεχνικού ρεύματος στο οποίο ανήκουν.
Οι χειρουργικής ακρίβειας τομές που γίνονται στον αφηγηματικό χαρακτήρα, η εξονυχιστική διερεύνηση των κινήτρων, η αποδοχή του βιολογικού παράγοντα ως κατευθυντήριας δύναμης στη συμπεριφορά των προσώπων είναι βασικές όψεις του νατουραλισμού εν γένει. Για να εξεταστεί το γιατί κάνει ό,τι κάνει ο χαρακτήρας θα πρέπει να πράττει, να προβαίνει σε δράσεις που υπόκεινται σε αιτιοκρατικές αρχές. Η υπόθεση των έργων εδώ γίνεται η βασιλική οδός για την εξιχνίαση του χαρακτήρα. Επομένως πλοκή και χαρακτήρας ελίσσονται παράλληλα σε μια κατάσταση απόλυτης διάδρασης μεταξύ τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, σε πολλά από τα μυθιστορήματα της δεκαετίας του ΄60, παρατηρείται ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό. Εδώ έχουμε μια οφθαλμοφανή πρωτοκαθεδρία του λεγόμενου αφηγηματικού κόνσεπτ. Ενός δομικού πυρήνα δηλαδή που συνοψίζει την υπόθεση και από τον οποίο εξακτινώνεται όλη η ιστορία. Με άλλα λόγια τώρα βρισκόμαστε στον αντίποδα της κατασκευαστικής αρχής που διέπει τον νατουραλισμό: το μυθιστόρημα του ΄60 είναι σε μεγάλο βαθμό plot-driven. Οι χαρακτήρες δεν είναι απαραιτήτως σφαιρικοί, ακόμα και αν αλλάζουν στη διάρκεια της ιστορίας, δεν το επιτυγχάνουν με την αυτενέργειά τους, πιο πολύ αντιδρούν σε ό,τι τους συμβαίνει· και αυτό είναι συνήθως κάτι μεγάλο, κάτι κατακλυσμιαίο και καταλυτικό.
Το κόνσεπτ, ο κεντρικός πυρήνας της αφηγηματικής συνθήκης, λαμβάνει εδώ τον ρόλο μιας αναπόδραστης κοσμικής πλεκτάνης από την οποία ο κεντρικός χαρακτήρας, όσο και αν προσπαθήσει, δεν μπορεί να διαφύγει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Φύλλο του Βασιλικού ή το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου. Το κόνσεπτ, που συνήθως μπορεί να διατυπωθεί μέσα σε μία πρόταση δεν έχει να κάνει μόνο με το τί γίνεται σε μια ιστορία. Υποδηλώνει ακόμη πράγματα για το ύφος και την ιδεολογία της αφήγησης. Δείχνει πτυχές του νοήματός, αποκαλύπτει το θέμα και υποδεικνύει τρόπους χειρισμού της πλοκής.
Θα πει κανείς, και πού είναι η πλοκή στην περίπτωση του Ταχτσή, του Κουμανταρέα, του Μπακόλα και τόσων άλλων; Οι συγκεκριμένοι φυσικά και δεν αποτελούν εξαιρέσεις. Σε εποχές συμπύκνωσης της πλοκής, όπως είναι η δεκαετία για την οποία μιλάμε, είναι αξιοσημείωτο και αναμενόμενο με τον δημιουργικό αναβρασμό που συντελείται να βλέπουμε σε έξαρση και το φυσικό αντίθετο της.
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή έχουμε και την κορύφωση (τη μία και μοναδική κατά την άποψή μου) του νεοελληνικού θεατρικού λόγου, με πρωτομάστορες τον Βασίλη Ζιώγα και τον Στρατή Καρρά. Και σε αυτές τις περιπτώσεις το κόνσεπτ είναι αδιάρρηκτα δεμένο με το γενικότερο ύφος της γραφής και τις ιδεολογικές συνιστώσες που διαπερνούν το κάθε έργο.
Μην παρεξηγηθώ. Υπέροχα μυθιστορήματα μπορούν να ανευρεθούν σκόρπια σε κάθε εποχή της νεοελληνικής γραμματείας και σε διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα. Εδώ αναζητούμε όμως μια δυναμική που εκλύεται από πιο συνολικές παρουσίες. Η γενιά του ΄30 για παράδειγμα μπορεί να άφησε τεράστιο αποτύπωμα στην ποίηση, αλλά όσον αφορά την πεζογραφία μάλλον δεν πληροί τις συγκεκριμένες προδιαγραφές.
