~.~
του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
Πριν από μια δεκαετία είχε κυκλοφορήσει ένα ενδιαφέρον αλλά και αμφιλεγόμενο βιβλίο, με τον τίτλο Θρησκεία για άθεους (2011). O συγγραφέας του, Αλαίν ντε Μποτόν, δεχόταν τη μομφή των παλιών μεγάλων αθεϊστών ότι η θρησκευτικότητα προσιδιάζει στους ψυχικά αδύναμους και εξαθλιωμένους, όντας ένας παιδαριώδης πόθος, συνάμα όμως ενέκρινε τη θρησκευτικότητα ακριβώς για τον ίδιο λόγο που εκείνοι την απέρριπταν: μπορούμε, πιστεύει, να δεχτούμε από τις θρησκευτικές παραδόσεις μεγάλη παρηγοριά για τις συναισθηματικά “δυσάρεστες” συνέπειες της εκκοσμίκευσης (π.χ. ατομικισμός, υπερβολικός ορθολογισμός, ηθικός σχετικισμός). Κύριο ρόλο στις προτάσεις του δεδηλωμένου αθεϊστή Μποτόν κατέχει φυσικά αυτό που για πολλούς θεωρείται ως το κύριο υποκατάστατο της θρησκείας σήμερα: η τέχνη. Αν “μεταφυτεύσουμε” σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες τις συναισθηματικά πλούσιες θρησκευτικές τελετουργίες του παρελθόντος, μπορούμε να κάνουμε πιο ανεκτή τη ζωή στη σύγχρονη κοσμική Δύση. Η εκκοσμίκευση είναι πλέον δεδομένη και η καταφυγή στο ιερό φαντάζει απίθανη, καθώς αντιβαίνει στην “επιστημονική” λογική των σημερινών ανθρώπων. Πώς φτάσαμε όμως ώς εδώ;
Σύμφωνα με τη βιολόγο Eugenie C. Scott, η επιστήμη χαρακτηρίζεται από «μεθοδολογικό νατουραλισμό», δηλαδή έχει ως κανόνα ν’ αναζητά μονάχα φυσικά/υλικά αίτια και επομένως οτιδήποτε το μη υλικό τίθεται προγραμματικά εκτός των ερευνών της. Αυτό είναι κάτι διακριτό από τον φιλοσοφικό νατουραλισμό, ο οποίος πηγαίνει παραπέρα λέγοντας πως μόνο τα φυσικά αίτια είναι υπαρκτά. Ωστόσο, συχνά αυτά τα δύο συγχέονται και σήμερα, στον 21ο αιώνα, η επιστήμη θεωρείται ως ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του πολιτισμού μας, ενώ ο χριστιανισμός βιώνει έναν ήπιο παραγκωνισμό και δείχνει να κατευθύνεται σταθερά προς το κοινωνικό περιθώριο. Η μακροχρόνια σύγκρουση αυτών των δύο “γιγάντων” φαίνεται λοιπόν πως έληξε υπέρ της επιστήμης. Ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει;
Το βιβλίο του Βρετανού καθηγητή Τζων Χέντλεϋ Μπρουκ (1944-), με τον χαρακτηριστικό τίτλο Επιστήμη και Θρησκεία: μια ιστορική επισκόπηση (Science and Religion: some historical perspectives, 1991), επιχειρεί να συμβάλλει στην αύξηση της γνώσης μας για τη σχέση επιστημών και (χριστιανικής) θρησκείας, από τον 17ο αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. Μέσα σε οκτώ περιεκτικά κεφάλαια, ο Μπρουκ παρουσιάζει ανάγλυφα τα κεντρικά γεγονότα που αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα των σχέσεών τους. Το βιβλιογραφικό δοκίμιο, στο τέλος, έχει παρατηρηθεί ότι ενσωματώνει όλα τα σημαντικά άρθρα που έχουν γραφτεί σχετικά, την τελευταία πεντηκονταετία. Η πρώτη και κύρια συνεισφορά του έγκειται όμως στην απόρριψη των ευρέως διαδεδομένων προκαταλήψεων.
