Του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ
Πάντα είχα την υποψία ότι η σωτήρια μαγεία της Σεχραζάτ, που πλάνευε τον Σαχριάρ μέχρι το χάραμα της κάθε μέρας, δεν οφειλόταν μοναχά στου λόγου της το παραμυθητικό χάρισμα. Απόδειξη καμιά δεν είχα, αλλά να, μου φαινόταν ελάχιστο το διάστημα που απαιτούσε η αφήγηση των ιστοριών της κάθε νύχτας. Σέβομαι όμως το γεγονός πως τούτη η τελευταία παρθένα της ανονόμαστης (άρα της κάθε πολυάνθρωπης) πολιτείας κατάφερε να κρατήσει για χίλιες και μια νύχτες (δηλαδή ως την αιωνιότητα, την αντεκδικητικά εξιλαστική για τις ισάριθμες αδικοσφαγμένες συμπολίτισσές της) απαραμείωτη την προσήλωση του μυθικού Σάχη και μαζί μ’ αυτήν και τ’ όμορφο κεφάλι της Σεχραζάτ πάνω στον αλαβάστρινο λαιμό της. Και μιας και λέξη δεν μπορώ να πω για τις άλλες, τις κρυφές κι ανείπωτές της (έτσι κι αλλιώς) χάρες, θα ξεκινήσω τη δική μου ιστόρηση με μιαν απ’ τις μυθικές της αφηγήσεις.
Την τριακοσιοστή ενενηκοστή πρώτη νύχτα λοιπόν, η περσίδα βεζυροπούλα ξετύλιξε την ιστορία του «Κισρά Παρβίζ, της Σιρίν και του ψαρά». Ο βασιλιάς Χοσρόης, Σαχανσάχ της Περσίας αγαπούσε τα ψάρια. Κι έτσι μια μέρα σ’ ένα ψαρά που του δώρισε ένα μεγάλο ψάρι, χάρισε τέσσερις χιλιάδες ντίρχαμ. Σαν τ’ άκουσε αυτό η Σιρίν είπε στον βασιλιά πως έπραξε αστόχαστα γιατί τώρα πια κάθε υπήκοός του θα συγκρίνει την αμοιβή του με το δώρο του βασιλιά στον απλό ψαρά. Και ζήτησε να τον καλέσουν πίσω και να τον ρωτήσει ο πολυχρονεμένος ηγεμόνας ποια ήταν η φύση του ψαριού, αρσενική ή θηλυκή. Σε κάθε πιθανή απάντηση ο βασιλιάς θα έλεγε πως επιθυμούσαν το αντίθετο, ζητώντας έτσι να επιστρέψει πίσω το χρηματικό ποσό που του είχε χαρίσει. Ο φτωχός μα πολυμήχανος ψαράς απηλογήθη πως το ψάρι ήταν σερνικοθήλυκο, κάνοντας τον βασιλιά να ξεκαρδιστεί στα γέλια και να τον φορτώσει με διπλά χρήματα. Για άλλη μια φορά μηχανεύεται κάτι κι επεμβαίνει η Σιρίν, προσπαθώντας να πάρει πίσω τα βασιλικά δωρήματα, αλλά ο απλός μα τετραπέρατος ψαράς καταφέρνει όχι μόνο να ματαιώσει κι αυτή την προσπάθειά της αλλά και ν’ αναγκάσει τον βασιλιά να στείλει ντελάληδες σ’ όλα τα μέρη του βασιλείου του για να βροντοφωνάξουν πως κανενός δεν του πρέπει ν’ αφεθεί να οδηγηθεί από γυναίκεια συμβουλή. Γιατί όποιος ακολουθεί τη συμβουλή τους, χάνει μαζί με το ένα ντίρχαμ κι άλλα δυο. Κι η Σεχραζάτ γλυκά κι ανεπαίσθητα γλίστρησε κι έχωσε την άκρη της ιστορίας του Χοσρόη και της Σιρίν μέσα στην επόμενη, υφαίνοντας ως κι αυτή την αυγή το ατέλειωτο λεκτικό πλεχτό της στης γλώσσας τον αργαλειό τον ακαταπόνητο.
