*
του ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Tο δίσεκτο έτος 2008 κυριαρχεί ακόμα η μονοπολική αισιοδοξία. «Ηγέτης όλου του κόσμου, είμαι εγώ» σκέπτονται οι ΗΠΑ και θέλουν το ΝΑΤΟ όχι απλώς να επεκταθεί, αλλά να γίνει ει δυνατόν παγκόσμιο: μια πλανητική συμμαχία δημοκρατιών που ασπάζονται τις δυτικές φιλελεύθερες αξίες. Οι δημοκρατίες, σύμφωνα με τη θεωρία της «δημοκρατικής ειρήνης», δεν κηρύσσουν πόλεμο η μία εναντίον της άλλης. Το καθεστώς αυτό εξυπηρετεί αποφασιστικά την κυρίαρχη δημοκρατική χώρα, τις ΗΠΑ. Και έτσι αποφασίζουν, μεταξύ άλλων, να πιέσουν τους βορειοατλαντικούς συμμάχους τους να ασπασθούν στην προσεχή διάσκεψη κορυφής στο Βουκουρέστι, τη Γεωργία και την Ουκρανία, ως επίσημα υποψήφια μέλη. Αξίζει να αναφερθεί ότι τότε, η συντριπτική πλειονότητα των Ουκρανών είναι ακόμα αντίθετη με την ένταξη της χώρας τους στο ΝΑΤΟ. Έναν μήνα πριν τη διάσκεψη, ο νεοεκλεγείς Μεντβέντεφ, πρόεδρος μιας Ρωσίας που ανακτά τον γεωπολιτικό δυναμισμό της, και έχει ήδη καταπιεί επεκτάσεις του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς για τις οποίες είχε διαβεβαιωθεί περί του αντιθέτου, λέει αυτολεξεί στους FT: «Δεν είμαστε χαρούμενοι για τις εξελίξεις σχετικά με τη Γεωργία και την Ουκρανία. Θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά προβληματικό για την υπάρχουσα δομή της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Θα ήθελα να τονίσω ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένο όταν έχει εκπροσώπους ενός στρατιωτικού μπλοκ στο οποίο δεν ανήκει, να πλησιάζουν τα σύνορά του». Αυτό είναι το σκεπτικό, ever since, και επαναλαμβάνεται σε όλους τους δυνατούς τόνους.
Τους όρους «δομή», «αρχιτεκτονική ασφαλείας», τους διαβάζουμε άπειρες φορές. Σε κανέναν μας δεν αρέσουν, καθώς αντανακλούν γεωπολιτικές και αμυντικές/εξοπλιστικές διαδράσεις μεταξύ μεγάλων δυνάμεων εις βάρος, συχνά και δυστυχώς, των επιδιώξεων (λιγότερο δυνατών) ανεξάρτητων κρατών. Όμως, έτσι είχαν, έχουν και θα έχουν πάντοτε τα πράγματα. Και ακόμη περισσότερο αυτό ισχύει για τη Ρωσία, η οποία συνορεύει με 14 ανεξάρτητα κράτη, και αθεράπευτα αυταρχική καθώς είναι, θεωρεί την ιδέα της «δημοκρατικής ειρήνης» που βρίσκεται πίσω από την επέκταση του ΝΑΤΟ, μια ουτοπία που φέρνει ισχυρό στρατό δίπλα της.