~.~
~.~
Συγκεκριμένα, ο Μπρουκ εξετάζει τα δύο κυρίαρχα μοντέλα κατανόησης των θρησκειο-επιστημονικών σχέσεων: πρώτα είναι το περίφημο συγκρουσιακό μοντέλο, που διαμορφώθηκε από δύο μάλλον προκατειλημμένους ερευνητές της βικτωριανής περιόδου (όταν ήταν ακόμη η νωπή η έριδα του Δαρβίνου), τον χημικό Τ. Γ. Ντρέιπερ γύρω στο 1875 και συνεχίστηκε από τον ιστορικό Α. Ν. Γουάιτ, είκοσι χρόνια αργότερα, και σύμφωνα με το οποίο, θρησκεία και επιστήμες βρίσκονται αναγκαστικά σε διαρκή σύγκρουση, με αποτέλεσμα κάθε πρόοδος σε αυτές να συνεπάγεται αναπόδραστα τη συρρίκνωσή της.
Αυτό πίστευαν και κάποιοι κορυφαίοι επιστήμονες των ημερών μας, όπως οι Στίβεν Χώκινγκ και Γουάινμπεργκ (αν και το ευφυές και βαθιά εξομολογητικό βιβλίο Η γλώσσα της πίστης, από τον επιφανή Αμερικανό γενετιστή, Φράνσις Κόλλινς, δείχνει πως πιθανώς υπάρχει και η αντίθετη τάση). Τα δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που επικαλείται συνήθως αυτή η προσέγγιση (Γαλιλαίος και Δαρβίνος), αναλύονται διεξοδικά στη συνέχεια του παρόντος τόμου. Έπειτα, υπάρχει εκείνο το μοντέλο που βλέπει απόλυτη αρμονία στις σχέσεις τους, θεωρώντας τις απλώς συμπληρωματικές. Για τον Μπρουκ, και τα δύο αυτά μοντέλα έχουν το σοβαρό μειονέκτημα να υπεραπλουστεύουν σημαντικά τα ιστορικά γεγονότα, προβάλλοντας αναδρομικά στο παρελθόν τις δικές τους προκατασκευασμένες ερμηνευτικές θέσεις. Τέλος, εξίσου άστοχη κρίνεται η υιοθέτηση μιας πλήρους διάκρισης του πεδίου των επιστημών από εκείνο της θρησκείας, καθώς είναι δεδομένο ότι τα δύο πεδία έχουν αλληλεπιδράσει ή και συνδεθεί μεταξύ τους αρκετές φορές. Για παράδειγμα, αν και είναι γνωστή η δήλωση του Ιερού Αυγουστίνου ότι δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από την Βίβλο οι επιστημονικές περιγραφές του φυσικού κόσμου, είναι λιγότερο γνωστή η προσπάθεια του ίδιου να επιχειρηματολογήσει ενάντια στο ότι κατοικούνται οι αντίποδες, με την επίκληση της Αγίας Γραφής. Αυτή την αστοχία του επεσήμανε ο Μπάρνετ, τον 17ο αιώνα, για να καταδικάσει κάθε απόπειρα άντλησης επιστημονικών περιγραφών από ιερά κείμενα, ωστόσο και ο ίδιος δεν κατόρθωσε να αποφύγει το να πέσει στην ίδια παγίδα, πράγμα που φάνηκε όταν όρισε τις γεωλογικές περιόδους, με κριτήριο την Αγία Γραφή.
~.~
~.~
Το παραπάνω παράδειγμα μεταχειρίζεται ο Μπρουκ για να καταλήξει πως τα όρια ανάμεσα στις δύο περιοχές ιστορικά έχουν αποδειχθεί μάλλον ρευστά, πράγμα που φανερώνει την ευθραυστότητα οποιουδήποτε γενικού ορισμού. Όπως τονίζει ο ίδιος, περιστατικά όπως η καταδίκη του Γαλιλαίου και του Μπρούνο δεν προσφέρονται για γενικά συμπεράσματα πάνω στις σχέσεις επιστήμης και θρησκείας, καθότι ο πρώτος υπέστη αυστηρή μεταχείριση κυρίως λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της Αντιμεταρρύθμισης, ενώ ο δεύτερος καταδικάστηκε βασικά για τις αιρετικές θρησκευτικές του πεποιθήσεις, που περιελάμβαναν απόρριψη του καθολικισμού και αποδοχή του ερμητικού αποκρυφισμού. Ας θυμηθούμε ότι και η αριστοτελική επιστήμη θεωρήθηκε αρχικά αμφιλεγόμενη, επειδή εμπεριείχε θέσεις αντίθετες με τον χριστιανισμό (π.χ. αϊδιότητα σύμπαντος) και οι προσπάθειες συγκερασμού τους σε μία κοσμοθεωρία, από τον Θωμά Ακινάτη, δεν έγινε χωρίς αμφιβολίες και αντιρρήσεις. Μάλιστα, συχνά οι επιστήμονες, αν και χριστιανοί, είχαν και “αιρετικές” για την εποχή πεποιθήσεις (π.χ. ξέρουμε πως ο Νεύτων απέρριπτε το περίφημο τριαδολογικό δόγμα ως πλατωνισμό).