Είναι πασίγνωστο πως οι Χίλιες και μία νύχτες έχουν υφάνει μες στην ατέλειωτη διάρκεια της μιας και μόνο λεκτικής τους νύχτας και περσικές αστροφεγγιές. Κι η αλήθεια είναι ότι το ιρανικό βασιλικό ζευγάρι είναι από τα πλέον ξακουστά· φρόντισε γι’ αυτό, πιότερο κι απ’ την ιστορία, η περιλάλητη ποίηση η περσική. Η γλυκιά (καθότι Σιρίν αυτό σημαίνει στα φαρσί) σύντροφος του Χοσρόη Β΄ Παρβίζ (του νικηφόρου) μαζί με το ταίρι της απαθανατίστηκαν ήδη απ’ τον 12ο αιώνα, από τον Νιζαμί, αυτόν που έγραψε τον Ματζνούν και τη Λεϊλά, και μαζί με το άλλο ζεύγος της Βις και του Ραμίν αποτελούν την μυθική τριάδα των πλέον ξακουστών ποιητικών ερωτικών επών. Το έργο του Νιζαμί στηρίχτηκε τόσο στις προϋπάρχουσες παραδόσεις (αρμένικες και καυκασιανές, θετικές για την Σιρίν) αλλά και στου Φερντόουσι το Σαχναμέ (αρνητικό για την ηρωίδα), εστιάζοντας όμως στην εκτύλιξη της ερωτικής ιστορίας των ηρώων κι όχι στα ιστορικά συμβάντα. Ήταν τέτοια μάλιστα η φήμη που γνώρισε ώστε είχε πάμπολλες απομιμήσεις, που σχετικά πρόσφατα ξεκίνησαν να μελετούνται, συνυφασμένες ως επί το πλείστον γύρω απ’ τον θρύλο του Φαρχάντ. Εδώ όμως ήθελα να σχολιάσω μια σκηνή, ιδιαίτερα αγαπητή και εικονιζόμενη συχνά ήδη από τον 16ο αιώνα στα πέρσικα χειρόγραφα, μα ιδίως από τον 18ο αιώνα και δώθε και σε τοιχογραφίες παλατιών στο Ιράν των Κατζάρων, και βιάζομαι να πω δυο λόγια μόνο για την ιστορική Σιρίν, πριν ξαναγυρίσω πάλι πίσω.
Σύμφωνα με όλες τις ιστορικές αναφορές (ελληνικές, αρμένικες και συριακές) η χριστιανή και μάλλον αρμένισσα Σιρίν έγινε σύζυγος του Χοσρόη. Ως χριστιανή είτε της Εκκλησίας της Ανατολής (νεστοριανή) είτε Συρορθόδοξη στήριξε τους χριστιανούς ομοθρήσκους της και την κοινή τους πίστη στην αχανή ζωροαστρική αυτοκρατορία των Σασανιδών. Παρότι περσικές ή αραβικές πηγές την θέλουν (Μαρία ή Ειρήνη) Ρωμηά θυγατέρα του Μαυρίκιου, μάλλον αντανακλούν τη συμμαχία και την προστασία που πρόσφερε ο βυζαντινός αυτοκράτορας στον Χοσρόη παρά την ίδια την ταυτότητά της (αν και μάλλον προσφέρθηκε στον Χοσρόη και η αυτοκρατορική θυγατέρα). Αντιγράφω τον Αρμένη Σεβέο: «Είχε [ο Χοσρόης] πολλές συζύγους, σύμφωνα με την παράδοση της θρησκείας τους των μάγων. Αλλά πήρε και χριστιανές συζύγους· μια από αυτές ήταν η πανέμορφη χριστιανή γυναίκα από τη γη του Χουζεστάν [παρακάτω την έχει ν’ ακολουθεί την πίστη των Αρμενίων], που ονομαζόταν Σιρίν. Ήταν η βασίλισσα, η πρώτη σύζυγος. Έχτισε ένα μοναστήρι και μία εκκλησία κοντά στη βασιλική κατοικία…». Όσο για τα περιστατικά που έφεραν κοντά τον Χοσρόη με τον προστάτη άγιο Σέργιο των βυζαντινο-ιρανικών συνόρων στην εκκλησιά της πόλης του, της Σεργιούπολης (Ρουσάφα), μας σώζονται τα -υποτιθέμενα- γράμματά του, από τον Ευάγριο και τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη.