Στο μυθιστόρημα της γενιάς του ΄30 ή του μεσοπολέμου γενικότερα υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις και δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπιστούν ενοποιητικές τάσεις, συγκλίσεις και συμπορεύσεις. Τι κοινό έχει ο Σκαρίμπας με τον Θεοτοκά, ο Καραγάτσης με τον Πεντζίκη, ο Κοσμάς Πολίτης με τη Μέλπω Αξιώτη, ο Τερζάκης με τον Βενέζη; Η γενιά του ’30, που θεωρείται ότι καθιέρωσε το νεοελληνικό μυθιστόρημα, χαρακτηρίζεται από τόσες αποκλίσεις, τόσες ειδολογικές διαφορές και χάσματα που τουλάχιστον όσον αφορά τη μυθιστοριογραφία είναι δύσκολο να αντιμετωπισθεί ως ενιαίο σύνολο. Αφενός υπάρχει πλουραλισμός, ποικιλομορφία, τάση για εξάπλωση, ιδεολογική δύναμη και υφολογική τόλμη, αφετέρου δεν στοιχειοθετούνται σύνολα, δεν υπάρχουν συνδέσεις. Είναι η κατεξοχήν περίοδος της μυθιστοριογραφίας μας όπου συναντώνται ψηλές, απάτητες κορυφές, αλλά ορθώνονται μόνες τους, ξέχωρα η μία από την άλλη· δεν συνιστούν οροσειρά.
Παρόλα αυτά, ακόμα και εδώ υπάρχει κάτι κοινό. Ένα δομικό στοιχείο που έρχεται και επανέρχεται μέσα από διαφορετικούς μορφικούς σχηματισμούς. Η ανάπτυξη της αφήγησης βασίζεται σε παράθεση καταστάσεων και (με λίγες εξαιρέσεις, όπως γίνεται στην περίπτωση του Καραγάτση ή του Καζαντζάκη) τα μυθιστορήματα αυτής της περιόδου δεν έχουν πλοκή με την αυστηρή έννοια της λέξης.
Στην Ελλάδα θεωρούσαμε πάντα ως ανώτατο επίτευγμα της πεζογραφίας τη ζεύξη που καταφέρνει να δημιουργεί ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό. Η μεγάλη μας λογοτεχνία εστιάζει σχεδόν εμμονικά, στα σημεία εκείνα όπου η ζωή των ανθρώπων τέμνεται με την Ιστορία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούμε να αντλήσουμε από τα έργα του Γιάννη Μπεράτη, του Ταχτσή, του Μηλιώνη, του Γιώργου Ιωάννου και τόσων άλλων. Η πεζογραφία μας δεν ασχολείται τόσο με τα προσωπικά διλήμματα του μυθοπλαστικού προσώπου και την μοναχική του πορεία μέσα στην υπόθεση του έργου, με την προσπάθεια διαγραφής ενός «τόξου» του χαρακτήρα, με την κατασκευή σφαιρικών προσωπικοτήτων, με την αλλαγή και την ολοκλήρωση του ήρωα. Αλλά κυρίως με τον τρόπο που αυτός κινείται και αντιδρά κάτω από το βάρος των ιστορικών γεγονότων, που συνήθως απειλούν να τον συνθλίψουν. Δεν δημιουργεί ο ίδιος την Ιστορία. Είναι άθυρμα της Ιστορίας. Άγεται και φέρεται από αυτήν.
Η πεζογραφία μας δεν είχε ποτέ αυταπάτες μεγαλείου. Όπως ας πούμε η αμερικανική τάση της μυθοπλασίας που είναι ακραία ατομοκεντρική, όπως είναι άλλωστε και η κοινωνία μέσα στην οποία εκκολάπτεται και στην οποία πρωτίστως απευθύνεται. Σε εμάς ο ήρωας είναι μέρος μιας ευρύτερης ομάδας. Δεν στέκεται μόνος απέναντι στο σύνολο κυνηγώντας έναν προσωπικό στόχο. Συνήθως, παλεύει απλώς για να επιβιώσει. Για αυτό ίσως είναι δύσκολο να τον δούμε ξεχωριστά, αποκομμένο από το ευρύτερο περιβάλλον και από το πλέγμα των σχέσεων που δημιουργεί με τους γύρω του.
Με τις κοινωνικές μεταβολές όμως των τελευταίων δεκαετιών ακόμα και αυτό το δεδομένο βλέπουμε να αλλάζει. Το μυθιστόρημα ως καθρέφτης της κοινωνίας βρίσκεται σε ένα συνεχές μεταβατικό στάδιο με μεγάλο συντελεστή ολισθηρότητας. Κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις καινούργιων επιρροών στην αφηγηματική κονίστρα (χιονοστιβάδα μεταφράσεων, κυριαρχία των αμερικάνικων σήριαλ, νέες μορφές digital μυθοπλασίας), το ελληνικό μυθιστόρημα θα πρέπει να επενδύσει στην ιδιοφωνία του αλλά και να εκλεπτύνει τους αφηγηματικούς του τρόπους, κυρίως μέσα από τον έλεγχο της τεχνικής, για να εξασφαλίσει τους όρους διαβίωσής του.
Επίσης, το να στρέψουμε το βλέμμα προς τα πίσω και να εξετάσουμε πώς τα κατάφεραν οι προηγούμενοι κρίνεται αναγκαίο.
ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ
~.~
*
Βλ. ακόμη
Διάλογος για το μυθιστόρημα
Ιωάννα Τσιβάκου, Σημειώσεις για το μυθιστόρημα (19.06.2019)
Γιώργος Πινακούλας, Σκόρπιες σκέψεις για το ελληνικό μυθιστόρημα (20.06.2019)
Κώστας Κουτσουρέλης, Για το νεοελληνικό μυθιστόρημα (21.05.2019)
*