~.~
~.~
Παράλληλα, η αυστηρά κυριολεκτική θεολογική ερμηνεία των Γραφών, άγνωστη πριν την Μεταρρύθμιση και αδιάφορη στους Καλβίνο και Λούθηρο, εισήχθη μόλις τον 16ο αιώνα από προτεστάντες, στους οποίους απάντησε αυστηρότατα η Καθολική Εκκλησία, απαγορεύοντας οποιαδήποτε ερμηνεία παρεκκλίνει από αυτή, κάτι που μετέτρεψε τελικά την Βίβλο σε ένα σύνολο “αποδεικτικών” δοκιμίων για πολεμικούς σκοπούς. Εδώ φαίνεται ο “δυϊσμός σθένους” της θεολογίας του 17ου αιώνα, τα δόγματα της οποίας άλλοτε περιόριζαν την επιστημονική έρευνα και άλλοτε την ευνοούσαν. Η περίπτωση του Γαλιλαίου είναι φυσικά γνωστή. Λιγότερο γνωστό είναι όμως το πόσα οφείλει σε θρησκευτικές πεποιθήσεις η συνεισφορά του Βαν Χέλμοντ στη θεωρία της ιατρικής, η ανατρεπτική άποψη του Μπρούνο για τους πολλούς κόσμους, καθώς και η έννοιας της γραμμικής αδράνειας του Καρτεσίου. Εξάλλου, στα πρώτα της βήματα, η νεώτερη επιστήμη αντλούσε κοινωνικό κύρος από τη χριστιανική θεολογία, η οποία την αναγνώριζε ως μια κοινωνικά αξιόλογη δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον Μπρουκ, από τον 13ο έως και τον 16ο αιώνα μαρτυρείται στη Δύση μια στάση που θα μπορούσε να περιγραφεί ως “υπαγωγή” των φυσικών επιστημών στη χριστιανική θεολογία. Επιστήμη και φιλοσοφία ήταν ενωμένες και υπηρετούσαν από κοινού τους σκοπούς του χριστιανικού δόγματος, εναρμονίζοντας πίστη και λόγο στο πλαίσιο του σχολαστικισμού. Τον 17ο αιώνα αυτό το σύστημα “ράγισε” και οι επιστήμες διαφοροποιήθηκαν με πρωτοφανή και επαναστατικό τρόπο. Η διάκριση (από τον Γαλιλαίο) της “Βίβλου” (ως βιβλίου) από το “βιβλίο” της φύσης, που στηρίζεται στο ότι το δεύτερο είναι γραμμένο σε μαθηματική γλώσσα, μαρτυρεί τη διάζευξη επιστήμης και θρησκείας και τον κλονισμό του αριστοτελικού και πτολεμαϊκού μοντέλου περί σύμπαντος, στο οποίο είχε θεμελιώσει τη διδασκαλία της η μεσαιωνική Καθολική Εκκλησία. Ήταν η εποχή ίδρυσης των πρώτων (ανεξάρτητων) επιστημονικών ακαδημιών, εποχή του Καρτεσίου, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα, και ανάδυσης της νεώτερης φυσικής επιστήμης. Αντίθετα με την έως τότε κυρίαρχη αριστοτελική επιστήμη, που εντόπιζε στη φύση “τελικότητες” (σκοποί), η νέα επιστήμη (που ονομαζόταν “φυσική φιλοσοφία”) ήταν “μηχανιστική”: έβλεπε το σύμπαν ως έναν μηχανισμό που χαρακτηρίζεται από μια θεϊκής σύλληψης αρμονία και είναι δυνατό να περιγραφεί με μαθηματικούς όρους.