Αυτό που μεταφέρει ο Ευάγριος έχει ως εξής:
«Οὐ μετὰ πολὺ δὲ καὶ ἕτερα πέπομφε δῶρα ὁ Χοσρόης ἀνὰ τὸν αὐτὸν ἱερὸν ναόν, ἐπιγράψας ἐπὶ δίσκου ἐκ χρυσοῦ πεποιημένου ἑλληνίδι φωνῇ ταῦτα· “Ἐγὼ Χοσρόης, βασιλεὺς βασιλέων, υἱὸς Χοσρόου, τὰ ἐν τῷδε τῷ δίσκῳ γεγραμμένα, οὐκ εἰς θέαν ἀνθρώπων, οὐδὲ ἵνα ἐκ τῶν λόγων μου τὸ μέγεθος τοῦ πανσέπτου ὀνόματος γνωσθῇ, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀλήθειαν τῶν γεγραμμένων καὶ διὰ τὰς πολλὰς χάριτας καὶ εὐεργεσίας ἃς ἔσχον παρὰ σοῦ· εὐτυχία γάρ μοί ἐστι, ἵνα τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐμφέρεται τοῖς ἱεροῖς σου σκεύεσιν. Ἐν τῷ εἶναί με ἐν τῷ Βεραμαῒς ᾐτησάμην παρὰ σοῦ, ἅγιε, ἐλθεῖν εἰς τὴν βοήθειάν μου καὶ ἐν γαστρὶ συλλαβεῖν Σιρήν. Καὶ ἐπειδὴ ἡ Σιρὴν Χριστιανή ἐστιν κἀγὼ Ἕλλην, ὁ ἡμέτερος νόμος ἄδειαν ἡμῖν οὐ παρέχει Χριστιανὴν ἔχειν γαμετήν. Διὰ γοῦν τὴν ἐμὴν πρὸς σὲ εὐγνωμοσύνην εἰς ταύτην τὸν νόμον παρεῖδον, καὶ ταύτην ἐν γυναιξὶν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ἐν γνησιότητι ἔσχον καὶ ἴσχω, καὶ οὕτω συνεῖδον νῦν δεηθῆναι τῆς σῆς ἀγαθότητος, ἅγιε, ἐν γαστρὶ συλλαβεῖν αὐτήν. Καὶ ᾐτησάμην καὶ συνεταξάμην ἵνα, ἐὰν ἐν γαστρὶ συλλάβῃ Σιρήν, τὸν σταυρὸν τὸν φορούμενον παρ’ αὐτῆς πέμψω τῷ πανσέπτῳ σου οἴκῳ. Καὶ τούτου ἕνεκα κἀγὼ καὶ Σιρὴν τὸν σκοπὸν τοῦτον ἔχομεν ἵνα εἰς μνημόσυνον τοῦ ὀνόματός σου, ἅγιε, τοῦτον τὸν σταυρὸν κρατῶμεν… Καὶ ἐξ οὗ τὴν τοιαύτην ἑαυτῷ ἔσχον αἴτησιν καὶ ταῦτα διελογισάμην, ἕως οὗ ἐφθάσαμεν τὸ Ῥοσονχοσρὸν δέκα ἡμέραι πλέον οὐ διῆλθον, καὶ σύ, ἅγιε, οὐ διὰ τὸ εἶναί με ἄξιον ἀλλὰ διὰ τὴν σὴν ἀγαθότητα, ἐφάνης μοι ἐν ὁράματι τῆς νυκτός, καὶ τρίτον εἶπάς μοι ὅτι Σιρὴν ἐν γαστρὶ ἔχει. Κἀγὼ ἐν αὐτῷ τῷ ὁράματι τρίτον ἀνταπεκρίθην σοι λέγων· ‘Καλῶς’. Καὶ διὰ τὸ εἶναί σε δοτῆρα τῶν αἰτήσεων, ἐκ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἡ Σιρὴν τὸ εἰθισμένον ταῖς γυναιξὶν οὐκ εἶδεν. Ἐγὼ δὲ διστάξας εἰς τοῦτο, εἰ μὴ τοῖς λόγοις σου ἐπίστευσα, καὶ ὅτι ἅγιος εἶ καὶ δοτὴρ τῶν αἰτήσεων, μετὰ <τὸ> ταύτην τὰ γυναικεῖα μὴ ὑπομεῖναι, ἐκ τούτου ἔγνων τὴν δύναμιν τοῦ ὁράματος καὶ τὴν τῶν παρὰ σοῦ ῥηθέντων ἀλήθειαν. Παραυτὰ οὖν ἔπεμψα τὸν αὐτὸν σταυρὸν καὶ τὴν τούτου τιμὴν ἐν τῷ πανσέπτῳ σου οἴκῳ… ἵνα διὰ τῆς τύχης σου, ἅγιε, εἰς πάντα, ἐξαιρέτως δὲ εἰς τὴν αἴτησιν ταύτην ἔλθῃς εἰς τὴν βοήθειάν μου καὶ Σιρήν, καὶ ὃ διὰ τῆς σῆς πρεσβείας γέγονεν ἡμῖν τῷ ἐλέει τῆς σῆς ἀγαθότητος καὶ τῷ θελήματί μου καὶ Σιρὴν εἰς τέλειον προέλθῃ· ἵνα κἀγὼ καὶ Σιρὴν καὶ πάντες οἱ ἐν τῷ κόσμῳ εἰς τὴν σὴν δύναμιν ἐλπίζωμεν, καὶ εἰς σὲ ἔτι πιστεύωμεν”».