Σε αυτό το δίσεκτο 2008, λοιπόν, βετεράνοι διπλωμάτες, στρατιωτικοί και πολιτικοί αναλυτές προβλέπουν «καταστροφή» εάν το ΝΑΤΟ συνεχίσει να επεκτείνεται ανατολικά. Και η ευρωπαϊκή ηγεσία αίφνης ξυπνά και προειδοποιεί για τον ίδιο κίνδυνο. Λίγο πριν από το Βουκουρέστι, αναφορά από το Κογκρέσσο των ΗΠΑ, προετοιμάζει το κοινό για αποτυχία: «Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία». Στο ίδιο το Βουκουρέστι, όπου διεξάγεται η μεγαλύτερη από συστάσεως ΝΑΤΟ διάσκεψη (αφού προσκαλούνται σχεδόν οι πάντες, και, φυσικά, η Ρωσία, η οποία εκπροσωπείται από τον απερχόμενο πρόεδρο Πούτιν), η Γερμανία (η οποία για πρώτη φορά μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου ακολουθεί ρητά εξωτερική πολιτική που εξυπηρετεί πρωτίστως τα εθνικά της λελογισμένα συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών) και η Γαλλία (άκου να δεις: ακόμα και το Ηνωμένο Βασίλειο) αντιστέκονται. Στο τέλος επέρχεται ένας συμβιβασμός που εξυπηρετεί περισσότερο τις ΗΠΑ: οι σύμμαχοι αποφασίζουν να εντάξουν τις δύο χώρες στο ΝΑΤΟ, αλλά χωρίς να αποδοθεί σχέδιο δράσης ένταξης. «Το ΝΑΤΟ», λέει η διακήρυξη, «χαιρετίζει τις ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Συμφωνήσαμε σήμερα ότι αυτές οι χώρες θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Το Σχέδιο Δράσης Ένταξης είναι το επόμενο βήμα για την Ουκρανία και τη Γεωργία στον άμεσο δρόμο τους προς την ένταξη». Παράλληλα, στον τύπο της εποχής, εξαίρεται η δημιουργία ενός διπλωματικού άξονα Παρισιού-Βερολίνου-Μόσχας.
Εάν η Ρωσία είναι το Κουτί, από εκείνη τη στιγμή οι ΗΠΑ γίνονται η Πανδώρα που το ανοίγει. Ο Πούτιν, αστράπτει και βροντά και απειλεί ότι εάν η Ουκρανία μπει στο ΝΑΤΟ, αυτό θα γίνει χωρίς την Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές: θα τη ρημάξει. Πρώτο βήμα: παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, όπως το έχουν κάνει ήδη οι ΗΠΑ (και μάλιστα, πολύ πρόσφατα εναντίον μιας χώρας πολύ μακριά από τα σύνορά τους, το Ιράκ), ο Πούτιν ξεκινά τον πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο του 21ου αιώνα, επεμβαίνοντας στρατιωτικά στη Γεωργία (την οποία κατηγορεί βολικά για «γενοκτονία»), και αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας (τη δε παύση πυρός διαιτητεύει προσωπικά ο Σαρκοζί). Με τον τρόπο αυτό, γράφει η Monde Diplomatique, «το Κρεμλίνο έστελνε το σήμα πως θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά». Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Επιβλήθηκαν χλιαρές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, το καθεστώς της στις διεθνείς σχέσεις παρέμεινε απρόσβλητο και, λίγους μήνες μετά, κατόπιν αιτήματος της Γεωργίας προς την ΕΕ να διερευνηθεί «ανεξάρτητα» ποιος ήταν ο «υπαίτιος», η αναφορά καταλήγει: «ήταν μόνον το αποκορύφωμα μιας μακράς περιόδου αυξανόμενων εντάσεων, προκλήσεων και επεισοδίων» και «…δεν υπάρχει τρόπος να αποδοθεί η συνολική ευθύνη για τη σύγκρουση μόνον σε μια πλευρά». Κανείς δεν βλέπει και κανείς δεν καταγγέλλει κάποια Ρωσική «επιθετικότητα». Η ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ γίνεται ευρέως αντιληπτή ως ουτοπική και μένει στο συρτάρι. Τι ωραίο προηγούμενο, αλήθεια, προκαλεί ο πρώτος ευρωπαϊκός πόλεμος του 21ου αιώνα.