~.~
~.~
Όπως είναι φυσικό, η νέα επιστημονική στάση έφερε και μια νέα φιλοσοφική στάση απέναντι στο σύμπαν. Δεν κλόνισε όμως τη χριστιανική θρησκεία, η οποία εναρμονίστηκε μαζί της, συγκροτώντας αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως “φυσική” θεολογία. “Φυσική” θεολογία είναι εκείνος ο τύπος θεολογίας ο οποίος μεταχειρίζεται φιλοσοφικά (δηλ. ορθολογικά) κριτήρια, για να κάνει λόγο περί Θεού. Στον αντίποδα αυτής, η υπερβατική (ή αλλιώς υπερφυσική) θεολογία προβάλλει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες, οι οποίες δεν υπόκεινται σε λογική απόδειξη. Συχνά βέβαια, οι θεολόγοι επιδίδονται τόσο σε φυσική όσο και σε υπερφυσική θεολογία (π.χ. Άνσελμος, Θωμάς Ακινάτης). Η φυσική θεολογία υπήρξε ίσως η σημαντικότερη “γέφυρα” της χριστιανικής θρησκείας με την επιστήμη, αναδεικνύοντας τον θείο Δημιουργό με επιχειρήματα στηριγμένα στην παρατήρηση της αρμονίας του φυσικού κόσμου. Η αντικατάσταση του γεωκεντρισμού από τον ηλιοκεντρισμό, το κορυφαίο επίτευγμα της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα, μετέβαλε ριζικά την κοσμοθεώρηση των ανθρώπων: στο εξής, ο κόσμος δεν διαιρούνταν σε δύο “σφαίρες”, τον τέλειο υπερσελήνιο και τον ατελή υποσελήνιο χώρο, αλλά ήταν ενιαίος και ο άνθρωπος δεν βρισκόταν στο κέντρο του, αν και πιστευόταν ακόμη πως βρισκόταν κοντά σε αυτό. Ο μηχανικισμός, στις διάφορες εκδοχές του, έγινε ο κυρίαρχος τρόπος θέασης του φυσικού κόσμου, τροφοδοτώντας φυσικοθεολογικά επιχειρήματα υπέρ του πολύπλοκου θεϊκού σχεδιασμού των έμβιων ειδών. Μάλιστα, σε δύο δημοφιλή βιβλία του, ο Βρετανός επίσκοπος Ουίλλιαμ Πάλεϊ παρομοίαζε τον βιολογικό κόσμο ως έναν περίπλοκο ωρολογιακό μηχανισμό, ο οποίος φέρει την απόδειξη της ευφυΐας του Δημιουργού του.
Καθότι ο Θεός θεωρούνταν ένας τέλειος “νομοθέτης”, οι φυσικοί επιστήμονες επιχείρησαν να αποκαλύψουν τον “ωρολογιακό μηχανισμό” που διέπει τη φύση (φυσικοί νόμοι), αναδεικνύοντας την τελειότητά Του. Ο σύγχρονος αναγνώστης δε μπορεί παρά να ξαφνιαστεί από τον καίριο ρόλο που διαδραμάτιζαν τότε τα θεολογικά επιχειρήματα στις επιμέρους διαμάχες των επιστημόνων. Αυτό συνεχίστηκε και τον επόμενο αιώνα, με την έλευση του Διαφωτισμού, οι αμφισβητήσεις του οποίου ενάντια στον χριστιανισμό προέρχονταν έλαβαν τρεις μορφές: τον ντεϊσμό, ο οποίος δεχόταν τον ρόλο ενός “ωρολογοποιού” Θεού που θέτει σε λειτουργία τον κόσμο και μετά αποσύρεται (ο Νεύτων επιχειρηματολόγησε πολύ εναντίον αυτού, επισημαίνοντας θεϊκές παρεμβάσεις ακόμη και στον χώρο), τον αγνωστικισμό, που βρήκε τα καλύτερα επιχειρήματά του με τον Ντέιβιντ Χιουμ, και τον υλιστικό αθεϊσμό, εκπρόσωπος του οποίου ήταν κυρίως ο, «πρώτος σύγχρονος άθεος», Ντιντερό. Οι περισσότεροι Διαφωτιστές πίστευαν λίγο-πολύ στην ύπαρξη της “φυσικής” θρησκείας» (ο όρος εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και δεν πρέπει να συγχέεται με τη “φυσική θεολογία”), ένα σύνολο κάποιων βασικών ιδεών σχετικά με τον Θεό και τα ηθικά καθήκοντά μας, που θεωρείται ότι μπορούν να ανακαλυφθούν μονάχα με τη χρήση της λογικής (π.