Αυτά η ιστορία. Ας γυρίσουμε τώρα πίσω στην ποίηση (και στην εικόνα). Εκτός λοιπόν από τις μινιατούρες στα χειρόγραφα, συχνά αποτυπώθηκε από τον 18ο αιώνα σε τοιχογραφίες και η ακόλουθη σκηνή της συνάντησής τους που φανερώνει η εικονογραφία. Σύμφωνα με του Νιζαμί το ξακουστό έπος (αποδίδω τη συνοπτική πεζή μεταφορά του Chelkowski) η Σιρίν τράβηξε κατά την Περσία, ψάχνοντας τον αγαπημένο της. Δεκατέσσερα μερόνυχτα ταξίδευε. Κι ήρθε μπροστά σε ένα σμαραγδένιο λιβάδι όπου στραφτάλιζε μια ήσυχη λιμνούλα. Κατάκοπη και σκόνη γιομάτη απ’ την κορφή ως τα νύχια, στάθηκε. Και σαν σιγουρεύτηκε πως είναι μοναχή της, έδεσε τ’ άλογό της τον Σαμπντίζ κι ετοιμάστηκε να πάρει το λουτρό της. Πανέμορφο το κατάλευκο κορμί της μες στο γαλανό νερό. Έλυσε τις πλεξούδες της κι έπλυνε τα μακριά μαύρα μαλλιά της, και το φεγγαρένιο της πρόσωπο καθρεφτιζόταν στης λίμνης το νερό. Κι εκεί κάθησε, στο δροσερό νερό, ονειρευόμενη τον Χοσρόη. Εν τω μεταξύ, χωρίς κανείς τους να το γνωρίζει, ο Χοσρόης έκανε την αντίθετη πορεία. Κι άξαφνα έρχεται μπρος στη λίμνη στο σμαραγδένιο το λιβάδι και βλέπει τη Σιρίν να κάθεται σαν το νούφαρο μες στο νερό. Φωτιά άρπαξε η καρδιά του στη θωριά της και φούντωσε· τρεμούλιασε κι ο πόθος κόρωσε στα μέλη του όλα. Απαλά προχώρησε προς τη μεριά της σιγοψιθυρίζοντας στον εαυτό του πως θα ’θελε δικιά του να είχε μια τέτοια όμορφη κοπέλλα κι ένα άτι μαύρο σαν το δικό της, χωρίς να ξέρει πως μια μέρα και τα δυο δικά του θα γενούν. Ξαφνιασμένη κοιτάζει η Σιρίν. Αλαφιασμένη ρίχνει σαν πέπλο πάνω της τα μαύρα της μαλλιά, βγαίνει απ’ τη λίμνη, ντύνεται και τ’ άλογό της γοργά καβαλικεύει. Στ’ άγγιγμα της φτέρνας της, ο Σαμπντίζ την παίρνει μακριά, στου δειλινού τους ίσκιους…
Όπως μπορεί κανείς να κρίνει βέβαια και μονάχος, η εικαστική αφήγηση δεν ακολουθεί τη λεκτική αφήγηση του Νιζαμί επακριβώς αλλά πορεύεται μέσα από τις δικές της –ιδιαίτερες και προκλητικές– αφηγηματικές ατραπούς και παρεμβάσεις. Έτσι κι η ιστορία ενίοτε.
Ο Χοσρόης Β΄ Παρβίζ ήταν αυτός που με πρόσχημα τη δολοφονία του προστάτη του Μαυρίκιου το 602 εισέβαλε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και κατέλαβε όλη τη ρωμέϊκη Μέση Ανατολή, παίρνοντας από την Ιερουσαλήμ το 614 τον Τίμιο Σταυρό για να τον πάει στην Κτησιφώντα. Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του Ηράκλειου το 627, ο νικηφόρος Χοσρόης έπεφτε νεκρός κατόπιν εντολής του γιου του Καβάδη το 628.
Σε λιγότερο από δέκα χρόνια, τόσο η βυζαντινή Μέση Ανατολή όσο κι η σασανιδική Περσία θα έπεφταν κάτω απ’ τα νικηφόρα όπλα των μουσουλμάνων Αράβων που ξεχύθηκαν από την Αραβική χερσονήσο.