Η ρωσική ενόχληση με την Ουκρανία είναι πολύ βαθύτερη, δεδομένων των αμοιβαίων εξαρτήσεων αλλά και των κοινών πολιτισμικών αναφορών των δύο χωρών. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε, βέβαια, ότι τα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας υπερβαίνουν τα 2000 χλμ. Στα τέλη του 2013, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί υποστηρίζουν τις διαδηλώσεις που οδηγούν στην ανατροπή του Γιανουκόβιτς, η εκλογή όμως του οποίου το 2010 είχε αναγνωριστεί ως δημοκρατική. Οι αντίπαλοι του Γιανουκόβιτς στη δυτική Ουκρανία πανηγυρίζουν, αλλά οι πολυάριθμοι ανατολικοί υποστηρικτές του ερμηνεύουν τις εξελίξεις ως ένα «πραξικόπημα» εναντίον του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου τους. Για το Κρεμλίνο, είναι σαφές ότι η Δύση υποστήριξε αυτό το «πραξικόπημα» προκειμένου να υποδεχθεί την Ουκρανία στο δυτικό στρατόπεδο. Έκτοτε, η ρωσική παρέμβαση στην Ουκρανία, η προσάρτηση δηλαδή της Κριμαίας και η «ανεπίσημη» στρατιωτική υποστήριξη των αυτονομιστών του Ντονμπάς, παρουσιάζεται από τη Μόσχα ως «δίκαιη» και «ανάλογη» απάντηση απέναντι στη φιλοδυτική «κατάληψη» της εξουσίας στο Κίεβο. Η παρέμβαση όμως της Ρωσίας ξαφνιάζει και τρομάζει τη Δύση, καταγγέλλεται, δε, δικαίως, ως μια άνευ προηγουμένου πρόκληση εναντίον της δομής ασφαλείας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Τότε ξαφνικά αρχίζει να γίνεται λόγος για τη ρωσική «επιθετικότητα».
Οι Συμφωνίες του Μινσκ (2014, 2015) ενεργοποιούν τον διπλωματικό άξονα Παρισιού-Βερολίνου-Μόσχας και δίνουν τη δυνατότητα στη Γαλλία και τη Γερμανία να αναλάβουν πρωτοβουλία στην εξεύρεση λύσης για τις εχθροπραξίες στο Ντονμπάς. Συντάσσονται στη βάση μιας σύλληψης που προτείνει το 2014 ο Κίσσινγκερ και στις ΗΠΑ: «Μια σοφή πολιτική …θα αναζητούσε έναν τρόπο για τα δύο μέρη της χώρας να συνεργαστούν μεταξύ τους. Πρέπει να επιδιώξουμε τη συμφιλίωση, όχι την κυριαρχία μιας παράταξης». [Παρεμπιπτόντως, ο Κίσσινγκερ σημειώνει παρακάτω: «για τη Δύση, η δαιμονοποίηση του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είναι πολιτική, είναι άλλοθι για την απουσία της». Αυτό, ισχύει ακόμα]
Οι Συμφωνίες ουδέποτε εφαρμόζονται ουσιαστικά, και από τις δύο πλευρές. Το Κίεβο εξακολουθεί να αρνείται να παραχωρήσει αυτονομία στο Ντονμπάς, όπως προβλέπεται στο κείμενο. Οι Ουκρανοί πρόεδροι αντί να «ενώσουν» τους συμπολίτες τους και να προσπαθήσουν να σφυρηλατήσουν μια εθνική/πολιτική προοπτική που δεν θα βασίζεται σε αποκλεισμούς, λειτουργούν μάλλον κατασταλτικά. Η κυβέρνηση του Ποροσένκο εκκαθαρίζει ανατολικούς πολιτικούς και αξιωματούχους, τρέποντας πολλούς στην εξορία. Οι συνθήκες διαβίωσης και, φυσικά, η πολιτική εκπροσώπηση στις επίμαχες ανατολικές περιοχές γίνονται πολύ δύσκολες.
Ο διπλωματικός άξονας Παρισιού-Βερολίνου-Μόσχας χάνει έδαφος. Για τη Ρωσία είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές χώρες αδυνατούν να αποκτήσουν στρατηγική αυτονομία έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και, απλούστατα, δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστο συνομιλητή προκειμένου να αποφευχθεί η επιδείνωση της ήδη πολύ προβληματικής κατάστασης. Και στρέφονται στους Αμερικανούς, οι οποίοι αρνούνται κάθε υποχώρηση.
Είναι ενδιαφέρον ότι, εν τω μεταξύ, το κόκκινο πανί της Ρωσίας, η ένταξη δηλαδή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αναφέρεται πια ως «μη-αναστρέψιμος» στόχος στο ίδιο το Σύνταγμα της χώρας, και αποτελεί ένα από τα ρητά καθήκοντα του Προέδρου. Η Ουκρανία, βέβαια, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται de facto μέλος της συμμαχίας. Οι ΗΠΑ πωλούν το 2017 (επί προεδρίας Τραμπ) στην Ουκρανία «αμυντικά» όπλα. Και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ ακολουθούν το παράδειγμά τους, εξοπλίζοντας την Ουκρανία, εκπαιδεύοντας τις ένοπλες δυνάμεις της και επιτρέποντάς της να συμμετάσχει σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Σε συνδυασμό με τις κυρώσεις, η Δύση υποθέτει ότι η Ρωσία θα επανεκτιμήσει το κόστος της σύγκρουσης και οι αυτονομιστές θα αντισταθούν στον πειρασμό να σπάσουν την ανακωχή και να καταλάβουν νέο έδαφος στα ενδότερα της Ουκρανίας.