χ. Θεία πρόνοια, αθανασία ψυχής, κοινή ηθικότητα). Η φυσική θρησκεία, θεωρούσαν οι υποστηρικτές της, ταυτίζεται με την πρωταρχική θρησκεία της ανθρωπότητας και εκπηγάζει από την ανθρώπινη φύση εν γένει, αντίθετα με τις επιμέρους θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές, που ορίζονται από τοπικές περιστάσεις και ως εκ τούτου, είναι σχετικής αξίας. Πάντως, το ζήτημα των σχέσεων επιστημών και θρησκείας δεν εξαρτάται σημαντικά και από τον γεωγραφικό χώρο: για παράδειγμα, αντίθετα από την Αγγλία, όπου προωθήθηκε η ένωση των δύο πεδίων μέσω της φυσικής θεολογίας (παρά τα αντεπιχειρήματα του Χιουμ) αντιπαράθεσή των στη Γαλλία ήταν σφοδρή λόγω της επιρροής του Καθολικισμού και της εναντίωσης εναντίον της εξουσίας του, ενώ στη Γερμανία, η Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ αποδόμησε τα φυσικοθεολογικά επιχειρήματα, αν και βέβαια άφησε ανοικτό τον χώρο στην πίστη καθαυτή (φιντεϊσμός). Αντίστοιχα, κύριος λόγος άνθησης του ντεϊσμού μέσα από τη μηχανιστική κοσμοθέαση, ήταν η πολιτική δυσαρέσκεια. Ωστόσο, και η μηχανιστική κοσμοθεωρία επρόκειτο τελικά να κλονιστεί, όπως ακριβώς προηγουμένως η αριστοτελική. Συγκεκριμένα, οι ανακαλύψεις στη βιολογία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από τον Δαρβίνο, προκάλεσαν ισχυρές ρωγμές στον μηχανικισμό και στη φυσικοθεολογία που στηριζόταν σε εκείνον. Ο ίδιος Δαρβίνος έγραφε σε επιστολή του: «Ακόμη και στις πιο ακραίες μεταβολές της δεν έχω υπάρξει ποτέ άθεος με την έννοια της άρνησης της ύπαρξης ενός Θεού. Νομίζω γενικά (και όλο και περισσότερο καθώς μεγαλώνω), όχι όμως πάντα, ότι η πιο σωστή περιγραφή ως προς τη θρησκευτική μου στάση θα ήταν εκείνη του αγνωστικιστική». Πάντως, η παρουσίαση των οργανισμών που παλεύουν για την επιβίωση και τον πολλαπλασιασμό τους μέσα σε πλήθος «τυχαίων» και απρόβλεπτων φυσικών παραγόντων, αλλά και η εικόνα του ανθρώπου ως ένα εξελιγμένο είδος πιθήκου, εξήγησαν με μακρές ιστορικές διαδικασίες ό,τι ως τότε θεωρούνταν ως αυτόματα σχεδιασμένη και τέλεια θεϊκή δημιουργία. Κατά ειρωνεία λοιπόν, η επιχειρηματολογία στην οποία στηριζόταν ένα όχι μικρό μέρος της θεολογίας, αναιρέθηκε όταν αναιρέθηκαν οι επιστημονικές βάσεις πάνω στις οποίες αυτή είχε θεμελιωθεί (μηχανικισμός).
~.~
~.~
Βέβαια, σπεύδει να επισημάνει ο Μπρουκ, αυτό δεν σήμαινε την οριστική εξαφάνιση της φυσικής θεολογίας, η οποία πάντως είχε ήδη αμφισβητηθεί και μέσα στους κόλπους του χριστιανισμού, όπου υποστηρίχθηκε ότι η υπερβολική επικέντρωση στον φυσικό κόσμο παραγκώνιζε άλλους, περισσότερο “πνευματικούς” τρόπους επικοινωνίας με το θείο. Επιπλέον, ήδη στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φυσική θεολογία όχι μόνο ωθούσε τις έρευνες του φυσικού κόσμου, αλλά και μετατοπιζόταν η δομή της από αυτές: χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι έρευνες του Μπυφόν, που έδειξαν ότι η ηλικία της Γης είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι νομιζόταν ως τότε με βάση τη Βίβλο. Ο Μπρουκ δείχνει να ασπάζεται την άποψη ότι η αναζήτηση θεολογικών επιχειρημάτων στη φύση, έφερε μια πιο “διανοητική” αντιμετώπιση του θείου, με αποτέλεσμα αυτό τελικά να αμφισβητηθεί με την επιστημονική αμφισβήτηση εκείνων. Κανείς δεν επιχειρούσε να αρνηθεί σοβαρά την ύπαρξη του Θεού, μέχρι που οι θεολόγοι αποπειράθηκαν να την αποδείξουν.
Η μεγάλη σημασία που δόθηκε στην αντιπαράθεση περί της δαρβινικής εξέλιξης, οφείλεται μερικώς στην ήδη υπάρχουσα πολιτική διαμάχη περί εκκοσμίκευσης στις ευρωπαϊκές χώρες (με αποκορύφωμα την Γερμανία, όπου η δαρβινική εξέλιξη ήρθε σε πολλούς, κατά κάποιον τρόπο, σαν “δώρο εξ ουρανού”) και λόγω των νέων θεωριών στον χώρο της βιβλικής θεολογίας. Το σημαντικότερο πλήγμα ενάντια στα θεολογικά επιχειρήματα προσέφεραν όχι οι φυσικές επιστήμες, οι οποίες οπωσδήποτε επιδέχονταν πολλαπλών ερμηνειών, αλλά οι ανθρωπιστικές, ήδη από τη δημοσίευση της Φυσικής ιστορία της θρησκείας από τον Χιουμ και ακόμη περισσότερο κατά τον 19ο αιώνα, όταν οι ερευνητές της Βίβλου όπως οι Βάτκε και Στράους επιχειρηματολόγησαν εναντίον της αξιοπιστίας των βιβλικών κειμένων. Στο εξής, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί θεολόγοι έπαψαν να προβάλλουν τη Βίβλο ως κριτήριο και να εξετάζουν τη συμβατότητα των νέων ανακαλύψεων με αυτή. Η χριστιανική θεολογία δεχόταν σφοδρή “επίθεση” εκ των ένδον. Ας σημειωθεί όμως εδώ πως δεν έγιναν πρώτα οι ανακαλύψεις στη βιβλική έρευνα και ύστερα ακολούθησε η αμφισβήτηση της Βίβλου, αλλά το αντίστροφο: σε γενικές γραμμές, πρώτα εμφανίστηκε ένα πολιτικά ριζοσπαστικό κίνημα αθεϊστών (η περίφημη εγελιανή αριστερά, στην οποία διαμορφώθηκε αρχικά και ο Μαρξ) και κατόπιν εφαρμόστηκαν “εγελιανές” έννοιες στη Βίβλο, με σκοπό τη στροφή από τον Θεό στον άνθρωπο. Επιφανέστερος φιλοσοφικός εκπρόσωπος αυτής της παράδοσης, όσον αφορά τον αθεϊσμό, υπήρξε ο Φώϋερμπαχ.
~.~
~.~
Ο εικοστός αιώνας υπήρξε ίσως ο αιώνας της μεγαλύτερης “αποθρησκειοποίησης” των δυτικών κοινωνιών και διάδοσης θετικιστικού τύπου απόψεων περί «αναπόδραστης σύγκρουσης» επιστημών και θρησκευτικότητας. Ιδιαίτερα δημοφιλής υπήρξε εδώ ο Σίγκμουντ Φρόϋντ, ο οποίος στο περίφημο δοκίμιό του Το μέλλον μιας αυταπάτης, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η θρησκευτικότητα αποτελεί μια μορφή συλλογικής νεύρωσης, που προσιδιάζει σε συναισθηματικά ανώριμους ανθρώπους, και ο “Θεός” είναι ένα εξιδανικευμένο πατρικό υποκατάστατο. Ωστόσο, την ίδια εποχή, ο θετικιστικός τρόπος κατανόησης των επιστημών υπέστη πλήγμα μετά των καινοτομιών της υποατομικής φυσικής, πράγμα που οι θεολόγοι αξιοποίησαν συστηματικά, ανοίγοντας έναν νέο και κάπως πιο ήπιο διάλογο με τις φυσικές επιστήμες. Επίσης, εμφανίστηκαν και νέες φιλοσοφικές απόπειρες υπεράσπισης της πίστης: ο όρος φιντεϊσμός (<fides: πίστη) αναφέρεται στην άποψη που αξιώνει να μην υπόκεινται οι θεμελιώδεις θρησκευτικές αξίες σε μιαν ανεξάρτητη ορθολογική αποτίμηση. Χαρακτηριστικότερες μορφές του, ήταν αυτή του Κίρκεγκωρ (που η θεωρία του για το «άλμα πίστης» επηρέασε και τον Νιλς