Η «προληπτική» στάση αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον «Χάρτη Στρατηγικής Συνεργασίας» που υπογράφουν οι ΗΠΑ και η Ουκρανία τον Νοέμβριο του 2021: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ουκρανία σκοπεύουν να συνεχίσουν μια σειρά ουσιαστικών μέτρων για την πρόληψη εξωτερικής, άμεσης και υβριδικής, επίθεσης κατά της Ουκρανίας και να θέσουν τη Ρωσία υπεύθυνη για τέτοια επιθετικότητα και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της κατάληψης και της απόπειρας προσάρτησης της Κριμαίας και της ένοπλης σύγκρουσης υπό τη Ρωσία σε τμήματα των περιοχών Ντόνετσκ και Λουχάνσκ της Ουκρανίας, καθώς και τη συνεχιζόμενη κακοήθη συμπεριφορά της». Λίγους μήνες μετά, η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία. Η πολιτική των ΗΠΑ περί «επέκτασης» όσο και εσχάτως περί «πρόληψης», ίσως να μην ήταν και τόσο επιτυχής τελικά.
Αυτά και άλλα πολλά, θα μπορούσε να συζητήσει κανείς διεξοδικά, εάν το πνεύμα των ημερών το επέτρεπε. Δεν μπορώ όμως να μην αισθάνομαι αφάνταστα απογοητευμένος από το γεγονός ότι παρατηρήσεις όπως τις παραπάνω, είμαι αναγκασμένος να τις καταθέτω αφού πρώτα περιέλθω στην αναξιοπρεπή υποχρέωση να ομολογήσω πως «αποτάσσομαι τω Βλαδιμήρω, και πάσι τοίς έργοις αυτού». Εάν, μετά την ομολογία, εξηγήσω ότι, ως πλέον αυτονόητη, αυτή είναι η άχρηστη πληροφορία της μέρας ενώ άλλα πράγματα πρέπει να μας προβληματίσουν πολύ περισσότερο, η αρχική ομολογία μου ξαφνικά εκλαμβάνεται ως μη-ειλικρινής. Δεν πειράζει. Κάποιοι πρέπει να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου. Ο ετεροχρονισμένος φανατισμός (ο δικός μας, όχι των Ουκρανών ασφαλώς) έχει μόνον ένα όνομα: κλιμάκωση. Και η περιβόητη αρχιτεκτονική ασφαλείας, όσο η κατάσταση κλιμακώνεται, κινδυνεύει να πάει τελείως στο διάβολο και να μας πάρει όλους και να μας σηκώσει σε επίπεδο σωματιδίων.
Τι γίνεται τώρα, όμως; Για να σταματήσει το κακό, οι ΗΠΑ πρέπει να καταδεχθούν να έλθουν σε συνεννόηση΄με τη Ρωσία. Η Μαριούπολη βρίσκεται πολύ μακριά από το Μόναχο. Ιστορικό προηγούμενο δεν υπάρχει. Όσο δε οι ΗΠΑ και η Ρωσία δεν κάθονται στο τραπέζι, αυτός που την πληρώνει είναι η Ουκρανία. Αλλά, ξέχασα. Αυτό δεν είναι πολύ σημαντικό. Είναι πιο σωστό να εξαντληθεί και να εκμηδενιστεί σε έναν πόλεμο, να σκοτωθούν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, ε, ας γίνει και κάποιο πυρηνικό ολοκαύτωμα εν τω μεταξύ, αρκεί στο τέλος να ηττηθεί ο Πούτιν. Θα το αξίζουν οι «δίκαιες» θυσίες μας.
Αναλογιζόμενοι λοιπόν πώς φθάσαμε ως εδώ, ίσως και να μπορέσουμε ουσιαστικά να μιλήσουμε για το τι μπορεί πραγματικά να γίνει για να αποφευχθούν τα τρισχειρότερα κακά που μπορεί να έρχονται.
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
*