Μπορ), ο πραγματισμός του Ουίλλιαμ Τζέιμς, ο οποίος στο αριστούργημά του Οι παραλλαγές της θρησκευτικής εμπειρίας, διατεινόταν ότι, πέρα από τις μεταφυσικές παραδοχές, τη μεγαλύτερη σημασία έχει πρωτίστως η αξία που έχει η θρησκευτική πίστη για μας στην πράξη, όπως και (σύμφωνα με κάποιους ερμηνευτές) του Βίττγκενστάιν, που εξηγούσε ότι οι θρησκευτικές αξίες έχουν νόημα ως μορφές λόγου εντός μιας συγκεκριμένης κοινότητας ανθρώπων και ως τέτοιες δεν μπορούν να δεχθούν κριτική, καθώς δεν υπάρχει κανένα ανεξάρτητο «αρχιμήδειο σημείο» για μια τέτοια κριτική. Παρεμπιπτόντως, ας θυμηθούμε πως ο ίδιος ο Βίττγκενστάιν είχε κάποτε επικρίνει τον ανθρωπολόγο Τζέιμς Φρέιζερ, επειδή ο τελευταίος αντιμετώπισε τις πανάρχαιες τελετουργίες ως πρώιμες, ατελείς και εσφαλμένες απόπειρες επιστημονικής κατανόησης. Σύμφωνα με τον Βίττγκενστάιν, για να μιλήσουμε για «σφάλμα» θα έπρεπε να αναφερόμαστε σε κάποιες θεωρίες για τον κόσμο, στη βάση όμως ενός θρησκευτικού συμβόλου δεν υπάρχει κάποια γνώμη ή θεωρία για τον κόσμο. Οι τελετουργίες βασικά αναπαριστούν τις επιθυμίες και τα συναισθήματά μας και αποτελεί προκατάληψη να πιστεύουμε ότι προέρχονται από την έλλειψη εξήγησης για τα φυσικά φαινόμενα, λες και η ύπαρξη εξήγησης θα καθιστούσε λιγότερο εντυπωσιακή.
~.~
~.~
Ο Μπρουκ υποστηρίζει ότι, παρά τον ρόλο που έπαιξε η επιστήμη, κάθε φορά υπήρχαν πολιτικές σκοπιμότητες που οδηγούσαν στον προσεταιρισμό της και σχεδόν ποτέ δεν στάθηκε από μόνη της ο κύριος παράγοντας της επικράτησης της εκκοσμίκευσης. Αργότερα, τα βιοηθικά διλήμματα, που ήρθαν επίσης στο προσκήνιο, έφεραν ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση για τις θρησκευτικές αξίες. Τέλος, η εξελικτική θεωρία δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Πλήθος επιστημόνων μέχρι σήμερα προχώρησε σε απόπειρες κατανόησης της θρησκείας γενικά με βιολογικούς όρους και οικοδόμησης μιας νέας κοσμικής ηθικής: αρχής γενομένης με τη δημοσίευση του ομώνυμου βιβλίου του Ε. Ο. Ουίλσον, το 1975, η “κοινωνιοβιολογία” παραμένει ως σήμερα μια από τις πλέον φιλόδοξες και βασικά αθεϊστικές ερμηνείες του θρησκευτικού φαινομένου, που μέχρι σήμερα προκαλούν και σκανδαλίζουν. Όπως έγινε σαφές από τα παραπάνω, προσέγγιση του παρόντος τόμου είναι «ιστορικιστική», δηλαδή δεν υιοθετεί κάποιο γενικό μοντέλο αλλά επιλέγει συνειδητά να εξετάζει το ζήτημα πάντοτε με βάση το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Και ο κύριος λόγος που το κάνει, είναι διότι θεωρεί πως οι ίδιες οι έννοιες “επιστήμη” και “θρησκεία”, καθώς και τα μεταξύ τους όρια, δεν είναι στεγανά αλλά έχουν μετατοπιστεί πολλές φορές μέχρι σήμερα.
ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